Μετεκλογική σύσκεψη
Οι
περισσότερες κομματικές οργανώσεις βρίσκονται αυτό το διάστημα στη διαδικασία
των μετεκλογικών συσκέψεων. Ένας κλασικός προβληματισμός σε αυτές τις
διαδικασίες, όπου συμμετέχουν, πέρα από οργανωμένα μέλη κι οι φίλοι του
κόμματος, είναι σε τι επίπεδο-μήκος κύματος πρέπει να κινηθεί η συζήτηση· αν
πρέπει πχ να αποφευχθεί η γκρίνια κι η κριτική-αυτομαστίγωνα, για να μην
αποθαρρυνθεί ο κύκλος των επιρροών ή αν
πρέπει να τεθούν πιο ειδικά ζητήματα, που μπορεί να μην τους απασχολούν όλους ή
να δυσκολεύονται να τα παρακολουθήσουν, με αποτέλεσμα να χάσουν το ενδιαφέρον
τους για τη συζήτηση, κτλ. Που συνήθως είναι ψευτοδιλήμματα, γιατί κανείς
προβληματισμός δε συνεισφέρει αρνητικά και δεν εμποδίζει κάτι, αν τεθεί με τον
κατάλληλο τρόπο –ίσα-ίσα, που αυτό είναι το νόημα αυτών των διαδικασιών.
Την
καλύτερη εκτίμηση κι εξειδίκευση των ποιοτικών στοιχείων του αποτελέσματος,
μπορούν να την κάνουν εκείνοι οι σφοι που κολυμπάνε –κατά το κοινώς λεγόμενο-
στις μάζες, κάνουν οργανωμένο άνοιγμα, έχουν σταθερή επαφή με τον κόσμο και
μπορούν να μετρήσουν συγκεκριμένα τα βήματα που κάνει, τις μετατοπίσεις, τις
ταλαντεύσεις του, να σφυγμομετρήσουν καλύτερα τις διαθέσεις του, να
αφουγκραστούν τα ζητήματα που βάζει. Οι υπόλοιποι μπορούμε ως απλοί παρατηρητές
του πολιτικού σκηνικού και του περιβάλλοντός μας, να ‘χουμε μια γενική αίσθηση
και να κάνουμε κάποιες (λιγότερο ή περισσότερο εύστοχες) εκτιμήσεις, χωρίς
ωστόσο συγκεκριμένη βάση και ιδιαίτερη πρακτική αξία.
Με
βάση τους παραπάνω περιορισμούς λοιπόν, υπάρχουν δύο συγκεκριμένα ζητήματα, που
θέλω να επισημάνω, ως εκλογικό υστερόγραφο –πέρα από την ανάλυση και την
επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων που προκύπτουν για τον επαναπατρισμό ενός
μέρους παλιών ψηφοφόρων, την επιρροή του κόμματος στη νεολαία και ειδικά σε
όσους ψήφισαν πρώτη φορά, στα αστικά κέντρα και τις λαϊκές συνοικίες.
Το
πρώτο δεν αφορά ακριβώς την πρόσφατη αναμέτρηση, αλλά τις εκλογές του μαΐου του
12’. Πόσο διαφορετικό θα ήταν εκείνο το αποτέλεσμα (8,5%) αν ήμασταν καλύτερα
προετοιμασμένοι και είχαμε έτοιμες, επεξεργασμένες απαντήσεις σε κάποια κομβικά
ζητήματα: πχ για την αριστερά και αν την χαρίζουμε (παρά το θολό κι ασαφές
περιεχόμενό της) ως έννοια στο σύριζα ή για τον περιβόητο αστικό μύθο πως το
κκε δε θέλει να κυβερνήσει. Κι όταν λέω έτοιμες απαντήσεις δεν εννοώ κάτι
διαφορετικό από αυτό που λέμε και τώρα, με συγκεκριμένες διατυπώσεις που
αποφεύγουν έξυπνα τους σκοπέλους της αστικής δημοσιογραφίας και της προπαγάνδας
τους –πχ η θέση πως το κκε έχει θέση σε μια διακυβέρνηση με το λαό στο τιμόνι
και με τα τάδε χαρακτηριστικά-προϋποθέσεις.
Με
άλλα λόγια, το ζητούμενο ήταν αυτά που λέγαμε μετά το μάη του 12’ –ήδη δηλ εν
όψει των εκλογών του ιουνίου- να τα είχαμε πει, με τον ίδιο τρόπο και πριν,
ιδίως κατά τις τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής περιόδου του μάη, που εν
πολλοίς έκριναν και διαμόρφωσαν μια παγιωμένη –σήμερα- εικόνα.
(Υπόψη
πως αυτό ακριβώς το σημείο με τις διατυπώσεις, το είχε πιάσει στρεβλά από τη
δική του σκοπιά ένας σχολιαστής-κομήτης, σε μια προεκλογική ανάρτηση).
Πόσο
διαφορετικό όμως θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα του μαΐου και πόσο δραματικές
αλλαγές θα είχε επιφέρει μια καλύτερη επικοινωνιακή τακτική; Είναι σωστό
μεθοδολογικά να αποδίδουμε τέτοιο αποφασιστικό ρόλο στο επικοινωνιακό κομμάτι, ότι
μπορεί δηλ να καθορίζει τις πολιτικές τάσεις ή να ανατρέπει ακόμα ευρύτερους
αστικούς σχεδιασμούς και διεργασίες; Και συνολικά, είναι ασφαλές κριτήριο κι
ερμηνευτικό κλειδί οι εκλογές για την πολιτική μας δουλειά και μια σειρά σχετικά
ζητήματα; Ένα καλύτερο αποτέλεσμα το 12’, θα σήμαινε και μεγαλύτερη πολιτική
συνειδητοποίηση του κόσμου, λιγότερες αυταπάτες και πίεση, πχ για το ζήτημα της
αριστερής κυβέρνησης; Θα άλλαζε τα δεδομένα στην οργάνωση του εργατικού κινήματος,
στους χώρους δουλειάς, κτλ;
Η
προφανής απάντηση στα παραπάνω είναι αρνητική. Υπάρχουν όμως τα εξής σημεία
(όχι μεν αλλά) που πρέπει να συνυπολογίσουμε: το μάη του 12’, παίχτηκε σε (αυτό
που συνηθίζουμε να λέμε) συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, μεγάλο παιχνίδι ανακατατάξεων
και διεργασιών, που οφείλαμε να το έχουμε αντιληφθεί εγκαίρως (δηλ νωρίτερα)
και να το αντιμετωπίσουμε από καλύτερες θέσεις. Κι η κάλπη μπορεί να μην
πριμοδοτεί ευθέως το εργατικό κίνημα και την ταξική πάλη, επηρεάζει άμεσα όμως αυτούς
που τη διεξάγουν, όσους συμμετέχουν απλά στο κίνημα ή έχουν και πιο πρωτοπόρα
δράση. Όπως το 4,5% του κκε (αλλά και το 27% του σύριζα) τον ιούνιο του 12’ δεν
ευνόησε την ανάπτυξη του κινήματος, έτσι και ένας διαφορετικός συσχετισμός δυνάμεων,
θα μπορούσε να δώσει τη βάση και το έναυσμα –και τίποτα περισσότερο- για το ξεδίπλωμα
περισσότερων διεκδικητικών (κι όχι απλά αμυντικών) αγώνων.
Το
δεύτερο και πιο ενδιαφέρον σημείο (που δεν μπορεί ωστόσο να αναπτυχθεί εκτενώς
εδώ), είναι πως περισσότερο από κάθε άλλη αναμέτρηση, αυτό που έχει μεγαλύτερη
σημασία από την εκτίμηση του αποτελέσματος είναι η ανάλυση της επόμενης μέρας
και του νέου τοπίου που διαμορφώνεται. Στο οποίο το κκε δεν είναι μόνο η λαϊκή
αντιπολίτευση, όπως έλεγε το προεκλογικό μας σποτάκι, ούτε ένα είδος «αριστερής
αντιπολίτευσης» που θα γίνει η φωνή της συνείδησης της νέας κυβέρνησης και θα
την εμποδίζει να ολισθαίνει προς τα δεξιά, αλλά και αξιωματική –κατ’ ουσίαν-
αντιπολίτευση. Είναι βασικά η μόνη δύναμη που μπορεί να αρθρώσει διαφορετικό
πολιτικό λόγο κι ουσιαστική εναλλακτική πρόταση στην επικοινωνιακή καταιγίδα
του σύριζα, το κλίμα εθνικής ομοψυχίας που καλλιεργείται και τις φιλοκυβερνητικές
συγκεντρώσεις που διοργανώνονται αυτό το διάστημα.
Αυτό
απαιτεί να υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, με στοχευμένες δράσεις, πρωτοβουλία
κινήσεων και οξυμένα αντανακλαστικά. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που
πρέπει να αναλυθεί, κατά τη γνώμη μου, σε αυτές τις συσκέψεις (και όχι μόνο) το
επόμενο διάστημα, χωρίς καμία καθυστέρηση, κωλυσιεργία και αναμονή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου