Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ 1914-1918
Ο
Α΄ Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Διόλου τυχαία, ο Λένιν επέλεγε να ξεκινά τις αναλύσεις του για τον
πόλεμο αυτό παραθέτοντας τη φράση του αστού θεωρητικού της πολεμικής
στρατηγικής, Κλαούζεβιτς, σύμφωνα με την οποία «ο πόλεμος είναι η
συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Και αυτό το έκανε για να τονίσει
πως είναι αδύνατη η κατανόηση του χαρακτήρα του πολέμου δίχως την
κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής εποχής από την οποία προέκυψε.1 Ποια
ήταν όμως η «πολιτική» των προηγούμενων χρόνων και ο χαρακτήρας της
εποχής από την οποία προέκυψε ο πόλεμος;
Ο
καπιταλισμός από τις αρχές του αιώνα είχε εισέλθει στο ιμπεριαλιστικό
του στάδιο, οπότε ως κυρίαρχα γνωρίσματά του αναδείχτηκαν η εμφάνιση των
μονοπωλίων, η συγχώνευση του χρηματιστηριακού και του βιομηχανικού
κεφαλαίου, ο αναβαθμισμένος ρόλος της εξαγωγής των κεφαλαίων, η μεγάλη
σημασία των διεθνών μονοπωλιακών ομίλων που «μοίραζαν» τον κόσμο και το
τέλος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις».2
Ωστόσο,
αυτό το μοίρασμα του κόσμου δεν ήταν ποτέ οριστικό, αλλά αποτελούσε το
μόνιμο διακύβευμα του ανταγωνισμού των μονοπωλίων και των αστικών
κρατών, στην εξωτερική πολιτική των οποίων αποκρυσταλλωνόταν η
συνισταμένη των επιδιώξεων της κάθε αστικής τάξης. Με αυτήν την έννοια, η
συσσώρευση των κεφαλαίων και η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών
οικονομιών επέβαλαν την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, αφού
τροποποιούσαν τους συσχετισμούς της οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης
ανάμεσα στις αστικές τάξεις και, κατά προέκταση, μεταξύ των αστικών
κρατών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα αστικά κράτη, που θεωρούσαν ότι η
υπάρχουσα διανομή των σφαιρών επιρροής δεν αντιστοιχούσε πλέον στην
οικονομική δύναμη και τα συμφέροντα της αστικής τους τάξης, επιζητούσαν
με κάθε μέσο την αναδιανομή τους, δηλαδή ακόμα και με τη στρατιωτική
δύναμη και την πολεμική επικράτηση.
Εν προκειμένω, μέσω της αναδιανομής των σφαιρών επιρροής, οι ταχύρρυθμα
αναπτυσσόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις» (Γερμανία και Αυστροουγγρική
Αυτοκρατορία) επιδίωκαν να κατακτήσουν καινούργιες «αγορές» και διά της
εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων να ενισχύσουν τη θέση τους στο
διεθνή ανταγωνισμό και να διαφύγουν τις συνέπειες μιας καπιταλιστικής
οικονομικής κρίσης που θα επέφερε η συγκέντρωση και η στασιμότητα των
κεφαλαίων τους. Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της «Εγκάρδιας
Συνεννόησης» (Αντάντ: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) σκόπευαν να
διατηρήσουν τον ευνοϊκό γι’ αυτές συσχετισμό δυνάμεων που τους επέτρεπε
να εκμεταλλεύονται ληστρικά αποικίες και καταπιεζόμενα έθνη. Γι’ αυτό,
με βάση τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ο Α΄ Παγκόσμιος
Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος ήταν άδικος, δηλαδή ιμπεριαλιστικός και από τις
δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Εξάλλου,
η στρατιωτική σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών κέντρων για τις σφαίρες
επιρροής όξυνε το σύνολο των υφιστάμενων χαρακτηριστικών του
καπιταλισμού, ενισχύοντας την καταστολή της εργατικής τάξης στο
εσωτερικό και προκαλώντας τη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων στο
εξωτερικό, στη διάρκεια της οποίας βαρύ φόρο αίματος πρόσφερε η εργατική
τάξη: «…[Ο ιμπεριαλισμός] δεν είναι ένα καινούργιο στοιχείο,
μια απροσδόκητη αλλαγή κατεύθυνσης στο γενικό ιστορικό στάδιο της
καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πολεμικές προετοιμασίες και οι πόλεμοι, οι
διεθνείς συγκρούσεις και οι αποικιακές πολιτικές συντροφεύουν το
κεφάλαιο από την κούνια του. Είναι η ακραία αύξηση αυτών των στοιχείων, η
συγκέντρωση και το γιγάντιο ξέσπασμα αυτών των συγκρούσεων, οι οποίες
έφεραν ως αποτέλεσμα αυτήν τη νέα εποχή στην ανάπτυξη της σύγχρονης
κοινωνίας. Σε μια αμοιβαία διαλεκτική δράση –την ίδια στιγμή αιτία και
αποτέλεσμα της δυναμικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεπαγόμενης
όξυνσης και ενίσχυσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την
εργασία στο εσωτερικό και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη στο εξωτερικό–
ο ιμπεριαλισμός εισήλθε στην τελευταία του φάση, το βίαιο χωρισμό του
κόσμου από την επίθεση του κεφαλαίου»3.
Ενέργειες
βίαιου χωρισμού του κόσμου από την καπιταλιστική επίθεση καταγράφονται
στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, δηλαδή πριν τη
διεξαγωγή του παγκόσμιου πολέμου. Μια αλυσίδα γεγονότων, διπλωματικών
αντιπαραθέσεων, προστριβών και πολεμικών συγκρούσεων των αστικών κρατών
προμήνυε την επερχόμενη θύελλα. Ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος
(1898-1902), οι πόλεμοι των Μπόερς (1899-1902), ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος
(1904-1905), η πρώτη μαροκινή κρίση (1905-1906), η βοσνιακή κρίση
(1908-1909), η δεύτερη μαροκινή κρίση (1911) και ο ιταλοτουρκικός
πόλεμος αποτέλεσαν κρίκους αυτής της ματωμένης αλυσίδας των
ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για το μοίρασμα του κόσμου.
Τελευταία
αποτύπωση και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία μάλιστα
μετέφερε το θέατρο των εκτεταμένων πολεμικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή
ήπειρο, αποτέλεσαν και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Σε αυτήν τη σύγκρουση οι
ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» διαπλέχτηκαν με
τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πιο αδύναμων βαλκανικών αστικών
κρατών κι εκφράστηκαν με τη φανερή ή υπόγεια στήριξή τους σε αυτά.
Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν απέκοπτε τις μεμονωμένες συγκρούσεις από τις
ευρύτερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά κυρίως δεν τροποποιούσε
το χαρακτήρα του πολέμου για κάθε χώρα.
Υπό
αυτό το πρίσμα, στις συγκεκριμένες συνθήκες προπαρασκευής της
παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, οι αστικοί εθνικοαπελευθερωτικοί
πόλεμοι αντικειμενικά συναρθρώθηκαν με τους σκοπούς και τους
ανταγωνισμούς των «μεγάλων δυνάμεων». Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε
αργότερα ο Λένιν: «Το εθνικό στοιχείο του σερβοαυστριακού πολέμου δεν
έχει και δεν μπορεί να έχει καμιά αξιόλογη σημασία για τον πανευρωπαϊκό
πόλεμο […] Για τη Σερβία, δηλαδή για το ένα περίπου εκατοστό απ’
όσους συμμετέχουν στο σημερινό πόλεμο, ο πόλεμος είναι η “συνέχιση της
πολιτικής” του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος. Για τα 99/100 ο πόλεμος
είναι η συνέχιση της πολιτικής της ιμπεριαλιστικής, δηλαδή της
γερασμένης αστικής τάξης»4.
Γι’
αυτό, στο ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων μπορεί κανείς να διακρίνει τη
θέληση της ελληνικής, της σερβικής, της ρουμανικής και της βουλγαρικής
αστικής τάξης να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση, διευρύνοντας
παράλληλα την εσωτερική τους αγορά και αναβαθμίζοντας τη θέση τους στον
τοπικό συσχετισμό δύναμης, μέσω της εκμετάλλευσης της οικονομικής
δύναμης και του γεωπολιτικού ρόλου που θα τους παρείχε η προσάρτηση
εδαφών και καινούργιων πληθυσμών στο αστικό τους κράτος. Χαρακτηριστική
ως προς το τελευταίο είναι η σύγκρουση της ελληνικής και της βουλγαρικής
αστικής τάξης για τον έλεγχο της Μακεδονίας, η οποία κλιμακώθηκε στη
διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.5
Η
πλειοψηφία της ελληνικής αστικής τάξης αντιμετώπιζε την ένταξη της
Μακεδονίας στο αστικό κράτος ως απαραίτητο βήμα για την ενίσχυση της
οικονομικής βάσης της εξουσίας της (η Θεσσαλονίκη αποτελούσε σημαντικό
εμπορικό λιμάνι, ενώ στην πόλη δραστηριοποιούνταν βιομηχανίες σε
κρίσιμους παραγωγικούς κλάδους και ταυτόχρονα αξιόλογη ήταν η αγροτική
παραγωγή στα πεδινά της Μακεδονίας), αλλά και ως βάση μιας μελλοντικής
επέκτασης των συνόρων προς Ανατολάς6.
Από
την άλλη πλευρά, η βουλγαρική αστική τάξη θεωρούσε ότι η κατάληψη της
Μακεδονίας, πέραν των οικονομικών προνομίων, θα εξασφάλιζε την
πολυπόθητη έξοδό της προς τη θάλασσα κι επομένως την αναβάθμιση του
ρόλου της στην περιοχή.
Ωστόσο,
οι επιδιώξεις και οι σχεδιασμοί των βαλκανικών αστικών τάξεων όφειλαν
να συνυπολογίζουν τις αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» και να
διαμορφώνουν αντίστοιχα τις συμμαχίες τους, ιδιαίτερα στο βαθμό που
αδυνατούσαν με όρους οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος να τους
επιβάλουν μονομερώς. Αξίζει εξάλλου να συνυπολογιστεί ότι οι
ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
αποτελούσαν την προέκταση της διείσδυσης κεφαλαίων που είχαν
πραγματοποιήσει οι λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» τη χρονική περίοδο της
«ειρηνικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης 1890-1914.7
Ως αποτέλεσμα, η καθεμία από αυτές είχε συγκεκριμένα οικονομικά
συμφέροντα στην περιοχή, που αρνούνταν να παραχωρήσει στα βαλκανικά
κράτη χωρίς την παροχή γενικότερων ανταλλαγμάτων ή τη στήριξη του κάθε
βαλκανικού κράτους στους συνολικότερους σχεδιασμούς της.
Βέβαια,
η εξωτερική πολιτική των «μεγάλων δυνάμεων» δεν παρέμενε σταθερή, αλλά
καθοριζόταν από τη διελκυστίνδα των ρευστών συμμαχιών και από το
πολυπαραγοντικό σύστημα ισορροπιών που αυτές διαμόρφωναν. Παραδείγματος
χάρη, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος που είχε προηγηθεί (1911-1912)8
αδυνάτιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία είχε αρχίσει να
προσεγγίζει τις Κεντρικές Δυνάμεις, αλλά την ίδια στιγμή η αποδυνάμωσή
της αποτελούσε φόβητρο για τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, αλλά και τη
Γερμανία, γιατί μπορούσε να οδηγήσει σε ενίσχυση της Ρωσίας μέσω της
επιρροής που η τελευταία ασκούσε στα σλαβόφωνα κράτη της Βαλκανικής.
Παράλληλα η Ρωσία, που αρχικά ευνοούσε τη διάλυση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια συμμάχησε με την Αυστρία και προσπάθησε να
περιορίσει τις πολεμικές επιδιώξεις της σερβικής και της βουλγαρικής
αστικής τάξης,9 φοβούμενη την αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας και της Αγγλίας στη Βαλκανική (μέσω των ελληνικών αξιώσεων).
Εντός
του συγκεκριμένου πλαισίου των «εύθραυστων» συμμαχιών η ελληνική αστική
τάξη επίσης απέβλεπε στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ
παράλληλα αντέκρουσε τις ιταλικές αξιώσεις στα νησιά του Αιγαίου, τα
οποία προσδοκούσε προοπτικά να ενσωματώσει στην ελληνική επικράτεια
κ.ο.κ.
Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
Η
ελληνική αστική τάξη από τον καιρό της συγκρότησης ανεξάρτητου αστικού
κράτους θεώρησε ως πρώτιστη επιδίωξή της τη διεύρυνση των εδαφών του,
ώστε να επιτευχθεί η οικονομική και γεωπολιτική ενίσχυση της εξουσίας
της. Υπό αυτό το πρίσμα, η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε κοινό τόπο για το
σύνολο της εγχώριας αστικής τάξης η οποία στηριζόταν στο αντικειμενικό
γεγονός της παρουσίας μεγάλων και συμπαγών ελληνικών πληθυσμών εκτός των
συνόρων του ελληνικού αστικού κράτους. Γι’ αυτό και στη διάρκεια των
Βαλκανικών Πολέμων η αστική τάξη παραμέρισε τυπικά τις παλιές εσωτερικές
της έριδες που καθρεφτίζονταν στη διαμάχη για το πολιτειακό
(βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία) κι επιδίωξε από κοινού την
ενίσχυση του ρόλου της στα Βαλκάνια.
Παρόλ’
αυτά, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων δεν έλειψαν οι ενδείξεις των
διαφορετικών προσανατολισμών των μερίδων της αστικής τάξης. Ενδεικτική
αποτύπωσή τους αποτελεί η θέληση του διαδόχου Κωνσταντίνου να
κατευθυνθεί πρώτα προς το Μοναστήρι, την ώρα που τόσο ο πατέρας του,
βασιλιάς Γεώργιος Α΄, όσο και η κυβέρνηση Βενιζέλου επιθυμούσαν διακαώς
την κατάληψη της Θεσσαλονίκης για να προλάβουν το βουλγαρικό στρατό.10
Παραμένει
αντικείμενο μελέτης τόσο το γιατί ο Κωνσταντίνος επιδίωξε την αλλαγή
κατεύθυνσης της πολεμικής εκστρατείας όσο και το πώς αυτή η επιλογή
συνδεόταν με τους γενικότερους σχεδιασμούς των αντίπαλων μερίδων της
αστικής τάξης και τις εξωτερικές συμμαχίες τους.
Το
βέβαιο είναι ότι ήδη από εκείνη την εποχή μπορεί κανείς να διακρίνει
την προτεραιότητα μιας μερίδας της αστικής τάξης να επεκταθεί προς Βορρά
και μιας άλλης μερίδας να επεκταθεί προς Ανατολάς.
Όπως
και να ’χει, η λήξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την ελληνική
αστική εξουσία να έχει διευρύνει σε σημαντικό βαθμό τα εδάφη της και την
οικονομική της ισχύ, τη στιγμή που τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω
από την Ευρώπη. Σε αυτήν τη συγκυρία οι παλιές ενδοαστικές έριδες ήρθαν
και πάλι στο προσκήνιο.
Από
τη μια πλευρά, τμήματα της αστικής τάξης που μετά τη δολοφονία του
βασιλιά Γεωργίου Α΄ συσπειρώθηκαν γύρω από το βασιλιά τώρα Κωνσταντίνο
Α΄11 –ο οποίος ήταν πεπεισμένος για τη νίκη
των Κεντρικών Δυνάμεων στον επερχόμενο πόλεμο– προωθούσαν την πολιτική
της ουδετερότητας, στο βαθμό που η γεωγραφική θέση της χώρας δεν
επέτρεπε την ενεργή εμπλοκή της στο πλευρό της Γερμανίας και της
Αυστροουγγαρίας.
Είναι
χαρακτηριστικά τα όσα ανέφερε σε τηλεγράφημά του ο Βρετανός πρεσβευτής
Sir Francis Elliot έπειτα από τη συνάντησή του με το βασιλιά Κωνσταντίνο
Α΄ τον Αύγουστο του 1915: «…δεν μπορούσε να έρθει σε θέση να
παραδεχτεί ότι το συμφέρον της Ελλάδας απαιτούσε την ήττα της Γερμανίας.
Είναι περισσότερο από ποτέ πεπεισμένος ότι η Γερμανία θα νικήσει και
είχε λάβει ένα τηλεγράφημα από το Γερμανό αυτοκράτορα που ανακοίνωνε μια
σπουδαία νίκη και λήψη 120 όπλων από τη Ρωσία...»12.
Τα
συγκεκριμένα τμήματα της αστικής τάξης εκτιμούσαν ότι μια εξωτερική
πολιτική τέτοιας κατεύθυνσης ήταν περισσότερο συμφέρουσα για την αστική
τάξη, διότι δεν απαιτούσε την οικονομική επιβάρυνση ενός νέου πολέμου
και τα συνεπαγόμενα ρίσκα, ενώ θεωρούσαν πως η διείσδυση ελληνικών
κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί
μέσω της καπιταλιστικής δραστηριότητας της ελληνικής παροικίας.
Ταυτοχρόνως, βέβαια, προσδοκούσαν κι εδαφικά ανταλλάγματα για τη στάση
τους στην περίπτωση νίκης των Κεντρικών Δυνάμεων.
Από
την άλλη πλευρά, η μερίδα της αστικής τάξης που εξέφραζε ο Βενιζέλος
επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας συμμαχίας με την Αντάντ, υποστηρίζοντας
ότι, με δεδομένη την υπόγεια στήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις
Κεντρικές Δυνάμεις, η ήττα των τελευταίων θα εξασφάλιζε την παραπέρα
ενσωμάτωση εδαφών στο ελληνικό κράτος. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε για
τον Βενιζέλο ο σύμβουλος της βρετανικής πρεσβείας William Erskine: «Δεν
εξασθένησε σε καμία περίπτωση η υποστήριξή του όσον αφορά το σχέδιο,
ούτε και η επιθυμία του να επέμβει ενεργά, ακόμα και αν η ομοσπονδία
αποτύχει. Θα προτιμούσε μάλιστα η Ελλάδα να επέμβει ούτως ή άλλως και,
εκτός από οποιαδήποτε επίθεση από τη Βουλγαρία ή τη Σερβία, είναι τόσο
πεπεισμένος ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι στενά συνδεδεμένα με
αυτά της Μεγάλης Βρετανίας. Για την ώρα, η κύρια ανησυχία του είναι ότι ο
Βασιλιάς δείχνει, υπό τις γερμανικές απειλές και παρακλήσεις, σημάδια
δισταγμού όσον αφορά την απόφαση βοήθειας προς τη Σερβία σε περίπτωση
επίθεσης. Η Βασίλισσα, που επιστρέφει σε λίγες ημέρες, θα κλονίσει ακόμα
περισσότερο την απόφαση της Μεγαλειότητάς του»13.
Έτσι,
οι αντιθέσεις των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων διαπλέχτηκαν με τις
ενδοαστικές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στο διχασμό της
αστικής τάξης και στην πλήρη σύγκρουση των μερίδων της.
Μετά από την άρνηση του Συμβουλίου του Στέμματος14 ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις συνεργασίας της Μ. Βρετανίας με αντάλλαγμα εδάφη της Μικράς Ασίας [17 Φλεβάρη (2 Μάρτη) 1915]15
και την πρώτη παραίτηση του Βενιζέλου [21 Φλεβάρη (6 Μάρτη)],
πρωθυπουργός ανέλαβε ο φιλοβασιλικός Δημήτριος Γούναρης, για να
παραιτηθεί τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, έπειτα και από την εκλογική
νίκη των Φιλελευθέρων [31 Μάη (13 Ιούνη) 1915]. Η νέα κυβέρνηση
Βενιζέλου παραιτήθηκε στις 22 Σεπτέμβρη (5 Οκτώβρη) 1915 και την επόμενη
μέρα ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη.
Και
πάλι στη Θεσσαλονίκη, τον Αύγουστο του 1916, πραγματοποιήθηκε το Κίνημα
«Εθνικής Άμυνας» που στρεφόταν ενάντια στην κυβέρνηση των Αθηνών. Ο
Βενιζέλος, ο οποίος στις 13 (26) Σεπτέμβρη σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση
στα Χανιά, στις 26 Σεπτέμβρη (9 Οκτώβρη) μετέφερε την έδρα της στη
Θεσσαλονίκη, αποτυπώνοντας και στο επίπεδο του αστικού κρατικού
μηχανισμού τη διάσπαση της αστικής τάξης. Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης
με πρωθυπουργό τον Βενιζέλο κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών
Δυνάμεων [11 (24) Νοέμβρη) 1916, αφού πρώτα οι Γάλλοι κατέλαβαν το
ναύσταθμο της Σαλαμίνας και ύψωσαν τη γαλλική σημαία στα ελαφρά ελληνικά
πολεμικά πλοία.
Φυσικά
ο προσανατολισμός που υιοθετούσαν τα αντιμαχόμενα τμήματα της αστικής
τάξης δεν ήταν πάγιος και αμετάβλητος. Ανάμεσα στη ρήξη Βενιζέλου -
Κωνσταντίνου και στο σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης
δε σταμάτησαν οι εκατέρωθεν προσπάθειες ανάμεσα στην Αντάντ και τη
φιλοβασιλική κυβέρνηση για την εξεύρεση μιας φόρμουλας συνεργασίας.
Ενδεικτική ήταν η πρόταση του Γούναρη (Απρίλης 1915) στην Αντάντ να
εισέλθει η Ελλάδα υπό όρους στον πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, η Μ.
Βρετανία είχε προτείνει στην κυβέρνηση την είσοδο στον πόλεμο με
αντάλλαγμα την Κύπρο [16 (29) Οκτώβρη 1915], η οποία τότε αποτελούσε
βρετανική αποικία.
Έτσι
κι αλλιώς το εκκρεμές των συμμαχιών καθοριζόταν και από αντιθέσεις μέσα
στους κόλπους της Αντάντ. Η Μ. Βρετανία ενδιαφερόταν για τη διατήρηση
του θεσμού της βασιλείας16, ενώ την ίδια
στιγμή δεν είχε ενιαία στάση με τη Γαλλία αναφορικά με την τύχη της
Μακεδονίας. Γι’ αυτό και η Γαλλία τηρούσε πιο επιθετική στάση απέναντι
στο βασιλιά και την κυβέρνηση της Αθήνας, όπως εκφράστηκε τόσο με την
ανοιχτή στήριξη που παρείχε στην «Εθνική Άμυνα» όσο και από την επιμονή
της στην επιδίωξη κατάληψης της Αθήνας κι εκθρόνισης του βασιλιά (που θα
δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια).
Επιπρόσθετα,
στην έκβαση και την οξύτητα της ενδοαστικής διαμάχης επιδρούσαν οι
κινήσεις των ανταγωνιστικών βαλκανικών αστικών τάξεων που εποφθαλμιούσαν
εδάφη της ελληνικής επικράτειας ή εδάφη που διεκδικούσε και το ελληνικό
αστικό κράτος. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πολεμικές επιχειρήσεις της
Ιταλίας (η οποία αρχικά ήταν ουδέτερη και στη συνέχεια τάχτηκε με το
μέρος της Αντάντ) στη Βόρεια Ήπειρο και της Βουλγαρίας (σύμμαχος των
Κεντρικών Δυνάμεων) στη Μακεδονία και τη Θράκη όξυναν τη διαμάχη για το
διεθνή προσανατολισμό της Ελλάδας.
Τα
όσα ακολούθησαν το σχηματισμό της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης
περιγράφονται στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία ως
αποκορύφωση του «εθνικού διχασμού», αλλά στην πραγματικότητα αποτυπώνουν
το βάθος που μπορεί να προσλάβει η σύγκρουση διαφορετικών μερίδων της
αστικής τάξης, όταν η διασφάλιση των συμφερόντων τους περιπλέκεται με
διαφορετικές επιλογές ξένων συμμάχων και το γεγονός πως και τα δύο
τμήματα της αστικής τάξης χρησιμοποίησαν τις διεθνείς τους συμμαχίες και
στη μεταξύ τους διαμάχη επιβεβαιώνει το πόσο κάλπικος είναι ο αστικός
πατριωτισμός την εποχή του ιμπεριαλισμού.
Μετά
από την αποχώρηση του Βενιζέλου από την Αθήνα (Σεπτέμβρης 1916)
σημειώθηκαν πρωτοφανείς διώξεις κατά των βενιζελικών, ενώ η Εκκλησία
αναθεμάτισε τον Βενιζέλο που στήριζε τις δυνάμεις της Αντάντ. Οι
τελευταίες είχαν προχωρήσει λίγο νωρίτερα σε εμπορικό αποκλεισμό των
περιοχών που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση της κυβέρνησης της Αθήνας
(Παλαιά Ελλάδα) και δέσμευσαν τα πλοία που βρίσκονταν στα λιμάνια χωρών
της Αντάντ, τον Ιούνη του 191617, με
αποτέλεσμα να σημειωθεί τραγική έλλειψη σε τρόφιμα, να πεθάνουν χιλιάδες
από την πείνα και να εξαπλωθούν μολυσματικές ασθένειες.
Ως
τμήμα της ενδοαστικής αντιπαράθεσης της περιόδου και της προσπάθειας
της φιλοβασιλικής παράταξης υπό το βασιλιά Κωνσταντίνο να χειραγωγήσει
και να προσεταιριστεί τις αγροτικές λαϊκές μάζες, που ήταν η μεγάλη
πλειοψηφία της Παλιάς Ελλάδας, πρέπει να αντιμετωπιστεί και η εμφάνιση
των συλλόγων των επιστράτων. Οι σύλλογοι επιστράτων άρχισαν να
εμφανίζονται έπειτα από την απαίτηση της Αντάντ για αποστράτευση [8
Ιούνη (21 Ιούνη) 1916] και την επιστροφή των στρατιωτών στον τόπο
κατοικίας τους. Η ομοιότητα των ψηφισμάτων τους, η διασπορά τους σε όλη
την «Παλαιά Ελλάδα» και η ανοχή των επίσημων αρχών στη δράση τους
αποδεικνύουν την ύπαρξη ενιαίας πολιτικής τους καθοδήγησης. Όπως
αναφέρει ο Γ. Βεντήρης: «Η ταχύτης της ενέργειας· η ταυτόχρονη
εμφάνιση των συλλόγων από όλα τα σημεία του κράτους· το γεγονός ότι αι
οργανώσεις εκείναι απηύθυναν αθρόας εκδηλώσεις πίστεως προς τον βασιλέα
Κωνσταντίνον έδωκεν αφορμήν ώστε να νομισθή δικαίως ότι οι σύλλογοι των
“επιστράτων” συνεκροτήθησαν εκ του Κέντρου, όπως εξ αυτού προήρχοντο και
αι οδηγίαι της εθελοντικής κατηχήσεως των εφέδρων, κατά τη διάρκεια της
επιστρατεύσεως. Εχθροί και φίλοι της βασιλικής πολιτικής εβεβαίωσαν
επανειλημμένως ότι την πρωτοβουλία του στρατού των επιστράτων είχεν ο
υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ιωάννης Μεταξάς, μετά του Γερμανού
στρατιωτικού ακόλουθου Φαλκενάουζεν»18.
Βεβαίως
η γιγάντωση των συλλόγων των επιστράτων στηριζόταν και σε αντικειμενικά
δεδομένα που διευκόλυναν την προώθηση της πολιτικής γραμμής των
βασιλοφρόνων και τη συμμαχία τους κυρίως με τα μεσαία στρώματα. Καταρχάς
ήταν φανερό ότι η πολιτική γραμμή της ουδετερότητας συγκινούσε πολλούς
από τους επίστρατους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν λάβει μέρος
και στους Βαλκανικούς Πολέμους και δεν επιθυμούσαν ένα νέο πόλεμο.
Παράλληλα, ο εμπορικός αποκλεισμός της «Παλαιάς Ελλάδας», τα βάσανα που
αυτός επέφερε στα φτωχά λαϊκά στρώματα και η ευθεία παρέμβαση των
γαλλικών στρατευμάτων διαμόρφωσαν το υπόβαθρο ενός ευρύτερου λαϊκού
αισθήματος εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι
σύλλογοι των επιστράτων αξιοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ενδοαστικής
διαμάχης, όσο αυτή οξυνόταν, συγκροτώντας μια μορφή παραστρατιωτικής
δύναμης πραιτοριανών, η οποία έφτασε ν’ αριθμεί δεκάδες χιλιάδες μέλη
και χαρακτηριζόταν στο ιδεολογικό επίπεδο από την ταύτιση της εθνικής
ανεξαρτησίας με την τύχη της βασιλείας.
Οι
επίστρατοι, σε συνεργασία με τις στρατιωτικές δυνάμεις που παρέμεναν
πιστές στην κυβέρνηση της Αθήνας, φοιτητές και άλλους εθελοντές, στις 18
Νοέμβρη (1 Δεκέμβρη) 1916, κατόρθωσαν να καθηλώσουν το γαλλικό στρατό
που προέλαυνε για να την καταλάβει, προξενώντας του αρκετές ανθρώπινες
απώλειες κι αιχμαλωτίζοντας άλλες δυνάμεις του.19
Τις
ίδιες μέρες οι επίστρατοι αξιοποιήθηκαν και για να εξαπολύσουν πογκρόμ
εναντίον του συνόλου των υποστηρικτών του Βενιζέλου, των οποίων τα
σπίτια και τα καταστήματα σημάδευαν τις προηγούμενες μέρες
χρησιμοποιώντας κόκκινη λαδομπογιά. Ξυλοδαρμοί, δημόσιες διαπομπεύσεις,
εισβολές σε σπίτια και λεηλασίες εντάσσονται στο ρεπερτόριο της
«πατριωτικής» τους δράσης.20 Σύμφωνα με μία πηγή21, εκείνες τις μέρες σημειώθηκαν «35 φόνοι, 922 φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας και 980 απελάσεις και εκτοπίσεις…».
Παρά
το γεγονός ότι η συγκρότηση παραστρατιωτικών σωμάτων αποτελούσε ένα
γεγονός ξεχωριστής σημασίας που έμελλε να επαναληφθεί τις επόμενες
δεκαετίες, ούτε η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη ήταν «αγγελικά πλασμένη».
Αντιθέτως, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης συνηγόρησε στην καταστολή των
συνδικάτων και κάθε υποψίας αμφισβήτησης της Αντάντ. Είναι
χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στα έντυπα της Θεσσαλονίκης είχε επιβληθεί
γαλλική λογοκρισία, ενώ την τήρηση της τάξης ανέλαβε ο γαλλικός στρατός.
Πιο συγκεκριμένα, έπειτα από την κατάληψη της Καβάλας από τους
Βούλγαρους και υπό το πρόσχημα της προστασίας των στρατιωτικών δυνάμεων
της Αντάντ, ο Γάλλος στρατιωτικός Sarrail εξουσιοδοτήθηκε από την
κυβέρνησή του να επιβάλει στρατιωτικό νόμο στη Θεσσαλονίκη (Μάης 1916),
στηρίζοντας την περισσότερο αδιάλλακτη στάση της Γαλλίας απέναντι στην
κυβέρνηση της Αθήνας, και αυτό παρά τις διαφωνίες της βρετανικής
πλευράς. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βρετανός στρατηγός Milne σε
τηλεγράφημά του: «Ως Αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων στη
Θεσσαλονίκη, ο Sarrail αποφάσισε να κηρύξει κατάσταση πολιορκίας σήμερα
εδώ, καταλαμβάνοντας το τηλεγραφείο και τα ταχυδρομεία και
αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Τύπου και των σιδηροδρόμων. Τόνισα σε
συζήτηση ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν υπήρχε επιτακτική ανάγκη για
στρατιωτικούς λόγους και ότι δεν ήταν συνετό να προβούμε σε αυτήν την
ενέργεια σήμερα που είναι η ονομαστική εορτή του Βασιλιά. Αρνείται να
αναθεωρήσει την απόφασή του λόγω επείγουσας στρατιωτικής σκοπιμότητας
και απαίτησε την παρουσία βρετανικού αποσπάσματος»22.
Επιβαρυντικές
για τον ντόπιο πληθυσμό ήταν στη συνέχεια και οι προσπάθειες της
δεύτερης κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης να συγκροτήσει στρατιωτικά σώματα
που θα πολεμούσαν στο πλευρό της Αντάντ. Η συγκρότηση στρατού ήταν μια
δύσκολη υπόθεση, αφού το δάνειο που είχαν υποσχεθεί οι δυνάμεις της
Αντάντ στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης καθυστερούσε23
και ο γηγενής πληθυσμός δεν έδειχνε πεισμένος για την ανάγκη εμπλοκής
της χώρας σε μια νέα πολεμική περιπέτεια. Ως συνέπεια, αφενός ο στρατός
στήριξε τη συγκρότησή του σε εθελοντές που κατέφταναν από την Κρήτη, τη
Μικρά Ασία και τα νησιά, αφετέρου το βάρος των εξόδων της συγκρότησής
του, των υποδομών του και της εστίασής του φορτώθηκε στις πλάτες του
ντόπιου πληθυσμού μέσω της έκτακτης φορολογίας και των επιτάξεων.
Όπως
ήταν αναμενόμενο, τις συνέπειες από τις ενδοαστικές έριδες τις πλήρωσαν
η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, είτε βρίσκονταν υπό τη
διοίκηση της κυβέρνησης των Αθηνών είτε υπό τη διοίκηση της κυβέρνησης
της Θεσσαλονίκης.
Η
επικράτηση της βενιζελικής παράταξης και η επιστροφή του Βενιζέλου στον
πρωθυπουργικό θώκο [13 (26) Ιούνη 1917] πραγματοποιήθηκε μετά από την
εκθρόνιση του Κωνσταντίνου [30 Μάη (12 Ιούνη)] από τα στρατεύματα της
Αντάντ. Η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου παρουσιάστηκε από τον ίδιο και το
Συμβούλιο του Στέμματος ως να επρόκειτο για μια παραίτηση υπέρ του
διαδόχου Αλεξάνδρου. Στην πραγματικότητα, υπό την πίεση της Γαλλίας, η
βρετανογαλλική συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα στο Λονδίνο στις 16-17 Μάη
(29-30 Μάη), μετά και από την επιβολή σκληρού αποκλεισμού της Αθήνας,
πήρε αποφάσεις που προετοίμαζαν τη στρατιωτική επικράτηση και τη βίαιη
εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (στρατιωτική επιχείρηση που θα ξεκινούσε από
τη Θεσσαλία για να φτάσει να καταλάβει όλα τα εδάφη ως τον Ισθμό της
Κορίνθου). Επίσης η συνδιάσκεψη όρισε τον Μ. Jonnart ως εκπρόσωπο των
Βρετανογάλλων στην Αθήνα.
Ο
M. Jonnart έφτασε στη συνέχεια στη Σαλαμίνα και συναντήθηκε με τον
πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, δίχως να τον ενημερώσει για τις επιδιώξεις
των Βρετανογάλλων. Αντίθετα, τον διαβεβαίωσε ότι οι επιχειρήσεις των
βρετανογαλλικών στρατευμάτων αφορούσαν αποκλειστικά τη δέσμευση της
σοδειάς στη Θεσσαλία. Ωστόσο, έπειτα από την κατάληψη της Θεσσαλίας από
γαλλικά στρατεύματα και την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων στον
Ισθμό, φάνηκαν οι πραγματικές προθέσεις τους, που κοινοποιήθηκαν τελικά
και στον Ζαΐμη από τον Jonnart. Ο Κωνσταντίνος, αποκλείοντας τότε
προτάσεις (όπως του Ι. Μεταξά) που μιλούσαν για τη δυνατότητα υποχώρησης
στην Πελοπόννησο και δημιουργία μιας γραμμής αντίστασης στην Τρίπολη,
αποφάσισε να φύγει δηλώνοντας παραίτηση υπέρ του διαδόχου Αλεξάνδρου.24
Η
επικράτηση της μερίδας της αστικής τάξης που συσπειρωνόταν γύρω από τον
Βενιζέλο με τη στήριξη των δυνάμεων της Αντάντ αποτέλεσε την απαρχή
νέων βασάνων που κορυφώθηκαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Την ίδια
περίοδο οι διωγμοί άλλαξαν φορέα. Ήταν τώρα η βενιζελική πλευρά που
εξαπέλυσε απηνή διωγμό κατά των βασιλικών.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Απέναντι
στις επιδιώξεις των δύο μερίδων της αστικής τάξης σε συνθήκες έντασης
των διώξεων κλήθηκε να τοποθετηθεί το εργατικό - σοσιαλιστικό κίνημα της
χώρας. Όμως το 1914, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, το εργατικό κίνημα ήταν
υπό διαμόρφωση, έχοντας καθυστερήσει σημαντικά να λάβει ενιαία πολιτική
έκφραση, με αποτέλεσμα να δέχεται αρνητικές επιρροές από τις αστικές
πολιτικές δυνάμεις.
Στην
πολυδιάσπασή του αναμφισβήτητα επιδρούσε και το αντικειμενικό γεγονός
ότι ένα τμήμα του –και μάλιστα το δυναμικότερο (η Φεντερασιόν25)–
μέχρι το 1912 δρούσε στα εδάφη που βρίσκονταν υπό οθωμανική διοίκηση,
δραστηριοποιούμενο κυρίως στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις της
Μακεδονίας. Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας ήταν ότι υιοθετούσε τις
ρεφορμιστικές επεξεργασίες της Β΄ Διεθνούς, τα βασικά κόμματα της οποίας
έλαβαν εν τέλει μέρος στην ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση,
συντασσόμενα με τις αστικές τάξεις των χωρών τους στο όνομα της
«υπεράσπισης της πατρίδας».
Αντιθέτως,
το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα δε φαίνεται να είχε αναπτύξει σχέσεις
με την επαναστατική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας κι επομένως με τις
επεξεργασίες των μπολσεβίκων, τις οποίες γνώριζε μόνο εξ αντανακλάσεως,
δηλαδή μέσω των θέσεων των Βούλγαρων «Στενών» Σοσιαλδημοκρατών που
δραστηριοποιούνταν στους κόλπους του βουλγαρικού πληθυσμού της
Θεσσαλονίκης.
Στο
εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα της Αθήνας επιδρούσαν εντονότερα οι
σχεδιασμοί των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Ο Βενιζέλος πριν τον πόλεμο
είχε αρχίσει να τηρεί μια διττή στάση απέναντι στο εργατικό κίνημα,
αποσκοπώντας στην απομόνωση και την καταστολή των περισσότερο
ριζοσπαστικών του στοιχείων και στην ενσωμάτωση του κύριου κορμού του.
Στη διαμόρφωση αυτής της στάσης συντέλεσε σειρά παραγόντων: α) Η
ιδιαίτερη μαζικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος την περίοδο
1910-1912, β) η εμπειρία του Βενιζέλου από τη χρησιμοποίηση των
εργατικών συνδικάτων και των ρεφορμιστικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων
στη Δυτική Ευρώπη και γ) η αντίληψη του Βενιζέλου ότι στον επερχόμενο
πόλεμο απαιτούνταν η συναίνεση του εργατικού κινήματος και γενικότερα
των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επικράτηση
των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης. Όμως ο Βενιζέλος γνώριζε ότι
η συναίνεση του εργατικού κινήματος στην αστική εξωτερική πολιτική
απαιτούσε μια σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής
τάξης, έτσι ώστε οι εργάτες να θεωρούν ότι μετέχουν στο κοινό κτήμα του
έθνους κι επομένως πως η επίτευξη των αστικών σχεδίων θα είχε αντίκρισμα
και στη δική τους καθημερινή διαβίωση. Υιοθετώντας το προηγούμενο
σκεπτικό και παρά τις αντιδράσεις του Παλατιού και του βιομηχανικού
κεφαλαίου, προχώρησε προπολεμικά στην εισαγωγή μιας περιορισμένης
φιλεργατικής νομοθεσίας η οποία περιελάμβανε τον περιορισμό των ωρών
εργασίας, την καθιέρωση ορισμένων συνθηκών ασφαλείας, τη μερική
απαγόρευση της παιδικής εργασίας κλπ. Μάλιστα φημολογείται ότι,
συνομιλώντας με τους κεφαλαιοκράτες, τους είπε ότι ήταν απαραίτητο ν’
αποδεχτούν ορισμένα φιλεργατικά μέτρα αν ήθελαν ν’ αποφύγουν την αρπαγή
της ιδιοκτησίας τους από μια κοινωνική επανάσταση.
Παρά
το γεγονός ότι η νέα νομοθεσία δεν εφαρμόστηκε στο σύνολο των
επιχειρήσεων, οι πρώτοι φιλεργατικοί νόμοι και ειδικότερα αυτός της
Κυριακάτικης Αργίας σκόρπισαν ενθουσιασμό στους κόλπους των
συνδικαλιστικά οργανωμένων εργατών,26
διαμορφώνοντας την πολιτική βάση μιας μελλοντικής παρέμβασης της
βενιζελικής παράταξης στο εργατικό κίνημα. Από την άλλη πλευρά, οι
βασιλόφρονες στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου
προσπάθησαν να επενεργήσουν στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής του
εργατικού κινήματος προβάλλοντας το σύνθημα της «ουδετερότητας». Το
ανώριμο σοσιαλιστικό κίνημα που είχε υιοθετήσει τις γενικές εξαγγελίες
της Β΄ Διεθνούς περί αντίθεσης στον επερχόμενο πόλεμο, οι οποίες όμως δε
συνδέονταν από την πρόκριση συγκεκριμένης πολιτικής δράσης, δεν
κατόρθωσε πάντα να κατανοήσει τα ταξικά συμφέροντα και τους αντίστοιχους
σχεδιασμούς που εκπροσωπούσε το σύνθημα της «ουδετερότητας». Έτσι
μερίδες του το υιοθέτησαν, δίχως απαραιτήτως ν’ αντιλαμβάνονται ότι
αποκρυστάλλωνε την προώθηση των συμφερόντων της μιας ιμπεριαλιστικής
συμμαχίας έναντι της άλλης.
Σε
αυτό το πολιτικό περιβάλλον, λίγο πριν την έναρξη του πολέμου,
σημειώνονται ζυμώσεις στο σοσιαλιστικό κίνημα της Αθήνας σχετικά με την
προσπάθεια ενοποίησης των σοσιαλιστικών ομίλων της χώρας σε ενιαίο
πολιτικό φορέα. Στην Αθήνα δραστηριοποιείται εκείνη την εποχή το
Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών (ΣΚΑ) υπό την καθοδήγηση του Νικόλαου
Γιαννιού. Ταυτόχρονα διαδραμάτιζε ρόλο και ο «Σύνδεσμος των Εργαζόμενων
Τάξεων» (ΣΤΕΤ, ο οποίος εναλλακτικά ονομαζόταν κι Ελληνικό Σοσιαλιστικό
Κόμμα) υπό τον Δρακούλη. Στους κόλπους του ΣΤΕΤ δραστηριοποιούνταν και ο
Παναγής Δημητράτος, ο οποίος από το Φλεβάρη του 1914 εκδίδει και την
εφημερίδα «Η Οργάνωσις», που σταδιακά περνά στην πολιτική επιρροή της
Φεντερασιόν, προκαλώντας τις αντιδράσεις του Γιαννιού.27
Ο
Γιαννιός, για ν’ αντιπαρατεθεί στη συμμαχία Δημητράτου - Φεντερασιόν,
εκδίδει την εφημερίδα «Σοσιαλισμός» από τις στήλες της οποίας
πανηγυρίζει τις νίκες των δυνάμεων της Αντάντ από το Σεπτέμβρη του 1914.
Η εφημερίδα θα μετονομαστεί την περίοδο 1916-1917 σε «Σοσιαλιστικά
Φύλλα» δίχως ν’ αλλάξει την πολιτική της γραμμή. Μάλιστα ο Γιαννιός, το
1917 κι έπειτα από την αποφυλάκισή του από την κυβέρνηση της Αθήνας, θα
αποδεχτεί τη θέση του διευθυντή του υπουργείου Οικονομικών στην
κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης (θέση που θα διατηρήσει και στην Αθήνα μετά
από την επιστροφή του Βενιζέλου) και με αυτόν τον τρόπο θα πάρει σαφή
θέση στις ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες της εποχής.
Τις
θέσεις του Γιαννιού θα συνδράμουν με το πολιτικό τους σκεπτικό οι δύο
σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας πριν τον
πόλεμο, ο Γεώργιος Σκληρός και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Ωστόσο,
υποχωρώντας από παλιότερες φιλειρηνικές του τοποθετήσεις, τις θέσεις του
Γιαννιού θα στηρίξει και ο παλιός του αντίπαλος στους κόλπους του
σοσιαλιστικού κινήματος Πλάτων Δρακούλης, με γράμμα που απέστειλε στο
Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο στις 6 Ιούλη 1915.28
Στον
αντίποδα, ο Παναγής Δημητράτος ίδρυσε την οργάνωση «Σοσιαλιστική
Ένωση», αντιπαρατέθηκε με τον Δρακούλη και το ΣΤΕΤ και από κοινού με τα
Σοσιαλιστικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά δημοσιοποίησε το Φλεβάρη
του 1915 «Μανιφέστο εναντίον της εισόδου στον πόλεμο», ενώ τον Αύγουστο
της ίδιας χρονιάς (ως πρόεδρος του ΕΣΚ) απέστειλε χαιρετιστήριο προς
τους «Στενούς» της Βουλγαρίας για τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο.29
Όμως ο Δημητράτος σε καμιά περίπτωση δε διαχωρίστηκε από την
πασιφιστική άρνηση του πολέμου και ακολούθως δεν κατόρθωσε ν’ ανοίξει
ταυτόχρονο μέτωπο στη βενιζελική και στη βασιλική παράταξη.
Αντίστοιχα
λειτούργησε και η Φεντερασιόν, η οποία τήρησε παθητική στάση. Η
Φεντερασιόν από κοινού με τον Δημητράτο, το Σοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά,
αλλά και σοσιαλιστές από το Βόλο, τη Μυτιλήνη, τη Λάρισα και την
Κέρκυρα συγκρότησαν το σώμα της 1ης Πανελλαδικής Σοσιαλιστικής
Συνδιάσκεψης, η οποία έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 28 Απρίλη του 1915 με
σκοπό να προετοιμάσει τη δημιουργία σοσιαλιστικού κόμματος. Ωστόσο στη
διάρκεια της συνδιάσκεψης αποφασίστηκε η κάθοδος των σοσιαλιστών στις
επικείμενες εκλογές (στις περιφέρειες της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της
Καβάλας και της Κέρκυρας) στις λίστες του Γούναρη, ο οποίος
αντιπροσώπευε τη «βασιλόφρονη» μερίδα της αστικής τάξης.30 Στις εκλογές εκλέχτηκε στην Αθήνα βουλευτής ο Αρ. Σίδερις και στη Θεσσαλονίκη ο Αλμπέρτος Κουριέλ.
Παρόλ’
αυτά, ύστερα από την πίεση ορισμένων σοσιαλιστικών ομίλων η Φεντερασιόν
αναγκάστηκε να λάβει μέρος στη Βαλκανική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη
(Βουκουρέστι, φθινόπωρο του 1915). Οι αποφάσεις της συγκεκριμένης
Συνδιάσκεψης, στην οποία συμμετείχε ο Σίδερις, μιλούσαν για τη
συγκρότηση Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Εργατικής Ομοσπονδίας με έδρα
το Βουκουρέστι και στόχο την ανασυγκρότηση της Β΄ Διεθνούς και την
απόρριψη της συμμαχίας με την οποιαδήποτε πολιτική δύναμη που προωθούσε
τα συμφέροντα μίας από τις δύο ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.31
Την ίδια χρονιά, η Φεντερασιόν συνυπέγραψε τη διακήρυξη της
συνδιάσκεψης στο Τσίμερβαλντ (Αύγουστος 1915), αν και δεν πήρε μέρος σε
αυτήν, όπως άλλωστε και στις συνδιασκέψεις του Κίνταλ (Απρίλης 1916) και
Στοκχόλμης (Σεπτέμβρης 1917) που την ακολούθησαν. Με αυτήν την έννοια, η
Φεντερασιόν δεν κατόρθωσε να γνωρίσει τις θέσεις των μπολσεβίκων και
γενικότερα της επαναστατικής πτέρυγας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας,
και αυτό πιθανά να συνέβαλε στη διατήρηση της παθητικής και πασιφιστικής
της στάσης32.
Στη
συνέχεια καταγράφηκαν μόνο περιορισμένες θετικές διεργασίες ενάντια
στον πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 1916, με πρωτοβουλία των
φοιτητών Δημοσθένη Λιγδόπουλου, Σπύρου Κομιώτη, Φραγκίσκου Τζουλάτη και
των αδελφών Δούμα ιδρύθηκε στην Αθήνα η Σοσιαλιστική Νεολαία, που
τασσόταν ενάντια στον πόλεμο και το σοσιαλσοβινισμό.33 Όμως
οι μεμονωμένες κινήσεις αδυνατούσαν να προσανατολίσουν θετικά το
ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα και να το απεγκλωβίσουν από τη στήριξη των
αντιμαχόμενων αστικών μερίδων και, κατά προέκταση, από το
σοσιαλσοβινισμό και τον πασιφισμό. Έτσι, το Μάη του 1914, η
φιλο-Ανταντική πτέρυγα των σοσιαλιστών που συσπειρωνόταν γύρω από τον
Γιαννιό εμφανίζει διαθέσεις αλλαγής τακτικής και, μετά από παρέμβαση και
του Ρώσου μενσεβίκου δημοσιογράφου Ζορίν, σημειώνεται προσέγγιση των
ομάδων του Δημητράτου και του Γιαννιού, οι οποίες σε νέα σοσιαλιστική
συνδιάσκεψη και με την παρότρυνση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου
αποφάσισαν τη σύγκληση σοσιαλιστικού συνεδρίου για την ίδρυση Ελληνικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μάλιστα αποφασίζουν την έκδοση της εφημερίδας
«Εργατικός Αγώνας», τη χρηματοδότηση της οποίας ανέλαβε η Φεντερασιόν34, ενώ η συνδιάσκεψη, έπειτα από πρωτοβουλία του Γιαννιού, υιοθέτησε φιλο-Ανταντική διακήρυξη.
Η
διαδικασία συγχώνευσης των σοσιαλιστικών ομάδων ανακόπηκε τον Οκτώβρη
του 1917, όταν η γαλλική λογοκρισία έκλεισε την εφημερίδα της
Φεντερασιόν «Αβάντι» και στην Αθήνα συνελήφθη ο εκδότης του «Εργατικού
Αγώνα» κι επικεφαλής της Σοσιαλιστικής Ένωσης, Δημητράτος.
Μετά
από την Οκτωβριανή Επανάσταση (Νοέμβρης 1917) ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε
ότι για την προάσπιση των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης η
στάση των σοσιαλιστών θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο. Γι’ αυτό η
κυβέρνησή του προώθησε τη συμμετοχή των σοσιαλιστών στη συνδιάσκεψη του
Λονδίνου (Φλεβάρης 1918) που συγκλήθηκε από τους σοσιαλδημοκράτες των
χωρών της Αντάντ35 και στην οποία, έτσι κι αλλιώς, είχε κληθεί η Φεντερασιόν, αλλά και το σοσιαλιστικό τμήμα της Αθήνας36. Παρά την αρχική αποστασιοποίηση των σοσιαλιστών37,
οι βουλευτές Κουριέλ και Σίδερις, όπως και ο Π. Δημητράτος, έλαβαν
μέρος στη συνδιάσκεψη έπειτα από πιέσεις της κυβέρνησης. Λόγω της
συγκεκριμένης τους στάσης, ο Γιαννιός βρήκε την ευκαιρία ν’ αντεπιτεθεί
(μη ορμώμενος από την προάσπιση πολιτικών αρχών), αλλά υπήρξαν και
ψηφίσματα διαμαρτυρίας που εξέδωσαν ορισμένα σοσιαλιστικά κέντρα, τα
οποία στήριζαν τις αντιρρήσεις τους για τη συμμετοχή στη συνδιάσκεψη του
Λονδίνου σε μια ορθή πολιτική γραμμή συνολικής εναντίωσης στους
ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Τελικά οι Έλληνες αντιπρόσωποι στο Λονδίνο δεν υιοθέτησαν σοσιαλσοβινιστικές θέσεις, παρά το λάθος της συμμετοχής τους.38
Ωστόσο δεν κράτησαν την ίδια θέση οι Πλάτων Δρακούλης και Απόστολος
Πολυζόπουλος, οι οποίοι επίσης ταξίδεψαν στο Λονδίνο και, αν και δε
συμμετείχαν επίσημα στη συνδιάσκεψη ως αντιπρόσωποι, έλαβαν μέρος στις
παρασκηνιακές ζυμώσεις της συνδιάσκεψης.39
Οι
συνεχείς παλινωδίες ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτικές γραμμές, αλλά
και τις διαφορετικές πολιτικές μερίδες της αστικής τάξης, η επιρροή της
ρεφορμιστικής γραμμής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και
φαινόμενα όπως η ιδιοτέλεια ή και ο καιροσκοπισμός ορισμένων εκ των
ηγετών του, συνέχισαν να ταλανίζουν το ελληνικό αγροτικό σοσιαλιστικό
κίνημα, ακόμα και μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Έτσι δεν
μπόρεσε ν’ αντιληφθεί στο σύνολό του ότι η συνεπής πάλη απέναντι στον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο προϋπέθετε τη συγκεκριμένη επαναστατική δράση ώστε
ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος να μετατραπεί σε σοσιαλιστική επανάσταση.
Όπως τόνιζε ο Λένιν: «Δεν είναι δυνατό να τερματίσεις τον πόλεμο που
διεξάγουν οι καπιταλιστές όλων των χωρών χωρίς εργατική επανάσταση
ενάντια σ’ αυτούς τους καπιταλιστές»40.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Β. Ι. Λένιν: «Γράμμα στον Γκ. Ε. Ζηνόβιεφ», «Άπαντα», τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 287.
2. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός: ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 103-104.
3. Rosa Luxemburg: «Down with Reformist Illusions - Hail the Revolutionary Class Struggle (1913)», http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1913/04/30a.htm
4. Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1994, σελ. 50-51.
5. Douglas Dakin: «Η ενοποίηση της Ελλάδας (1770-1923)», εκδ. «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα, 2009, σελ. 300-302.
6.
Ενδεικτικό για την προτεραιότητα που δινόταν από την ελληνική αστική
τάξη στην επέκταση των συνόρων του κράτους είναι το γεγονός ότι ο
Βενιζέλος ανέλαβε προσωπικά την ανασυγκρότηση του στρατού και του
στόλου, που αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση της
διαπραγματευτικής ισχύος της χώρας και φυσικά για τη στρατιωτική
διεκδίκηση εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις άλλες
βαλκανικές δυνάμεις.
7.
Γεώργιου Β. Λεονταρίτη: «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ.
«Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα, 2000, σελ. 433-436.
8. Βλ. Timothy W. Childs: «Italo-Turkish War and the War over Libya (1911-1912)», E.J. Brill Editions, Netherlands, 1990.
9. Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός αιώνας», σελ. 284.
10. Γιάνη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός αιώνας», σελ. 292-293.
11.
Εν τω μεταξύ στις 5 (18) Μάρτη 1913 είχε δολοφονηθεί ο βασιλιάς
Γεώργιος ο Α΄. Η δολοφονία αυτή εξ αντικειμένου άλλαζε τους πολιτικούς
συσχετισμούς, αφού ο Γεώργιος, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο,
συμφωνούσε με το Βενιζέλο για την ανάγκη προσέγγισης της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής με τις στοχεύσεις των δυνάμεων της Αντάντ.
12.
F.O. 371, τ. 2268, «Elliot προς Grey», 18 Αυγούστου 1915, αρ. 682,
τηλεγράφημα, όπως παρατίθεται στο Χρίστου Α. Θεόδουλου: «Η Ελλάδα και η
Αντάντ», εκδ. «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών - Ελευθέριος
Βενιζέλος», Χανιά, 2011, σελ. 231.
13.
F.O. 438, τ.2, «Erskine προς Grey», Αθήνα 12 Αυγούστου 1914, αρ. 151,
εμπιστευτικό τηλεγράφημα, όπως παρατίθεται στο Χρίστου Α. Θεόδουλου: «Η
Ελλάδα και η Αντάντ», εκδ. «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών -
Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά, 2011, σελ. 74-75.
14. Στο Συμβούλιο του Στέμματος συμμετείχαν οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί και ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
15.
Οι διπλές ημερομηνίες χρησιμοποιούνται γιατί εκείνη την εποχή δεν είχε
ακόμα καθιερωθεί στην Ελλάδα το Γρηγοριανό Ημερολόγιο που
χρησιμοποιούσαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, αναφέρεται πρώτα
η ημερομηνία κατά το «παλιό» Ιουλιανό ημερολόγιο και δεύτερη η
ημερομηνία κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
16.
Νικόλαου Εμμ. Παπαδάκη: «Ελευθέριος Βενιζέλος και Μακεδονία, 1914-1918.
Η σημασία της μάχης του Σκρα», εκδ. «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών -
Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά, 2008, σελ. 28.
17.
Χρίστου Α. Θεόδουλου: «Η Ελλάδα και η Αντάντ», εκδ. «Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών και Μελετών - Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά, 2011, σελ. 333.
18. Γεώργιου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910-1920», εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα, 1970, σελ. 150.
19.
Σύμφωνα με τα γαλλικά αιτήματα για αποζημιώσεις 50 ήταν οι νεκροί
Γάλλοι ναύτες και αξιωματικοί και 77 οι τραυματίες. (Βλ. Γιάννη
Μουρέλου: «Τα “Νοεμβριανά” του 1916 (Από το αρχείο της μεικτής επιτροπής
αποζημιώσεων των θυμάτων)», εκδ. «Πατάκη», Αθήνα, 2006, σελ. 146.
20. Γιάνη Κορδάτου: «Οι τρεις Γλύξμπουργκ», εκδ. «Μπάυρον», Αθήνα, 1977, σελ.50.
21. Νίκου Αλιβιζάτου: «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1880-2010», εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2011, σελ. 232.
22.
Γενικός αξιωματικός Διοίκησης Στρατού Θεσσαλονίκης προς Ε.Γ.Α.Ε.,
Θεσσαλονίκη 3 Ιούνη 1916, αρ. Ι.416, τηλεγράφημα, όπως παρατίθεται στο
Χρίστου Α. Θεόδουλου: «Η Ελλάδα και η Αντάντ», εκδ. «Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών και Μελετών - Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά, 2011, σελ. 333.
23.
Νικόλαου Εμμ. Παπαδάκη: «Ελευθέριος Βενιζέλος και Μακεδονία, 1914-1918.
Η σημασία της μάχης του Σκρα», εκδ. «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών -
Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά, 2008, σελ. 27-28.
24. George Leon: «Greece and the Great Powers», Edition of Institute of Balkan Studies, Thessaloniki, 1974, pp. 482-488.
25.
Η Φεντερασιόν είχε προκύψει από τη συνένωση της Βουλγαρικής
Σοσιαλδημοκρατικής Ομάδας της Θεσσαλονίκης που βρισκόταν υπό την
καθοδήγηση των «Στενών» Βούλγαρων Σοσιαλδημοκρατών και την Εβραϊκή Λέσχη
στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (Μάρτης - Μάης 1909). Από εκεί
έλαβε και το όνομά της αφού στα γαλλικά Φεντερασιόν σημαίνει
Ομοσπονδία. Βέβαια, στη συνέχεια οι «Στενοί» Βούλγαροι Σοσιαλδημοκράτες
που επηρεάζονταν –στις ιδεολογικές-πολιτικές τους επεξεργασίες και στο
οργανωτικό μοντέλο που υιοθέτησαν– από τους μπολσεβίκους αποχώρησαν από
τη Φεντερασιόν (Νοέμβρης 1909).
26. Γιάνη Κορδάτου: «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», εκδ. «Μπουκουμάνης, Αθήνα, 1972, σελ. 233.
27.
Κωστή Μοσκώφ: «Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής
τάξης (Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης)», εκδ.
«Καστανιώτη», Αθήνα, 1985, σελ. 387-389.
28. Ό.π., σελ. 390.
29. Ό.π., σελ. 391-392.
30. Συλλογικό: «Η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης (1909-1918)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 181-185.
31. Ό.π., σελ. 193-4.
32. Ό.π., σελ. 195-201.
33. Γιάνη Κορδάτου: «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», εκδ. «Μπουκουμάνης, Αθήνα, 1972, σελ. 272.
34. Ό.π., σελ. 271-272.
35. Συλλογικό: «Η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης (1909-1918)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 209.
36. Γιάνη Κορδάτου: «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», εκδ. «Μπουκουμάνης, Αθήνα, 1972, σελ. 286.
37.
Στη διάρκεια της Β΄ Σοσιαλιστικής Συνδιάσκεψης (Γενάρης 1918) που
συγκλήθηκε μυστικά από τη Φεντερασιόν και τους σοσιαλιστικούς Ομίλους
της Αθήνας και του Πειραιά πάρθηκε απόφαση για μη συμμετοχή στη
Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
38. Συλλογικό: «Η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης (1909-1918)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1989, σελ. 225.
39. Ό.π., σελ. 220-222.
40.
Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», στο Β. Ι. Λένιν: «Για τον πόλεμο
και τη σοσιαλιστική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου