Πρωτομαγιές της Κατοχής - Ελληνική Πρωτομαγιά του 1944
1ο Μέρος
***
1942 - «Ριζοσπάστης» 21/5 - Ο αγώνας του λαού.
«Παρά την απαγορευτική διαταγή των γερμανοϊταλών που απειλεί με θάνατο
κάθε απόπειρα απεργίας, την Πρωτομαγιά κατέβηκαν σε απεργία πάνω από
1.500 εργάτες τεσσάρων μηχανουργείων του Πειραιά. Την ίδια μέρα
σταμάτημα δουλειάς στους σιδηροδρομικούς και στο καπνεργοστάσιο
Παπαστράτου. Στην Ελευσίνα απεργήσανε 120 εργάτες κι εργάτριες της
Ελαιουργίας».1943 - «Ριζοσπάστης» 10/5 - Στην Αθήνα μαζικές εκδηλώσεις στη γιορτή της Πρωτομαγιάς. «Στα Πατήσια (Αλυσίδα), στο Παγκράτι, στο Κουκάκι, στην Καισαριανή και σ' άλλες συνοικίες και συνοικισμούς δεκάδες χιλιάδες εργάτες κι εργαζόμενοι διαδήλωσαν για το ψωμί, τους μιστούς και τα μεροκάματα, για τη λευτεριά και τη λαοκρατία. Μίλησαν ομιλητές που εξήγησαν τη σημασία της Πρωτομαγιάς μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού κι αντιφασιστικών εκδηλώσεων. Υψώθηκαν Ελληνικές και Κόκκινες σημαίες. Τα όργανα του Ταβουλάρη κι η καραμπινιερία χτύπησαν στο ψαχνό και τραυμάτησαν μερικούς σοβαρά.
Παρόμοιες εκδηλώσεις είχαμε στον Πειραιά...».
(Κατά την κατοχή, η Πρωτομαγιά ξαναπαίρνει την πρωτοβουλιακή κι ηρωική μορφή της, απ' όπου την είχε απομακρύνει κι αποκλείσει ο μεταξικός φασισμός. Τα παραπάνω απλά λόγια ξαναφέρνουν στο νου μας τα καταπληκτικά εκείνα κατορθώματα του ελληνικού λαού, όταν με πέτρες και με τα κορμιά του κυνηγούσε τα τανκς, και τ' αχρήστευε. Η 3η Πρωτομαγιά της κατοχής βρίσκει τους πρωτοπόρους μας στο Χαϊδάρι, και δημιουργεί την εποποιία των 200 στο Θυσιαστήριο).
Ελληνική Πρωτομαγιά του 1944
Από
καιρό μούλεγε ό Θανάσης: Είμαι αγωνιστής κι εγώ. Εχουνε δει τόσα τα
μάτια μου. Θάθελα να τα πω. Να τα πω να τα γράψουνε. Εγώ δεν ξέρω πολλά
γράμματα, μα τάχω ζήσει και τα ξέρω καλά. Ημουνα και στο Χαϊδάρι την
περσινή Πρωτομαγιά!
-- Ησουν εκεί Θανάση; Λέγε μου για το Χαϊδάρι την Πρωτομαγιά!
Και ο Θανάσης μου τα λέει. Ολα είνε δικά του.
Τάπε τόσο ωραία, δεν αλλάζω τίποτα.
Η προετοιμασία του Φονικού
«Απ' τις 15 του Απρίλη ως τις 26 του Μάη πούφυγαν για τη Γερμανία, ή πρώτη αποστολή (1.050 κρατούμενοι), ήταν η εποχή της πιο άγριας τρομοκρατίας. Τους λέγαμε: ο ματωμένος Απριλομάης. Απ' τις 26 και πέρα, φέρνανε οι τσολιάδες στο Χαϊδάρι πέντε - πέντε, δέκα - δέκα, δώδεκα, χιλιάδες (αυτές ήταν της Κοκκινιάς) απ' τα μπλόκα, και φεύγαν για τη Γερμανία σε 3, 5, 6 μέρες. Το στρατόπεδο ήταν κείνη την ώρα 3.000 ψυχές. Πιο ύστερα πληθύνανε. Εγώ μεταφέρθηκα απ' τη Μέρλιν εκεί στις αρχές του Απρίλη, δηλαδή απάνω στην ώρα. Το πρώτο βράδι σε βάνουνε στην απομόνωση. Σ' αφήνουν ως τις 12 μεσάνυχτα. Τότε έρχεται ο δεσμοφύλακας. Είνε για το κατούρημα. Μόνο τότε επιτρέπεται. Υστερα σε ξανακλειδώνουν στο κλουβί σου. Στο έμπα και το έβγα, πέφτουνε βουρδουλιές απάνω σου. Οπου νάνε. Οπου σε πάρει. Πρέπει να μην τις μποδίζεις, τότε σε βαρά χειρότερα. Την πρώτη φορά δεν το ξέρεις. Την αβγή βαρά το πρώτο σου προσκλητήριο. Ακούς λέξη γερμανική, πρέπει να καταλάβεις. Αμα δεν καταλάβεις, σε βαρούν. Σου λέει πρώτα προσοχή, ύστερα ανάπαυση. Εμείς την ξέραμε την ανάπαυση ελληνικά, δηλαδή τα χέρια οπίσω. Μα η γερμανικιά είν' αλλιώς, τα χέρια μπρος, να ετσιδά. Την κάνομε την πρώτη μέρα ελληνικιά, τρώμε άθεο βούρδουλα.
Βρίσκω τώρα στο Χαϊδάρι 227 Ακροναυπλιώτες της 4ης Αυγούστου. Πολλοί ήταν γνωστοί μου, μα αρχή αρχή δεν τους εγνώρισα. Απ' τις κακουχίες. Ηταν ένας φορτοεκφορτωτής που καλουμάριζε 150 οκάδες πράμα στην πλάτη, και τ' απόμεινε τώρα δύναμη μωρού. Ετούτοι oι παληοί, του Μεταξά, είχανε την οργάνωση υπηρεσιών - γουρουνάδικα, πρόβατα, μαραγκούδικα, σκεύη, - όλη η ομαλότητα του στρατόπεδου ήταν στα χέρια τους. Ξέρανε καλά. Οχι μόνο για τις δουλειές, μα και για ό,τι έβρισκε τον άνθρωπο εκεί μέσα, καλό ή κακό, ξέρανε τα βολέβαν τέλεια. Τα γουρούνια και τα πρόβατα που σου λέου, θαρείς πως ήτανε για μας; Οοοχι! για τους γερμανούς. Εμείς για 10 τσιγάρα κάθε Σάβατο φιάναμε ντουλάπες, γραφεία, κοστούμια, για τη Γερμανία. Οποιος δε ήτανε τεχνίτης, πάγαινε στο Σκαραμαγκά, στον Πειραιά, στα βομβαρδισμένα, ψαχούλευε ν' ανασύρει πτώματα, ή συντρίμια. Τα πολυβόλα μας παγαίνανε, τα πολυβόλα μας εγύριζαν. Κάτω απ' τα ερείπια οι γυναικούλες βάζανε τη νύχτα σημειωματάκια, καμιά φημερίδα, κάνα τσιγάρο. Αν σ' έπιαναν μ' αυτά, ίσως είχες και θάνατο. Από κει μαθαίναμε οι κρατούμενοι τα νέα του όξω κόσμου. Γιατί, μιας και εμπήκες μεσαδώ, πουλί πετάμενο απ' τον όξω κόσμο δεν πρόκεται να δεις ποτέ. Μόνο σαν κατεβαίνεις στα έργα, στον Περαία, στη στροφή, στο Πυριτιδοποιείο, εκεί μαζεύουνταν κορίτσα όταν περνάγαμε, και μας φωνάζανε: γειά σας παιδιά ! γιατί δε μας μιλάτε ! Μα εμείς πού να μιλήσομε, είχε θάνατο η μιλιά! Μας ρίχνανε τσιγάρα, οι γερμανοί μας τα πέρνανε. Καμιά γυναίκα ερχόντανε και φώναζε από μακρυά τ' όνομα του παιδιού της: - Ο... τάδες, παληκάρια, μήπως είνε μαζί σας; Μα δεν εμάθαινε, δεν απαντούσαμε, θα θέριζε το πολυβόλο.
Ο
νιοφερμένος ήτανε ακόμα σε πιο απομόνωση. Δεν τον εμπιστευόνταν oι
άλλοι κρατούμενοι, ίσαμε να τον καταλάβουν μπα κι είνε τίποτα χαφιές.
Αμα κέρδιζες την εμπιστοσύνη, σου λέγανε κι' εσέ τα νέα. Τη νύχτα. Από
γιατάκι σε γιατάκι. Δηλαδή στο τσιμέντο. Με μια κουβέρτα από κάτω του
Ερυθρού Σταυρού, κι άλλη μια από πάνω, του σπιτιού σου.
Το περσινό Πάσχα ήταν 16 Απρίλη. Τότες ήταν βγαλμένη η πρώτη γερμανική επικήρυξη: "Για έναν γερμανό, 50 έλληνες - για έναν τσολιά, 15 έλληνες θανατωμένοι".
Τη μεγάλη βδομάδα εχτέλεσαν εδώ επί τόπου, απάνω στα νταμάρια, 50 από μας, σ' αντίποινα για γερμανοτσολιάδες που δε θυμούμαι τι επάθανε. Τους θέρισαν με πολυβόλα και πήγαν τα σκυλιά την άλλη μέρα και καθαρίσανε τα αίματα. Τη Δευτέρα του Πάσχα, στις 25, 26, 27 του Απρίλη, όλο και μας πέρνανε, 10 για κρέμασμα, 60, 70 για εχτέλεση, 5, 6, 15, ετούτα είτανε τα ψιλοπράματα, για σαμποτάζ γραμμών. Ετούτα όλα ήταν τα προοίμια του φονικού της Πρωτομαγιάς.
Την παραμονή από γιατάκι σε γιατάκι εμάθαμε: Περιμέναμε την κατάληψη του Τσέρνοβιτς και πολιορκιότανε το Ιάσιο. Και είμαστε στις παραμονές του 2ου Μετώπου.
(Εδώ για πρώτη φορά απ' την αρχή σταματώ το Θανάση. --Είσαι σίγουρος; λέω. Τσέρνοβιτς και Ιάσιο; Μη γράψομε ανακρίβειες και τα θυμούνται άλλοι. -- Τσέρνοβιτς και Ιάσιο! Μάλιστα! Και κανένας άλλος δεν μπορεί να θυμάται όπως θυμούνται οι μελλοθάνατοι. Τι θες να πεις συναγωνίστρια! Δεν ξέρω δηλαδή εγώ πως με το Τσέρνοβιτς και το Ιάσιο χαραγμένο στην καρδιά και την ελπίδα του 2ου Μετώπου, 200 αγωνιστές μας ξεψυχήσανε την περσυνή Πρωτομαγιά; Πώς δεν το ξέρω; Είμαι σίγουρος! Και εξακολουθεί ο Θανάσης).
Την
παραμονή της Πρωτομαγιάς, απ' τα χαρτάκια κάτω στα συντρίμια, μάθαμε το
φόνο του γερμανού στρατηγού στους Μολάους της Σπάρτης. Τότε οι
κρατούμενοι αρχίνησαν να λογαριάζουνε. -- Πόσους χρωστάμε τώρα βρε
παιδιά; 50 για το στρατηγό (αν κι άλλοι λέγανε: για τούτον δεν πρέπει να
χρωστάμε, γιατί ήταν μάχη κανονική, στρατός με στρατό, 1.500 γερμανοί
με αντάρτες) - καλά γι' αυτόν, ας τον αφίσομε απόξω, μα είνε κι άλλοι 2
τσολιάδες. 15+15=30 χρωστάμε - είνε κι άλλη μια οφειλή της περασμένης
εβδομάδας άλλοι 30, κάνουνε 60 - ήταν και της Ζωοδόχος Πηγής το μπλόκο
στο Παγκράτι, σκοτώθηκαν κι εκεί κάνα - δυο τσολιάδες, τραυματίστηκαν
κάνα - δυο γερμανοί, χρωστάμε ακόμα και γι' αυτούς - πόσους χρωστάμε
άραγες...
Τους μέτραγαν, κρατάγανε μες στο μυαλό τους το τεφτέρι, την οφειλή, ήξεραν ότι από μεσαδώ, μες απ' το Χαϊδάρι, θα δίναμε για να ξοφλήσουνε όλα εκείνα των ελλήνων τα χρωστίδια ! Και μη νομίζεις, ήταν με χαρά που τόλεγαν ! Για να τελειώνει μια ώρα αρχήτερα τούτο το βάσανο της κατοχής ! Λέγανε: δεν πειράζει, ας χτυπούν oι αγωνιστές ! Δεν τους γονάτιζε πως το πληρώνανε με τη ζωή τη δική τους. Δεν ξαίρω αν σούδωκα να καταλάβεις, συναγωνίστρια, επειδής και δεν έκαμες εσύ στο Χαϊδάρι, και είνε λίγο δύσκολο.
(Του γνέφω του Θανάση ότι λίγο κατάλαβα. Και ο Θανάσης εξακολουθεί).
Είχαμε
τότε διερμηνέα το Ναπολέοντα, ακροναυπλιώτης κι αυτός, ο καλλίτερός
μας, τον αγαπάγαμε και μας αγάπαγε σα μάνα. Την παραμονή της Πρωτομαγιάς
του λεν oι γερμανοί ν' αντικατασταθούν όλα τα συνεργεία, για να
μαθαίνουν τάχα κι άλλοι τις δουλειές. Εκείνος όμως φαίνεται εκατάλαβε το
φοβερό νόημα. Στις 6 τ' απόγεμα ήταν ο γυρισμός απ' τις αγγαρείες. 6 με
7 ήταν ανάπαυλα. Oι έμπιστοι τότε μίλαγαν αναμεταξύ τους. Ερχεται ένας
και μου λέει κρυφά: «Αβριο θα μας φάνε, έτσι φαίνεται». Υστερα έκλεινε ο
θάλαμος, χαιρετιόσουνα ίσαμε για το άλλο απόγεμα. Κείνη τη νύχτα ο
θάλαμος είχε νεκρική σιγή, και ποτές δεν το εξηγήσαμε το μυστήριο της
σιγής εκείνης της νύχτας. Στο θάλαμο όμως της ακροναυπλίας τη νύχτα
κείνη τραγουδήσανε, μ' όλη τη τρομερή απαγόρεψη! Είμαστε στους θαλάμους
150-200, κατά τη σφίξη πούχε το στρατόπεδο. Μέσα στη νύχτα, στα βαθειά,
άκουες φοβερές φωνές: - βοήθεια ! - γυναικούλα μου ! - παιδάκια μου !
Βλέπανε εφιάλτες. Μόνο κάνας κοιλόπονος απ' τα ρεβυθοφάσολα σε κράταγε
ξύπνιο, οι άλλοι ξεραινόταν από τη φοβερή κούραση. Δίπλα μου ήταν ένας
λοχαγός απ' την Κόρινθο πούχε κατηγορία σύμπραξη με αντάρτες - δε
θυμάμαι τ' όνομά του, πρέπει να ψάξω νάβρω τη γυναίκα του να της πω τα
τελευταία του λόγια. Με πλησιάζει ξυστά τη νύχτα και μου γυρεύει μια
γόπα τσιγάρο. -- Βλέπω ονείρατα, μου λέει, και ξυπνώ. Αν ζήσεις παρηγόρα
τη γυναίκα μου. Δεν είμαι κομμουνιστής εγώ, ούτε ΕΑΜ. Πεθαίνω όμως για
την πατρίδα. Και πάσκιζε μες στο σκοτάδι να διακρίνει μια φωτογραφία
πούσωσε μες στα ρούχα του.
(Συνεχίζεται, αύριο το 2ο μέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου