Στο μάτι του ιπτάμενου ψαριού – Αργυρώ Μαντόγλου
Ένα διήγημα της Αργυρούς
Μάντογλου, από τον καιρό των ολυμπιακών αγώνων, που κολλάει, μεταξύ άλλων, και
με την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας.
Χρυσές
νεράιδες, ασημένιες αμαζόνες, χάλκινες νηρηίδες, πληγωμένες λέαινες, τολμηρές
τίγρεις, όλα τα θηλαστικά του ζωικού βασιλείου και τα θηλυκά μυθολογικά τέρατα
είχαν επιστρατευτεί από τον εκφωνητή για να περιγράψουν τις επιδόσεις και τις
κατακτήσεις των γυναικών στα φετινά μετάλλια των Ολυμπιακών μας Αγώνων. Έκπληκτος
ο εκφωνητής «δεν είχε λόγια να περιγράψει…» και μην έχοντας λόγια, έπαιρνε κι
αυτός με τη σειρά το «χρυσό» στην υπερβολή.
Με
το γιγάντιο ψάρι να επιπλέει στον ουρανό –ένα σιδερένιο ψάρι που ήξερε όλα όσα
δε θα μάθαινε ποτέ για τη ζωή της, ούτε για τη ζωή της ζωής της, μιας κι αυτό
την παρακολουθεί πανοραμικά, ενώ εκείνη μόνο στατικά ως δίπολο μπορεί να
βλέπει-, η Αρετή πάλευε να ισορροπήσει όλα όσα άκουγε από το δέκτη της με αυτά
που έπρεπε πλέον να αποδεχτεί ως καθεστώς: σήμερα έκλεινε τον τέταρτο χρόνο σ’
αυτή την άχαρη και επίπονη δουλειά, χωρίς ανάλογη ανταμοιβή, χωρίς έπαθλα και
διακρίσεις, αλλά με την υποχρέωση να επαναλαμβάνει καθημερινά τις επιδόσεις της
στο νοσοκομείο· ναι, βέβαια, υπήρχε και η ηθική ανταμοιβή, αυτή δεν είναι
αμελητέα, ναι, το έλεγαν όλοι, ήταν «καλό κορίτσι, ικανό», «αγία», «Παναγία».
Λέαινα όμως ποτέ, ούτε λέαινα ούτε τίγρης, κι ας σήκωνε βάρη περισσότερα κι απ’
τις αρσιβαρίστριες.
«Το
πάλεψε σαν άντρας» ούρλιαζε ο προαγωγός των ταλέντων της αθλήτριας «…και το
κέρδισε». Ναι, «σαν άντρας», «κι οι άντρες θα τη ζήλευαν». «Ναι, η Σοφία, η
Φανή, η Αθανασία, η Πηγή, όλες πάλεψαν» -εξοικειωμένος με τα μικρά ονόματα των
αθλητριών, απευθυνόταν σ’ αυτές σαν να ήταν κόρες ή ανιψιές του, που
απροσδόκητα του χάριζαν ένα δώρο: το ξελάσπωμα της χώρς.
Στο
δέκτη, μπροστά στα άοπλα μάτια της Αρετής, προβάλλουν εικόνες ξανθών κοριτσιών
να λυσσομανούν, να πηδούν τα εμπόδια, να τρέχουν, κατακτώντας με τις επιδόσεις
τους τα ύψη, τη δόξα, τα μετάλλια και τις καρδιές.
Η
Αρετή έβγαλε τα παπούτσια της, έτριψε τα πονεμένα απ’ την ορθοστασία πόδια της
και πήγε να βάλει ένα ποτήρι κρύο νερό. Σήμερα γύρισε απ’ τη δουλειά της στις
έντεκα, όμως αύριο έχει βραδινή βάρδια κι έτσι μπορεί να κοιμηθεί μέχρι αργά.
«Πάλεψε σαν άντρας…», αυτό ποτέ δεν το είπαν για εκείνη, κι ας σήκωνε οκτώ
υπέρβαρους αρρώστους την ημέρα, κι ας πάλευε τον ίδιο το θάνατο, κι ας έκανε το
σώμα της μοχλό να τους κρατήσει, ποτέ δεν της το είπαν, κι ας καθάριζε, ας
έστρωνε κρεβάτια, ας ετοίμαζε νεκρούς, ας χορηγούσε φάρμακα απ’ όλες τις οδούς,
κλύσματα, ενδοφλέβιες, παυσίπονα. Κάθε είδους βάρος, κάθε είδους αγγαρεία την
έκανε, είχε πλέον τώρα αναπτύξει τεχνικές, τέσσερα χρόνια ήδη νοσηλεύτρια και
τέσσερα χρόνια η σχολή, στο σύνολο οκτώ.
Ο
δέκτης συνέχιζε να εκτοξεύει πικρά βέλη στο σύστημά της. Βολές. Επιδόσεις.
Υπερβάσεις. Ξανθές γυναίκες στην οθόνη, πρώην μπάρμπι, τώρα ηρωίδες, στεφάνια
αγριελιάς στα ξανθά κεφάλια, γαλανόλευκες φόρμες και σημαίες γύρω από τα
αθλημένα κορμιά.
Η
Αρετή καθημερινά ντοπάρει τους ασθενείς να παρατείνουν τη ζωή τους, προπονεί
στην αντοχή του πόνου, τους ενθαρρύνει για το χρυσό στην επιβίωση.
Τι
έχω πάθει; Σε λίγο θα αρχίσω όχι μόνο να σκέφτομαι, αλλά και να μιλάω με
ολυμπιακή ορολογία.
«Άξιες,
όλες χρυσές κι αξιαγάπητες».
Βγάζει
τα ρούχα της αργά και παρατηρεί για λίγο το κορμί της. Οι μύες της σφιχτοί,
προπονημένοι. Τη συντηρεί το οκτάωρο στο νοσοκομείο. Απόψε νιώθει πάνω της κάτι
θανατικό. Μπαίνει στο μπάνιο και κάνει ένα γρήγορο ντους. Φοράει κάτι άνετο.
Καλυμμένη. Να μην ξεχνιέται. Την παρακολουθεί το ιπτάμενο ψάρι. Πέφτει,
σωριάζεται στον καναπέ. Το σώμα της πονάει. Τα πόδια της λυγίζουν. Και φέτος
χωρίς διακοπές. Νοσοκομείο σπίτι. Σπίτι νοσοκομείο. Σπίτι της έγινε το
νοσοκομείο και η ξένη αρρώστια δική της αρρώστια.
Παίρνει
το τηλεκοντρόλ. Παρακολουθεί αφηρημένη. Θέλει να αδειάσει το μυαλό της από
εικόνες γερόντων και γραιών που αγκιστρώνονται πάνω της, σαν να είναι δική της
ευθύνη αν θα παραμείνουν στο στίβο των ζωντανών, αν θα προκριθούν στην
προνομιούχο θέση του διασωθέντος, του επιβιώσαντος… Η εικόνα κυματιστή στον
αμφιβληστροειδή της, παρακολουθεί αφηρημένα έναν παράξενο ποδοσφαιρικό αγώνα,
έναν αγώνα που θυμίζει κάτι σαν χορογραφία.
«Πρέπει
να ζήσω λίγο ακόμα» της είπε παρακαλεστικά ο κύριος στο τέσσερα, σαν να
κρατούσε εκείνη τη σφυρίχτρα στον αγώνα της ζωής και θα υπέγραφε τον τερματισμό
ή την παράτασή του. «Θα αγωνιστεί ο εγγονός μου στο Πεκίνο. Δεν πρέπει να πάω
να τον δω;» τη ρώτησε. Δεν τον ρώτησε σε τι αγωνίζεται ο εγγονός, τον χτύπησε
καθησυχαστικά στην πλάτη και πήγε δίπλα στη γυναίκα που μετρούσε κάθε βράδυ
χίλια πρόβατα δυνατά για ν’ αποκοιμηθεί. Απευθείας πρόσβαση με το Χάρο είχε για
όλους εκεί μέσα και την καλόπιαναν. «Απευθείας μετάδοση» ανακοίνωσε ο σπίκερ
του ολυμπιακού τουρνουά ποδοσφαίρου γυναικών.
Στις
κερκίδες επικροτούσαν κάθε καλή πάσα, κάθε καλό γύρισμα. Έχοντας πρόσφατες τις
εικόνες του θριάμβου της Εθνικής μας στην Πορτογαλία –το μόνο ματς που
παρακολούθησε-, εδώ δεν διέκρινε τίποτα το ποδοσφαιρικό.
Βλέπει
τη μαύρη μπάλα να κυλάει, την κλοτσούν πόδια γυμνασμένα, σαν τα δικά της, και
μαθαίνει πως το νούμερο τέσσερα είναι νοσοκόμα και το δέκα σπούδασε Ιστορία
Τέχνης.
«Οι
μόνες παγκόσμιες γλώσσες είναι ο αθλητισμός και η τέχνη» συνεχίζει απτόητος ο
εκφωνητής, σε μια κρίση στοχαστικής διάθεσης· «και ο πόνος» συμπληρώνει άνευρα
η Αρετή «και ο πόνος». Τα «αχ», τα «ωχ» δεν έχουν πατρίδα, είναι οικουμενικά.
Οι
«ποδοσφαιρίστριες» τρέχουν, κλοτσούν την μπάλα, βάζουν γκολ, οι θεατές –γιατί
πρόκειται για θεατές κι όχι για φιλάθλους- χειροκροτούν ευγενικά, κανένας δε
φωνάζει, κι ο σπίκερ ενθουσιασμένος συνεχίζει αναλύοντας τα βιογραφικά τους,
σχολιάζοντας την καθεμιά ξεχωριστά. Και μαθαίνουμε φυσικά την ηλικία τους, την
ηλικία των παιδιών τους, τον αριθμό πτυχίων, διαζυγίων και εργασιών, που έχουν
αλλάξει, γιατί καμία απ’ αυτές δεν είναι «επαγγελματίας ποδοσφαιρίστρια», όλες
κάνουν άλλες δουλειές για να ζήσουν.
Σε
όλα τα αθλήματα οι γυναίκες έχουν εισβάλει, όλα τα αθλήματα κινδυνεύουν να
γίνουν γυναικοκρατούμενα, το ποδόσφαιρο όμως διατηρεί κάτι από την αρχική του
αύρα: η μπάλα χρειάζεται πόδια αντρικά» είπε δυνατά τρίβοντας τις πολύπαθες
πατούσες της. Η σχέση των γυναικών με την μπάλα δεν είναι καλή, άντε να
αναδειχτούν στο πόλο ή στο σύνθετο ατομικό στη γυμναστική, και όχι στο ομαδικό
άθλημα του ποδοσφαίρου, αλλά αν επιμείνουν, ας παίξουν κι αυτές, έμοιαζε να
λέει η απαξιωτική και σχεδόν επικριτική φωνή του σπίκερ, που σαν να ήθελε να
τις επιπλήξει κατέληγε πως «φταίει ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης των γυναικών».
«Χαμηλός
βαθμός συγκέντρωσης!»
Δηλ
δικαιολογούμαι αν δώσω λάθος φάρμακο. Αν βάλω άλλον ορό, αν παραβλέψω το
ωράριο, μπορώ να πω πως φταίει ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσής μου;
«Ο
πλούσιος εσωτερικός κόσμος των γυναικών και η φαντασία δεν βοηθούν στη
συγκέντρωση» συνεχίζει, επιδιδόμενος σε φτηνές διαγνώσεις. «Οι κοπέλες έχουν
ανάγκη ένα γκολ» επιμένει ο αχρείος, και αυτή ήταν η χαριστική βολή για την
Αρετή. Σηκώνεται και πάει προς το παράθυρο.
Τα
στάδια, τα υπέροχα στάδια, που θα μείνουν άδεια μόλις οι ξένοι αναχωρήσουν, και
τα άθλια, τα τριτοκοσμικά μας νοσοκομεία θα γεμίσουν από καρδιοπαθείς,
καρκινοπαθείς και χρεοκοπημένους με κακοποιημένη υγεία. Θα γεμίσουν οι
διάδρομοι, τα δωμάτια, τα κρεβάτια με ασθενείς και ξένους ασθενείς, μετανάστες,
αυτούς που ελληνοποιούμε για να πάρουν τα μετάλλια. Αχ, να μην έφταναν ποτέ στα
χέρια μου! διαμαρτύρεται η Αρετή. Δουλειά κι άλλη δουλειά, σκέφτεται με κακία.
Γκολ!
«Τα
κορίτσια πέτυχαν γκολ, τα κορίτσια βγάζουν τα απωθημένα τους» ουρλιάζει ο
σπίκερ κι όλοι χειροκροτούν την επιτυχία, την άρτια διοργάνωση. Η Αρετή
επισημαίνει τη δική της αποδιοργάνωση, το σύστημά της αρνείται να δει άλλο
άθλημα και σβήνει το δέκτη.
Βάζει
ουίσκι, «στην υγειά μου», για να αντέξει το χάος, τη χώρα, το χάσιμο.
Στην
ολυμπιακή άπνοια, με τη νεοαποκτηθείσα ολυμπιακή συνείδηση, όλα αναβάλλονται
για το Σεπτέμβριο, ακόμα κι οι διακοπές, και καθώς μόνο οι σκέψεις δεν μπορούν
να αναβληθούν, το κατέβασε μεμιάς όλο.
Άνοιξε
το παράθυρο και κοίταξε το ψάρι στον ουρανό, που πλάι στο φεγγάρι έμοιαζε να
της κάνει σινιάλο: «Σε προσέχω». Κι εκείνη ένιωθε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό στην
Αθήνα του 2004. Όλα αλλάζουν, ακόμα κι ο τρόπος που βλέπω τα φαινόμενα. Αχ, να
κατέβαινε, να σκαρφάλωνε στη ράχη του και σαν ιπτάμενη γοργόνα να την έπαιρνε
μαζί του ψηλά!
Περιοδικό
το Δέντρο, τεύχος 135-6, Ιούλιος-Οκτώβριος 2004
Εμείς
το βρήκαμε από τη συλλογή κειμένων «Αρχίζει το Ματς», επιμέλεια Γ. Παππά, το
ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου