Ο
διακηρυγμένος στόχος του σοσιαλισμού περνάει μέσα από τη σύνδεση της σημερινής
μη επαναστατικής κατάστασης (που επιβεβαιώνει αυτό τον χαρακτήρα της ακόμα και
στα ξεσπάσματά της) και των συντριπτικά αρνητικών συσχετισμών με τη μελλοντική
επαναστατική στιγμή, που θα ανατρέψει εκ βάθρων τόσο την κυρίαρχη μιζέρια στους
κόλπους του κινήματος όσο και τη μίζερη κυριαρχία του καπιταλισμού που σαπίζει
–μαζί με τον εαυτό του κι ολόκληρη την κοινωνία. Περνάει δηλ μέσα από τη συγκέντρωση
δυνάμεων για τον τελικό σκοπό, το κέρδισμα συνειδήσεων, με δυο λόγια ό,τι
περνάει από το χέρι μας για να ωθήσουμε το παρόν προς το επαναστατικό μέλλον ή
μάλλον αντίστροφα, να πλησιάσουμε αυτό το μέλλον στη σημερινή συγκυρία.
Η
σύνδεση αυτή συμπυκνώνει το πρόβλημα της σύνδεσης της επαναστατικής τακτικής με
τη στρατηγική κι αποτελεί γόρδιο δεσμό για τις ταξικές δυνάμεις, που πρακτικά
καλούνται να συνδυάσουν την καθημερινή πάλη και τις διεκδικήσεις των επιμέρους
μετωπικών συσπειρώσεων με το στρατηγικό στόχο, με μια συνολική διέξοδο και
πρόταση εξουσίας που θα την υλοποιήσει. Και η σύνδεση αυτή δε γίνεται να
επιτευχθεί μόνο με πονηρά τακτικά τεχνάσματα αλλά και με συντονισμένες
στρατηγικές κινήσεις αποφασιστικής σημασίας.
Οι
δυνάμεις του ποικιλόχρωμου οπορτουνισμού προσπαθούν να γεφυρώσουν (ενδεχομένως
και καλόπιστα σε ορισμένες περιπτώσεις) την απόσταση αυτή, μεταφέροντας στο
σήμερα την εκκίνηση της επαναστατικής μετάβασης, της ανατροπής του
αντιδραστικού τοπίου. Συχνά καταλήγουν όμως με μικροαστική ανυπομονησία (που
οδηγεί ωστόσο στο αντίθετο αποτέλεσμα μιας αέναης σταδιακής μετάβασης,
συνώνυμης της ματαίωσης) να αντικαθιστούν το κρίσιμο επαναστατικό άλμα με
ελαφρά, μεταβατικά πηδηματάκια-μεταρρυθμίσεις, που δεν τρομάζουν την κοινή
γνώμη, αλλά αντικειμενικά συνιστούν υπαναχώρηση και βημα(τάκια) προς τα πίσω
από τις απαιτήσεις των καιρών.
Αυτές οι
μεταβατικές γεφυρούλες, σαν τα κρυφά περάσματα όπου κόβεις δρόμο στο
επιτραπέζιο φιδάκι –και ενώ το φίδι του ναζισμού θεριεύει γύρω μας- θυμίζουν
τελικά ένα σύγχρονο γεφύρι της άρτας, που για να στεριώσει, απαιτεί από τους
εργάτες και την πολιτική τους πρωτοπορία να θυσιάσουν το πρόγραμμά τους και την
αυτόνομη έκφρασή τους στο βωμό αταξικών μεταβατικών στόχων (εθνικό νόμισμα,
εθνικοποιήσεις, παραγωγική ανασυγκρότηση). Και συνήθως πνίγουν στα στάσιμα νερά
του ουτοπικού ρεφορμισμού τις ριζοσπαστικές διαθέσεις και την αγωνία ενός
κόσμου με τον οποίο συναντιούνται.
Πρέπει
λοιπόν να τα παραπέμψουμε όλα στου αγίου σοσιαλισμού ανήμερα και σε ένα
αδιόρατο θολό μέλλον, όπου μόνον τότε θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες; Και μέχρι
τότε να περιοριστούμε σε καθημερινές διεκδικήσεις και συμβατικούς, οικονομικούς
αγώνες, χωρίς να βάζουμε αιτήματα-κρίκους που να ανεβάζουν τη μέση συνείδηση
των εργατικών μαζών; Σαφώς και όχι.
Η κε του
μπλοκ έχει διατυπώσει και σε παλιότερα κείμενα ως ιδέα τον παραλληλισμό του
ανέτοιμου ακόμα ταξικού κινήματος με μια προνύμφη, που πρέπει πρώτα να σπάσει
με τις δικές της δυνάμεις –κι όχι κάποιον κυβερνητικό σωτήρα- το κουκούλι της,
για να αποκτήσει γερά φτερά και να γίνει μια κανονική πεταλούδα, έτοιμη για το
μεγάλο άλμα και την έφοδο στον ουρανό. Οι καθημερινοί αγώνες για άμεσες
διεκδικήσεις παίζουν αυτόν ακριβώς το ρόλο, για να μπορέσει να ωριμάσει και να
δυναμώσει επαρκώς το κίνημα για το επαναστατικό άλμα, όταν προκύψουν οι
κατάλληλες συνθήκες.
Η λογική
δεν είναι να καούμε στο ζέσταμα και την προθέρμανση, πετώντας τάπες βαρελιών
ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για το μεγάλο αγώνα. Αλλά να προετοιμαστούμε
κατάλληλα για αυτή τη στιγμή, συνειδητοποιώντας πως η επαναστατική κατάσταση,
με τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει ο λένιν (αδυναμία κυρίαρχων τάξεων να
επιβάλλουν την κυριαρχία τους, απότομη επιδείνωση της φτώχιας κι ανεβασμένη
δραστηριότητα των μαζών) δεν προκύπτει κατά βούληση και παραγγελία, αλλά
ανεξάρτητα από τη δική μας θέληση, άσχετα (ή μάλλον σχεδόν ανεξάρτητα) από τη δράση του κόμματος και του επαναστατικού
υποκειμένου γενικότερα. (Παρακάτω θα αναλυθεί το νόημα της παρένθεσης με την
υπογράμμιση).
Την
κρίσιμη στιγμή η πρωτοπορία δε βρίσκει έναν προς έναν αυτούς που θα την
περιστοιχίσουν στην επαναστατική έφοδο. Ο λαός είναι που στρέφεται μαζικά προς την
πρωτοπορία και τη βρίσκει στο δρόμο του. Το βασικό ζητούμενο λοιπόν για αυτή
την πρωτοπορία είναι να φανεί έτοιμη, όταν προκύψει αντικειμενικά η επαναστατική
κατάσταση, να την εκτιμήσει σωστά και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκυρίας,
καθοδηγώντας το επαναστατικό κίνημα (*που δεν είναι βέβαιο πως θα εκδηλωθεί,
γιατί επαναστατική κατάσταση δε σημαίνει αυτομάτως και ξέσπασμα της επανάστασης,
πόσο μάλλον την τελική της νίκη) ως το τέλος.
Επιστρέφοντας
στον ορισμό του βλαδίμηρου για την επαναστατική κατάσταση, προσέχουμε πως δεν
την εξαρτά αποκλειστικά από τον αντικειμενικό παράγοντα –εξάλλου από την άποψη
των αντικειμενικών συνθηκών και της υλικής προετοιμασίας για το πέρασμα στο
σοσιαλισμό, αυτό είναι υπερώριμο. Ο ορισμός διαπλέκει διαλεκτικά τον
αντικειμενικό με τον υποκειμενικό παράγοντα, την ανεβασμένη δραστηριότητα των
μαζών. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας εμφάνισης της επαναστατικής κατάστασης προκύπτει
από την ίδια τη ροή των πραγμάτων, ανεξάρτητα από την υποκειμενική επιθυμία-εκτίμηση
της επαναστατικής πρωτοπορίας, όχι όμως εντελώς ανεξάρτητα από τη δράση της και
την αποτελεσματικότητά της. Η ιδεολογική ζύμωση των εργατικών μαζών, η
οργανωτική τους ετοιμότητα, η ταξική συνείδηση και διαπαιδαγώγησή τους, η διαμόρφωση
πολιτικού κριτηρίου από την ίδια τους την πείρα, ο εμπλουτισμός της πείρας αυτής
με αγωνιστικές, κινηματικές διεργασίες, η εξαγωγή σωστών διδαγμάτων και
συμπερασμάτων είναι «αντικειμενικές παράμετροι» που ωριμάζουν σε «ειρηνικές»
συνθήκες με τον χρόνο, δεμένες άρρηκτα με τον υποκειμενικό παράγοντα και την
ποιότητα της δουλειάς των κομμουνιστών.
Ο λένιν
στον ορισμό του λέει πως δεν αρκεί να μη θέλουν οι από κάτω, αλλά να μη μπορούν
και οι από πάνω. Κάτι που μεταφράζεται όμως κι αντίστροφα. Γιατί από μια άποψη,
οι από πάνω πάντα θα μπορούν και θα βρίσκουν λύσεις για να επιβάλουν την κυριαρχία
τους, όσο οι από κάτω θέλουν και αντιδρούν σπασμωδικά, χωρίς να ξέρουν τι
(εναλλακτική) θέλουν.
Συνεπώς
η αναμονή της επαναστατικής κατάστασης δεν είναι μια παθητική στάση ως τη δευτέρα
παρουσία, που θα δικαιώσει τις προσδοκίες μας, φέρνοντας το πλήρωμα του χρόνου.
Αλλά (οφείλει να είναι) μια γόνιμη περίοδος προπόνησης, προετοιμασίας, που
μπορεί ίσως να επισπεύσει κιόλας ως ένα βαθμό την εμφάνιση αυτών των
χαρακτηριστικών. Με αυτόν τον ισχυρισμό δε φτάνουμε στο άλλο άκρο της αναρχικής
δοξασίας πως η οικονομική κρίση (γενικά κι όχι η επαναστατική κρίση) προκύπτει
αποκλειστικά από τις εργατικές αντιστάσεις –η απουσία των οποίων φέρνει το νέο
κύκλο ανάπτυξης- κι όχι αντικειμενικά από τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής
οικονομίας. Δείχνουμε όμως τη δυναμική των πραγμάτων και του κινήματος, χωρίς
την οποία η εμφάνιση των χαρακτηριστικών που σημειώνουμε μπορεί να περάσει
αναξιοποίητη ή απαρατήρητη, σα μια ασυμπτωματική ασθένεια.
Το
κρίσιμο
λοιπόν είναι να σκεφτούμε πώς μπορούμε να φέρουμε πιο κοντά με τη δική
μας δράση,
να βάλουμε μπροστά την τόλμη και τη φαντασία μας για την ολόπλευρη
ενίσχυση τη
παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα, για να βρούμε τους κρίκους που
θα ανεβάσουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης, ώστε να είναι σε θέση να
αξιοποιήσει
την επαναστατική κατάσταση, που θα προκύψει μελλοντικά.
Θα αφήσουμε
όμως εδώ το νήμα αυτού του συλλογισμού, για να το ξετυλίξουμε, καλώς εχόντων
των πραγμάτων, στην επόμενη ανάρτηση.