Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι
Το
κακό ξεκινάει από τους κοιλαράδες λεγεωνάριους της κακιάς ώρας (σαν τον
εκατόνταρχο γιοματάριους, στην ασπίδα της αρβέρνης) που συναντάς έξω από το
κολοσσαίο. Και δεν χρειάζεσαι μαγικό ζωμό για να τους φέρεις βόλτα, παρά μόνο μία
μονέδα για να ποζάρεις δίπλα τους, αγναντεύοντας στο βάθος την χαμένη αίγλη του
ρωμαϊκού στρατού και του κόσμου που υπεράσπιζε. Και ενώ για κάθε παρηκμασμένη
ρώμη, ο εχθρός αννίβας και η καταστροφή που την απειλεί (ή η κρίση που την έχει
ήδη βρει) έχει συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, η κυρίαρχη (via di) προπαγάνδα
στοχοποιεί με χυδαία ιδεολογήματα το παμε, που κλείνει τα λιμάνια και τις
πορείες που μαραζώνουν το εμπορικό κέντρο, οπότε καλείσαι να αποδείξεις πως δεν
είσαι ελέφαντας, μετανάστης εξ αφρικής, που πέρασε τις άλπεις ή τη μεσόγειο με
βάρκα την ελπίδα, που ήρθε, νίκησε και γενικώς veni, vidi,
vici.
Carthago delenda est, όπως
θα έλεγε ο κικέρωνας, αλλά και οι συγκινητικές αγορεύσεις των συνηγόρων στην
περιπέτεια με τις δάφνες του καίσαρα, με αποστομωτικά επιχειρήματα. Εκεί που ο
γκοσινί εξηγεί με θαυμαστό τρόπο, βάσει του διαλεκτικού υλισμού, τα πραγματικά
κοινωνικά αίτια της ρωμαϊκής παρακμής, όταν οι ρωμαίοι βρήκαν το αντίδοτο στην
κραιπάλη και τις παρενέργειες της καθημερινής μέθης: μια κότα αμάδητη, σαπούνι μασσαλίας, μαρμελάδα, πιπέρι, αλάτι,
αμελέτητα σύκα, μέλι, σαλάμι, ρόδι, αυγά και πιπεριές. Το μαϊντανό τον
κρατάμε για τον μπατεσκύλιους και το στεφάνι που θα αντικαταστήσει το δάφνινο
του καίσαρα. Κι αν χρειαστεί, θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας.
Το
κακό συνεχίζεται με τις λατινικές επιγραφές, που συναντάς σε κάθε εκκλησία και
σου δίνουν την αφορμή να διαπιστώσεις πως τα λιγοστά λατινικά που θυμάσαι είναι
μάλλον από τις περιπέτειες του αστερίξ (εγώ τώρα όμως veni, vidi…
και τέλος πάντων θα δούμε γιατί δε vici τους γαλάτες, αλλά
όπως συνηθίζω να λέω alea jacta est
και βρούτε, πρόσεχε επιτέλους, θα σκοτώσεις κανέναν στο τέλος με αυτό το
μαχαίρι που παίζεις) παρά απ’ το σχολικό εγχειρίδιο στο αντίστοιχο μάθημα -που
σε αντίθεση με το αστερίξ, δεν του ‘κανα αρκετές επαναλήψεις, για να μου
μείνουν πολλά πράγματα.
Εν
τω μεταξύ σε κάθε εκκλησία και αξιοθέατο, θα βρεις στρατιές μεταναστούληδων με
ράβδους-σελφιστήρια (θα δούμε σε άλλη ενότητα τι ακριβώς είναι), που με τις
πρώτες ψιχάλες προσαρμόζονται άμεσα στις καταναλωτικές ανάγκες και
τα αντικαθιστούν με ομπρέλες για τη βροχή. Οπότε αναρωτιέσαι αν όλα αυτά έχουν
καμία σχέση με όσα έχεις ακούσει για την τεχνολογική πρόοδο και το μοντέλο παραγγελίας-παράδοσης just in time. Περίπου όπως σε
εκείνη τη βιομηχανία ελαστικών του κνόδαλους στην ασπίδα της αρβέρνης και το
προηγμένο σύστημα ενδοεπικοινωνίας με τους πυγμαίους σκλάβους που έτρεχαν να
μεταφέρουν το εκάστοτε μήνυμα, αλλά έδιναν εύκολο στόχο στον οβελίξ κι όποιον
άλλο ήθελε να κόψει την επαφή ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της παραγωγής –αν και
σήμερα θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να το κάνει.
Αλλά
το κακό ολοκληρώνεται, μόνο όταν έρχεσαι σε επαφή με τις καθημερινές
διατροφικές συνήθειες των ιταλών, που έχουν τα ζυμαρικά κυρίως ως ορεκτικά,
πρώτο πιάτο δηλ, όπου διαμορφώνουν αντίστοιχα την ποσότητα της μερίδας –όχι
πάντα όμως και την τιμή της- ενώ η συνηθισμένη πίτσα τους θυμίζει τσιγαρόχαρτο
κι αναγκάζεσαι να τη διπλώσεις για να μοιάζει λίγο με αυτό που καταλαβαίνουμε
εμείς ως λεπτή ζύμη –για κανονική δεν το συζητάς καν. Οπότε το μέγεθος είναι
κάπως σχετικό, όπως στο αστερίξ λεγεωνάριος, όπου παίρνουν οι νεοσύλλεκτοι τη
στολή τους και ο οβελίξ ζητάει μεσαίο μέγεθος και παλεύει να χωρέσει το χαμηλό
του στήθος στο θώρακα, που φεύγει σφεντόνα και βρίσκει έναν εκατόνταρχο που
ξεσπάει σε κλάματα (έλα, έλα τώρα, θα την ξαναδείς την αγαπημένη σου). Δεν ήταν
παρά ένα μικρό κολοσσαιάκι, όπως θα έλεγε κι ο σφος οβελίξ.
Κι όταν
καταλαβαίνεις ότι δε βάζουν παντού και πάντα σάλτσα ντομάτας για να μην
ανακατευτούν, λέει, τα υλικά και αλλοιωθεί η γεύση, θες να επισκεφτείς λίγο το
σεφ, όπως ο αστερίξ λεγεωνάριος μαζί με τον οβελίξ και να τους εξηγήσεις την
άποψή σου πάνω στο ζήτημα (και παστούλες; θα θέλατε και παστούλες;). Και πως αν
δε μένεις ικανοποιημένος απ’ αυτό που ετοιμάζει στο εξής, θα τον επισκέπτεσαι
συχνότερα. Αλλά επειδή δε λειτουργεί έτσι το πράγμα, βλέπεις τις μερίδες τους
και νιώθεις να φτάνεις στα όριά σου, σαν τους ασθενείς των λουτροπόλεων, που
ακολουθούν ειδικό πρόγραμμα, για να αδυνατίσουν: αστερίξ, δε θέλω τη ρόγα του
σταφυλιού τους, δεν μπορώ άλλο αστερίξ!
Οπότε
πας με τη σύντροφό σου και παραγγέλνεις δυο αγριογούρουνα.
-Και
για μένα δυο αγριογούρουνα, την ακούς να λέει, για να χορτάσει ο
πεινασμένος μας λαός.
Υποσιτίζονται τα παιδιά μας. Κι αυτή είναι η βασική εξήγηση για το πώς
παραμένει σχετικά αδύνατος ένας λαός που τρέφεται βασικά με πίτσα και
μακαρόνια,
σαν ένα κράμα μικελάντζελο (όχι του ζωγράφου, της χελώνας) και
καμπαμαρού (δηλ
εσύ γνώριζες πως κάποιοι τον λένε καπαμαρού, με πι σκέτο;).
Κι
είναι τέτοια η ποικιλία γεύσεων που έχουν σε πίτσα και μακαρονάδα –προσοχή μόνο
στο τρίπα, που είναι ο πατσάς και δε θα βρεις κάποιον να στο εξηγήσει εγκαίρως,
αν δεν το καταλάβεις μόνος σου) που δεν τους ενδιαφέρει και τόσο να έχουν
ποικιλία από άλλα εδέσματα, πλην αυτών. Φεύγοντας από τη ρώμη το καλύτερο
φαγητό που ‘χεις δοκιμάσει είναι πίτσα με μακαρόνια, ενώ το χειρότερο μακαρόνια
με πίτσα, έτσι για την αλλαγή. Prima volta
sinistra. Αλλά αν δεν πας στη φαγουπολαϊκή δημοκρατία του βορρά,
για να φας αυθεντικό ιταλικό φαγητό, πχ στην πλατεία ναυαρίνου, σε λογικές τιμές,
δεν έχεις ζήσει τίποτα από ιταλία.
Ο
χρυσός κανόνας στον οποίο σε οδηγεί η ίδια η ζωή με το πέρασμα κάποιων ημερών
είναι πως όσο περισσότερο απομακρύνεσαι από το κέντρο, όπου σε λίγο θα μας
ταΐζουν τις ίδιες μας τις σάρκες αλεσμένες (σε μυλόπετρες συστήματος) και θα
ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο τρελών τουριστών, τόσο αυξάνεις τις πιθανότητές σου να
βρεις φτηνότερα και καλύτερα πιάτα, πχ όπως σε ένα νεπαλέζικο (κατμαντού) στη
βιτόριο εμμανουέλε –που είναι κάτι μεταξύ ινδικού και κινέζικου, σαν την
αμφισβητούμενη ζώνη με τα οροπέδια- που σπάει λίγο την πρωτοτυπία του ιταλικού
μενού. Όλο πίτσα-πίτσα τη βαρέθηκα…
Και
όταν δεις και τις τιμές, θες να πεις στο μετανάστη σεφ, "έλα στην αγκαλιά μου!",
όπως ο μαζεστίξ στον ελαφρώς μεθυσμένο συνοδό του οβελίξ, μετά από κάποια
επίσκεψή τους στον ξιπασμένο πρωτευουσιάνο ομοιοπαθίξ, τον αντιπαθητικό αδερφό
της μιμίνας. Και αποφασίζεις να ξανάρθεις, ΣΩΠΟΔΗΠΟΤΕ, γιατί η μισή απόλαυση
είναι βασικά στην παραγγελία, μέχρι να βγάλεις συνεννόηση σε μια διεθνή
εσπεράντο γλώσσα με στοιχεία αγγλικής, ιταλικής και παντομίμας, περίπου όπως
στο οβελίξ και σία: εγώ πληρώσει, εσύ φέρεις μαντζάρε.
Το
βασικό συμπέρασμα, όπως θα έλεγε κι ο σφος οβελίξ είναι πως «είναι τρελοί αυτοί
οι ρωμαίοι». Αλλά αυτό είναι υποκειμενικό και πρέπει να το δεις από τη δική
τους σκοπιά, που μπορεί να καταλήγει στο ακλόνητο συμπέρασμα ότι «είναι τρελοί αυτοί οι έλληνες». Γιατί
κάθονται με τις ώρες στον καφέ, αντί να πιουν ένα στα όρθια και δεν εννοούν να
καταλάβουν το ευγενικό υπονοούμενο του σερβιτόρου, όταν μαζεύει τα άδεια
φλιτζάνια, για να σηκωθούν να φύγουν. Και στην πατρίδα τους δεν έχουν σε κάθε
γωνία μνημεία, αλλά ένα καφέ ή ένα φαγάδικο ή ταχυφαγείο ή μπαράκι ή ένας φούρνος ή ένα προποτζίδικο, σε βαθμό
που να απορείς πώς διάολο κρατιούνται όλα αυτά και δεν κλείνουν να ανοίξει
τίποτα άλλο πιο χρήσιμο.
Οπότε
πώς να μην ονομάσουν μακεδονική τη ρώσικη σαλάτα, ως σήμα κατατεθέν της ανακατωσούρας (τα
εξηγεί σε ένα βιβλίο του κι ο ραφαηλίδης). Εκτός κι αν δημιουργείται έτσι
εθνικό ζήτημα γιατί τι ακριβώς εννοούν δηλ με τον όρο μακεδονία χωρίς τη
σύνθετη ονομασία; Εξάλλου τα αστικά μμε μας εγκαλούν γιατί καλούμε μαζί με άλλα
αδελφά κκ στις διεθνείς συσκέψεις μας και το κκ μακεδονίας. Ναι αλλά αυτό δε
λέει κάτι, και εμείς ρωμιοί σου λέει είμαστε, αλλά δεν έχουμε κάποιου είδους
αλυτρωτισμό για τη ρώμη και το μεγαλείο της ή για τα ζωτικά «μας» συμφέροντα
και την ελληνόφωνη μειονότητα της κατω ιταλίας. Κι ας υπάρχει στη ρώμη η οδός di
magna grecia, της μεγάλης ελλάδος,
που κολλάει γάντι στην περίσταση.
Και
όπως λέει εξάλλου ο αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες, λίγο πριν έρθει η
γαλατική αποστολή στην ελλάδα: μα τον τουτάτι, είμαστε ρωμαίοι.
Είναι
τρελοί αυτοί οι ρωμαίοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου