Τρεις μικρές ιστορίες (με μεγάλες προεκτάσεις) για τη μετανάστευση και την υπερορία
Επιμέλεια: Οικοδόμος //Τι είναι αυτό που διώχνει έναν άνθρωπο από τον γενέθλιο τόπο του, τον αναγκάζει να διασχίσει χιλιάδες χιλιόμετρα και να εγκατασταθεί σε έναν άγνωστο τόπο που κανέναν δε γνωρίζει, ούτε τη γλώσσα, ούτε καλά καλά τι θα του ξημερώσει η επόμενη μέρα; Τι μπορεί να νιώθει, τι κουβαλάει μέσα του αυτός ο ξεριζωμένος άνθρωπος, είτε έφυγε με την ελπίδα μια μέρα να γυρίσει πίσω σε καλύτερη κατάσταση από αυτή που βρισκόταν όταν έφυγε, είτε κυνηγημένος για να σώσει τη ζωή του από τις σφαίρες του πολέμου, είτε ακόμα ρισκάροντας τη ζωή του απελπισμένος από τη φτώχεια και την εξαθλίωση που κάποιοι του επέβαλαν; Αν όλοι οι άνθρωποι γνώριζαν τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, τότε ο κόσμος σίγουρα θα ήταν καλύτερος και οι αιτίες αυτών των προβλημάτων θα εξέλιπαν.
Τρεις μικρές ―σε αριθμό λέξεων― ιστορίες, τρεις βαριοί για τους ώμους των πρωταγωνιστών τους σταυροί, που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τους σηκώσουν και να βαδίσουν ―με κινητήρια δύναμη στην πορεία τους τα όνειρα, τις προσδοκίες, την ελπίδα― μια διαδρομή ανηφορική και δυσκολοδιάβατη, και ―το κυριότερο― χωρίς να είναι βέβαιοι οι ίδιοι που θα τους βγάλει.
Ο Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία και οι δυο Ελλάδες που κουβαλάει μαζί του στη διαδρομή από τη φάμπρικα προς το σπίτι και από το σπίτι στη φάμπρικα. Μια Ελλάδα που τρομάζει τους ντόπιους και μια που πληγώνει τον ίδιο.
Το διωγμένο από την Ελλάδα των «νικητών» του εμφυλίου πολέμου ελληνόπουλο, που περιπλανιέται μέχρι να βρει φιλοξενία και ζεστασιά στις λαϊκές δημοκρατίες, επουλώνοντας τις πληγές που του άνοιξε η απώλεια των μελών της οικογένειάς του και ο βίαιος ξεριζωμός.
Ο Πακιστανός φτωχοδιάβολος, ο κατατρεγμένος από την ανέχεια και την πολιτική αστάθεια του τόπου του, που ρίχνεται στη μάχη για την επιβίωση, με αξιοπρέπεια στο μεροκάματο και σεβασμό στη χώρα που τον φιλοξενεί, θάβει τον αδερφικό του φίλο δίπλα στη μάντρα του νεκροταφείου, στις παρυφές των ορίων του χώρου όπου η Ελλάδα θάβει τα δικά της παιδιά.
Τρεις ιστορίες, τριών ανθρώπων τόσο όμοιες και συνάμα τόσο διαφορετικές, όσο όμοιοι και ταυτόχρονα διαφορετικοί είναι όλοι οι άνθρωποι. Και ίσοι.
1] Ξενοφοβία – ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ
Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι.
Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο
καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το
μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τι θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ” ένα μήνα το ξανάφησε. «Ας με διώξουν», είπε. «Δε θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».
Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονες μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Oι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε σπίτι καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τι τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζουμε κι ανθρώπους: Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.
Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ” αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ* όλους, γιατί είχε καταντήσει να “ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι». Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαπών, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπαιτερ* σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισμα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τι σε περιμένει.
Τα “λεγε όλα αυτά στους γείτονες όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τι να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ” αυτά τα σκατά; Το σπίτι του βρωμοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι, μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν” ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.
Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.
«Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά». Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί να ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.
* Gastarbeiter: Επισκέπτες εργάτες (έτσι μας έλεγαν οι Γερμανοί).
(Αντώνης Σουρούνης: «Κυριακάτικες ιστορίες», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002)
2] Μητριά πατρίδα – ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
Βγάλαμε τα κόκαλα βιαστικά από το κοιμητήριο. Άλλα σε ξύλινα κασόνια,
άλλα σε σακούλες της ζάχαρης, τα περισσότερα χύμα. Μόλις ακούγονταν τ”
αεροπλάνα, τρυπώναμε μέσα. Βαριά μυρουδιά μούχλας, σάπιος αέρας. Έξω
πέφτανε βόμπες, έτρεμε ο τόπος, κάναμε το σταυρό μας μικροί μεγάλοι.Από μέρα σε μέρα τα πράγματα αγρίευαν. Οι αντάρτες πέρα δώθε όλο φούρια, τ’ αεροπλάνα έρχονταν συχνότερα. Είδαν κι απόειδαν ο κόσμος, ανεβήκαμε στο βουνό, στη Λακκότρυπα. Ανάψαμε φωτιές οι γυναίκες, βάλαμε να μαγειρεύουμε, ο καπνός ανέβαινε ως τον τρούλο, ζαλίζονταν τα περιστέρια. Όσα πέφτανε τα μαγειρεύαμε επιτόπου. Τ” άλλα φτερούγιζαν τρομαγμένα, τα κυνηγούσαν με κουβέρτες, σεντόνια, ώσπου φύγανε τα ζωντανά του Θεού.
Τον πάππου σου τον έδερναν θέρμες, δεν μπορούσε ν’ ανεβεί, τον άφησαν χαμηλά στο μονοπάτι με το ξυλοκρέβατο. Μας έστειλε να κατεβούμε κι εμείς. Κατεβήκαμε κακήν κακώς μες στη νύχτα. Ψηλά γίνονταν μάχη, πηχτό βουητό, μπουμπουνητά κάθε τόσο. Εμείς στο δρόμο χαμένοι. Διάβηκαν κάτι αντάρτες, μας βαλαν μπροστά, περάσαμε το σύνορο ξημερώματα.
(όπως τα θυμάται η μάνα μου)
Σκόδρα. Μένουμε στις Καζέρμες. Παλιά στρατιωτικά κτήρια, δίπατα.
Αντικριστά. Στενόμακρη αυλή. Από δω και από κει δυο μεγάλες ξύλινες
πόρτες, τις κλείνουν μόλις νυχτώσει. Οι γυναίκες με τα μαύρα πάνε κι
έρχονται, κρύβουν ψωμί στην ποδιά, το αλλάζουν με ψάρια.Στην αυλή παίζουν τα παιδιά. Κάθομαι και τα κοιτάζω απ” το παραθύρι. Άμα με πάρει το μάτι τους, μου κάνουν νοήματα. Δεν κατεβαίνω, μου βγάζουν τη γλώσσα.
Ο πάππους με πηγαίνει κάθε μέρα στη λίμνη. Είχε πρηστεί η κοιλιά μου. Την πρώτη μέρα έτρεξα μες στα χορτάρια, κυλίστηκα, έβαλα τις φωνές. Ήταν τσουκνίδες. Από τότε με κρατούσε απ” το χέρι. Σιγά σιγά με το περπάτημα ξεφούσκωσα. Απ’ την κλεισούρα, είπανε.
Ένα κρύο πρωί βρήκανε το μωρό στ” αποχωρητήρια. Γυμνό, μελανιασμένο, μ” ένα σκοινί στο λαιμό. Το “δα ανάμεσα από μαύρα φουστάνια και βιαστικά πήγαιν” έλα. Μας διώξαν εμάς, μην το βλέπουμε. «Μπαστί, μπα-στί», φωνάζανε κι έκαναν το σταυρό τους.
Στην αυλή μοιράζανε λάδι, φασόλια, πετρωμένο αλεύρι. Οι γυναίκες το ‘σπαγαν με ό,τι βρίσκανε, το “τριβαν με μπουκάλια, το ξανάκαναν σκόνη. Πίκριζε το ψωμί.
Έρχονταν Γκέγκηδες. Πουλούσαν οπωρικά, πεπόνια, καρπούζια. Έπεφταν οι γυναίκες όλες μαζί, από κοντά κι εμείς. Φώναζαν, παζάρευαν, εκεί που πρόσεχε τη μια, έσπρωχνε η άλλη το καρπούζι κάτω από τα πόδια της, τα φουστάνια μακριά, δε φαινόταν, το “παιρναν από πίσω τα παιδιά, γραμμή στο σπίτι. Το κατάλαβαν ύστερα κι έρχονταν δύο δύο.
Από τα Μακεδόνικα ακούγονταν κάθε τόσο μοιρολόγια. Τους έρχονταν τα μαντάτα απ’ τον Γράμμο, το Βίτσι. Οι μανάδες μας κοιτάζονταν αμίλητες, κούναγαν το κεφάλι.
Μαζεύουνε τα παιδιά, θα μας στείλουν αλλού, χώρια απ” τους δικούς μας. Οι Μακεδόνισσες τα δωσαν τα δικά τους. Έκλαιγαν, τα φιλούσανε, δεν είπανε όχι. Οι δικές μας αγρίεψαν. Έσκουζαν, καταριόντανε, μας έσφιγγαν πάνω τους, μια δυο πέσανε στους υπεύθυνους με τα νύχια, βάλαμε κι εμείς τα κλάματα, μας αφήσανε. Πήραν τα μεγαλύτερα, από δέκα και πάνω.
Μας φορτώνουν σε μεγάλα καμιόνια. Μετά στο βαπόρι, ένα πολωνέζικο φορτηγό, είπανε. Μας ανεβάζουν με βίντσι και τρέμουμε, κάποιος πέφτει στη θάλασσα.
Κατεβάζουν το φαγητό με αλυσίδες, είμαστε μέσα στο αμπάρι πατείς με πατώ σε. Δε μας αφήνουν να ξεμυτίσουμε. Ανέβηκε ο πάππους μια μέρα στο κατάστρωμα, περνούσε ένα βαπόρι, «Πέσε κάτω», του λένε, δεν έπεφτε, τον κατέβασαν με τη βία.
Περάσαμε το Γιβραλτάρ, μετά και τη Μάγχη. Δώδεκα μερόνυχτα. Από το βαπόρι στο τρένο. Μπαίνουνε κάτι όμορφες κάθε τόσο, μας δίνουνε μήλα, μπισκότα, είναι αλλιώς.
Στην Ουγγαρία κρύο πολύ. Κουβαλάγαμε ψείρες. Περνούν τα ρούχα μας από κλίβανο, μας βάζουν στα μπάνια. Μια μισοσκότεινη αίθουσα, γεμάτη ατμούς και γυναίκες. Εκείνο το μαύρο χαμηλά στην κοιλιά το “βλεπα πρώτη φορά. Βγαίνοντας μοιράζουνε χλαίνες στους μεγάλους κι από ένα γυλιό με μήλα.
Μπάλατον. Ξενοδοχεία όλο πάστρα και μάρμαρα. Οι γριές πού να μπουν στους χαλέδες, τις στράβωνε το άσπρο. Με τον καιρό συνήθισαν κι όπως δεν ήταν μαθημένες από χαρτιά και τέτοια, γέμισαν δαχτυλιές τα πλακάκια. Έφριξαν οι Μαγυάροι.
Τα φαγιά τους καλά. Σα να μη έφτανε, μας πότιζαν μουρουνόλαδο, δεν το θέλαμε. Μας κυνηγούσαν κάτι αφράτες Ουγγαρέζες με το μπουκάλι και τη λαβίδα στο χέρι.
(Μιχάλης Γκανάς, «Μητριά πατρίδα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986)
3] Κηδεία Πακιστανού αποβιώσαντος εν Ελλάδι – ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ
Ώρα τέσσερα… μου παν… νεκροταφείο. Πήγα. Δεν ήξερα πού “ταν… ρώταγα…
Μου “παν… γέλαγαν… Κι εγώ γέλαγα… Έτσι… για… φχαριστώ… Ξένος τόπος εδώ,
γελάνε… Κάτι για γκόμενα είπαν… Γέλασα… «Δεν ξέρω», είπα… «Δικό μου
άνθρωπο», είπα, «νεκροταφείο, πάω…» Μου “δειξαν… προχώρησα… προχώρησα…
Ζέστη έκανε… Άνθρωποι έξω, σε πεζοδρόμιο… κοντό βρακιά… φανέλες φόραγαν
με χρώμα… άλλοι αριθμούς πάνω είχανε… μπίρες έπιαν… ράδιο άκουαν, ματς…
Γυναίκες ωραίες, παχουλές… κάθονταν σε πόρτα… με κοίταζαν… Εγώ άντρες
ρώταγα πού πάνε νεκροταφείο… «Πες, ρε, Ολυμπιακός…» «Ολυμπιακός», έλεγα…
Γέλαγαν… Μου ’δειχναν μετά… Κι εγώ πήαινα, πήαινα… κι όλο νόμιζα ότι
χαμένος ήμουνα και τα σκυλιά φοβόμουνα πολύ… Κάποτε, να, νεκροταφείο…
Κατάλαβα από μαύρα γυναίκες ρούχα… Και λουλούδι… Πολλά λουλούδι… Μπαίνω…
Δεν ήξερα τι κάνω… Τρομαγμένος είδα παπούτσα μου σκονισμένα… Τι κάνω;…
Κάπου κρύφτηκα… έφτυσα παπούτσα… σκούπισα πάνω μπατζάκι… γυάλισαν…
βγήκα.Χάζευα σταυρούς, μάρμαρα… Κοίταξα ρολόι μου… Τέσσερα πέρασαν… φοβήθηκα… Φίλος μου… Ρώτησα ένα γκαρσόνι… δεν ήξερε, κοίταζε άλλο… Είπα όνομα φίλο μου σ’ άλλο γκαρσόνι… εκείνο μου “δειξε ένα κάμαρα… Πήγα… Στάθηκα μπροστά ανοιχτή πόρτα… σκοτεινά μέσα… έβαλα κεφάλι μου μέσα… κοίταζα… Ένας έτρωε καρπούζι… γύρω πέντε κάσες… Είπα όνομα φίλο μου… «Φίλος μου», είπα… «Μαζί από Πακιστάν… εδώ… Ελλάδα… δουλειά μαζί, ναυπηγεία…» «Από τι πέθανε;» ρώτησε άνθρωπος με καρπούζι… «Έπεσε», είπα… Μου “δειξε με μαχαίρι μια κάσα… Πήγα εκεί… Στάθηκα πάνω, όρθιο… δεν ήξερα τι κάνω… Εκείνο μου “πε… «Άνοιξε… δεις…» Άνοιξα καπάκι… Φίλος μου!… Εκείνη στιγμή… καρδιά μου χτύπησε πολύ… φούσκωσα… νόμισα στήθος μέσα ποτάμι είχα… ήθελα πολύ φωνάξω… κλάψω… χτυπηθεί… Οχ είπα… άνθρωπο τρώει καρπούζι… δε κάνει… έμεινα ήσυχος… μόνο δεξί μου πόδι έξυνε χάμω… χωρίς το θέλω… Μετά… έσκυψα… χάδεψα μαύρα μαλλιά του… ξερά σα στάχυα ήτανε… τότε είπα… «Φίλε μου…» πολύ πολύ σιγά… να ’το πάλι το ποτάμι μέσα… έκανα βήχα… όρθιο σηκώθηκα… κοίταζα άνθρωπο που έτρωε καρπούζι… «Λοιπόν», μου ’πε εκείνο… «Λοιπό;» είπα γω… «Ας τελειώνουμε», είπε εκείνο και σκουπίστηκε…
Φώναξε… «Βαγγέλη, ρε Βαγγέλη…» αλλά κανένα Βαγγέλη δεν ήρτε… «Θα κάνουμε μόνοι μας δουλειά», είπε… Μου “δειξε καροτσάκι… Σα λιμανιού ήτανε… αλλά δεν ήτανε… Βάλαμε πάνω κάσα με φίλο μου… Δεν ήτανε βαρύς… Ποτέ δεν ήτανε βαρύς… Βγάλαμε έξω από κάμαρα… ποπό, ήλιος… έκλεισα μάτια μου… Εκείνο είπε… «Σμπρώξε κατά κει και βλέπομε…» Έσμπρωξα καροτσάκι με κάσα… Ωραίο δρομάκι… ωραία τάφοι… μάρμαρο… άγαλμα… είπα μέσα μου…. να, εδώ, ωραίο για φίλο μου… μα άνθρωπο έδειχνε πέρα… άθρωποι κοίταγαν… «Γλήγορα, γλήγορα, από δω…» φώναζε άθρωπο… εγώ έσμπρωχνα δυνατά καροτσάκι… ιδρωμένος ήμουνα… «Από δω, από δω…» στρίψαμε… πάλι στρίψαμε… τώρα χώμα κάτω… δύσκολα καροτσάκι πήαινε… «Πού πάμε;» είπα… Εκείνο μου “δειξε μακριά… εκεί που μαύρα δέντρα κι ένα ξερό ήτανε… δεν ήξερα τόσο μεγάλο ήτανε νεκροταφείο… Κάπου τέλειωσε δρομάκι… Μπροστά χωράφι… μα χωράφι δεν ήτανε… Σταυρούς ξύλο είχε… άλλοι χάμω πέσανε… άλλο σάπιο… κάτι γράμματα πάνω είχανε… άθρωποι σκάβανε… άλλοι μάντρα ακουμπούσαν… κάπνιζαν, μίλααν, εμένα κοίτααν… το καροτσάκι με κάσα φίλο μου κοίτααν…
Τότε άθρωπο κάτι ονόματα φώναξε… και Βαγγέλη νομίζω… «Ο Πακιστανός…» είπε… έδειξε κάσα με φίλο μου… Έπιασαν κάσα… έπιασα εγώ πίσω… σηκώσαμε κάσα… βάλαμε ώμο… περπατήσαμε… Φτάσαμε σε λάκκο… Στενό πολύ ήτανε… βάθο πολύ ήτανε… χώμα βουνό απόξω… άκρη άκρη χωράφι ήτανε… κοντά μάντρα πολύ… εκεί μαύρα δέντρα κι ένα ξερό ήτανε… Έβαλαν μέσα κάσα με φίλο μου… γλήγορα γλήγορα, φτυάρια χώμα ρίχνανε… εγώ κάτι ήθελα πω… «Στάσου», είπα… Ντράπηκα πολύ… όλοι άθρωποι σταμάτησαν… εμένα κοίτααν… «Όχι, τίποτα», είπα… Ξανάρχισαν ρίχνουν χώμα μέσα… κάποιο γέλασε… άλλο κλότσησε εκείνο που γέλασε… άρχισαν τσακώνονται πάνω τάφο… έβαλε φωνές άθρωπος που έτρωε καρπούζι… φαίνεται ήταν αφεντικό… ησύχασαν… έριξαν όλο χώμα… ένα μικρό βουνό εκεί που ήταν φίλο μου… Μετά ένα πήρε δυο ξύλα… έχωσε ένα πάνω… έχωσε ένα κάτω χώμα… εκεί που ήταν τώρα φίλο μου… Είπε: «Αυτό ήταν…» κι εμένα κοίταε… Εγώ είχα ποτάμι μέσα… δεν είπα τίποτα… κατάλαβα, τελείωσαν… δεν ήξερα τι κάνω τώρα… είπα: «Να πάω πίσω καροτσάκι;» «Μπράβο, λεβέντη…» είπε αφεντικό… Πήρα καροτσάκι πάω πίσω κάμαρα… Κοίταα δρομάκια καλά καλά… θυμάμαι άλλη φορά… βρω τάφο φίλο μου… πω εκείνα που δεν είπα τώρα… μόνος την άλλη φορά που έρτω εδώ… Έβαλα καροτσάκι κάμαρα… Βγήκα… Ποπόοο! Ήλιος… Έκανα άκρη… κηδεία περνούσε… Τέσσερα γκαρσόνια βάστααν κάσα… Δυο παπάδες έλεαν… Πίσω κόσμο πολύ… έκλαιαν… Και στεφάνια… πολύ λουλούδι… εγώ τότε φίλο μου εγώ σκέφτηκα… ούτε ένα λουλούδι… ούτε κουβέντα… ούτε αντίο… Δυο ξυλαράκια δείχνουν τάφο… εκεί… άκρη μάντρας… χωράφι… μαύρα δέντρα, ένα ξερό…
Άρχισα τρέχω… Βγήκα νεκροταφείο… Τότε λέω: άσε ποτάμι βγει… Εκείνο βγήκε… από μάτια… από στόμα… Έλεγα όνομα φίλο μου… μάτια έτρεχε ποτάμι… Δε μπορούσα τρέξω άλλο… Κάθισα σε κολόνα ηλεκτρικού… Έβαλα κεφάλι δυο πόδια μέσα, έκλαια… Όπως τότε που είχαμε πείνα… Όπως τότε χωρίς δουλειά… Όπως εκείνο βράδυ εφάαμε ξύλο εγώ και φίλος μου… Τότε ένα στάθηκε… Πάνω μου… Είδα μαύρα παπούτσια… Μετά έριξε κοσάρικο μπροστά μου… Κοίταα καλά καλά κοσάρικο… Μετά σήκωσα κεφάλι… Είδα καλό κύριο… Κοίταε εμένα λύπη… Δε ξέρω… Τότε θύμωσα πολύ… Σηκώθηκα… Φώναξα πολύ… «Φίλο μου πάει. Τι τα κάνω λεφτά σου;… Μαλάκα!» Τρομαγμένος τότε έγινα… Άρχισα τρέχω πολύ… Μη δείρουν εμένα οι Έλληνες…
(Μιχάλης Φακίνος, «Όμηρος Mπαρ», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1997)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου