5 Σεπ 2013

Είμαστε όλοι κομμουνιστές

Είμαστε όλοι κομμουνιστές

Τις προάλλες η κε του μπλοκ έπεσε πάνω σε αυτή την ανάρτηση του οικοδόμου κι ένα κείμενο του μπογιόπουλου στο περιοδικό unfollοw, που σατίριζε τους παλιούς κλασικούς μύθους για τους κομμουνιστές που θα ‘ρθουν να μας πάρουν τα σπίτια και τις γυναίκες (έγκυρες φήμες λένε πως σκοπεύουν να καταργήσουν και το τσάμπιονς λιγκ).

Το κείμενο αυτό ο οικοδόμος το «ξεσήκωσε» από το βαθύ κόκκινο, που το δανείστηκε προφανώς με τη σειρά του από το περιοδικό. Αυτό είναι το ωραίο εξάλλου με το διαδίκτυο, που λειτουργεί αλυσιδωτά (αν και όχι πάντα για καλό) και προπαντός με την πληροφορία και τη γνώση, που σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αγαθά (εμπορεύματα στον καπιταλισμό), όταν τη δώσεις σε κάποιον άλλο δεν την χάνεις, αλλά τη μοιράζεσαι και την χαίρεσαι, εκπληρώνοντας κατά κάποιον τρόπο τον προορισμό της.
Κι αν αυτό αποδεικνύει κάτι, δεν είναι πως περνάμε σε κάποια ‘μετακαπιταλιστική κοινωνία της γνώσης’ χωρίς να μεσολαβήσουν πιο ενδιαφέρουσες επαναστατικές διαδικασίες, όπως μας λένε διάφορες θεωρίες, αλλά ότι τα καλούπια της καπιταλιστικής (πνευματικής) ιδιοκτησίας καθίστανται τελείως αναχρονιστικά, όπως και το οικονομικό-κοινωνικό σύστημα που τις επιβάλλει.

Αναφέρω λοιπόν ως πηγή τον οικοδόμο, όχι μόνο επειδή είδα πρώτη φορά το κείμενο, αλλά και για πιο ειδικούς λόγους, που θα εξηγήσω στη συνέχεια. Αφού θυμηθούμε πρώτα τι έγραφε ο μπογιό στο κείμενό του.

Την εποχή των δωσίλογων, των μαυραγοριτών, των χιτών, των γερμανοτσολιάδων, πριν απ' αυτούς και αρκετά μετά απ' αυτούς, το κράτος, που τότε λειτουργούσε με Ούλεν και Πάουερ και σήμερα λειτουργεί με Siemens και Cosco, το καθεστωτικό πολιτικό σύστημα που τότε έφτιαχνε «ιδιώνυμα» και αργότερα έχτιζε «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, διατείνονταν ότι: «Θα έρθουν οι κομμουνιστές και θα μας πάρουν τις γυναίκες»...

Βέβαια, για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους κομμουνιστές, αλλά ηλίθιοι δεν είναι. Οι κομμουνιστές δεν τα βγάζουν πέρα με τις δικές τους γυναίκες, τρελοί θα 'τανε να φορτωθούν και τις γυναίκες των άλλων;
 Η αλήθεια είναι ελαφρώς αντεστραμμένη: Στην κοινωνία που έχτισαν αυτοί, οι κήνσορες του «πνεύμα και ηθική», εκεί μεγαλούργησε η Τρούμπα. Στη δική τους κοινωνία δέσποζε η επιγραφή «Προσεχώς Βουλγάρες». Και στη δική τους -μεταβιομηχανική, όπως τη λένε- κοινωνία του θεάματος είναι που η πουτανιά λογίζεται ως εφαλτήριο επαγγελματικής και κοινωνικής «καταξίωσης».

Επίσης εκτός του ότι θα παίρνανε τις γυναίκες, «οι κομμουνιστές θα διαλύανε την οικογένεια». Τώρα ποιος διάλυσε και διαλύει οικογένειες το ξέρουν τα καραβάνια των ελλήνων μεταναστών των αρχών του περασμένου αιώνα. Το ξέρουν καλά τα εκατομμύρια των ελλήνων προσφύγων των δεκαετιών του '50 και του '60. Το ξέρουν και τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που σήμερα, τώρα, παίρνουν των ομματίων τους και φεύγουν, αφήνοντας πίσω μανάδες, πατεράδες, φίλους και αδέλφια, ψάχνοντας δουλειά και ελπίδα μακριά από τη ρημαγμένη Ελλάδα, όπως την κατάντησαν οι ιησουίτες του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Στο μπουκέτο της ίδιας προπαγάνδας εξέχουσα θέση κατείχε και εκείνο το «οι κομμουνιστές θα μας πάρουν τα κτήματα». Βεβαίως, αντί για τους κομμουνιστές, τα κτήματα (όσα δηλαδή δεν κατέχει η Εκκλησία με οθωμανικά χοτζέτια και αυτοκρατορικά χρυσόβουλα) προλάβανε και τα πήρανε η Αγροτική Τράπεζα και η καλή μας η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η τελευταία μάλιστα αποδείχτηκε «κομμουνιστικότερη» κι από τους χειρότερους εφιάλτες των αντικομμουνιστών. Σύμφωνα με την έκθεση του 2002 της Eurostat για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, την πρώτη 20ετία της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ εξαφανίστηκαν από το χάρτη 185.000 αγροτικά νοικοκυριά.Έκτοτε υπολογίζεται σταθερά ότι στη χώρα ξεκληρίζονται ετησίως περί τα 20.000 αγροτικά νοικοκυριά. Κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο η Ελλάδα, που το 1981 ήταν πλεονασματική σε αγροτικά προϊόντα, σήμερα να εισάγει λεμόνια από την Αργεντινή και πατάτες από την Αίγυπτο...

Εκεί όμως που η φαιότητα των σπηλαίων ζωγράφισε για δεκαετίες με τις καλύτερες αποχρώσεις του γκρι τον εαυτό της ήταν όταν διαλαλούσε πως αν έρθουν «οι κομμουνιστές θα μας πάρουν τα σπίτια»! Έτσι έλεγαν οι... πατριώτες.
 Αλλά, ας δανειστούμε τα λόγια του σταυραετού της Αντίστασης, του Αρη Βελουχιώτη:
 «Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;».

Ε, λοιπόν, εβδομήντα χρόνια μετά από εκείνη την ομιλία του Αρη στη Λαμία, οι «σωτήρες» έρχονται να μας πάρουν και τα καλύβια μας! Έρχονται να πάρουν και τα πεζούλια μας! Βγάζουν τα σπίτια του κόσμου στον πλειστηριασμό! Του κόσμου που, αφού πρώτα τον απόλυσαν, τον φτωχοποίησαν και τον χρεοκόπησαν, τώρα τον αποκαλούνε «μπαταχτσή» και πάνε να του πάρουν και το σπίτι.

Διότι, όπως λένε, εκτός από «κοπρίτες», εκτός από «τεμπέληδες», οι Έλληνες πάσχουν κι από αυτό το φρικαλέο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ιδίωμα να παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης! Αλλά αυτό, λένε, είναι ανάρμοστο με τα ήθη της «ελεύθερης οικονομίας». Όπου, στην «ελεύθερη οικονομία» τους, μια από τις βασικές ελευθερίες είναι οι τραπεζίτες να βουτάνε τα σπίτια των ανθρώπων του μόχθου, που προηγουμένως οι άνθρωποι τα έχουν πληρώσει δυο και τρεις φορές στους τραπεζίτες, αλλά λόγω του καθεστώτος της τραπεζοληστείας δεν ξεχρεώνουν ποτέ.

 Μάλιστα ο κ. Στουρνάρας μιλώντας εξ ονόματος του κ. Σαμαρά, ήταν σαφής: «Ή θα σώσουμε τις τράπεζες -είπε- ή θα σώσουμε τα σπίτια». Και το είπε τόσο μοχθηρά, είχε τόσο αναψοκοκκινίσει, που μας έβαλε σε σκέψεις: Μπας και τελικά ο Στουρνάρας, ο Σαμαράς και οι τραπεζίτες είναι κρυψοκομμουνιστές;



Το κείμενο αυτό λοιπόν μου θύμισε ένα πρόσφατο ανάγνωσμα του καλοκαιριού που βρήκα στα ράφια της σύγχρονης εποχής, το μυθιστόρημα «κραβαρίτης», κι ένα σχετικό απόσπασμά του, που σατιρίζει την κατάσταση απ’ την ανάποδη. Τα πρόσωπα που συναντάμε είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου θανάσης κραβαρίτης, και ένας παλιός του καθηγητής δημοκρατικών πεποιθήσεων. Ο διάλογος εκτυλίσσεται στο κρατητήριο όπου έχουν βρεθεί αμφότεροι για να υπογράψουν δήλωση μετανοίας στην ασφάλεια του μανιαδάκη.

-.-.-.-

-Τη νύχτα, όταν σας έφεραν, ο δεσμοφύλακας κάτι ανάφερε για κάποια υπογραφή…
Έβγαλε απ’ την τσέπη το χαρτάκι, διπλωμένο, και το έδοσε.

Δήλωση μετανοίας
«Αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμόν. Μετανοώ δια τας προγενεστέρας μου αντιλήψεις και δηλώνω ότι εντάσσομαι ως απλό στρατιώτης…»

-Θα το υπογράψετε;
-Αν δεν ήταν το δεύτερο… Το πρώτο είναι απόλυτα σύμφωνο με τη συνείδησή μου.
Απ’ τη ματιά του Κραβαρίτη πέρασε σαν αστραπή και χάθηκε μια σπίθα μίσος. «Παλιόσκυλο!» είπε μέσα του. Η περιέργεια, ωστόσο νίκησε το γινάτι και ρώτηξε:

-Δεν κατάλαβα. Γιατί η συνείδησή σας είναι σύμφωνη με το πρώτο.
-Οι κομμουνιστές απαρνούνται τα ιδανικά της φυλής μας… Θέλουν να γυρίσουν την ανθρωπότητα σε αγέλη ζώων, που θα κοιμούνται όλοι μαζί, θα τρων το ίδιο φαγητό και θα φορούν τα ίδια ρούχα. Ανατρέπουν τους νόμους της κοινωνίας. Καταπατούν το πνεύμα και θεοποιούν την ύλη και το Λένιν. Οι τεμπέληδες θα πάρουν την περιουσία των πλουσίων και τα χαμίνια του δρόμου θα κυβερνούν το κράτος…

-Άμα είναι έτσι… Κι όποιος άλλος αν βρισκόταν στη θέση σας… Άκουσα κι εγώ πολλά περίεργα κι ανάποδα. Θα κάψουν, λένε, τις εκκλησίες. Τι τους φταίνε οι εκκλησίες; Θα πάρουν τις γυναίκες. Από ποιους θα τις πάρουν; Το είχα καημό να βρω έναν απ’ αυτούς και να τον παρακαλέσω να μου πει τι θέλουν να κάνουν, ή να διάβαζα κανένα δικό τους βιβλίο, γιατί νομίζω βγάζουν και βιβλία και εφημερίδες…
-Κι εγώ δεν έχω ανταμώσει κανένα απ’ αυτούς. Στην πόλη δεν έχει. Ούτε κομμουνιστικά βιβλία διάβασα. Τα σιχαίνομαι και να τα πιάσω στα χέρια μου.

Απ’ τη ματιά του Κραβαρίτη πέρασε ξανά η ίδια λάμψη. Μα τώρα δεν έκρυβε μόνο μίσος. Και κακία και περιφρόνηση.
-Τότε από πού ξέρετε κ. καθηγητά, πως οι κομμουνιστές είναι «μίσθαρνα όργανα», «εκτρώματα της φύσης», όπως μας έλεγε χτες ένας χωροφύλακας, Πλατσκομύτης στ’ όνομα;
Ο τόνος της φωνής ήταν τραχύς, σκληρός κι ο κ. Στασινόπουλος τον κοίταξε περίεργα.
-Το «Βήμα» γράφει κάθε μέρα. Οι ανώτερες αρχές, το Υπουργείο Παιδείας, όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι, δικοί μας και ξένοι…

Ο Κραβαρίτης σηκώθηκε, βγήκε στο παράθυρο, κοίταξε όξω, έσιαξε το τσουλούφι, επίτηδες για να τον δει ο σκοπός. Στο μυαλό του χοροπηδούσε μια ιδέα καθαρή, λαμπικαρισμένη, κι απ’ το χορό της και τα παιχνιδίσματά της έπαιρνε η όψη του μια έκφραση γελούμενη, ειρωνική. Γύρισε και στάθηκε αντίκρυ στον κ. Στασινόπουλο με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το βλέμμα καρφωμένο στο τσιμέντο. Να την πει τη φράση, που ερχόταν στα χείλη ή να μην την πει. Μεγαλύτερος ήταν, καθηγητής του…

-Τότε… τότε, κ. καθηγητά… θα σας πω μια κουβέντα και σας παρακαλώ να μη θυμώσετε. Μπορεί να πέφτω κι όξω. Ποιος ξέρει, όλα γίνονται. Τότε, είσαστε κι εσείς «μίσθαρνο όργανο της Μόσχας».

Τα μάτια του Στασινόπουλου έμειναν ορθάνοιχτα. Ούτε τα ματόφυλλα δεν μπορούσε να κουνήσει. Κατάπινε το σάλιο, ανεβοκατέβαινε το καρύδι, χοροπηδούσε το φιογκάκι, έτρεμαν τα χέρια και κείνο το νεύρο στο λαιμό έπαιζε τώρα πιο γρήγορα.
-Παρακαλώ! Παρακαλώ!... Το λες εσύ; Ο Κραβαρίτης; Ο καλύτερος μαθητής μου; κατάφερε να αρθρώσει κάποια στιγμή.
-Κύριε καθηγητά! Μη θυμώνετε. Αυτό λέει η λογική. Απ’ τις δικές σας κουβέντες βγαίνει πως είσαστε κομμουνιστής.
-Ποιος; Ποιος; Εγώ κομμουνιστής!!

-Όχι! Εγώ σας ξέρω. Δεν είσαστε. Αλλά οι άλλοι, η κοινωνία… Αφού εσείς απ’ τις εφημερίδες κι απ’ όσα λένε οι αρχές πιστέψατε πως οι κομμουνιστές, που δεν τους είδατε ποτέ, κι ούτε τους ακούσατε ποτέ, κι ούτε διαβάσατε βιβλία τους ποτέ, είναι «τέτιοι-πάντοι κλπ» τότε, κι ο άλλος κόσμος, που δε σας είδε και δε σας ξέρει, απ’ τις ίδιες τις αρχές, το νομάρχη και τους άλλους, θα μάθει και θα πιστέψει πως είσαστε και πάρα-είσαστε τέτιος, «απόβρασμα της κολάσεως», και θα βγάλει το συμπέρασμα, πως τώρα, που σας έπιασε η τσιμπίδα, από φόβο τα διπλώσατε.

Ο Στασινόπουλος τα μπέρδεψε.
-Εσύ δεν παραδέχεσαι πως αυτοί απαρνούνται τα ιδανικά της φυλής μας, ψιθύρισε σιγά και στο πρόσωπό του άπλωσε μια έκφραση όλο απορία και αμηχανία.
-Όχι! απάντησε σταθερά.
-Από πού το ξέρεις;
-Απ’ τον εαυτό μου. Αυτά, που λέτε σεις για τους κομμουνιστές, τα λένε άλλοι για μένα. Γι’ αυτό, κι όχι για χρέη και για λαθραίο καπνό, μ’ έχουν κλεισμένο δω μέσα. Κανένα ιδανικό της φυλής δεν απαρνήθηκα και κανένα κακό, νομίζω, δεν έκανα. Κι όμως, είμαι «απόβρασμα της κόλασης». Και όσο για τον Τσικνή, έχει συμφέρον. Ήθελε να μας πάρει τη γίδα… τα χωράφια… να μας διώξει απ’ την κοινότητα… Αλλά σεις;

-Εγώ ποτέ δε θα κατηγορήσω έναν άνθρωπο χωρίς να τον ξέρω, να τον ακούσω να λέει κάτι, χωρίς στοιχεία… Η συνείδησή μου δεν το επιτρέπει. Κι ο άνθρωπος ζει…
(…)
Ο Θανάσης βρέθηκε ξανά σε δίλημμα. Το χέρι έκανε μια αυθόρμητη κίνηση και πάλι σταμάτησε. Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση λυπημένη. Ο κ. καθηγητής περίμενε τη γνώμη του.

-Λυπούμαι! Αλλά… Πραγματικά! Για τη συνείδησή του ζει ο άνθρωπος, όπως λέτε κι εσείς… Και δείχνοντας την αποκήρυξη, πρόσθεσε: Δεν κατηγοράτε μόνο έναν άνθρωπο. Κατηγοράτε όλους τους κομμουνιστές. Κι όχι στο δικαστήριο, μπροστά σ’ όλον τον κόσμο, απ’ τις εφημερίδες.

Ο κ. Στασινόπουλος τα μπέρδεψε ξανά.
-Δηλ, εσύ πιστεύεις πως δεν υπάρχουν κομμουνιστές; Αφού έχουν κόμμα… Στη Ρωσία…
-Εγώ ξέρω πως μερικοί παλιάνθρωποι, από συμφέρον, κατηγόρησαν εμένα κι άλλους δυο, πως είμαστε κομμουνιστές, χωρίς να είμαστε. Από δω βγάζω το συμπέρασμα, πως άλλοι παλιάνθρωποι, πάλι από συμφέρον, κατηγορούν τους κομμουνιστές, πως είναι τέρατα… χωρίς να είναι.



Στη συνέχεια ο κραβαρίτης έγινε ελασίτης και κομμουνιστής. Ενώ ο καθηγητής υπέγραψε τη δήλωση και λούφαξε με τον ‘δημοκρατικό’ εδες.
Άλλα είναι όμως τα πιο σημαντικά.
Αφενός (το πιο σοβαρό), πως εβδομήντα χρόνια μετά ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο κόσμος τους κομμουνιστές. Τους θεωρεί τέρατα, χωρίς να τους γνωρίζει καλά-καλά κι είναι πρόθυμος να πιστέψει οτιδήποτε του σερβίρουν για αυτούς οι διάδοχοι του μανιαδάκη –που έχουν και πιο σύγχρονα μέσα στη διάθεσή τους.
Αφετέρου (το λιγότερο σοβαρό κι εν μέρει αντικρουόμενο με το πρώτο), πως κατά βάθος τελικά όλοι είναι κομμουνιστές και δεν το ξέρουν. Ακόμα κι οι τραπεζίτες.
Αυτό θα το αναλύσουμε όμως σε κάποιο άλλο κείμενο.

Στον επίλογο της ανάρτησης, χρωστάω μια αναφορά στο συγγραφέα του βιβλίου και στον οικοδόμο, για να κλείσει διαλεκτικά η ανάρτηση, από το σημείο που ξεκίνησε.
Το βιβλίο γράφτηκε από τον κώστα πουρναρά (μπόση), μια σπάνια περίπτωση κομμουνιστή, που συνδυάζει το συγγραφικό ταλέντο με υψηλή κοινωνική, αγωνιστική δραστηριότητα και σεμνότητα, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της έκδοσης.


Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα στοιχεία για τον κώστα μπόση, μπορεί να επισκεφτεί το πολύ αξιόλογο ιστολόγιο που διατηρεί στη μνήμη του ο οικοδόμος, υπογράφοντας τις εκεί αναρτήσεις του ως… ΚΡΑΒΑΡΙΤΗΣ, από το ομώνυμο βιβλίο. Στο ίδιο ιστολόγιο, μπορείτε να διαβάσετε και μια πολύ καλή κριτική-παρουσίαση του «Κραβαρίτη» από την Οfisofi.

Καλή ανάγνωση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ