23 Σεπ 2013

Ν. Μόττας - «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα»: επαναστατική θεωρία ή σοσιαλδημοκρατικός οπορτουνισμός;

Ν. Μόττας - «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα»: επαναστατική θεωρία ή σοσιαλδημοκρατικός οπορτουνισμός;

Άγαλμα του Λένιν στην Αβάνα.
Του Νικόλαου Μόττα.
Πηγή: Μαρξιστική Επιθεώρηση Praxis,
Τεύχος 3, Απρίλης 2013.
ISSN: 2241-293X.
 
Καράκας, 21 Νοέμβρη 2009. Από το βήμα του συνεδρίου του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας, ο πρόεδρος Ούγκο Τσάβες κραδαίνει ένα βιβλίο – το «Κράτος και Επανάσταση» του Β.Ι.Λένιν. Με το χαρακτηριστικό του ύφος, μπροστά σε 772 συνέδρους, ο πρόεδρος εκφράζει τη συμφωνία του με την κεντρική ιδέα του λενινιστικού πονήματος και συμπληρώνει: «είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα νέο επαναστατικό κράτος από τα κάτω που θα ‘ναι ο αληθινός μηχανισμός για το χτίσιμο του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα». Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τσάβες αναφέρονταν δημόσια στην ανάγκη ενός «νέου είδους σοσιαλισμού».
 
Ο όρος «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» απηχεί μια πολιτική θεωρία που, περισσότερο από 15 χρόνια τώρα, κυριαρχεί στους κύκλους της λατινοαμερικανικής Αριστεράς. Κατά την πρόσφατη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η θεωρία αυτή «άγγιξε» και ένα σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής αριστερής διανόησης και τείνει να γίνει ένας από τους πλέον πολυσυζητημένους όρους της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Ως εκ τούτου τίθενται δύο βασικά ερωτήματα: τι πραγματικά πρεσβεύει αυτή η θεωρία και, δεύτερον, κατά πόσο σχετίζεται με τις μαρξιστικές αρχές;
 
Για να εξηγηθεί επαρκώς το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε ο «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» πρέπει να μελετηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που προηγήθηκαν της γέννησής του. Η επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, δημιούργησαν αναμφίβολα μια νέα τάξη πραγμάτων στο διεθνές ιδεολογικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Η περιβόητη άποψη, για παράδειγμα, που εξέφρασε ο Φράνσις Φουκουγιάμα [1] περί του «τέλους της Ιστορίας» και της ιδεολογικής κυριαρχίας του (νεο)φιλελευθερισμού αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας, εκπορευόμενης από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, με σκοπό να τεθεί ιδεολογικά και πολιτικά στο περιθώριο ο μαρξισμός-λενινισμός και κάθε επαναστατική προσπάθεια με κομμουνιστικά χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκαν και άλλες πολιτικές θεωρίες (π.χ. μεταμοντερνισμός, Τρίτος Δρόμος κλπ.) που είχαν –και συνεχίζουν να έχουν– διττό στόχο: πρώτον, την απονεύρωση του εργατικού λαϊκού κινήματος παγκοσμίως ώστε να μην υπάρχει άμεσος κίνδυνος για την κυριαρχία του μονοπωλιακού καπιταλισμού και δεύτερον, τη δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι είναι εφικτός ένας «εξανθρωπισμός» του καπιταλισμού, ότι δηλαδή στο πλαίσιο ρεφορμιστικών πολιτικών, εργάτες και αστική τάξη μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά. 

Ο ιδεολογικός και πολιτικός πόλεμος που δέχθηκε ο μαρξισμός-λενινισμός τις τελευταίες δύο δεκαετίες έφερε κάποια αποτελέσματα: κομμουνιστικά κόμματα απεμπόλησαν τις αρχές τους στρεφόμενα προς σοσιαλδημοκρατικές, ρεφορμιστικές πολιτικές πλατφόρμες (βλ. Γαλλικό και Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ενώ ο μικροαστικός οπορτουνίστικος αριστερισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στην προσέγγιση πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, δύο και πλέον δεκαετίες μετά την πρώτη του τείχους του Βερολίνου, ο κύριος στόχος του μονοπωλιακού καπιταλιστικού συστήματος δεν επιτεύχθηκε. Και αυτό διότι παρά την πολύπλευρη και πολυδιάστατη ιμπεριαλιστική προπαγάνδα κατά του κομμουνισμού και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης συνεχίζουν να υπάρχουν, σε όλον τον κόσμο, ισχυροί θύλακες αντίστασης στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η κρίση που ενέσκηψε το 2008, γέννημα-θρέμμα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, επανέφερε στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο ζητήματα που η –θριαμβεύσασα στις αρχές του ‘90– αντεπανάσταση ίσως να μην περίμενε. Ζητήματα που άπτονται της όξυνσης της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο, της επαγρύπνησης του εργατικού, λαϊκού κινήματος ενάντια στον ιμπεριαλισμό, της αποκάλυψης των γιγαντιαίων αντιφάσεων που περιέχονται στο DNA του καπιταλισμού. 
 
Ταυτόχρονα, εμφανίζονται στο προσκήνιο από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς «νέες» προσεγγίσεις, οι οποίες προωθούνται ως «εναλλακτικές» λύσεις. Λανσάρονται, με λίγα λόγια, ως ιδεολογική υπέρβαση τόσο του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου όσο και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του περασμένου αιώνα. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών των, αριστερής ιδεολογικής χροιάς, προσεγγίσεων συναντιούνται στη θεωρία που είναι γνωστή ως «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα».
 
Ποια είναι η «νέα θεωρία». 

Η θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» δεν ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Μπορεί να εισήλθε δυναμικά στη δημόσια συζήτηση με αφορμή την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, όμως η ιδεολογική της σύλληψη ξεκινά το 1996. Την πατρότητα της θεωρίας διεκδικεί ο γερμανός κοινωνιολόγος Χανς Ντίτριχ [2], μελετητής επί μακρόν των πολιτικών εξελίξεων στη Λατινική Αμερική και σύμβουλος για κάποιο διάστημα του προέδρου Τσάβες της Βενεζουέλας. Η σκέψη του Ντίτριχ έχει ως βάση το επιχείρημα ότι τόσο ο σύγχρονος καπιταλισμός όσο και ο ιστορικός σοσιαλισμός (όπως ονομάζει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ου αιώνα) απέτυχαν να δώσουν λύσεις στα βασικά προβλήματα του ανθρώπου. Στο βιβλίο του «Ο Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα και η συμμετοχική δημοκρατία» [3] δίνει μια εικόνα αυτού που ο ίδιος αποκαλεί ως «Νέο Ιστορικό Εγχείρημα» (New Historical Project):Ανακοινώνουμε πως ο πρώτος κύκλος ζωής της σύγχρονης κοινωνίας φτάνει στο τέλος του. Για τα τελευταία 200 χρόνια, από τη Γαλλική Επανάσταση (1789) μέχρι σήμερα, η ανθρωπότητα έζησε μέσω των δύο γνωστών ειδών εξέλιξης: του καπιταλισμού και του ιστορικού σοσιαλισμού. Και οι δύο μέθοδοι στάθηκε αδύνατο να λύσουν τα βασικά προβλήματα της ανθρωπότητας. Αυτά περιλαμβάνουν: φτώχεια, πείνα, εκμετάλλευση, σεξισμός, ρατσισμός, καταστροφή των φυσικών πηγών και έλλειψη αληθινής δημοκρατίας. Επομένως, η εποχή μας χαρακτηρίζεται από το τέλος των βασικών κοινωνικών εγχειρημάτων (χρησιμοποιεί την έκφραση «social projects») της μεγαλοαστικής τάξης και της ιστορικής εργατικής τάξης οι οποίες κυριάρχησαν στην εποχή μας. Η αναδυόμενη παγκόσμια κοινωνία ανοίγεται σε ένα νέο πολιτισμό: συμμετοχική δημοκρατία, σοσιαλισμός του 21ου αιώνα.
 
Ποιο είναι το πρώτο συμπέρασμα; Ότι, σύμφωνα με τον Ντίτριχ, η ανθρωπότητα επί τουλάχιστον δύο αιώνες ζει με την αυταπάτη ότι δεν υπάρχει άλλο κοινωνικό σύστημα πέραν του καπιταλισμού και του «ιστορικού σοσιαλισμού». Παρότι δεν το λέει ευθέως, ο Ντίτριχ ουσιαστικά τσουβαλιάζει τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις του 20ου αιώνα με τον εκμεταλλευτικό καπιταλισμό. Ερχόμενος δε σε ευθεία αντίθεση με τη μαρξιστική προσέγγιση, αρνείται τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης ως επαναστατικού υποκειμένου, καθώς ανακοινώνει «το τέλος των βασικών κοινωνικών προγραμμάτων της μεγαλοαστικής τάξης και της ιστορικής εργατικής τάξης». Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε πως, σύμφωνα με τον Ντίτριχ, μπουρζουαζία και εργατική τάξη δεν είναι σε ευθεία αντιπαλότητα, ούτε είναι αναγκαία η ταξική πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας.
 
Η «ιδεαλιστική» αντίληψη που έχει ο Ντίτριχ για την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας έρχεται σε αντίθεση με τον ιστορικό υλισμό του Μαρξ. Σύμφωνα με τον πατέρα του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» οι ιστορικοί μετασχηματισμοί και αλλαγές αποτελούν «κοινωνικά εγχειρήματα» (social projects), φράση που παρασταίνει ουσιαστικά τις μεγάλες ιστορικές αλλαγές με όρους ιδεολογίας οι οποίες φαίνεται να ξεπηδούν απ’ τα κεφάλια των φιλοσόφων. Σε αντιδιαστολή με τον τρόπο σκέψης του Ντίτριχ, ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ [3] εξηγεί την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας με όρους αντικειμενικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα στις σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας, οι οποίες αναπτύσσονται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση και συνείδηση. Η σκέψη του Ντίτριχ κάνει το αντίθετο. Βασίζεται στην αντιμαρξιστική αντίληψη ότι η συνείδηση του ανθρώπου καθορίζει την κοινωνική του υπόσταση. 
 
Σύμφωνα με τον Χανς Ντίτριχ, ο «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα», οφείλει να βασίζεται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: «συμμετοχική δημοκρατία, δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία ισοδυναμίας, αταξικό κράτος και τον λογικό-ηθικό πολίτη» [sic]. Ο όρος «συμμετοχική δημοκρατία» χρησιμοποιείται ως έμμεση καταδίκη –εκ μέρους του Ντίτριχ– της δημοκρατίας που υπήρξε στον υπαρκτό σοσιαλισμό του 20ου αιώνα. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά ο γερμανός κοινωνιολόγος υιοθετεί, εμμέσως πλην σαφώς, την ψευδεπίγραφη αστική προπαγάνδα περί δήθεν «περιορισμένης ελευθερίας» και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως δε στην ΕΣΣΔ. Με την ιδέα της «συμμετοχικής δημοκρατίας» ο Ντίτριχ δείχνει να στηρίζεται σε κάποια ουτοπική αντίληψη της συμμετοχής στα κοινά, καθώς απαρνείται τις δύο βασικές (και πρακτικά εφαρμόσιμες) μεθόδους: την κοινοβουλευτική δημοκρατία στο πλαίσιο του καπιταλισμού (ουσιαστικά, της δικτατορίας του κεφαλαίου) και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τι ακριβώς είναι λοιπόν αυτή η «συμμετοχική δημοκρατία» όπου, κατά τον Ντίτριχ, «οι πλειοψηφίες θα έχουν τον μεγαλύτερο ιστορικά δυνατό βαθμό ισχύος στη λήψη αποφάσεων στους οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς και στρατιωτικούς θεσμούς που κυβερνούν τις ζωές τους»; Σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν, μιλάμε για «θεσμούς» που θα κυβερνούν τη ζωή του λαού – επομένως πρόκειται για ένα διαφοροποιημένο είδος κοινοβουλευτικής (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας και όχι λαϊκής εξουσίας. Ο Ντίτριχ αποτυγχάνει να εξηγήσει ποιοι (δηλαδή ποια κοινωνική τάξη) θα αποτελούν την κυρίαρχη πλειοψηφία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι εργατική τάξη, μικροαστικά και μεσαία στρώματα έχουν τα ίδια συμφέροντα. 
 
Σύμφωνα με τη θεωρία του Χ.Ντίτριχ, το κράτος (και επομένως οι θεσμοί που «θα κυβερνούν τη ζωή του λαού») είναι αναγκαίο, προκειμένου να δίνει απλόχερα στους πολίτες τα κοινωνικά αγαθά που χρειάζονται. Σύμφωνα με τον ίδιο, το λεγόμενο «ταξικό κράτος» θα «εξαφανιστεί με τη συμμετοχική δημοκρατία. Στη θέση του θα υπάρχει μια νέα δημόσια εξουσία (σημ: όχι λαϊκή, αλλά δημόσια), η οποία θα θέτει τις προτεραιότητες των γενικών αναγκών και, έχοντας χάσει τον ταξικό χαρακτήρα λειτουργίας της, θα χάσει και την καταπιεστική της ιδιότητα» [6]. Σε αυτό το σημείο γίνεται προφανής η χαοτική απόσταση που χωρίζει τη θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» με τη μαρξιστική-λενινιστική οπτική και θέση. Για τον Ντίτριχ το κράτος είναι όχι μόνο αναγκαίο, αλλά, ταυτόχρονα, έχει και σκόπιμα αταξικό χαρακτήρα. Προς όφελος ποιανού όμως; Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, στον «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», οι καπιταλιστές θα... παραχωρήσουν ευγενικά την εξουσία και το εκμεταλλευτικό τους κράτος σε μια κάποια «ανεξάρτητη αρχή» η οποία θα φροντίσει για το καλό της κοινωνίας, καπιταλιστών και εργατικής τάξης, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων [7]. Μιας και ο Ντίτριχ δεν αναφέρεται καν στην ανάγκη ταξικής πάλης και βίαιης επανάστασης (που θα ανέτρεπε το αστικό κράτος) τότε αποζητά δύο τινά: ή ένα πλήρως ουτοπικό, ανύπαρκτο κράτος που να «γεφυρώνει» με μαγικό ραβδί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης με αυτά των καπιταλιστών, ή τη διατήρηση του αστικού κράτους με σοσιαλδημοκρατικού τύπου φιλολαϊκό προσωπείο. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει τίποτα το ριζοσπαστικό, τίποτα το επαναστατικό. 

Μεικτή οικονομία.

Ο σοσιαλδημοκρατικός χαρακτήρας της θεωρίας του Ντίτριχ γίνεται ακόμα πιο εμφανής στο πεδίο της οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο κοινωνιολόγος δηλώνει δημόσια πως προτιμά τη μαρξιστική πολιτική οικονομία (σε αντιδιαστολή με τη φιλελεύθερη οικονομική σκέψη), η θεωρία που αναπτύσσει για τον «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» αποδεικνύεται ξεκάθαρα αντι-μαρξιστική. Υποστηρίζει λοιπόν ο Ντίτριχ:

Μια σοσιαλιστική μετάβαση στον σημερινό κόσμο θα είναι επιτυχής εάν καταφέρει να υποκαταστήσει τον αστικό θεσμό της «τιμής» με τέτοιον τρόπο που οι δύο βασικές του λειτουργίες, η συστημική και η επισωρευτική, μπορούν να λυθούν ικανοποιητικά, μέσω ενός ποιοτικά διαφορετικού θεσμού: αποτελεσματικού στη βελτιστοποίηση της οικονομίας και χωρίς κανένα περιθώριο για εκμετάλλευση άλλων ανθρώπων. Αυτός ο θεσμός είναι η αξία [8].
 
Η οικονομική σκέψη του Ντίτριχ βασίζεται ουσιαστικά σε δύο πυλώνες: Πρώτον, τη σταδιακή αντικατάσταση του θεσμού-νόμου της «τιμής» με τον ρυθμιστικό θεσμό-νόμο της «αξίας», όπως αυτός γίνεται αντιληπτός σε συνάρτηση με τον απαραίτητο χρόνο για την παραγωγή ενός προϊόντος. Δεύτερον, την αναβάθμιση της συμμετοχής των πολιτών και του εργατικού δυναμικού στο μακρο-οικονομικό (π.χ. Προϋπολογισμός), μεσο-οικονομικό (π.χ. Προϋπολογισμός Δήμου) και μικρο-οικονομικό επίπεδο (π.χ. Επιχείρηση).

Από τα παραπάνω βγαίνουν τα εξής δύο συμπεράσματα:

1.  Πουθενά δεν γίνεται λόγος για το ποιος διαθέτει τα μέσα παραγωγής. Στην οικονομική σκέψη του Ντίτριχ η «εκμετάλλευση», ως καρκίνωμα της κοινωνίας, βρίσκεται στην αγοραστική τιμή και όχι στην ίδια την παραγωγή. Η αντι-μαρξιστική προσέγγιση του Ντίτριχ  φαίνεται στο γεγονός ακριβώς ότι ο ίδιος θεωρεί πως η εκμετάλλευση λαμβάνει χώρα στην αγορά, μέσω της τιμής πώλησης του προϊόντος και όχι στον χώρο εργασίας μέσω της υπεραξίας. Συμπεραίνουμε επομένως πως, για τον Ντίτριχ, το καπιταλιστικό status quo στα μέσα παραγωγής θεωρείται κάτι σαν θέσφατο, σαν φυσικός νόμος που δεν ανατρέπεται (ή δεν χρειάζεται να ανατραπεί). 
 
2. Η οικονομική σκέψη του Ντίτριχ θυμίζει τον αντι-μαρξιστικό ουτοπισμό του Ευγένιου Ντίρινγκ. Ο Φ.Ένγκελς έγραφε στο έργο του «Αντι-Ντίρινγκ» πως «ο νόμος της αξίας είναι ακριβώς ο βασικός νόμος της εμπορευματικής παραγωγής και, κατά συνέπεια, της ανώτατης μορφής της, της καπιταλιστικής δηλαδή παραγωγής».
 
Η θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» προτάσσει ξεκάθαρα ένα μοντέλο μεικτής οικονομίας, όπου «φιλολαϊκό» κράτος και «καλοί καπιταλιστές» θα συνδιαχειρίζονται την οικονομία προς όφελος, γενικά και αόριστα, του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται για ένα μείγμα μερικών –σε ορισμένες περιπτώσεις εκτεταμένων– εθνικοποιήσεων και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Βενεζουέλας. Ο ίδιος ο Χανς Ντίτριχ παραδέχεται δημόσια τον σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα του «νέου σοσιαλισμού»: «Ο μόνος εφικτός τρόπος (για τον σοσιαλισμό) είναι μια μεικτή οικονομία, που θα έχει τρία συστατικά στοιχεία, το Κράτος, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη δημόσια περιουσία στη μορφή συνεταιρισμών» [9].
Η αντίληψη του Ντίτριχ περί μεικτής οικονομίας δημιουργεί έντονους συνειρμούς αναφορικά με τον περίφημο «Τρίτο Δρόμο» του Άντονυ Γκίντενς, καθώς και τα δύο ρεύματα –παρά τις επιμέρους διαφορές τους– επιχειρούν το ίδιο πράγμα: την ωραιοποίηση, ή αλλιώς τον εξανθρωπισμό, του καπιταλιστικού συστήματος.
 
Μια πρόγευση για την πρακτική εφαρμογή, έστω και σε αρχικό στάδιο, της οικονομικής φιλοσοφίας του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» μας δίνει το μοντέλο της Βενεζουέλας. Γράφει σχετικά ο καθηγητής Τζέημς Πέτρας: «Η Βενεζουέλα σήμερα είναι μια μεικτή οικονομία, με τον ιδιωτικό τομέα να κυριαρχεί. Η κρατική ιδιοκτησία έχει επεκταθεί και εθνικές κοινωνικές προτεραιότητες έχουν υπαγορεύσει την ιδιοποίηση των πετρελαϊκών πόρων. Το κράτος κατέχει τον πιο προσοδοφόρο τομέα των εξαγωγών και καρπώνεται το μεγαλύτερο μέρος του ξένου συναλλάγματος. Ενώ η κυβέρνηση έχει αυξήσει κατά πολύ τις κοινωνικές δαπάνες, δεν έχει μειώσει τη μεγάλη συγκέντρωση πλούτου και εισοδήματος στις ανώτερες τάξεις» [10].

Αυτό που παρατηρούμε στη μέχρι τώρα εξέλιξη της μπολιβαριανής διαδικασίας, όπως ονομάζεται η διακυβέρνηση Τσάβες, είναι ο «διαιτητικός» ρόλος του κράτους ως ρυθμιστή των σχέσεων της λαϊκής πλειοψηφίας με τα ντόπια και ξένα μονοπώλια. Μιλάμε για εθνικοποίηση μέρους του πλούτου και όχι για κοινωνικοποίηση. Μιλάμε για –γενναιόδωρες σε πολλές περιπτώσεις– κοινωνικές παροχές προς τους κοινωνικά αδύνατους και περιθωριοποιημένους, αλλά όχι για λαϊκή εξουσία και κυριαρχία. Το «φιλολαϊκό κράτος» και η κυβέρνησή του, στο όνομα του λαϊκού συμφέροντος, αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση με τους καπιταλιστές· διαπραγμάτευση εκ των πραγμάτων ανισότιμη (αφού τα μέσα παραγωγής δεν έχουν αλλάξει χέρια), που σχετίζεται με μια υποτιθέμενα δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Επομένως, έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια ρεφορμιστική διαδικασία και όχι με σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζεται και στην αδυναμία της κυβέρνησης Τσάβες να προχωρήσει σε αγροτική μεταρρύθμιση τέτοια που να αλλάξει τους συσχετισμούς ιδιοκτησίας μεταξύ μικροκαλλιεργητών και μεγαλογαιοκτημόνων.
 
Παρόμοια πολιτική γραμμή, λιγότερο ριζοσπαστική απ’ του Τσάβες, εφαρμόζει και ο επανεκλεγείς Ραφαέλ Κορέα στο Εκουαδόρ. Επίσης θερμός υποστηρικτής της θεωρίας του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», ο Κορέα κατήγγειλε το 2008 το «επαχθές χρέος» της χώρας, έκλεισε την αμερικανική στρατιωτική βάση στη Μάντα και προχώρησε με μια συγκρατημένα φιλολαϊκή ατζέντα. Η βάση όμως της πολιτικής του, κυρίως στο πλαίσιο της οικονομίας, κινείται στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, με την υπογραφή μάλιστα συμβολαίων εξόρυξης μεγάλης κλίμακας με ξένες εταιρείες. Εκτός αυτού, με πρόσχημα τη «φιλολαϊκή» εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, έχει καταστείλει (σε πολλές περιπτώσεις με πρωτοφανή βιαιότητα) τις κινητοποιήσεις ινδιάνικων κοινοτήτων του Αμαζονίου που βλέπουν τη γη τους να πωλείται σε πολυεθνικά μονοπώλια. «Η λαϊκή στήριξη του Κορέα», σημειώνει ο Τζέημς Πέτρας, «βασίζεται κυρίως σε βραχυπρόθεσμες παραχωρήσεις, με τη μορφή αυξήσεων μισθών και ημερομισθίων και παροχής πιστώσεων στις μικρές επιχειρήσεις, μέτρα που δεν είναι βιώσιμα στις συνθήκες της παγκόσμιας ύφεσης». Τα μέτρα αυτά, να συμπληρώσουμε, δεν είναι βιώσιμα σε καπιταλιστικές συνθήκες γενικότερα, τη στιγμή που μένουν άθικτα τα προνόμια των μονοπωλίων και του μεγάλου κεφαλαίου.
 
Λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Βολιβία, ο Έβο Μοράλες ακολουθεί την πεπατημένη του Τσάβες. Έχει ενισχύσει το κοινωνικό κράτος, αυξάνοντας ως ένα βαθμό μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, ενώ η εκλογή του στην ηγεσία της χώρας σήμανε τη βελτίωση και ενίσχυση των πολιτικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων των ιθαγενών πληθυσμών. Όπως ο Τσάβες και ο Κορέα, έτσι και ο Μοράλες έχει διακηρύξει τις «αντι-ιμπεριαλιστικές» του προθέσεις (κυρίως ενάντια στην πολιτική των ΗΠΑ), αφήνοντας όμως άθικτο το μεγάλο κεφάλαιο που είναι διατεθειμένο να συνεργαστεί με την κυβέρνησή του. Με όχημα τόσο το φιλολαϊκό πολιτικό του προφίλ όσο και τον κρατικό μηχανισμό, ο Μοράλες κατάφερε να χειραγωγήσει ουσιαστικά το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας. Με την έννοια της «χειραγώγησης» εννοούμε τη δημιουργία εργατικών-συνδικαλιστικών ηγεσιών οι οποίες, όντας πολιτικά προσκείμενες στην κυβέρνηση, καθησυχάζουν την εργατική τάξη πως τα συμφέροντά της είναι διασφαλισμένα. Οι ταξικές ανισότητες παραμένουν ισχυρές στη χώρα της νότιας Αμερικής και, παρά τις όποιες βελτιώσεις, ένα συντριπτικά μεγάλο (80%) ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού ζει κάτω απ’ το όριο της φτώχειας.
 
Τα παραδείγματα των παραπάνω χωρών αποδεικνύουν πως εάν δεν υπάρξει ξεκάθαρη ρήξη με το κεφάλαιο, ξεκάθαρη αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στα μέσα παραγωγής, τότε προκύπτουν ημίμετρα. Προκύπτουν πολιτικές που έχουν ως σημείο αναφοράς τη σοσιαλδημοκρατική μεικτή οικονομία, που βελτιώνουν μεν το βιοτικό επίπεδο των μαζών χωρίς ωστόσο να έρχονται σε ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα. Τέτοιου είδους πολιτικές –οι οποίες αποτελούν θεμέλιο της θεωρίας του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»– δίνουν μεγαλύτερο βάρος στην ανατροπή του λεγόμενου «νεοφιλελεύθερου» μοντέλου διαχείρισης. Όχι όμως και στην ανατροπή του καπιταλισμού. Προτάσσουν αναδιαρθρώσεις, μεταρρυθμίσεις, κοινωνικό κράτος, δικαιότερη κατανομή του πλούτου, αλλά δεν αγγίζουν την καρδιά του προβλήματος.

Επανάσταση ή καρικατούρα επανάστασης;

Ερχόμαστε λοιπόν στο σημαντικότερο ζήτημα που αφορά τους λαούς της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο. Σε τι αποσκοπεί η θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»; Ποιο δρόμο προτάσσει για την κατάκτηση του σοσιαλισμού; Οι ιδεολογικοί υπέρμαχοι της θεωρίας αυτής, όπως η χιλιανή κοινωνιολόγος Μάρτα Χάρνεκερ, προτείνουν έναν δρόμο διαφορετικό από αυτόν που ακολούθησε η Κουβανική Επανάσταση στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και στις αρχές του ‘60. Αντί της ευθείας, ξεκάθαρα ταξικής, σύγκρουσης με το κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια προτάσσεται η μεταρρυθμιστική οδός. Αντί της πάλης ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα προτάσσεται η πάλη ενάντια στη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση». Αντί για την απευθείας κατάκτηση της εξουσίας προτάσσεται η κατάκτηση πρώτα της κυβέρνησης. Πρόκειται, όπως σημειώσαμε και πριν, για προφανέστατη παρέκκλιση από τον μαρξισμό-λενινισμό και για υιοθέτηση ρεφορμιστικού τύπου σοσιαλδημοκρατικής λογικής. Αυτό γίνεται φανερό και από τα λεγόμενα της Χάρνεκερ, σύμφωνα με την οποία ο νέος σοσιαλισμός αποτελεί μια «ανακαίνιση της αριστερής πολιτικής σκέψης» διότι, όπως σημειώνει:
 
Oι επαναστατικές ιδέες που υποστηρίζαμε τις δεκαετίες 1970 και 1980 δεν έγιναν πράξη. Ως εκ τούτου, η αριστερή σκέψη όφειλε να ανοιχτεί στην καινούργια πραγματικότητα και να αναζητήσει νέες ερμηνείες. Έπρεπε να αναπτύξει μεγαλύτερη ευκαμψία [sic] ώστε να αντιληφθεί πως οι επαναστατικές διαδικασίες, για παράδειγμα, μπορούν να ξεκινήσουν κερδίζοντας απλώς τη διαχειριστική εξουσία. Οι μεταβάσεις που επιχειρούμε δεν είναι οι κλασικές, όπου οι επαναστάτες παίρνουν την κρατική εξουσία. Σήμερα, πρώτα κατακτάμε τη διοίκηση και κάνουμε βήματα από εκεί [11].
 
Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι πόσα βήματα μπορούν γίνουν, και αν συνιστά επανάσταση η κατάληψη της «διαχειριστικής εξουσίας» όπως γράφει η Χάρνεκερ.
 
Η λογική που εκφράζει η Χάρνεκερ –όπως άλλωστε και ο Ντίτριχ– υποτάσσει τον βασικό στρατηγικό στόχο της κατάκτησης της εξουσίας στην πάλη για μεταρρυθμίσεις μέσω της κατάληψης της διαχείρισης (αστικοδημοκρατική κυβέρνηση). Ακολουθεί φανερά δρόμο αντίθετο από αυτόν της μαρξιστικής- λενινιστικής σκέψης. Χωρίς να παραγνωρίζει τη σημασία των μεταρρυθμίσεων, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα σημείωνε τη δεκαετία του 1960 πως «στις προοδευτικές δυνάμεις ορισμένων χωρών της Αμερικής, υπάρχει μια τρομερή σύγχυση ανάμεσα στους στόχους τακτικής και στους στρατηγικούς στόχους» [12]. Για τον Τσε, όπως και για κάθε γνήσιο μαρξιστή-λενινιστή, ο μεγάλος στρατηγικός στόχος είναι η κυριαρχία της εργατικής τάξης –η δικτατορία του προλεταριάτου– κάτι που απουσιάζει από τις ρεφορμιστικές απόψεις των Ντίτριχ και Χάρνεκερ. 
 
Ένα βασικό επιχείρημα που συνηθίζουν να προτάσσουν οι υποστηρικτές του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» και της μπολιβαριανής διαδικασίας είναι το εξής: Η όποια επαναστατική, με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, διαδικασία στη Λατινική Αμερική οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες που πηγάζουν από την ιστορία και το πολιτισμικό υπόβαθρο της περιοχής και των λαών. Έτσι, τοποθετούν ως πρώτη προτεραιότητα τον «αντι- ιμπεριαλιστικό» αγώνα ενάντια στις ΗΠΑ (με στόχο να μειώσουν την επιρροή της Ουάσινγκτον στην περιοχή), υποβαθμίζοντας την πάλη ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. Βλέπουν την πορεία προς τον σοσιαλισμό περισσότερο ως «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» και λιγότερο ως «ταξικό», εμπνέονται περισσότερο από την κληρονομιά του Σιμόν Μπολίβαρ και λιγότερο απ’ την εποποιία της Οκτωβριανής Επανάστασης.
 
Θα ήταν ασφαλώς λάθος να αγνοηθούν τα θετικά αποτελέσματα της μπολιβαριανής διαδικασίας στη Βενεζουέλα, και οι θετικές διεργασίες και ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα στα λαϊκά κινήματα των χωρών της κεντρικής και νότιας Αμερικής. Είναι δε προφανές ότι η επικράτηση των Τσάβες, Μοράλες και Κορέα έναντι των συντηρητικών και φιλοαμερικανών αντιπάλων τους συνιστά εξέλιξη που κάθε προοδευτικός άνθρωπος, κάθε κομμουνιστής, οφείλει να χαιρετίσει. Ο προβληματισμός όμως παραμένει έντονος. Μπορεί να θεωρηθεί ως επαναστατική διαδικασία το ρεφορμιστικό, σοσιαλδημοκρατικού τύπου μείγμα πολιτικής που προτείνει η θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»; Επιπλέον, μπορεί να υπάρξει αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας χωρίς ξεκάθαρη αντι-μονοπωλιακή, αντι-καπιταλιστική γραμμή;
 
Η εμπειρία των αντιαποικιακών επαναστάσεων στον 20ο αιώνα μας δείχνει πως δύο ειδών κράτη προκύπτουν συνήθως: ή ένα σοσιαλιστικό κράτος, ή ένα εθνικό αστικό κράτος. Στο μεν πρώτο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της εργατικής τάξης, ενώ στο δεύτερο στα χέρια της αστικής τάξης. Στο κείμενο «Η τακτική και στρατηγική της Λατινοαμερικάνικης Επανάστασης» έγραφε ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα:
 
Είναι λογικό να σκεφτούμε πως μέσα στον αγώνα για απελευθέρωση, σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη, θα φτάσουμε σε κυβερνήσεις εθνικής δημοκρατίας με μια προεξάρχουσα επικράτηση των αστών. Αυτό πραγματικά συνέβη σε πολλές περιπτώσεις. Αλλά οι λαοί που κατέφυγαν στη βία για να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους, προχώρησαν ακόμη μακρύτερα προς τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και πολλοί απ’ αυτούς προσχώρησαν στον σοσιαλισμό [13].

Παρά την ενίσχυση των κοινωνικών παροχών στους λιγότερο προνομιούχους, οι κυβερνήσεις Τσάβες, Μοράλες και Κορέα διατηρούν ουσιαστικά άθικτα τα προνόμια της αστικής τάξης των χωρών τους, ελπίζοντας ίσως πως αυτή (η εγχώρια αστική τάξη) θα βοηθήσει στον αγώνα ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλιά του. Αλλά ακόμη και αν πρόσκαιρα η αστική τάξη αυτών των χωρών έχει συμφέρον από την εκδίωξη των αμερικανικών πολυεθνικών, σίγουρα δεν έχει κανένα συμφέρον από την εμβάθυνση των κοινωνικών αλλαγών που απαιτούνται και ασφαλώς κανένα συμφέρον για σοσιαλιστική οικοδόμηση. Επ’ αυτού, ο Γκεβάρα σημείωνε πως «η εθνική αστική τάξη είναι ανίκανη να πάρει μια αγωνιστική θέση κατά του ιμπεριαλισμού. Αυτό αποδεικνύει πως φοβάται περισσότερο τη λαϊκή επανάσταση, παρά τη δεσποτική πίεση των μονοπωλίων. [...] Η υψηλή αστική τάξη δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους λατιφουντίστες για να πολεμήσει τον λαό και να εμποδίσει τον δρόμο του προς την Επανάσταση» [14].
Το παράδειγμα της κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή (1973) δεν μπορεί παρά να στοιχειώνει όσους υποστηρίζουν με θέρμη ρεφορμιστικές αυταπάτες κοινοβουλευτικού τύπου. Παρά την όποια, λοιπόν, λαϊκή στήριξη και δημοτικότητα μπορεί να έχουν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις τύπου Τσάβες και Μοράλες, δεν παύουν να είναι ευάλωτες σε πιθανή αντεπίθεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
 
Άλλωστε, η εμπειρία των ουκ ολίγων πραξικοπημάτων στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο –με πιο πρόσφατη την ανατροπή του προέδρου Φερνάνδο Λούγο στην Παραγουάη– επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές: πως η εκάστοτε εγχώρια αστική τάξη δεν θα διστάσει να συμμαχήσει με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όταν νιώσει πως απειλούνται τα προνόμιά της, και να ανατρέψει την όποια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
 
Να επανέλθουμε λοιπόν στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω: Πόσο «αντι- ιμπεριαλιστική» είναι μια πολιτική που δεν τάσσεται ανοιχτά και ξεκάθαρα ενάντια στα μονοπώλια; Την ίδια ώρα που οι τρεις κυβερνήσεις (Βενεζουέλα, Βολιβία, Εκουαδόρ) επιχειρούν την απαγκίστρωση των χωρών τους από το αμερικανικό κεφάλαιο, συνάπτουν συμφωνίες με πολυεθνικές εταιρείες άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Τσάβες, ενώ έχει προχωρήσει στην εθνικοποίηση ορισμένων μεγάλων εταιρειών, ταυτόχρονα συμμετέχει σε κοινές επιχειρήσεις (κράτος και πολυεθνικές) με μονοπωλιακούς ομίλους από την Κίνα, τη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Βολιβία, «ο Έβο Μοράλες», γράφει ο καθηγητής Τζέημς Πέτρας, «σε καμία περίπτωση δεν επιχείρησε ριζοσπαστική ρήξη με τον καπιταλισμό: στην καλύτερη περίπτωση εκφράζει μια απόπειρα να “ηθικοποιήσει” τις υπάρχουσες καπιταλιστικές ελίτ» [15].

Καθόλου συμπτωματικά, η προσπάθεια «ηθικοποίησης», ή αλλιώς ωραιοποίησης, του καπιταλισμού αποτελεί τον πυρήνα της θεωρίας του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα». Ο ίδιος ο Χάινς Ντίτριχ (θερμός υποστηρικτής, μαζί με τη Χάρνεκερ, της κυβέρνησης Μοράλες) είναι αποκαλυπτικός: 
 
Το «Κίνημα για τον Σοσιαλισμό» δεν είναι ένα κόμμα εμπροσθοφυλακής, αλλά μια συμμαχία ετερογενών ομάδων, νοσταλγών συγκεκριμένων ινδοαμερικανικών, αντι-λενινιστικών και αντι-ιμπεριαλιστικών τμημάτων της Αμερικανικής Λαϊκής Επαναστατικής Συμμαχίας (ΑPRA) που ιδρύθηκε το 1924 στο Μεξικό απ’ τον Χάγια ντε λα Τόρρε, του «πνευματικού σοσιαλισμού» του Αρέβαλο, του «χριστιανοσοσιαλισμού» του Τσάβες και του ανθρωπολογικού-φιλοσοφικού πυρήνα της λεγόμενης «τρίτης θέσης» του Περόν [16].
 
Ο δε ισχυρός αντιπρόεδρος της βολιβιανής κυβέρνησης, Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερος στον λόγο του: «Δεν είμαστε ενάντια στην ελεύθερη οικονομία. Είμαστε υποστηρικτές ενός σοσιαλιστικού μοντέλου με βολιβιανό καπιταλισμό» [17].

Σε καπιταλιστικό άλλωστε πλαίσιο κινούνται και οι περιφερειακές οικονομικές και πολιτικές ενώσεις της Λατινικής Αμερικής, όπως η MERCOSUR και η ALBA [18]. Παρά το γεγονός ότι αποσκοπούν στη σταδιακή οικονομική απαγκίστρωση της νότιας και κεντρικής Αμερικής από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περιφερειακές αυτές ενώσεις δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από συνεργασίες καπιταλιστικών χωρών (με μοναδική εξαίρεση τη συμμετοχή της Κούβας στην ALBA). Πριν από τρία χρόνια μάλιστα ιδρύθηκε η CELAC (Κοινότητα των χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής) με τη συμμετοχή 33 κρατών. Παρουσιάστηκε δε ως το «αντίπαλο δέος» στον OAS (Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών) όπου συμμετέχουν και οι ΗΠΑ μαζί με τον Καναδά. Η πραγματικότητα είναι όμως πως, υπό τις παρούσες συνθήκες, τόσο η MERCOSUR όσο και η CELAC αποτελούν εκφάνσεις των συμμαχιών για ευνοϊκότερο πλασάρισμα στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτές παίζουν οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικά ισχυρότερων κρατών, όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και το Μεξικό, που επιθυμούν μεγαλύτερο μερίδιο από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται στην περιοχή. Την ίδια ακριβώς στιγμή που ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των λαϊκών στρωμάτων στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο βιώνει τη φτώχεια και την εξαθλίωση, αναμένοντας να γίνουν πράξη οι μεγαλόστομες –και συνάμα απατηλές– εξαγγελίες του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα».
Πέντε βασικά συμπεράσματα.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω καταλήγουμε σε ορισμένες διαπιστώσεις. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» δεν αποτελεί μια αυτοτελή κοινωνικο-οικονομική προσέγγιση της πραγματικότητας αλλά συνιστά ιδεολογικό «μείγμα» διάφορων απόψεων και θέσεων – μια σύνθεση μεταμοντερνισμού, ρεβιζιονιστικού μαρξισμού, χριστιανοσοσιαλισμού και λατινοαμερικάνικου μπολιβαρισμού.
 
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για θεωρία ξένη –αν όχι εχθρική– προς τον μαρξισμό-λενινισμό. Υποτιμά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ου αιώνα και τις σημαντικότατες κοινωνικές κατακτήσεις στις χώρες που οικοδόμησαν τον σοσιαλισμό, υποβιβάζοντας τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης ως βασικού επαναστατικού υποκειμένου.
 
Ένα τρίτο συμπέρασμα είναι πως αποδέχεται τη μεικτή οικονομία, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, επιχειρώντας να σπείρει την αυταπάτη πως –σε καπιταλιστικό περιβάλλον– «ο άνθρωπος μπορεί να μπει πάνω από τα κέρδη». Σε αυτό το σημείο ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τον ευρωπαϊκό αριστερίζοντα οπορτουνισμό, ο οποίος αναδύεται (και έντεχνα ενισχύεται) τα τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης και στην Ελλάδα.
 
Τέταρτον, προωθεί τον μεταρρυθμιστικό λόγο έναντι της επανάστασης ακριβώς επειδή δεν επιθυμεί την επανάσταση, δεν πιστεύει σε αυτήν. Αποτελεί ουσιαστικά μια λατινοαμερικάνικη έκδοση του ευρωκομμουνισμού, με επιμέρους διαφοροποιήσεις αλλά με παρόμοια αντιμετώπιση και ερμηνεία του μαρξισμού. Πέμπτον, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για τα λαϊκά κινήματα ερμηνεύοντας την οικονομική κρίση όχι ως συστημική, δομική, κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου.
 
Ως κατακλείδα παραθέτουμε την προτροπή του Πάβελ Μπλάνκο Καμπρέρα, μέλους της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος του Μεξικού (PCM) ως απάντηση στις αυταπάτες του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»:
Εναπόκειται στα κομμουνιστικά κόμματα να υψώσουν το κόκκινο λάβαρο για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, της ταξικής οργάνωσης του προλεταριάτου και του συνόλου των εργαζομένων που υφίστανται εκμετάλλευση και καταπίεση, για την οικοδόμηση των απαραίτητων συμμαχιών με όσους θέλουν την ανατροπή του καπιταλισμού, με στόχο τη Σοσιαλιστική Επανάσταση, που τέθηκε σε ισχύ και εφαρμογή το 1917. Αυτή είναι η αποστολή στην εποχή που ζούμε, εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων και δεν χωράνε ούτε «τρίτοι δρόμοι» ούτε συγχύσεις [19].
 
Σημειώσεις: 
 
1. Βλ. Francis Fukuyama, Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος (Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη, 1993). 
 
2. Είναι ευρύτερα αποδεκτό πως ο Ντίτριχ υπήρξε ο θεμελιωτής της θεωρίας του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα». Το παραδέχεται όμως δημόσια και ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Monthly Review: «Interview with HeinzDieterich: In Venezuela, Conditions for Building Socialism of the 21st Century Have Been Created», 01/03/2007.

3. HeinzDieterich, El Socialismo Del Siglo XXI y La Democracia Participativa, (Caracas: Rumbo Revolucionario, 2004).

4. Βλέπε: Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2010).

5. Βλέπε υποσημείωση [2], Συνέντευξη στο Monthly Review, 01.03.2007.

6. HeinzDieterich, El Socialismo Del Siglo XXI y La Democracia Participativa, σ. 62.

7. Στα έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν το κράτος (το κάθε κράτος) δεν αποτελεί παρά όργανο ταξικής καταπίεσης. Ο Ντίτριχ επιχειρηματολογεί υπέρ της διατήρησης του κράτους ως αναγκαίου, αφαιρώντας όμως (με ένα μαγικό τρόπο) τα χαρακτηριστικά του ως όργανου καταπίεσης. Δηλαδή, για τον Ντίτριχ, το κράτος αποδύεται τον ταξικό του χαρακτήρα (ως όργανο της αστικής τάξης), χωρίς την ύπαρξη ταξικής πάλης, και μετουσιώνεται σε ανεξαρτητοποιημένη –από «ταξικά» χαρακτηριστικά– φιλολαϊκή αρχή. Σε πλήρη αντίθεση με την ουτοπική και αντι-μαρξιστική αυτή σκέψη, ο Λένιν έγραφε: «Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια της μιας τάξης στα χέρια της άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρά επιστημονική όσο και με την πρακτικά πολιτική σημασία αυτής της έννοιας» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή), τ. 31, σ. 133).

8. Hans Dieterich, Hugo Chávez pide acelerar el socialismo del Siglo XXI, 22.6.2006, http://www.rebelion.org/noticia.php?id=33441.
 
9. Ομιλία του Χ.Ντίτριχ σε συνέδριο για τον “Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα” στο Κίτο του Εκουαδόρ, 30/08/2007.
 
10. James Petras, «Latin America’s Twenty-First Century Socialism in Historical Perspective», 12.10.2009 από http://www.globalresearch.ca/latin-america-s-twenty-first-century-socialism-in-historical-perspective/15634#sthash.IN8FJz3B.dpuf & «Η προοπτική του ‘σοσιαλισμού του 21ου αιώνα’ στη Λατινική Αμερική», Δρόμος της Αριστεράς, 20.12.2012. 

11. Συνέντευξη της Μάρτα Χάρνεκερ. «We Must Take Public Criticism into Account. Criticism Is Good and Should Help the Process», Marta Harnecker Interviewed by Edwin Herrera Salinas, MRZine-Monthly Review, 31/03/2010.
12. Ερνέστο Γκεβάρα, «Η τακτική και στρατηγική της Λατινοαμερικάνικης επανάστασης»(1962), Πολιτικά κείμενα, τ.Ι, σ. 124.
 
13. Βλ. Ερνέστο Γκεβάρα, «Η τακτική και στρατηγική της Λατινοαμερικάνικης επανάστασης», σ. 115.
14. Ερνέστο Γκεβάρα, «Κούβα: μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού;» (1961), Πολιτικά Κείμενα, τ.Ι, σελ. 100-101. Βλ. επίσης: Η Δεύτερη Διακήρυξη της Αβάνας, (Αθήνα: Διεθνές Βήμα, 1997), σ. 38, όπου αναφέρεται: «Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι στις χώρες μας αυτή η τάξη (αστική), ακόμα και αν τα συμφέροντά της είναι αντίθετα μ’ αυτά του ιμπεριαλισμού των γιάνκη είναι ανίκανη να τον αντιμετωπίσει, γιατί την παραλύει ο φόβος της κοινωνικής επανάστασης».
 
15. James Petras, «Bolivia: Evo Morales’ Pursuit of “Normal Capitalism”», Economic and Political Weekly, τομ.XLII No. 23, 09/06/2007.
16 & 17. HeinzDieterich, «Evo Morales, el socialismo comunitario y el Bloque Regional de Poder», MRZine-Monthly Review, 07/01/2006. 
 
18. MERCOSUR (Mercado Común del Sur/ Κοινή Αγορά του Νότου): ιδρύθηκε το 1991 και αποτελείται από 5 χώρες-μέλη (Βραζιλία, Αργεντινή, Παραγουάη, Ουρουγουάη, Βενεζουέλα) και ALBA (Μπολιβαριανή Συμμαχία για την Αμερική): ιδρύθηκε το 2004 με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων Κούβας και Βενεζουέλας, αποτελείται σήμερα από 8 χώρες-μέλη.

19. Πάβελ Μπλάνκο Καμπρέρα, «Οι Κομμουνιστές και ο λεγόμενος “Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα”», Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), 2010, Τεύχος 6.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ