Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ» ΚΑΙ ΣΤΗ «ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ»
«Η
είσοδος ενός σοσιαλιστή σε μια αστική κυβέρνηση δεν είναι, όπως πολλοί
νομίζουν, μια μερική κατάκτηση του αστικού κράτους από τους σοσιαλιστές,
αλλά μια μερική κατάκτηση του σοσιαλιστικού κόμματος από το αστικό
κράτος»1.
Ρόζα Λούξεμπουργκ
Το
ΚΚΕ δίνει στις σημερινές συνθήκες μια δύσκολη και άνιση μάχη για την
ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Σε αυτήν την προσπάθεια
αυτοτελούς παρέμβασης της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, πέρα από τις
καθαρόαιμες αστικές δυνάμεις, έχει να αντιμετωπίσει και έναν εχθρό ο
οποίος δρα στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, τον οπορτουνισμό.
Ο
οπορτουνισμός, ο οποίος ως κοινωνικό ρεύμα αναπτύσσεται στο έδαφος της
ανάπτυξης της λεγόμενης εργατικής αριστοκρατίας σε ιδιωτικό και κρατικό
τομέα, αποτελεί αποτέλεσμα της επίδρασης και διείσδυσης της αστικής και
μικροαστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα. Με τη δράση του ασκεί πίεση
στο επαναστατικό ΚΚ για συμβιβασμό με τον καπιταλισμό μέσω της υποταγής
του είτε στις γενικές επιδιώξεις της αστικής τάξης είτε στις επιδιώξεις
ενός τμήματός της. Αυτή η πίεση ασκείται συνήθως στο όνομα των
συμμαχιών, των ελιγμών, της προσαρμογής της πολιτικής παρέμβασης στον
αρνητικό συσχετισμό δύναμης.
Σε
αυτήν την προσπάθεια πολιτικού ευνουχισμού της παρέμβασης του ΚΚΕ, ο
οπορτουνισμός διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις
καθαρόαιμες αστικές δυνάμεις. Αυτό το πλεονέκτημα συνίσταται τόσο στην
ύπαρξη οργανωτικών σχέσεων κάποιων στελεχών του με το ΚΚΕ στο παρελθόν
όσο και στην επίκληση από την πλευρά τους ιδεολογικών αναφορών στο
ελληνικό και διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Το
περιεχόμενο αυτής της παρέμβασης επικεντρώνεται σήμερα σε ένα
θεμελιώδες ζήτημα: Στο ζήτημα της συμμετοχής ή στήριξης του ΚΚΕ σε
κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού. Προπαγανδίζουν –με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο ο καθένας– την αναγκαιότητα διεκδίκησης ή αξιοποίησης από το
ΚΚΕ της συμμετοχής ή στήριξης σε μια διακυβέρνηση η οποία δε θα έχει
συγκροτηθεί ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης
και των συμμάχων της στο έδαφος της ανατροπής του αστικού κράτους και
των θεσμών του, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ισχυρής παρουσίας του ΚΚΕ στα
ίδια τα όργανα και τους θεσμούς του αστικού κράτους και στο έδαφος της
καπιταλιστικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή, διακηρύσσουν ανοιχτά ότι ο
έλεγχος βασικών αστικών θεσμών από τους κομμουνιστές μπορεί να
αξιοποιηθεί προς όφελος της… επανάστασης!
ΓΙΑ ΤΟΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ» ΚΑΙ ΤΗ «ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ»
Η
οργανωτική μορφή παρέμβασης του οπορτουνισμού είναι ποικιλόμορφη.
Μπορεί να συγκροτείται σε διακριτούς πολιτικούς σχηματισμούς σε ανοιχτή
αντιπαράθεση με το επαναστατικό κόμμα, μπορεί να δρα ως οπορτουνιστική
πίεση στις γραμμές του –με πιθανή στόχευση για οργανωμένη φραξιονιστική
δράση– ή μπορεί να οργανώνει την παρέμβασή του έξω από τις γραμμές του
Κόμματος, με στόχο τη σταθερή άσκηση πίεσης για αλλαγή πολιτικής του
ΚΚΕ.
Ο
Εργατικός Αγώνας («ΕΑ») και η Νέα Σπορά («ΝΣ») είναι οπορτουνιστικές
ομάδες που έχουν στόχο την άσκηση πίεσης «από τα έξω», ενώ ταυτόχρονα
–όπως κατά καιρούς ομολογούν και οι ίδιες– διατηρούν «γέφυρες»
επικοινωνίας και «από τα μέσα». Οι συγκεκριμένες ομάδες, οι οποίες έχουν
ως φανερή μορφή παρέμβασής τους την αρθογραφία στις ομώνυμες
ιστοσελίδες, διακηρύσσουν ανοιχτά ως λόγο ύπαρξής τους την άσκηση πίεσης
στο ΚΚΕ για αλλαγή πολιτικής. Αυτός ο σταθερός στόχος υπηρετείται με
διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τη συγκυρία. Για παράδειγμα, δύο μήνες
πριν το 19ο Συνέδριο, ο «ΕΑ» έγραφε σε κεντρικό του άρθρο, προσπαθώντας
να επηρεάσει το προσυνεδριακό κλίμα: «Δεν διεκδικούμε, επίσης, να
φτιάξουμε άλλο πόλο, οπορτουνιστικό ή επαναστατικό. Ούτε θα κάνουμε την
χάρη σε ορισμένους –που το περιμένουν ως μάνα εξ ουρανού για να
συνεχίσουν ανενόχλητοι την καταστροφική δουλειά τους– να πάμε σε άλλο
κόμμα. Δεν αναζητούμε συμμαχικά σχήματα να βρούμε στέγη. Όταν
γκρεμίζεται το σπίτι σου, δεν πας στου διπλανού. Κοιτάς να σώσεις ό,τι
σώζεται και να το ξαναστήσεις στα πόδια του. Διεκδικούμε το κόμμα μας.
Διεκδικούμε το ΚΚΕ να αποδοθεί στα μέλη και τα στελέχη του που δεν
επιδιώκουν τη μεταλλαγή του σε κάτι άλλο, στους οπαδούς του, στην
εργατική τάξη, στην ιστορία του, στους νεκρούς του που δεν έδωσαν το
αίμα τους για ένα κόμμα όπως αυτό που φτιάχνεται τώρα με τα κείμενα του
19ου Συνεδρίου»2.
Μετά
από το 19ο Συνέδριο και την υπερψήφιση του Προγράμματος του Κόμματος, ο
«ΕΑ» προσάρμοσε εν μέρει την τακτική του. Εκτίμησε ότι έχουν στερέψει
τα περιθώρια άσκησης πίεσης μέσω των οργάνων του ΚΚΕ και γι’ αυτό
επέλεξε να μειώσει τις αναφορές του περί αναγκαιότητας αλλαγής «από τα
μέσα», ενισχύοντας τις αναφορές του στην «ανάγκη
μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος». Φυσικά ταυτόχρονα διατήρησε τις
επικλήσεις του προς τα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ. Και τα δύο
στοιχεία της παραπάνω τακτικής αποτυπώνονται στη διακήρυξη που
δημοσίευσε η ομάδα αυτή το καλοκαίρι του 2014, με την οποία ανακοίνωνε
και τη μετατροπή του σε «Κίνηση Κομμουνιστών»:
«Το
ΚΚΕ, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα με την ευθύνη των καθοδηγητικών του
οργάνων, δεν μπορεί να επιτελέσει τον ιστορικό του ρόλο […] Με τη
σημερινή του πολιτική, την τακτική που εφαρμόζει, τις ιδεολογικές και
πολιτικές του αντιλήψεις, το πρόγραμμα που ψήφισε στο τελευταίο συνέδριό
του, την αναθεώρηση της ιστορίας του που προωθεί, μόνο ως σεχταριστικός
φορέας […] μπορεί να λειτουργήσει […] Η ανάγκη μαζικού
και ισχυρού πολιτικά και ιδεολογικά μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος
σήμερα είναι επιτακτική όσο ποτέ και πρέπει να υπάρξει λύση […] Είναι καθήκον πρωτίστως των μελών, των οπαδών και των φίλων του ΚΚΕ […]
Λύση ασφαλώς δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τους κομμουνιστές και το
ΚΚΕ, το πρόβλημα του οποίου έγκειται κυρίως στην πολιτική, στην αλλοίωση
της ιδεολογίας του και φυσικά στην ηγετική του ομάδα»3.
Με
βάση την παραπάνω λογική, ο «ΕΑ» συνδέει την πίεση για αλλαγή
στρατηγικής του ΚΚΕ με την αλλαγή της καθοδήγησής του και αυτήν την
τελευταία με τη μείωση της επιρροής του ΚΚΕ (πολιτική, συνδικαλιστική,
εκλογική), την αναγκαιότητα της οποίας προπαγανδίζει ανοιχτά. Γι’ αυτό
δημοσιεύει συνεχώς άρθρα όπου προσπαθεί να δείξει μείωση της επιρροής
του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα, γι’ αυτό και προχωρά σε ανιστόρητες
συγκρίσεις της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ σε ριζικά διαφορετικές
συνθήκες, γι’ αυτό και συνεχώς δημοσιεύει εκτιμήσεις του για τη μείωση
της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ κλπ.
Η
«ΝΣ», με τη σειρά της, έχει άλλη άποψη όσον αφορά τον πιο αποδοτικό
τρόπο παρέμβασης στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Ιεραρχεί ως πιο αποδοτικό
συνδυασμό την υποκριτική επίθεση φιλίας στα μέλη του Κόμματος και στο
Κόμμα ως σύνολο από τη μία και την επίθεση στην καθοδήγηση του Κόμματος
και στις συλλογικές του επεξεργασίες από την άλλη. Στο πλαίσιο αυτής της
τακτικής, αναφέρεται στο ΚΚΕ ως «το Κόμμα μας», ενώ στις εκλογές
δημοσιεύει διάφορες «δηλώσεις στήριξης», το περιεχόμενο των οποίων
επικεντρώνεται στο σφυροκόπημα της στρατηγικής του ΚΚΕ.
Έτσι,
πριν το δεύτερο γύρο των εκλογών τον Ιούνη του 2012, δημοσίευσε κείμενο
με το χαρακτηριστικό τίτλο «Δήλωση Μελών και Στελεχών του ΚΚΕ». Ο ίδιος
ο τίτλος διαφημίζει ανοιχτά την αναγκαιότητα οργανωμένης φραξιονιστικής
δουλειάς στο εσωτερικό του ΚΚΕ για την ανατροπή της πολιτικής και της
καθοδήγησής του. Σε αυτήν αναφερόταν: «Μπροστά στις εκλογές στις 17
Ιούνη το κύριο καθήκον που τίθεται στην ηγεσία είναι, έστω και την
ύστατη στιγμή, να τροποποιήσει τη γραμμή του κόμματος. Το κύριο καθήκον
που επιβάλλεται να αναλάβουν τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος είναι η
υπεράσπιση της ίδιας του της ύπαρξης […] Η ηγεσία του ΚΚΕ θα
κριθεί στα όργανα του κόμματος, από τα μέλη του κόμματος. Και θα κριθεί
αυστηρά. Όσο σημαντικός κι αν είναι ο ρόλος της, δεν ταυτίζεται με το
ίδιο το κόμμα, πολύ περισσότερο όταν δεν μπορεί πλέον να βρίσκεται σ’
αυτή τη θέση. Η ηγεσία του κόμματος θα κριθεί από τους οπαδούς, τους
ψηφοφόρους, από την ίδια την εργατική τάξη. Και η εργατική τάξη δεν
χαρίζεται. Ούτε ξεχνάει»4.
Φυσικά,
ούτε σε αυτούς «τους πέρασε». Τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος
ενέκριναν με συντριπτική πλειοψηφία στις ΚΟΒ και όλα τα όργανα του
Κόμματος την «Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ – Πρώτη τοποθέτηση για το εκλογικό
αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη», στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν:
«Το
ΚΚΕ έδωσε τη μάχη κόντρα στο ρεύμα της φοβίας και μοιρολατρίας, των
ποικιλώνυμων απειλών (από την έξωση από την Ευρωζώνη ως την ακυβερνησία)
και της αυταπάτης που συστηματικά καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανέδειξε στο
λαό το χαρακτήρα της κρίσης και των προϋποθέσεων για διέξοδο υπέρ των
εργαζομένων, τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει το ΚΚΕ στη διακυβέρνηση,
που συνδέονται με την αποδέσμευση, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την
κοινωνικοποίηση, δηλαδή τη διακυβέρνηση της εργατικής-λαϊκής εξουσίας.
Έδωσε τη μάχη αυτή παίρνοντας υπόψη τον κίνδυνο του εκλογικού κόστους. Η
παραμικρή όμως υποχώρηση του Κόμματος στην πίεση για συμμετοχή σε
κυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης θα οδηγούσε στον αφοπλισμό και στην
υποχώρηση-ήττα του εργατικού κινήματος, στη ματαίωση της προσπάθειας για
τη συγκρότηση ισχυρής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που συγκρούεται με
την πολιτική γραμμή των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων της ΕΕ,
του ΝΑΤΟ. Θα ακύρωνε κάθε προσπάθεια για συσπείρωση στην πάλη για τα
καθημερινά προβλήματα που οξύνονται όλο και πιο πολύ, στην προοπτική της
εργατικής-λαϊκής εξουσίας. Το ΚΚΕ θα βρισκόταν σε μια πρακτική ακύρωσης
της συνέπειας και σταθερότητας λόγων και έργων, καθώς από το Κόμμα
ζητούνταν επιζήμιες, καθοριστικά λαθεμένες υποχωρήσεις, τόσο από το
Πρόγραμμά του όσο και από τα άμεσα καθήκοντα πάλης»5.
Αυτή
η στράτευση του κομματικού δυναμικού στην παραπάνω πολιτική «γραμμή»
εκφράστηκε και στο 19ο Συνέδριο (Απρίλης 2013) με την υπερψήφιση της
Πολιτικής Απόφασης του Συνεδρίου, καθώς και του Προγράμματος και του
Καταστατικού του. Ταυτόχρονα διαφαινόταν και η τάση επανασυσπείρωσης
ψηφοφόρων του ΚΚΕ και απήχησης των θέσεών του σε νέους ψηφοφόρους, όπως
αυτές εκφράστηκαν στις ευρωεκλογές και τις τοπικές εκλογές του Μάη του
2014. Αυτές οι εξελίξεις έφεραν τη «ΝΣ» στην ίδια δύσκολη θέση με τον
«ΕΑ». Χρειαζόταν πλέον προσαρμογή της παρέμβασής της. Έτσι, πριν τις
εκλογές του Μάη του 2014, δημοσίευσε άρθρο το οποίο τιτλοφορούνταν
«Δήλωση στήριξης του ΚΚΕ» και όχι «Δήλωση των μελών και στελεχών του
ΚΚΕ» όπως η αντίστοιχη πριν 2 χρόνια. Σε αυτήν αναφερόταν:
«Εμείς
που υπογράφουμε αυτό το κείμενο, που δεν είμαστε ενεργά μέλη του
Κόμματος, που όμως δεν εγκαταλείψαμε ποτέ τις γραμμές της πάλης που
διεξάγει για τα συμφέροντα των εργαζομένων, που γαλουχηθήκαμε από τις
αγωνιστικές του περγαμηνές και την ένδοξη ιστορία του, θεωρούμε ότι οι
προσεχείς εκλογές θα παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην παραπέρα πορεία του.
Ότι οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν την επομένη των εκλογών απαιτούν
την ισχυρή παρουσία του Κόμματος, αλλά και με τη σωστή πολιτική. Η
στήριξή μας στο Κόμμα πηγάζει από την εκτίμησή μας ότι ο ιστορικός ρόλος
του Κόμματος δεν έκλεισε. Η στήριξη αυτή δεν εξαρτάται από την εκάστοτε
ηγεσία του. Οφείλουμε, όμως, να επισημάνουμε ότι το Κόμμα μας, με
ευθύνη της ηγεσίας του, βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή»6.
Ενδεικτική
για τις διαφορές στις εκτιμήσεις των δύο ομάδων όσον αφορά τον πιο
αποδοτικό τρόπο άσκησης πίεσης στο ΚΚΕ είναι η κριτική του «ΕΑ» στη
«ΝΣ», με αφορμή τη «Δήλωση μελών και στελεχών» που είχε δημοσιεύσει η
τελευταία πριν τις εκλογές του Ιούνη του 2012:
«Όταν,
ενόψει εκλογών, ισχυρίζεσαι ότι η ηγεσία θα κριθεί απ’ όλους αυτούς,
δεν μπορείς να παραγνωρίζεις πως όλοι αυτοί μόνο με την ψήφο τους στις
εκλογές μπορούν να κρίνουν, δηλαδή να εγκρίνουν ή να απορρίψουν την
κομματική ηγεσία. Η αντίφαση είναι καταφανής: Ή η ηγεσία θα πρέπει να
μείνει εκτός κριτικής σ’ αυτές τις εκλογές από την εξωκομματική μάζα
χάριν της εκλογικής στήριξης του κόμματος ή αν θα κριθεί –και μάλιστα
αυστηρά– κριτήριο της ψήφου θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο κριτικής
που της ασκεί η περιβόητη “Δήλωση Μελών και Στελεχών”. Διαλέξτε, κύριοι!
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! Εσείς δημιουργήσατε αυτόν το γόρδιο
δεσμό! Μέσες λύσεις δεν υπάρχουν! Δύο καρπούζια κάτω από μία μασχάλη δεν
χωράνε! Δεν βρέθηκε κανείς να σας το πει;»7.
Η
ιεράρχηση της παρέμβασης αυτών των ομάδων μέσω ιστοσελίδων είναι
ιδανική για την εξυπηρέτηση των παραπάνω διακηρυγμένων στόχων τους. Ο
διαχωρισμός των άρθρων σε άρθρα πιο επίσημων θέσεων, άρθρα «συνεργατών»,
αναδημοσιεύσεις άρθρων άλλων οπορτουνιστών, τους παρέχει την απαραίτητη
ευρύτητα απόψεων που τους είναι αναγκαία για να ελίσσονται σαν το χέλι
στην κριτική απέναντί τους.
Φυσικά
οι ιστοσελίδες αυτές έχουν συντακτικές επιτροπές οι οποίες εγκρίνουν ή
απορρίπτουν τα άρθρα τα οποία είναι προς δημοσίευση και με αυτήν την
έννοια όλα τα άρθρα που δημοσιεύουν «χωράνε» μέσα στην πολιτική αντίληψη
της κάθε ιστοσελίδας.
Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΟΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ» ΚΑΙ ΣΤΗ «ΝΕΑ ΣΠΟΡΑ»
Ας
περάσουμε όμως στον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της
διεκδίκησης της διακυβέρνησης σε άρθρα των δύο ιστοσελίδων. Γράφει ο
«ΕΑ»: «Στις
σημερινές ελληνικές συνθήκες, η διεκδίκηση της ανάδειξης μίας εργατικής
κυβέρνησης, κατά την ανάλυση της ΚΔ, σημαίνει την επιδίωξη συγκρότησης
ενός μετώπου και μίας κυβέρνησης των αντιμονοπωλιακών,
αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων»8.
Η «ΝΣ» θέτει με τη σειρά της ως εξής το ζήτημα:
«Το
γεγονός αυτό στέρησε από το Κόμμα, με ευθύνη της ηγεσίας του, τη
δυνατότητα να καταθέσει μία πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση
και τη χρεοκοπία […] μία πρόταση που θα έβαζε στους εργαζόμενους
και γενικότερα τον Ελληνικό λαό ώριμους στόχους προς επίλυση, που θα
αντιστοιχούσαν στην πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών, που
θα την βάθυνε ακόμη περισσότερο, που θα ανήγαγε το Κόμμα σε εθνικό
εκφραστή γενικά του Ελληνικού λαού και που την ίδια στιγμή θα είχε στόχο
την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και τη δημιουργία κυβέρνησης του
ΑΑΔΜ»9.
Στο
πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν μπορούν να σχολιαστούν ούτε οι
διατυπώσεις περί μετατροπής του ΚΚΕ σε «εθνικό εκφραστή γενικά του
ελληνικού λαού», ούτε ο ανιστόρητος παραλληλισμός των στρατηγικών
επεξεργασιών και επαναστατικών πειραματισμών της ΚΔ στις συνθήκες του
1922 με τη διεκδίκηση κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού στις
σημερινές συνθήκες.10
Οι
παραπάνω διατυπώσεις –παρά τις επιμέρους διαφορές τους στις οποίες θα
αναφερθούμε στη συνέχεια– συναντώνται στο θεμελιώδες ζήτημα της
διεκδίκησης της κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Είτε αυτή
χαρακτηρίζεται ως «κυβέρνηση των αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών
δυνάμεων» είτε ως «κυβέρνηση του ΑΑΔΜ», πρόκειται για μια διακυβέρνηση η
οποία δε λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας, της
δικτατορίας του προλεταριάτου.
Πώς
συνδυάζεται όμως η παραπάνω διεκδίκηση με την επίκληση και από τις δύο
ομάδες του σοσιαλισμού ως «στρατηγικού στόχου» τους; Όσον αφορά τον
«ΕΑ», η απάντηση στο ερώτημα αυτό απορρέει αβίαστα αν δούμε πώς
προσεγγίζει το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης: «Σε γενικές
γραμμές με βάση τους κλασικούς και κυρίως την ιστορική πείρα του
Κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος, η επανάσταση είναι δυνατόν
σε πολύ γενικές γραμμές να ακολουθήσει δύο δρόμους: Α. έναν άμεσα
επαναστατικό, ο οποίος προϋποθέτει επαναστατική κατάσταση, σύγκρουση των
επαναστατικών δυνάμεων με την εξουσία του κεφαλαίου, ανατροπή του
καπιταλισμού και εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας […] Β. μία
πιο μακρόχρονη σχετικά διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει διάφορα
μεταβατικά στάδια και φάσεις, ώσπου να διαμορφωθεί επαναστατική
κατάσταση και η οριστική σύγκρουση των δύο στρατοπέδων, αυτού της
εργατικής τάξης και από την άλλη της αστικής, να δώσει την τελική λύση
στο θέμα της εξουσίας»11.
Είναι
φανερό ότι η διακυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ανήκει στο
«δεύτερο δρόμο». Με λίγα λόγια, η διακυβέρνηση στο έδαφος του
καπιταλισμού ανήκει στα «μεταβατικά στάδια» στα οποία δεν έχει λυθεί
ακόμα το ζήτημα της εξουσίας. Έτσι, αυτή η «κυβέρνηση των
αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων» θα κατακτηθεί σε συνθήκες
στις οποίες όχι μόνο παραμένει ως κυρίαρχη η αστική τάξη, αλλά ούτε καν
έχει κλονιστεί αυτή η κυριαρχία της, δεδομένου ότι αυτός ο «δεύτερος
δρόμος» αναφέρεται σε μη επαναστατική περίοδο. Όπως ξεκαθαρίζει ο «ΕΑ»:
«Μια
τέτοια κυβέρνηση θα είναι αποτέλεσμα του αγώνα των εργαζομένων και θα
στηρίζεται σε αυτόν, σε συνθήκες που δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα
επαναστατική κατάσταση»12.
Πώς
θα συμβάλει όμως η κατάκτηση μιας τέτοιας κυβέρνησης στην «προσέγγιση
της επανάστασης»; Αυτό φαίνεται από τα καθήκοντα που αποδίδει ο «ΕΑ» σε
αυτήν: «Η κυβέρνηση αυτή πρέπει αποφασιστικά να στηρίξει την ανάπτυξη
του αγωνιζόμενου εργατικού κινήματος και του αντιιμπεριαλιστικού,
αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου, παίρνοντας μέτρα που φέρνουν σε
δύσκολη θέση την αστική τάξη και βελτιώνουν τη ζωή των εργαζομένων,
προωθούν τον έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, στην ουσία
οξύνει την αντιπαράθεση με την αστική τάξη, διαμορφώνοντας τις
προϋποθέσεις της τελικής ρήξης και της νίκης της εργατικής τάξης και των
συμμάχων της. Η κυβέρνηση αυτή στις σημερινές συνθήκες μπορεί να γίνει
παράγοντας που θα συμβάλει ουσιαστικά στην προσέγγιση της επανάστασης»13.
Όσον
αφορά τώρα τη «ΝΣ», η αντίληψή της για τη σχέση μεταξύ κατάληψης της
κυβέρνησης και της επανάστασης είναι λίγο διαφορετική. Η «ΝΣ» ταυτίζει
την επαναστατική αλλαγή και την αλλαγή τάξης στην εξουσία με την
κατάκτηση της κυβέρνησης από το ΑΑΔΜ. Αυτή η ...επαναστατική αλλαγή όμως
και η αλλαγή τάξης στην εξουσία δε σημαίνει τη δικτατορία του
προλεταριάτου: «Επαναστατική αλλαγή πρέπει να θεωρείται, πριν απ’
όλα, η εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία και η κατάληψη της
εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Το εάν η πάλη του
επαναστατικού κινήματος θα οδηγήσει στον άμεσο σοσιαλισμό είτε θα
ανοίξει το δρόμο αποφασιστικά για το σοσιαλισμό θα εξαρτηθεί από τους
συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων, που επικρατούν στη δοσμένη περίοδο
και τις συγκεκριμένες κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης […] κάθε προλεταριακή επανάσταση (με τους αντίστοιχους συμμάχους της) δεν οδηγεί αναγκαστικά στον άμεσο σοσιαλισμό»14.
Ενώ, όσον αφορά το χαρακτήρα της κυβέρνησης του ΑΑΔΜ, σημειώνει: «Το
ΑΑΔΜ από την άποψη του χαρακτήρα κράτους θα οικοδομήσει ένα άλλο
κράτος. Ένα επαναστατικό κράτος που, όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές
από τα άρθρα μας στη “Νέα Σπορά”, δε θα είναι ένα αστικό κράτος, αλλά δε
θα είναι και η δικτατορία του προλεταριάτου. Θα είναι ένα κράτος, το
οποίο θα αντιστοιχεί –προσαρμοσμένη στις σημερινές συνθήκες– στη
Λενινιστική θέση για τη “δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και
της αγροτιάς”, ένα κράτος “τύπου Κομμούνας”»15.
Η
«ΝΣ» θεωρεί λοιπόν ότι μπορεί να υπάρξει «επαναστατική αλλαγή» χωρίς
ταυτόχρονα να έχουμε αυτό που χαρακτηρίζει ως «άμεσο σοσιαλισμό», χωρίς
δηλαδή κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής στην οικονομία
και οικοδόμηση των νέων θεσμών του εργατικού κράτους στο εποικοδόμημα.
Ρητά σημειώνει ότι η «επαναστατική αλλαγή» δε συνεπάγεται τη δικτατορία
του προλεταριάτου. Η αστική τάξη έχει εκδιωχτεί, η «εργατική τάξη και οι
σύμμαχοί της» έχουν καταλάβει την εξουσία, αλλά παρόλ’ αυτά ο
χαρακτήρας του κράτους δεν είναι αυτός της δικτατορίας του
προλεταριάτου.
Για
να αιτιολογήσει αυτούς τους θεωρητικούς και λεκτικούς ακροβατισμούς, η
«ΝΣ» προχωρά σε δύο λαθροχειρίες: Η πρώτη λαθροχειρία έγκειται στην
επίκληση της στρατηγικής επεξεργασίας της «επαναστατικής δικτατορίας του
προλεταριάτου και της αγροτιάς» στην οποία είχε προχωρήσει ο Λένιν και
οι μπολσεβίκοι το 1905, σε συνθήκες που δεν είχε διαμορφωθεί το αστικό
κράτος και υπήρχε ακόμα τσαρική εξουσία. Παρά το γεγονός ότι ο Λένιν
άλλαξε αυτήν τη στρατηγική επεξεργασία μετά από την επανάσταση του
Φλεβάρη του 1917 και τη συγκρότηση του αστικού κράτους16
θεωρώντας την ξεπερασμένη, η «ΝΣ» την θεωρεί ακόμα ισχύουσα –έναν αιώνα
μετά– σε συνθήκες συγκροτημένου εδώ και πολλές δεκαετίες αστικού
κράτους.
Η
δεύτερη λαθροχειρία έχει να κάνει με το «κράτος “τύπου Κομμούνας”». Ο
Λένιν χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο για να περιγράψει ακριβώς τα νέα
χαρακτηριστικά που φέρνει μαζί της η οικοδόμηση του εργατικού κράτους σε
αντιδιαστολή με το αστικό. Τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει τη
δικτατορία του προλεταριάτου και όχι σε αντιπαράθεση με αυτήν. Οι
«μεταβατικές» στιγμές του ιστορικού χρόνου που πιθανώς προκύψουν κατά το
πέρασμα στο σοσιαλισμό και οι αντίστοιχοι ελιγμοί σε συγκεκριμένες
συνθήκες δεν πρέπει να συγχέονται με το χαρακτήρα της εξουσίας, ο οποίος
δεν μπορεί παρά να είναι είτε δικτατορία της αστικής τάξης είτε
δικτατορία του προλεταριάτου. Με αυτές τις δύο λαθροχειρίες η «ΝΣ»
προσπαθεί να εισάγει μια ενδιάμεση μορφή εξουσίας, ανάμεσα στην αστική
και την εργατική.
Παρά
τις επιμέρους διαφορές τους, και τα δύο παραπάνω «σχήματα» αποδέχονται,
πρώτον, ότι μπορούν να αναδειχτούν μέσω των αστικών θεσμών στην
κυβέρνηση πολιτικές δυνάμεις που έχουν στόχο την ανατροπή του
καπιταλισμού και, δεύτερον, ότι η κατάκτηση της αστικής κυβέρνησης από
αυτές τις δυνάμεις μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της επανάστασης.
Πριν
μελετήσουμε κατά πόσο ισχύουν αυτές οι αποδοχές, πρέπει να ξεκαθαριστεί
ένα σημαντικό σημείο: Οι συγκεκριμένες ομάδες παρουσιάζουν τους εαυτούς
τους ως υπερασπιστές του Προγράμματος του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Στο
ζήτημα της κυβέρνησης επικαλούνται μάλιστα, για να στηρίξουν τις
επεξεργασίες τους, μια φράση του Προγράμματος αυτού, σύμφωνα με την
οποία, σε περίπτωση που η ταξική πάλη ανέβαινε σε πρωτοφανέρωτα επίπεδα
και τα αστικά κόμματα αποδυναμώνονταν, θα εμφανιζόταν η πιθανότητα
σχηματισμού, μέσω εκλογών, κυβέρνησης με τμήματα των αντιμονοπωλιακών
αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ας δούμε όμως πώς απαντά στην παραπάνω
λαθροχειρία η Εισήγηση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, που αναφέρεται στη
συγκεκριμένη φράση: «Πολύ καθαρά γινόταν λόγος όχι για επιδίωξη του
ΚΚΕ και πολιτικό στόχο, αλλά για ενδεχόμενο να αποκρυσταλλωθεί με αυτόν
τον τρόπο η απότομη αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων για μια στιγμή, που
μάλιστα υπογραμμιζόταν ότι αυτή δε θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ,
είτε θα ξέσπαγε ανοιχτά επαναστατική κατάσταση είτε θα γινόταν
πισωγύρισμα […] Γινόταν λόγος για κυβέρνηση αντιμονοπωλιακών
αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι για κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, δεν
αναφερόταν η συμμετοχή του ΚΚΕ, ούτε η δέσμευση του ΚΚΕ απέναντί της. Η
μελέτη της σοσιαλιστικής επανάστασης του 20ού αιώνα, η ωρίμανση του
Κόμματος, το 18ο Συνέδριο ανέδειξε την ανάγκη να αποσαφηνιστεί
προγραμματικά η θέση του ΚΚΕ στο ζήτημα των συμμαχιών, η σχέση του
Κόμματος με τη Λαϊκή Συμμαχία, η στάση του Κόμματος σε κυβερνήσεις στο
έδαφος του καπιταλισμού, η εξέλιξη της συμμαχίας σε επαναστατική
κατάσταση […] Η φράση του 15ου Συνεδρίου, που δεν είχε καμία
σχέση με κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, βόλεψε εκείνους που στηρίζουν
πρόταση κυβέρνησης διαχείρισης, αφού βεβαίως διέστρεψαν το περιεχόμενό
της. Η προβολή ως στόχου μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού
έρχεται σε αντίθεση, αποπροσανατολίζει από το κύριο ζήτημα, που είναι η
καλλιέργεια της αντίληψης σε ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες ότι
χρειάζεται όχι εναλλαγή διακυβέρνησης στο έδαφος της αστικής εξουσίας,
αλλά η αλλαγή τάξης στην εξουσία. Άλλωστε αυτό επιδίωξε να λύσει και η
προβολή του συνθήματος της Λαϊκής Εξουσίας από το 16ο Συνέδριο»17.
ΟΙ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Ας
εστιάσουμε στη συνέχεια στη δυνατότητα ανάδειξης στο έδαφος του
καπιταλισμού κυβέρνησης με στόχο την ανατροπή του. Έτσι, σύμφωνα με τον
«ΕΑ»: «…σε
συνθήκες κοινοβουλευτισμού είναι δυνατό, όχι όμως νομοτελειακό, να
περιλαμβάνεται και η ανάδειξη κυβέρνησης την οποία θα συγκροτούν
δυνάμεις με εργατική και αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή αναφορά»18.
Αντίστοιχα, η «ΝΣ» εκτιμά ότι: «…κάθε
επαναστατική αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει εξασφαλίσει την πλειοψηφία
του λαού […] αυτή η πλειοψηφία μπορεί να εκφραστεί πέρα και έξω από τη
διαδικασία των αστικών γενικών εκλογών για το αστικό κοινοβούλιο. Εάν
εκφραστεί και κοινοβουλευτικά, τότε θα έχουμε και το ειρηνικό,
κοινοβουλευτικό πέρασμα στην επαναστατική εξουσία».
Η
εκτίμηση ότι είναι δυνατόν η αστική τάξη να επιτρέψει το σχηματισμό
κυβέρνησης βγαλμένης από το αστικό κοινοβούλιο που θα αμφισβητήσει την
ίδια της την εξουσία έχει τις ρίζες της σε αυταπάτες σχετικά με τη φύση
του αστικού κράτους και βασικούς θεσμούς του, όπως η κυβέρνηση και οι
εκλογές.
Το
αστικό κράτος αποτελείται από όργανα και θεσμούς, περιλαμβάνει φανερές
και κρυφές λειτουργίες που λειτουργούν ανεξάρτητα από το ποιο αστικό
κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση ή το πώς διαμορφώνεται η κοινοβουλευτική
πλειοψηφία. Ακόμα κι αν υπήρχε πιθανότητα να εκφραστούν κοινοβουλευτικά
τέτοιες εργατικές-λαϊκές διαθέσεις, είναι σίγουρο ότι η αστική εξουσία
δε θα ταλαντευόταν καθόλου στο να ακυρώσει με κάθε τρόπο αυτό το
ενδεχόμενο.
Αλήθεια,
όμως, πόσο πιθανό είναι να εκφραστεί σταθερά το κέρδισμα της
πλειοψηφίας των εργαζομένων σε μη επαναστατικές συνθήκες και να
εκφραστεί αυτό και κοινοβουλευτικά; Η ουσία των μη επαναστατικών
συνθηκών, στις οποίες υποτίθεται ότι θα αναδειχτούν οι κυβερνήσεις
αυτές, είναι ακριβώς η απουσία κλονισμού της αστικής κυριαρχίας, η
διατήρηση της ικανότητας της αστικής τάξης να επιβάλλει την ταξική της
κυριαρχία. Με αυτήν την έννοια, μόνο σε συνθήκες επαναστατικής
κατάστασης δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον κλονισμό αυτής
της κυριαρχίας και τη συσπείρωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με
το ΚΚΕ. Σε τέτοιες συνθήκες όμως το ζήτημα δε θα είναι οι εκλογές, αλλά η
επιβολή της θέλησης των επαναστατημένων μαζών, η εξέγερση για την
κατάκτηση της εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, η επαναστατική πλειοψηφία
μπορεί να δημιουργηθεί μόνο έξω από τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας
και μόνο στο βαθμό που γκρεμίζονται οι αυταπάτες για λύσεις υπέρ του
λαού από αυτούς τους θεσμούς.
Όσον αφορά τα μέσα πάλης, η «ΝΣ» αναφέρει ότι το «επαναστατικό κίνημα» «…εξαντλεί
κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσει το επαναστατικό πέρασμα στο
σοσιαλισμό με ειρηνικά μέσα, εξαρτά τη στάση του ως προς τις μορφές
πάλης από τη στάση της αστικής τάξης»19.
Καταρχάς
παρατηρούμε ότι, εκτός από το «ειρηνικό, επαναστατικό πέρασμα στην
επαναστατική εξουσία» (την οποία, όπως είπαμε, η «ΝΣ» δεν ταυτίζει με τη
δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό), η «ΝΣ» αποδέχεται
ακόμα και τη δυνατότητα «επαναστατικού περάσματος στο σοσιαλισμό με
ειρηνικά μέσα».
Η
λογική του κοινοβουλευτικού περάσματος στην… επαναστατική εξουσία
αναιρεί ολόκληρη τη μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση του κράτους, η οποία
προέκυψε από τη μελέτη της ιστορίας του επαναστατικού εργατικού
κινήματος. Σύμφωνα με αυτήν, η οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας και των
θεσμών της προϋποθέτει το επαναστατικό τσάκισμα του αστικού κράτους και
των θεσμών του. Αυτή η διαπίστωση συνεπάγεται και την αντίστοιχη
ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία δυνάμεων για το χαρακτήρα και την
οξύτητα αυτής της σύγκρουσης. Αυτή η προετοιμασία ανήκει στα καθήκοντα
του επαναστατικού ΚΚ σε μη επαναστατικές συνθήκες, ενώ παρεμποδίζεται
από τη διάδοση στις γραμμές του εργατικού κινήματος αυταπατών περί
δυνατότητας ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό.
Και
οι δύο ομάδες –πέρα από τους φραστικούς ελιγμούς τους– αποδέχονται τη
δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού σε μη
επαναστατικές συνθήκες, με στόχο την αξιοποίηση των θεσμών του αστικού
κράτους προς όφελος της όξυνσης των επαναστατικών διαθέσεων του λαού
και, κατ’ επέκταση, ως μέσο ανατροπής των ίδιων αυτών των θεσμών.
Σύμφωνα
με αυτήν την άποψη, με το πέρασμα των υπουργείων του αστικού κράτους
στα χέρια των επαναστατών μέσω των εκλογών (πέρασμα το οποίο
υπενθυμίζουμε ότι θα λάβει χώρα σε μη επαναστατικές συνθήκες), η
καπιταλιστική οικονομία και εξουσία μπορεί να αξιοποιηθούν προς όφελος
της βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων. Επίσης το πέρασμα αυτό θα
επιτρέψει τον έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών οι οποίοι αποτελούν το
σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους. Προφανώς η κατάληψη του υπουργείου
Δημόσιας Τάξης –ή Προστασίας του Πολίτη ή όπως αλλιώς λέγεται– από
«αριστερούς» και η έκδοση αντίστοιχης υπουργικής απόφασης θα μετατρέψει
τα ΜΑΤ, τα ΥΜΕΤ και τα ΛΟΚ σε όργανα του αντιιμπεριαλιστικού,
αντιμονοπωλιακού κινήματος...
Η
άποψη ότι το επαναστατικό κίνημα μπορεί να «παραλάβει» τον αστικό
κρατικό μηχανισμό και να τον αξιοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς
είναι βαθιά οπορτουνιστική και αναιρεί την εμπειρία τόσο των ταξικών
αγώνων ολόκληρης της περιόδου 1848-1871 (με αποκορύφωμα την Παρισινή
Κομμούνα) όσο και τα συμπεράσματα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής
Επανάστασης. Ταυτόχρονα βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την εμπειρία
της Οκτωβριανής Επανάστασης και της στάσης του Λένιν απέναντι στις
αστικές Προσωρινές Κυβερνήσεις που ακολούθησαν την επανάσταση του
Φλεβάρη, οι οποίες μάλιστα ήταν και οι πιο «προωθημένες, δημοκρατικές
κλπ.» εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Εδώ
–πέρα από τη διατύπωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ στην αρχή του άρθρου–
αξίζει να παραθέσουμε άλλη μια χαρακτηριστική διατύπωση από το ίδιο
άρθρο, η οποία συμπυκνώνει την απάντηση στην παραπάνω αντίληψη: «…γενικά
ένα υπουργείο δεν είναι πεδίο δράσης για ένα κόμμα της πάλης των
προλεταριακών τάξεων. Ο χαρακτήρας της αστικής κυβέρνησης δεν
καθορίζεται από τον προσωπικό χαρακτήρα των μελών της, αλλά από την
οργανική της λειτουργία στην αστική κοινωνία. Η κυβέρνηση του σύγχρονου
κράτους είναι επί της ουσίας ένας οργανισμός ταξικής κυριαρχίας, η ομαλή
λειτουργία του οποίου αποτελεί έναν από τους όρους ύπαρξης του αστικού
κράτους. Με την ένταξη ενός σοσιαλιστή στην κυβέρνηση και την ταξική
κυριαρχία να συνεχίζει να υπάρχει, η αστική κυβέρνηση δε μετατρέπεται σε
σοσιαλιστική κυβέρνηση, αλλά, αντίθετα, ένας σοσιαλιστής μετατρέπεται
σε αστό υπουργό»20.
Από
το 1899 που διατυπώθηκε αυτή η εκτίμηση, η Ιστορία ανέδειξε πολλές
τέτοιες περιπτώσεις «αστικοποίησης» κομμουνιστών και ολόκληρων
κομμουνιστικών κομμάτων μέσω της επιλογής συμμετοχής ή στήριξης σε
κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το
γεγονός ότι δε χρειαζόταν πάντα αυτή η συμμετοχή ή η στήριξη, αφού
αρκούσε η στρατηγική αντίληψη περί επιδίωξης κυβέρνησης στο έδαφος του
καπιταλισμού, για να επιταχύνει την ενσωμάτωση ολόκληρων κομμουνιστικών
κομμάτων.
Η
στάση αυτών των ομάδων απέναντι σε κυβερνήσεις στο έδαφος του
καπιταλισμού αναδεικνύεται και στη στάση τους τόσο απέναντι στις
περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ίδια τα ΚΚ συμμετείχαν σε κυβερνήσεις στο
έδαφος του καπιταλισμού όσο και στις σημερινές «αριστερές» κυβερνήσεις
σε χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Αποφεύγουν
όπως «ο διάολος το λιβάνι» να αναδείξουν τις συνέπειες που είχε για το
εργατικό κίνημα η συμμετοχή ή στήριξη των ΚΚ σε κυβερνήσεις (π.χ. στη
Χιλή το 1970-1973 ή του ΚΚΕ στην Ελλάδα το 1944). Αποφεύγουν να
ερμηνεύσουν τη στάση αυτή των ΚΚ και τις συνέπειές της για το λαϊκό
κίνημα ως απόρροια ανεπαρκειών και αντιφάσεων της στρατηγικής αντίληψης
του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (η οποία φυσικά σε καμία περίπτωση
δεν αναιρεί την πρωτοπόρα δράση και τον ηρωισμό του), από την οποία
απέρρεε η «σταδιοποίηση» της διαδικασίας περάσματος στην εργατική
εξουσία και η εκδίωξη σε δεύτερο πλάνο της επιδίωξης της εργατικής
εξουσίας.
Δεν
υπάρχει ούτε μία περίπτωση ιστορικά στην οποία η στήριξη ή συμμετοχή ΚΚ
σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού να μη λειτούργησε σε βάρος του
εργατικού και επαναστατικού κινήματος, να μη λειτούργησε ως παράγοντας
πίεσης για ενσωμάτωσή του στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Πέρα από τη
θεωρητική τεκμηρίωση του συγκεκριμένου συμπεράσματος, το ΚΚΕ έχει
σήμερα και το πλεονέκτημα της ιστορικής εμπειρίας από αντίστοιχα
εγχειρήματα του παρελθόντος. Αν αντίστοιχα εγχειρήματα παλιότερων
στρατηγικών επεξεργασιών πατούσαν στο έδαφος τελείως διαφορετικών
συνθηκών και είχαν αντικειμενικά και το χαρακτήρα του επαναστατικού
πειραματισμού, σήμερα το ΚΚΕ θα ήταν αδικαιολόγητο αν δε λάμβανε υπόψη
αυτήν την πείρα, αν δεν την μελετούσε, αν δεν προσπαθούσε να την
«χωνέψει» με τα μαρξιστικά-λενινιστικά μεθοδολογικά εργαλεία και να
εντάξει τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης στη σημερινή καθοδήγηση της
πάλης της εργατικής τάξης.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Η
αντίληψη των δύο αυτών ομάδων γύρω από το ζήτημα της διακυβέρνησης στο
έδαφος του καπιταλισμού απορρέει από τη λογική των λεγόμενων Μεταβατικών
Προγραμμάτων που υιοθετούν αυτές οι ομάδες.
Στην
ιστοσελίδα του «ΕΑ» υπάρχουν άρθρα που θέτουν ρητά την αναγκαιότητα
Μεταβατικού Προγράμματος, όπως και άλλα, τα οποία αναφέρονται στην
ανάγκη ενός «πλαισίου μεταβατικών στόχων» και «πλαισίου ριζοσπαστικών
στόχων», πάντα με την έννοια της ενιαίας «μεταβατικής» πολιτικής
πρότασης. Οι αναφορές στα άρθρα της ιστοσελίδας είναι αντίστοιχες με τις
εξής: «Το μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί ένα σύνολο στόχων το οποίο
υλοποιείται στην πορεία κλονισμού και τελικά ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ της ΑΣΤΙΚΗΣ
ΕΞΟΥΣΙΑΣ»21. Επίσης: «Η λύση είναι η
συσπείρωση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων στα πλαίσια ενός
ενιαίου μετώπου εναντίον των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού στη βάση
ενός προγράμματος υπεράσπισης της ζωής και των δικαιωμάτων του λαού και
συνάμα ενός πλαισίου ριζοσπαστικών στόχων που η υλοποίησή τους οδηγεί σε
αμφισβήτηση του καπιταλισμού»22.
Η
«ΝΣ» με τη σειρά της σε άρθρο «της Σύνταξης» αμέσως μετά από τον πρώτο
γύρο των εκλογών το καλοκαίρι του 2012 σχολιάζει ως εξής τη στάση του
ΚΚΕ: «Αφού δεν υπήρχε πρόταση που να συνδυάζει την επίλυση των άμεσων
προβλημάτων των εργαζομένων (μεταβατικό πρόγραμμα με βάση το πρόγραμμα
του 15ου Συνεδρίου) με τα μακροπρόθεσμα καθήκοντα του εργατικού και
κομμουνιστικού κινήματος, (σ.σ.: οι εργαζόμενοι) μετέφρασαν τη θέση του κόμματος ως άρνηση να κυβερνήσει. Και στράφηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ»23.
Ανάλογες
διατυπώσεις όσον αφορά το χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος –χωρίς
να αναιρούνται οι μεταξύ τους διαφορές– βρίσκουμε και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και
σε τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ και σε κείμενα άλλων οπορτουνιστικών και κάποιων
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, π.χ., σε κείμενα των συνιστωσών της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του σοσιαλδημοκρατικού Σχεδίου Β΄, του Όμιλου Γ. Κορδάτος, του
Ομίλου για τη Μελέτη της Λογικής της Ιστορίας.
Επιπλέον,
το λεγόμενο Μεταβατικό Πρόγραμμα και οι διεργασίες γύρω από το
περιεχόμενό του αξιοποιούνται ως όχημα επαφών και μορφοποίησης του
οπορτουνιστικού πόλου στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού
σκηνικού και μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε καθαρόαιμο κόμμα αστικής
διαχείρισης. Παρά τις υπαρκτές διαφωνίες μεταξύ των πολυποίκιλων φορέων
των Μεταβατικών Προγραμμάτων σχετικά με τα αιτήματα που αυτό πρέπει να
περιλαμβάνει, η «μεταβατική» λογική της πολιτικής παρέμβασης δημιουργεί
αντικειμενικά «γέφυρες» τόσο μεταξύ τους24 όσο και με ομάδες μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικό
για τα παραπάνω είναι οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας του «ΕΑ» με
τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Η συνολική τοποθέτηση του «ΕΑ» για το ΣΥΡΙΖΑ
παρουσιάζει το συγκεκριμένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα –το οποίο διεκδικεί
τη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού– ως ένα κόμμα στο οποίο γίνεται
αντιπαράθεση μεταξύ της συμβιβαστικής τάσης και της
«αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής» τάσης.
Γράφουν : «Στο εσωτερικό του όμως (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ)
υπάρχουν δυνάμεις με προσανατολισμό ριζοσπαστικό που τοποθετούνται
γενικά σε θετική κατεύθυνση στα μεγάλα ζητήματα, από τη συμμετοχή της
χώρας στην Ευρωζώνη και δειλά στην ΕΕ, ως το ζήτημα των εθνικοποιήσεων
κ.ά.»25.
Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Ποια
είναι όμως ακριβώς η λογική του Μεταβατικού Προγράμματος; Όλα τα
Μεταβατικά Προγράμματα βασίζονται στη ρητή ή άρρητη αποδοχή της θέσης
ότι το εργατικό κίνημα μπορεί –υπό προϋποθέσεις– να επιβάλλει στην
καπιταλιστική κυριαρχία σε καθοριστικό βαθμό τη θέλησή του εντός του
πλαισίου του καπιταλισμού, χωρίς την ανατροπή του αστικού κράτους και
χωρίς την εξουσία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτές οι
κατακτήσεις που θα αποσπά η εργατική τάξη μπορούν να διευρύνονται
συνεχώς, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα τις επαναστατικές διαθέσεις σε
ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αυτή η διαδικασία θα κορυφωθεί με την κατάκτηση
της εργατικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Όσον
αφορά τα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος, αυτά θα υλοποιούνται
στην πορεία της πάλης. Κάποια από αυτά (όλο και περισσότερα) θα
κατακτιούνται εντός του καπιταλισμού, ενώ τα υπόλοιπα θα υλοποιηθούν
όταν η εργατική τάξη κατακτήσει την εξουσία και οικοδομήσει το
σοσιαλισμό. Αυτό υπονοεί το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω από τον
«ΕΑ» περί υλοποίησης του μεταβατικού προγράμματος «στην πορεία κλονισμού και τελικά ανατροπής της αστικής εξουσίας».
Είναι φανερό ότι σε αυτήν την «πορεία κλονισμού» ιδιαίτερα χρήσιμη
μπορεί να αποδειχτεί η κατάκτηση της κυβέρνησης από
«αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις». Αυτό το νόημα έχουν οι
συνεχείς αναφορές στις «ριζικές ανατροπές που ανοίγουν το δρόμο στο
σοσιαλισμό».
Όπως
γίνεται εύκολα κατανοητό, το παραπάνω σχήμα προϋποθέτει μια μακροχρόνια
κατάσταση ισορροπίας μεταξύ των δύο τάξεων, η οποία επιτρέπει στην
εργατική τάξη υπό προϋποθέσεις να επιβάλλει σε σημαντικό βαθμό τη θέλησή
της χωρίς την ανατροπή της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Αυτή
η μακροχρόνια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ της ισχύος των δύο τάξεων
δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη και το κόμμα της μέχρι και να
κερδίσει τη διακυβέρνηση και να καταλάβει τους υπουργικούς θώκους χωρίς
την ανατροπή της αστικής εξουσίας…
Το
παραπάνω σχήμα αποτελεί αναίρεση όλων των θεμελιωδών αποδοχών του
μαρξισμού-λενινισμού, τόσο για την καπιταλιστική οικονομία όσο και για
το αστικό εποικοδόμημα, ενώ δεν έχει επαληθευτεί ποτέ και πουθενά από
την πράξη.
Καταρχάς
βασίζεται στην αμφισβήτηση όλων των νομοτελειών της καπιταλιστικής
οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της επιδίωξης του
καπιταλιστικού κέρδους. Μόνο στη βάση αυτής της αμφισβήτησης μπορεί να
στοιχειοθετηθεί η δυνατότητα συνεχόμενων κατακτήσεων του εργατικού
κινήματος εντός του καπιταλισμού και η αποδοχή ότι αυτή εξαρτάται
αποκλειστικά από τα χαρακτηριστικά και τη μαχητικότητα του εργατικού
κινήματος, χωρίς να παίζουν κανένα ρόλο τα όρια που θέτει σε αυτές τις
κατακτήσεις το ίδιο το καπιταλιστικό κέρδος σε κάθε συγκυρία, σε κάθε
διαφορετικό χώρο και χρόνο. Πρόκειται για μια αντίληψη βαθιά
οπορτουνιστική, αφού αποδέχεται ότι το εργατικό κίνημα μπορεί –αν
κατακτήσει τα σωστά χαρακτηριστικά– να μετατρέψει με την πάλη του τον
καπιταλισμό σε ανθρώπινο κοινωνικοοικονομικό σύστημα για τους
εργαζόμενους.
Η
ίδια υποτίμηση των οικονομικών νομοτελειών του καπιταλισμού
αντανακλάται σε πολλές ακόμα θέσεις των δύο οπορτουνιστικών ομάδων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εκτιμήσεις τους σχετικά με την
έξοδο από την καπιταλιστική κρίση. Πέραν του γεγονότος ότι η ανάλυσή
τους υποτιμούσε σαφώς το νομοτελειακό χαρακτήρα της εξόδου του
καπιταλισμού από την κρίση (ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
που θα έχει η ακόλουθη φάση της σταθεροποίησης και ανάπτυξης, δε θα βγει
ποτέ από την κρίση) συνέδεαν την έξοδο από την κρίση από τη στάση του
ΚΚΕ, εγκαλώντας το να προβάλει πολιτική πρόταση φιλολαϊκής εξόδου από
την κρίση στο πλαίσιο του καπιταλισμού.26 Καλλιεργούν δηλαδή την αυταπάτη για τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Αλλά
η ανατροπή του καπιταλισμού δεν μπορεί να έρθει ως επιστέγασμα
συνεχόμενων και διευρυνόμενων κατακτήσεων, αλλά ως αποτέλεσμα ενός
πλέγματος αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών. Στις αντικειμενικές
συνθήκες περιλαμβάνεται και η επαναστατική κατάσταση ως συμπύκνωση της
κρίσης των «κορυφών» της αστικής τάξης, της μεγαλύτερης της συνηθισμένης
και μη διαχειρίσιμης από το αστικό κράτος επιδείνωσης της ανέχειας και
της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων και της επακόλουθης ανόδου της
δραστηριότητας των μαζών.
Η
εμφάνιση της επαναστατικής κατάστασης έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και
απορρέει από την όξυνση των αντιθέσεων ολόκληρης της καπιταλιστικής
κοινωνίας. Η υποτίμηση του στοιχείου της επαναστατικής κατάστασης πάει
χέρι-χέρι με την άρνηση της αποδοχής ότι μόνο σε τέτοιες συνθήκες μπορεί
να συσπειρωθεί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης γύρω από το κόμμα της
για την επαναστατική αλλαγή. Η αυταπάτη ότι είναι δυνατό σε συνθήκες
ομαλής λειτουργίας του καπιταλισμού, νομοτελειακής κυριαρχίας της
αστικής ιδεολογίας, να συσπειρωθεί πλειοψηφικά η εργατική τάξη γύρω από
το Κόμμα της αποτέλεσε μία από τις βασικές πηγές πίεσης για την εμφάνιση
των Μεταβατικών Προγραμμάτων, τα οποία προτάθηκαν ως μέσο γεφύρωσης της
αντίφασης ανάμεσα στην ωρίμανση των αντικειμενικών προϋποθέσεων για τη
σοσιαλιστική επανάσταση και την αναντίστοιχη ετοιμότητα δράσης των
εργατικών μαζών.
Η
παραπάνω αυταπάτη κρύβεται πίσω από τον τρόπο με τον οποίο εκτιμούν και
ερμηνεύουν οι συγκεκριμένες ιστοσελίδες την πολιτική και συνδικαλιστική
επιρροή του ΚΚΕ. Σύμφωνα με αυτές λοιπόν, αν η πολιτική ενός ΚΚ είναι
σωστή, τότε αυξάνεται η επιρροή του ενώ, αν είναι λάθος, τότε αυτή
μειώνεται… Ο κοινοβουλευτικός τρόπος εκτίμησης της παρέμβασης ενός
επαναστατικού κόμματος σε συνθήκες ακλόνητης αστικής κυριαρχίας έχει
«τυφλώσει» τους αρθρογράφους αυτών των ιστοσελίδων, οι οποίοι ξεπέφτουν
μέχρι του σημείου να καθιστούν την πολιτική «γραμμή» του ΚΚΕ ως βασικό
παράγοντα καθορισμού των εξελίξεων τόσο στο εργατικό συνδικαλιστικό
κίνημα όσο και στο αστικό πολιτικό σκηνικό, θεωρώντας την υπεύθυνη μέχρι
και για την εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ.27
ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΤΣΚΙ
Το
παραπάνω «σχήμα» του μεταβατικού προγράμματος αποτελεί τροποποιημένη
αναβίωση του ιστορικού διαχωρισμού του προγράμματος της
Σοσιαλδημοκρατίας πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σ’ ένα μίνιμουμ
πρόγραμμα, το οποίο περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις εντός του
καπιταλισμού, και σε ένα μάξιμουμ πρόγραμμα, το οποίο περιελάμβανε τα
μέτρα που θα υλοποιούνταν στο σοσιαλισμό. Η υλοποίηση του μίνιμουμ
προγράμματος προβαλλόταν ως απαραίτητη προϋπόθεση «για να ανοίξει ο
δρόμος» για την υλοποίηση του μάξιμουμ προγράμματος, δηλαδή για το
σοσιαλισμό.
Ο «ΕΑ» και η «ΝΣ» κινούνται στην παραπάνω λογική. Γράφει, για παράδειγμα, η «ΝΣ»: «Στην
πορεία ανάπτυξης της πάλης του επαναστατικού κινήματος για το πέρασμα
στο σοσιαλισμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει ανάγκη από την ύπαρξη ενός
μίνιμουμ Προγράμματος, που θα οδηγεί στην εκδίωξη της αστικής τάξης από
την εξουσία, αλλά, ταυτόχρονα, και στο άνοιγμα του δρόμου για το πέρασμα
στο σοσιαλισμό· παραπέρα έχει ανάγκη και του γενικού του Προγράμματος,
που θα τονίζει την ανάγκη όχι μόνο του περάσματος στο σοσιαλισμό, αλλά
και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού […] Σ’ αυτό το γενικό Πρόγραμμα θα
είναι ενταγμένο το μίνιμουμ Πρόγραμμα, ως προοίμιο του γενικού»28.
Και
οι δύο ιστοσελίδες επικαλούνται κάποιες επεξεργασίες του Λένιν για να
στηρίξουν το μίνιμουμ και μάξιμουμ πρόγραμμα. Γράφει ο «ΕΑ»: «Ο Λένιν
υποστήριζε πάγια ότι στο δρόμο προς την επαναστατική κατάκτηση της
εξουσίας υπάρχει ανάγκη διατύπωσης μίας δέσμης μεταβατικών μέτρων, ενός
προγράμματος μίνιμουμ, που θα είναι βέβαια διαλεκτικά δεμένο με το
στρατηγικό στόχο της επανάστασης. Πρόκειται για μία γέφυρα που βοηθά να
περάσει κανείς στην αντίπερα όχθη του ποταμού»29.
Η «ΝΣ» σημειώνει με τη σειρά της: «Στο
άρθρο του ο Β. Ι. Λένιν “Για την αναθεώρηση του Προγράμματος του
Κόμματος” υπερασπίζεται την ανάγκη ύπαρξης του μίνιμουμ προγράμματος,
όταν το άρθρο αυτό γράφεται στις 6 του Οχτώβρη 1917 για το Συνέδριο του
Κόμματος που έχει προγραμματιστεί να γίνει στις 17 του Οχτώβρη 1917 […]
Σ’ αυτό το πρόγραμμα που υπερασπίζεται ο Β. Ι. Λένιν υπάρχουν και όλα
εκείνα τα μεταβατικά μέτρα, τα οποία επιτρέπουν το όσο το δυνατόν πιο
ανώδυνο πέρασμα στο σοσιαλισμό, γεγονός που φαίνεται καθαρά από τη
συμπλήρωση που κάνει ο ίδιος στο προηγούμενο Πρόγραμμα του 1903».
Οι
παραπάνω επικλήσεις του Λένιν για την αιτιολόγηση των σημερινών
«μεταβατικών» στρατηγικών επεξεργασιών δεν αποτελούν κοινό στοιχείο μόνο
του «ΕΑ» και της «ΝΣ», αλλά και όλων των οπορτουνιστικών μορφωμάτων
(κόμματα, ομάδες, τάσεις, ιστοσελίδες) που επικαλούνται το μεταβατικό
πρόγραμμα –από τον Τόλιο30 του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι
την πιο μικρή οπορτουνιστική ομάδα. Τα κείμενα που επικαλούνται
γράφτηκαν το διάστημα από τον Απρίλη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1917. Πιο
συγκεκριμένα επικαλούνται κυρίως το άρθρο «Η καταστροφή που μας απειλεί
και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουμε»31 (γραμμένο στις 10-14 Σεπτέμβρη 1917), το κείμενο με τίτλο «Σχετικά με την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος»32
(6-8 Οκτώβρη 1917), καθώς και λίγα ακόμα κείμενα της περιόδου
Απρίλη-Οκτώβρη 1917 τα οποία σχετίζονται με τη συμβολή του Λένιν στη
συζήτηση για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος των
Μπολσεβίκων.
Οι
τροτσκιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί αιτιολογούν και αυτοί τα πολύχρωμα
Μεταβατικά τους Προγράμματα επικαλούμενοι τα ίδια κείμενα του Λένιν και
προσθέτοντας στις πηγές της συγκεκριμένης επεξεργασίας και την απόφαση
του ιδρυτικού συνεδρίου της λεγόμενης «Τέταρτης Διεθνούς» του Τρότσκι το
1938.
Στο
πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι φυσικά δυνατό να
παρουσιαστεί ολόκληρη η αντιπαράθεση της εποχής. Η ολοκληρωμένη
προσέγγιση της εξέλιξης της στρατηγικής επεξεργασίας του Διεθνούς
Κομμουνιστικού Κινήματος είναι ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης και απαιτεί
συλλογική επεξεργασία.
Αυτό
που μπορεί ωστόσο να γίνει είναι να παρουσιαστούν κάποια βασικά
στοιχεία που αφορούν τη σχέση των στρατηγικών επεξεργασιών της περιόδου
την οποία επικαλούνται οι δύο ιστοσελίδες και των σημερινών
«μεταβατικών» τους επεξεργασιών.
Ας
δούμε όμως κάποιες ενδεικτικές αναφορές του Λένιν από τα παραπάνω
άρθρα. Το Σεπτέμβρη του 1917, σε συνθήκες ερήμωσης και διεύρυνσης της
εξαθλίωσης ως συνέπεια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αλλά και ένοπλης
παρέμβασης των εργατών και των στρατιωτών στις εξελίξεις μέσω των
Σοβιέτ, ο Λένιν εκτιμά ότι: «…το βασικό και κύριο μέτρο πάλης, το μέτρο αποτροπής της καταστροφής και της πείνας […]
είναι: ο έλεγχος, η επίβλεψη, η καταγραφή, η ρύθμιση από το κράτος, ο
καθορισμός μιας σωστής κατανομής των εργατικών δυνάμεων στην παραγωγή
και τη διανομή των προϊόντων, η φειδώ στις λαϊκές δυνάμεις, η αποφυγή
κάθε σπατάλης δυνάμεων, η οικονομία αυτών των δυνάμεων»33.
Έτσι,
προτείνει μια σειρά μέτρων προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως εθνικοποίηση
και συνένωση των τραπεζών, εθνικοποίηση των μεγαλύτερων μονοπωλιακών
ενώσεων, κατάργηση του εμπορικού απορρήτου, υποχρεωτική οργάνωση σε
ενώσεις των βιομηχάνων, των εμπόρων και των επιχειρηματιών γενικά,
αναγκαστική συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.
Όσον
αφορά τη σχέση μεταξύ του μεταβατικού προγράμματος και του μίνιμουμ και
μάξιμουμ προγράμματος, υπάρχουν και διατυπώσεις όπως οι εξής: «Μ’ αυτήν την έννοια δώσαμε το πρόγραμμα των μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό […]
Πρέπει να πραγματοποιήσουμε πρώτα τα μεταβατικά μέτρα προς το
σοσιαλισμό, να οδηγήσουμε την επανάστασή μας ως τη νίκη της παγκόσμιας
σοσιαλιστικής επανάστασης και ύστερα πια, “γυρίζοντας από τον πόλεμο”,
μπορούμε και πρέπει να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ σαν αχρείαστο
πια»34.
Πριν
παρουσιάσουμε το περιβάλλον στο οποίο γράφτηκαν οι παραπάνω
διατυπώσεις, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν βασικές θέσεις του Λένιν, τις
οποίες «ξεχνάνε» οι συγκεκριμένες οπορτουνιστικές ομάδες και όλα τα άλλα
μορφώματα που υιοθετούν το σχήμα που συνεπάγεται το μεταβατικό
πρόγραμμα. Καταρχάς υπάρχουν οι θέσεις του Λένιν στο καθαυτό έργο του
για την ανάγκη επαναστατικού τσακίσματος του αστικού κράτους, στο
«Κράτος και Επανάσταση», οι οποίες σαφώς περνάνε σε δεύτερη μοίρα στην
αρθρογραφία των ομάδων αυτών. Υπάρχουν όμως και πιο συγκεκριμένες
διατυπώσεις για τα παραπάνω. Για παράδειγμα, μέσω των Θέσεων του 2ου
Συνεδρίου της ΚΔ (καλοκαίρι 1920), που έλαβε χώρα σε συνθήκες στερέωσης
της αστικής εξουσίας σε μια σειρά χώρες μετά από το πρώτο μεγάλο
επαναστατικό κύμα της περιόδου 1918-1919, ο Λένιν (ο οποίος τις έγραψε)
προσπαθεί να κωδικοποιήσει τα προβλήματα που δημιούργησε στα
επαναστατικά κόμματα η εφαρμογή των μίνιμουμ και μάξιμουμ προγραμμάτων.
Πιο συγκεκριμένα εκεί αναφέρεται: «Χάρη στην αδιάκοπη αύξηση των
παραγωγικών δυνάμεων και στην επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός στερεώθηκε πάρα πολύ· το ίδιο έγινε και
για τα κοινοβουλευτικά κράτη. Απ’ αυτό προέρχονται η προσαρμογή της
κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική
δράση των αστικών Κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του αγώνα
για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η
επικράτηση του λεγόμενου “μίνιμουμ” προγράμματος των σοσιαλιστικών
κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός “μάξιμουμ” προγράμματος που απέβλεπε
σ’ έναν απομακρυσμένο “τελικό σκοπό”. Πάνω σ’ αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν
έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς,
της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της
εργατικής τάξης»35.
Επίσης, όσον αφορά τον εργατικό έλεγχο, o Λένιν σημειώνει τον Οκτώβρη του 1917, λίγες μέρες πριν την επανάσταση: «Όταν
εμείς λέμε “εργατικός έλεγχος”, βάζοντας αυτό το σύνθημα πάντα δίπλα
στη δικτατορία του προλεταριάτου, πάντα ύστερα από αυτήν, τότε μ’ αυτό
διευκρινίζουμε για τι λογής κράτος γίνεται λόγος. Το κράτος είναι το
όργανο κυριαρχίας μίας τάξης»36.
Τι ισχύει άραγε; Ποια είναι η πραγματική εκτίμηση του Λένιν για το μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα;
Είναι
φανερό ότι από τα ξεκομμένα «τσιτάτα» δεν μπορούν να απαντηθούν τα
παραπάνω ερωτήματα. Και δεν μπορούν να απαντηθούν, γιατί τα αποσπάσματα
δεν αναδεικνύουν από μόνα τους τις συνθήκες στις οποίες διατυπώθηκαν,
την αντιπαράθεση στην οποία ενεπλάκησαν, τα ερωτήματα που έθετε κάθε
φορά η ζωή στους επαναστάτες.
Οι
σημερινοί οπορτουνιστές δεν «μπαίνουν στον κόπο» να μελετήσουν τη σκέψη
του επαναστατικού κινήματος και των ηγετών του σε συνάρτηση με τα
παραπάνω. Αντίθετα, προσπαθούν να προσδώσουν λενινιστικό «επίχρισμα»
στις δικές τους επεξεργασίες επιλέγοντας τα «τσιτάτα» που τους
ταιριάζουν, αποκόβοντάς τα τόσο από τις συνθήκες στις οποίες
διατυπώθηκαν όσο και από την αντιπαράθεση στο πλαίσιο της οποίας
αξιοποιήθηκαν, αποκρύπτοντας άλλα «τσιτάτα» τα οποία δεν τους κάνουν.
Τις ίδιες λαθροχειρίες διαπράττουν από κοινού με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και
στο ζήτημα της Ιστορίας τόσο του ΚΚΕ όσο και του Διεθνούς Κομμουνιστικού
Κινήματος.
Πριν συνεχίσουμε, υπενθυμίζουμε τι απαντούσε ο ίδιος ο Λένιν σε αντίστοιχες πρακτικές της εποχής του: «Όλο
το πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημά του απαιτεί να εξετάζουμε την
κάθε θέση μόνο α) ιστορικά, β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις, γ) μόνο
σε σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της Ιστορίας»37.
Από
τη νίκη της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη και το σχηματισμό της
πρώτης αστικής Προσωρινής Κυβέρνησης μέχρι το ξέσπασμα της Οκτωβριανής
Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία υπήρχε αυτό που χαρακτήριζε ο Λένιν
ως δυαδική εξουσία, μια πρόσκαιρη ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην
κυβέρνηση της αστικής τάξης και τα Σοβιέτ (συμβούλια αντιπροσώπων) των
εργατών, αγροτών και στρατιωτών, στα οποία υπάγονταν ένοπλες
εργοστασιακές φρουρές, αλλά και ολόκληρα στρατιωτικά τμήματα.
Ο Λένιν χαρακτήριζε ως εξής την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί: «Η πιο αξιοσημείωτη ιδιομορφία της επανάστασής μας βρίσκεται στο ότι δημιούργησε μια δυαδική εξουσία […]
Πλάι στην Προσωρινή Κυβέρνηση, στην κυβέρνηση της αστικής τάξης,
σχηματίστηκε μια άλλη κυβέρνηση, αδύνατη ακόμα, εμβρυακή, μα που ωστόσο
υπάρχει αναμφισβήτητα στην πραγματικότητα και αναπτύσσεται: Τα Σοβιέτ
των εργατών και των στρατιωτών βουλευτών […] Ποιος είναι ο
πολιτικός χαρακτήρας αυτής της κυβέρνησης; Είναι μια επαναστατική
δικτατορία, δηλαδή εξουσία που στηρίζεται στην επαναστατική κατάληψη,
στην άμεση πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών από τα κάτω, και όχι στο νόμο
που έχει εκδώσει μια συγκεντρωτική κρατική εξουσία»38.
Πέρα
από την αδυναμία του αστικού κράτους να επιβάλει πλήρως την ταξική του
θέληση, η κατάσταση περιπλεκόταν για τους μπολσεβίκους από το γεγονός
ότι στα ένοπλα σοβιέτ δεν κυριαρχούσαν οι ίδιοι, αλλά οι οπορτουνιστικές
δυνάμεις των μενσεβίκων και των λεγόμενων εσέρων
(σοσιαλιστές-επαναστάτες). Ταυτόχρονα βέβαια η πείνα και η καταστροφή
απαιτούσαν συγκεκριμένες κινήσεις από τους ένοπλους εργάτες για την
αντιμετώπισή τους. Και όλα αυτά σε συνθήκες όπου οι πλατιές μάζες των
εργαζομένων θεωρούσαν την αστική κυβέρνηση ως επαναστατική και η ίδια
αυτοχαρακτηριζόταν ως τέτοια.
Έτσι,
συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι η ζωή έθετε στον Λένιν και τους
μπολσεβίκους το εξής ερώτημα: Τι να προτείνουν στα ένοπλα Σοβιέτ να
κάνουν σε συνθήκες που τα Σοβιέτ είχαν αντικειμενικά μέρος της εξουσίας,
αλλά την ίδια στιγμή κυριαρχούσαν σε αυτά τα μικροαστικά στοιχεία και
οι μενσεβίκοι; Τι έπρεπε να προτείνουν σε αυτές τις συνθήκες στα ένοπλα
Σοβιέτ ώστε και να οργανώσουν την πάλη της επιβίωσης, και μέσα από αυτήν
την πάλη να καταλάβουν ότι η κυβέρνηση δεν είναι στο πλευρό τους, αλλά
απέναντί τους, να καταλάβουν μέσα από την πάλη ότι τα όπλα που είχαν στα
χέρια τους έπρεπε να τα στρέψουν απέναντι στην αστική κυβέρνηση;
Σε
τέτοιες συνθήκες «ρίχτηκαν» τα συνθήματα του εργατικού ελέγχου (πριν τη
νίκη της εργατικής εξουσίας), της κρατικοποίησης και υποχρεωτικής
συνένωσης των τραπεζών, της καταγραφής και της ρύθμισης από το κράτος
της παραγωγής και της κατανάλωσης κλπ. Σε αυτές τις συνθήκες έκανε ο
Λένιν λόγο για έλεγχο, επίβλεψη, καταγραφή, ρύθμιση από το κράτος, για
καθορισμό μιας σωστής κατανομής των εργατικών δυνάμεων στην παραγωγή και
τη διανομή των προϊόντων, για αποφυγή κάθε σπατάλης δυνάμεων.
Σε αυτές τις συνθήκες διατυπώθηκαν και αιτήματα όπως το εξής: «Οι
καπιταλιστές πρέπει να πληρώνουν τους μισθωτούς εργάτες, το υπηρετικό
προσωπικό κτλ. για τις μέρες που αφιερώνουν σε κοινωνική υπηρεσία στην
πολιτοφυλακή»39. Αλήθεια, γιατί οι
σημερινοί οπορτουνιστές δεν προσθέτουν και αυτό το λενινιστικό αίτημα
στη λίστα των μεταβατικών αιτημάτων τους;
Σε αυτές τις συνθήκες κυριαρχίας του οπορτουνισμού στα Σοβιέτ των ένοπλων εργατών εμφανίστηκαν διατυπώσεις σαν τις εξής: «Όχι
“εφαρμογή του σοσιαλισμού σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά πέρασμα αμέσως
μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων
από μέρους των Σοβιέτ των εργατών βουλευτών”»40,
καθώς και αναφορές που χαρακτήριζαν τον έλεγχο των τραπεζών, τον
υποχρεωτικό συνδικαλισμό των καπιταλιστών και άλλα αντίστοιχα ως «βήματα
προς το σοσιαλισμό».
Φυσικά,
όπως έχουμε ήδη αναφέρει, υπήρξαν ακόμα και την ίδια περίοδο
διατυπώσεις οι οποίες αναφέρουν ότι τέτοια μέτρα έχουν σημασία μόνο όταν
λαμβάνονται στο πλαίσιο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι
διατυπώσεις άλλωστε πάντα αντανακλούν, εκτός από τις συνθήκες, και το
πού θέλει να δώσει ο συγγραφέας τους βάρος, ποια στοιχεία της
επιχειρηματολογίας του αντιπάλου ιεραρχεί ότι πρέπει να καταπολεμήσει σε
κάθε φάση.
Με
λίγα λόγια, αυτές οι συγκεκριμένες διατυπώσεις του Λένιν δεν απαντάνε
στο τι πρέπει να απαιτήσει το εργατικό κίνημα σε μη επαναστατικές
συνθήκες, σε συνθήκες μακρόχρονης νόμιμης πάλης και ακλόνητης πολιτικής
κυριαρχίας της αστικής τάξης και του κράτους της, αλλά στο τι πρέπει να
επιβάλουν με τα όπλα τους οι ένοπλοι εργάτες οι οποίοι παλεύουν για την
επιβίωση, αλλά δεν έχουν αποφασίσει ακόμα να διεκδικήσουν τη δική τους
εξουσία.
Αυτό
που γίνεται από τους οπορτουνιστές στην ουσία είναι η μηχανιστική
μεταφορά στις σημερινές συνθήκες και η γενίκευση ως πάγιο χαρακτηριστικό
της πολιτικής του ΚΚ μιας «λογικής» η οποία αποτελούσε εξειδίκευση σε
τελείως διαφορετικές, ιδιαίτερες συνθήκες. Όσον αφορά τη μακροχρόνια
ισορροπία δυνάμεων, τη μακροχρόνια κατάσταση «δυαδικής εξουσίας» που
προϋποθέτουν και υπονοούν τα Μεταβατικά Προγράμματα, ο Λένιν την
απέρριπτε κατηγορηματικά:
«Δε χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία ότι μια τέτοια “σύμπλεξη” (σ.σ.: της εξουσίας της Προσωρινής Κυβέρνησης και της εξουσίας των Σοβιέτ) δεν μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό. Δύο εξουσίες σ’ ένα κράτος δεν μπορεί να υπάρχουν. Η μία από αυτές πρέπει να εκμηδενιστεί»41.
Από
τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι ο λογικός πυρήνας του Μεταβατικού
Προγράμματος δεν έχει καμία σχέση με τις αντίστοιχες επεξεργασίες του
Λένιν. Αντίθετα, αποτελεί σχεδόν αντιγραφή της λογικής του Μεταβατικού
Προγράμματος του ιδρυτικού συνεδρίου της λεγόμενης «Τέταρτης Διεθνούς»
του Τρότσκι. Εκεί μπαίνει η λογική των προτεινόμενων μεταβατικών μέτρων…
σε μη επαναστατικές συνθήκες. Ο Τρότσκι είναι ο μόνος ο οποίος
διατύπωσε σε ενιαίο πρόγραμμα τα λεγόμενα μεταβατικά αιτήματα,
προβάλλοντας αυτό το πρόγραμμα σε μη επαναστατικές συνθήκες ως όχημα
ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής συνείδησης. Ας δούμε τι έγραφε στην
Απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου της λεγόμενης Τέταρτης Διεθνούς: «Πρέπει
να βοηθήσουμε τις μάζες, μέσα στο προτσές των καθημερινών αγώνων τους,
να βρουν τη γέφυρα που ενώνει τις σημερινές διεκδικήσεις τους με το
πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η γέφυρα αυτή πρέπει να
αποτελείται από ένα σύστημα ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ, που θα ξεκινούν
από τις σημερινές συνθήκες κι από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών
στρωμάτων της εργατικής τάξης και θα οδηγούν αμετάκλητα σ’ ένα μονάχα
και το ίδιο πάντα συμπέρασμα: Την κατάχτηση της εξουσίας από το
προλεταριάτο […] Ανάμεσα στο μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα (σ.σ: της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας)
δεν υπήρχε καμιά γέφυρα. Η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε την ανάγκη μιας
τέτοιας γέφυρας, αφού, για το σοσιαλισμό, μιλούσε μονάχα τις γιορτές […]
Το παλιό “μίνιμουμ πρόγραμμα” έχει σταθερά ξεπεραστεί από το ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ που αποσκοπεί στη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την
προλεταριακή επανάσταση»42.
Οι
παραπάνω διατυπώσεις υπάρχουν σχεδόν αυτολεξεί σε πολλά κείμενα του
«ΕΑ», της «ΝΣ», της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλων των υπόλοιπων –τροτσκιστικών και
μη– οπαδών των μεταβατικών προγραμμάτων.
Όσο
περισσότερο αναιρούνταν η διάκριση ανάμεσα στις επαναστατικές και τις
μη επαναστατικές συνθήκες τόσο περισσότερο προβαλλόταν το αστικό κράτος
σε μια μόνιμη κατάσταση αστάθειας και κλονισμού, τόσο περισσότερο
φούντωναν τα διάφορα νοητικά σχήματα που κωδικοποιούνταν στα διάφορα
Μεταβατικά Προγράμματα. Αυτήν τη δυνατότητα μόνιμης αστάθειας εκφράζουν
και οι αναφορές του Τρότσκι στον όρο «προεπαναστατική κατάσταση»43.
Τα
σχήματα αυτά αναιρούσαν τα διαφορετικά καθήκοντα που απέρρεαν για τα ΚΚ
σε συνθήκες σταθερότητας ή κλονισμού της αστικής εξουσίας.
Από
τα παραπάνω είναι καθαρό ότι η λογική του Μεταβατικού Προγράμματος ως
συνεκτικού πλαισίου πάλης, ως συνολικής πολιτικής πρότασης σε μη
επαναστατικές συνθήκες, δεν απορρέει σε καμία περίπτωση από τις
επεξεργασίες του Λένιν, αλλά αποτελεί το λογικό πυρήνα του τροτσκιστικού
προγράμματος του 1938.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ
Η
παραπάνω συζήτηση γύρω από τα Μεταβατικά Προγράμματα δεν αποτελεί
αφηρημένη θεωρητική συζήτηση, αλλά καθορίζει άμεσα τη «γραμμή»
παρέμβασης στο εργατικό κίνημα. Από τη λογική αυτών των προγραμμάτων
απορρέει μια πολιτική παρέμβαση η οποία δεν είναι καθόλου αδιάφορη
απέναντι στις εναλλαγές των κομμάτων στο κυβερνητικό τιμόνι της αστικής
διαχείρισης. Μια παρέμβαση που –ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις–
«μεταφράζεται» από τις εργατικές και λαϊκές μάζες ως ανάγκη ανάδειξης
της σοσιαλδημοκρατίας, παλιότερα του ΠΑΣΟΚ και σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, στη
διακυβέρνηση ως το «μικρότερο κακό».
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τέτοιου είδους παρέμβαση
αναπτύσσουν όλοι οι οπαδοί των Μεταβατικών Προγραμμάτων, τόσο αυτοί που
ανοιχτά διακηρύσσουν κυβερνητικό στόχο εντός του καπιταλισμού, όπως ο
«ΕΑ» και η «ΝΣ», όσο και αυτοί που δε διακηρύσσουν καν τέτοιο
κυβερνητικό στόχο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η
οποία, ενώ στα λόγια αποκηρύσσει τη στήριξη σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο
κίνημα έχει σχεδόν μετατραπεί σε συνιστώσα του, με όλες τις πλευρές της
παρέμβασής της να αναδεικνύουν την αναγκαιότητα περάσματος της σκυτάλης
της αστικής διακυβέρνησης στο ΣΥΡΙΖΑ.44
Όσον
αφορά τώρα τα αιτήματα των Μεταβατικών Προγραμμάτων, αυτά διαχωρίζονται
από τους εμπνευστές τους σε οικονομικά και πολιτικά.45
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδουν στα λεγόμενα «πολιτικά» αιτήματα, τα οποία
θεωρούν ότι μπορούν να συμβάλουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τα οικονομικά
στην πολιτικοποίηση της πάλης. Την ίδια στιγμή ασκούν κριτική στο ΠΑΜΕ
για οικονομισμό. Έτσι, γράφει ο «ΕΑ» σε άρθρο του για το πανελλαδικό
συλλαλητήριο της 1 Νοέμβρη: «…το ΠΑΜΕ καλεί με ένα πλαίσιο με σαφές
οικονομίστικο πρόταγμα, χωρίς καμία σύνδεση των αιτημάτων με το ΑΝΑΓΚΑΙΟ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟ σύμφωνα με τη λογική
του, π.χ., καθολική ασφάλιση και Δημόσια και Δωρεάν Υγεία για όλους,
ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑ στη μονομερή διαγραφή του χρέους»46.
Ο
«ΕΑ» προχωρά εδώ σε μια σημαντική λαθροχειρία. Ταυτίζει την παρέμβαση
του επαναστατικού κόμματος με την παρέμβαση και το πλαίσιο των
συνδικάτων, των συνδικαλιστών και των επιτροπών αγώνα που συσπειρώνονται
στο ΠΑΜΕ. Η υποκρισία του «ΕΑ» στο συγκεκριμένο ζήτημα αναδεικνύεται
από άλλο άρθρο που δημοσίευσε με θέμα το ίδιο ακριβώς συλλαλητήριο47,
στο οποίο παρουσιάζει ένα διάλογο-τραγέλαφο, σύμφωνα με τον οποίο ένας
«πρώην ΠΑΣΟΚος», αφού υποτίθεται ότι πείστηκε από τον ανώνυμο αρθρογράφο
του «ΕΑ» με τα χίλια ζόρια να κατέβει στο συλλαλητήριο, μόλις άκουσε το
σύνθημα «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά, εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά»
αποχώρησε τσαντισμένος…
Από
το συνδυασμό των δύο άρθρων που επέλεξε να δημοσιεύσει η ιστοσελίδα για
το πανελλαδικό συλλαλητήριο της 1ης Νοέμβρη του 2014 απορρέει ένα μόνο
συμπέρασμα: Σύμφωνα με τον «ΕΑ», πολιτικοποίηση της πάλης αποτελεί η
διεύρυνση της επιχειρηματικής δράσης του αστικού κράτους και ο
αναπροσανατολισμός των διεθνών συμμαχιών του αστικού κράτους (αυτό
ακριβώς σημαίνουν τα αιτήματα περί εθνικοποιήσεων και περί εξόδου από
ευρώ - ΕΕ αν δε συνδέονται με το ζήτημα της εξουσίας), αλλά όχι η ζύμωση
στο εργατικό κίνημα της ανάδειξης του παρασιτικού ρόλου της αστικής
τάξης στην παραγωγή.
Το
ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δρα με στόχο την ανάδειξη της
αναγκαιότητας σύγκρουσης με τους καπιταλιστές και όχι την προβολή
κάποιας εναλλακτικής πρότασης αστικής διαχείρισης. Παρεμβαίνει με τρόπο
ώστε να οργανώσει και να τραβήξει στην πάλη αυτή περισσότερους εργάτες.
Στην πορεία αυτή αντιμετωπίζει φόβους, ιδεολογικές συγχύσεις, αντιλήψεις
περί εύκολων λύσεων, αυταπάτες και πολλά άλλα. Επιλέγει όμως να τα
αντιμετωπίσει γιατί γνωρίζει ότι μόνο με την αντιμετώπιση όλων αυτών
μπορούν οι εργαζόμενοι να σηκώσουν πραγματικά κεφάλι απέναντι στα
αφεντικά και το κράτος τους, χωρίς η πάλη τους και ο αγώνας τους να
μετατραπεί σε υποχείριο των επιδιώξεών τους και των μεταξύ τους
ανταγωνισμών.
Σε
αυτήν τη μάχη, όταν κάποιος εργαζόμενος ισχυριστεί ότι «αυτά δε
γίνονται», ότι «χωρίς αφεντικά δεν υπάρχουν δουλειές» κλπ., τα στελέχη
του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος δεν τον εφησυχάζουν, δεν πάνε «με
τα νερά του» όπως υπονοεί ότι έκανε ο αρθρογράφος του «ΕΑ»
επιβραβεύοντας τις «αγωνίες» του υποτιθέμενου πρώην ΠΑΣΟΚου. Όταν
ακούγονται τέτοιες απόψεις από τους εργαζόμενους –και ακούγονται πολύ
συχνά– απαιτείται μάχη, σκληρή πάλη με όλα τα μέσα, και με την πειθώ και
με την αγωνιστική εμπειρία και με την ανοιχτή κόντρα, αν χρειαστεί.
Μόνο έτσι κερδίζονται συνειδήσεις και όχι με χαϊδολογήματα και
εφησυχασμούς.
Και
αυτή η σκληρή μάχη έχει αποτελέσματα. Αυτό δείχνουν και οι δεκάδες
χιλιάδες εργαζομένων που συμμετείχαν στο συλλαλητήριο της 1ης Νοέμβρη
χωρίς να… τρομάξουν από ανάλογα συνθήματα όπως ο πρώην ΠΑΣΟΚος που
επικαλείται ο ανώνυμος αρθρογράφος του «ΕΑ».
Αυτό
δείχνει η άνοδος των κινήσεων, σωματείων, αγωνιστών που
δραστηριοποιούνται στους φορείς της Κοινωνικής Συμμαχίας, χωρίς φυσικά
να έχουν φτάσει τα επίπεδα που απαιτούν οι καιροί. Αυτό δείχνει το
γεγονός ότι όποιο αγωνιστικό σκίρτημα εμφανίζεται ενάντια στους
καπιταλιστές σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο αναζητά το ΠΑΜΕ και όχι τους
εργατοπατέρες των ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, γεγονός που εκφράζεται και «στο δρόμο».
Αυτό δείχνει η απόκρουση της προσπάθειας να μετατραπεί ολόκληρο το
εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε «ουρά» του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, του ΠΑΣΟΚ
παλιότερα και ποιος ξέρει ποιου άλλου επίδοξου διαχειριστή του
καπιταλισμού αύριο!
Παράλληλα
βέβαια με τη δράση του ΠΑΜΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΚΚΕ
παρεμβαίνει αυτοτελώς στους εργαζόμενους, με στόχο να γονιμοποιήσει
πολιτικά τους αγώνες τους. Αναδεικνύει ανοιχτά την αναγκαιότητα
κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον κεντρικό
σχεδιασμό με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, τον εργατικό-λαϊκό έλεγχο
της κοινωνικοποιημένης παραγωγής. Υπομονετικά απαντάει στις ποικίλες
ανησυχίες των εργαζομένων για το «τι πήγε στραβά στη Ρωσία;», για το αν
«είναι εφικτά όλα αυτά», για το «τι θα κάνουμε μόνοι μας εκτός ΕΕ».
Το ΚΚΕ δρα με τον παραπάνω τρόπο γιατί έχει πλήρη συνείδηση της ορθότητας της ακόλουθης εκτίμησης του Λένιν: «Μια
και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανεξάρτητη ιδεολογία, επεξεργασμένη
από τις ίδιες τις εργατικές μάζες στην πορεία του κινήματός τους, το
ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: Είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος
όρος δεν υπάρχει […] Για το λόγο αυτό, κάθε μείωση του ρόλου της
σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση από αυτή σημαίνει ταυτόχρονα
και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας. Γίνεται λόγος για το αυθόρμητο. Η
αυθόρμητη όμως εξέλιξη του εργατικού κινήματος τραβάει ίσα-ίσα στην
υποταγή του στην αστική ιδεολογία […] Γι’ αυτόν το λόγο το
καθήκον μας, το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας είναι να αγωνιστούμε
ενάντια στο αυθόρμητο, για να αποτραβήξουμε το εργατικό κίνημα από αυτή
την αυθόρμητη τάση του να μπει κάτω από τα φτερά της αστικής τάξης και
να το τραβήξουμε κάτω από τα φτερά της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας»48.
Ο
«ΕΑ» προβάλλει στην ουσία ως λύση μια άλλη διαχείριση του συστήματος,
πριμοδοτώντας αντικειμενικά τη στενή κυβερνητική αλλαγή, ενώ το ΚΚΕ
συνδέει το κάθε αίτημα, την κάθε αγωνία των εργαζομένων με το χαρακτήρα
της σημερινής εξουσίας και με την αναγκαιότητα ανατροπής της. Η
πολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος σε γραμμή ρήξης και
ανατροπής συνεπάγεται ένα και μόνο πράγμα: Την πάλη για τη χάραξη από
αυτό αυτοτελούς πολιτικής παρέμβασης σε συνεχή αντιπαράθεση με όλες τις
πτέρυγες της αστικής πολιτικής.
Ας
δούμε τώρα τι είδους παρέμβαση προτείνει στο ΚΚΕ η «ΝΣ». Σχολιάζοντας
μια εκλαϊκευτική απάντηση του ΓΓ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα σύμφωνα με την
οποία προϋπόθεση για να δώσει το ΚΚΕ το «παρών» στη διακυβέρνηση είναι η
«κοινωνικοποίηση του φυσικού και παραγόμενου πλούτου», επαναλαμβάνει
τις θέσεις της βάσει των οποίων απαιτείται η διατύπωση ενός ενιαίου
προγράμματος στόχων, μιας συνολικής πολιτικής πρότασης, η οποία δεν
πρέπει να περιλαμβάνει την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων
παραγωγής ως πυρήνα του νέου τρόπου παραγωγής, αφού η πολιτική συνείδηση
των λαϊκών μαζών δεν έχει ωριμάσει για κάτι τέτοιο.49
Αυτός είναι και ο λόγος που κανένα Μεταβατικό Πρόγραμμα δε συνδέει τη
μονομερή διαγραφή του χρέους και την έξοδο από την ΕΕ με την
εργατική-λαϊκή εξουσία και την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων.
Ακριβώς
όμως επειδή όλα αυτά τα προγράμματα αποσυνδέουν τα επιμέρους αιτήματα
από το ζήτημα της εξουσίας, μετατρέπονται σε εναλλακτικά «πακέτα»
διαχείρισης του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Παρά την
προσθήκη λίγης «επαναστατικής γαρνιτούρας», η πολιτική παρέμβαση που
απορρέει από αυτά αναδεικνύει ως υπεύθυνους για τα δεινά των εργαζομένων
το υψηλό χρέος, την ένταξη σε ένα συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό οργανισμό
όπως η ΕΕ, και αντίστοιχα προτείνουν ως λύση τη διόρθωση αυτών των
αιτιών. Με λίγα λόγια, στο όνομα του επιπέδου της λαϊκής συνείδησης,
«βγάζουν λάδι» τον καπιταλισμό και τις νομοτέλειές του. Ανεξάρτητα από
κάποιες διακηρύξεις τους, αυτή η παρέμβαση στοχοποιεί τα μνημόνια, το
νεοφιλελευθερισμό, τη φασιστική νοοτροπία συγκεκριμένων αστικών κομμάτων
και αστών πολιτικών, τη δουλικότητα κάποιων άλλων και ό,τι άλλο
σκαρφίζονται κατά καιρούς οι οπορτουνιστές, αλλά σε καμία περίπτωση την
επιδίωξη του καπιταλιστικού κέρδους. Και στις ελάχιστες περιπτώσεις που
αυτό γίνεται, αυτό χάνεται μέσα σε έναν ωκεανό επιχειρηματολογίας,
συνθημάτων και αναφορών σε εθνικές υποτέλειες, διαφθορά, χούντες,
φασιστικές νοοτροπίες της κυβέρνησης κ.ά., πάντα στο όνομα του… επιπέδου
της λαϊκής συνείδησης.
Στο
σημείο αυτό απαιτείται μια διευκρίνιση: Η κριτική στην παραπάνω λογική
δε μειώνει τη σημασία της επεξεργασίας των κατάλληλων αιτημάτων, ούτε
υπαινίσσεται ότι δεν πρέπει να παίρνεται υπόψη το επίπεδο συνείδησης της
εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, αναδεικνύει ότι η
επεξεργασία τους πρέπει να στοχεύει στην εξύψωση αυτού του επιπέδου,
στην πολιτικοποίηση της εργατικής συνείδησης, η οποία δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί αν βγαίνει από το στόχαστρο ο καπιταλιστικός δρόμος
ανάπτυξης και οι νομοτέλειές του.
Η
συνολική παρέμβαση του ΚΚΕ και του ταξικού εργατικού κινήματος πρέπει
να είναι τέτοια που να αναδεικνύει την αναγκαιότητα ριζικών ανατροπών σε
επίπεδο οικονομίας και εξουσίας. Κριτήριο διαμόρφωσης των επιμέρους
αιτημάτων πρέπει να αποτελούν οι σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης,
καθώς και το σημερινό επίπεδο του πλούτου που αυτή παράγει. Πρέπει να
αναδεικνύεται η αναγκαιότητα οι ίδιοι οι εργάτες να ξεμπερδεύουν με τα
«παράσιτα», τους καπιταλιστές, που έχουν κάτσει στο σβέρκο τους, και να
οικοδομήσουν τη δική τους οικονομία και εξουσία. Με λίγα λόγια, η
συνολική πολιτική παρέμβαση –και τα αιτήματα που εντάσσονται σε αυτήν–
πρέπει να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αντικαπιταλιστικής συνείδησης στο
πρωτοπόρο τμήμα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, συμβάλλοντας
με αυτόν τον τρόπο στην αποτροπή της εμπλοκής του στη διελκυστίνδα της
διεκδίκησης της αστικής διακυβέρνησης.
Σε
αυτό το πλαίσιο και με αυτά τα κριτήρια εξειδικεύονται και τα αιτήματα
σε κάθε χώρο και χρόνο, χωρίς να αποκρύπτεται το γεγονός ότι η οριστική
τους επίλυση προϋποθέτει την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής
κοινωνίας. Όποια πολυμορφία και αν έχουν τα αιτήματα, οι στόχοι και τα
αντίστοιχα πλαίσια του ΚΚΕ και του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος,
δεν προβάλλονται ως τμήματα ενός ενιαίου μεταβατικού πολιτικού
προγράμματος, το οποίο από την ίδια του τη φύση συνδέεται και με την
προβολή συγκεκριμένης κυβερνητικής πρότασης διαχείρισης της
καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας.
Τελικά,
καθήκον του ΚΚΕ σε μη επαναστατικές συνθήκες είναι η μακροχρόνια
ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία και διεύρυνση της επαναστατικής
πρωτοπορίας στο έδαφος των καθημερινών αγώνων, η πρωτοπόρα δράση και
γονιμοποίηση αυτών των αγώνων από την επαναστατική ιδεολογία, η οργάνωση
της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων σε γραμμή πάλης που ευνοεί
την ανάπτυξη αντικαπιταλιστικής συνείδησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Χρήστος Μπαλωμένος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Ρόζας Λούξεμπουργκ: «Η υπόθεση Ντρέιφους και η περίπτωση του Μιλεράν», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2014.
2. «Δεν διεκδικούμε άλλο πόλο. Διεκδικούμε το κόμμα μας!», www.ergatikosagwnas.gr, 12 Φλεβάρη 2013.
3. Διακήρυξη της Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας, 5 Ιούλη 2014.
4. «Δήλωση μελών και στελεχών του ΚΚΕ», www.neaspora.gr, 24 Μάη 2012.
5. «Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ – Πρώτη τοποθέτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη».
6. «Δήλωση στήριξης του ΚΚΕ», www.neaspora.gr, 5 Μάη 2014.
7. «Κράτα με να σε κρατώ…», www.ergatikosagwnas.gr
8. «Από την ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς: Το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης», www.ergatikosagwnas.gr
9. «Το επίδικο ζήτημα (4)», www.neaspora.gr
10.
Πέρα από τους ανιστόρητους οπορτουνιστικούς παραλληλισμούς, το ΚΚΕ
μελετά την ιστορία εξέλιξης της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού
κινήματος, τις συνθήκες στις οποίες διατυπώθηκε η μία ή η άλλη
επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας της ΚΔ για τις
εργατικές κυβερνήσεις κατά την περίοδο 1921-1922.
11. «Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις, την τακτική και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr
12. Ό.π.
13. Ό.π.
14. «Το επίδικο ζήτημα (5.2)», www.neaspora.gr
15. «Το επίδικο ζήτημα (5.4)», www.neaspora.gr
16. Με τις «Θέσεις του Απρίλη» ο Λένιν χάραξε τη στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
17. Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο 19ο Συνέδριο του Κόμματος.
18. «Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις, την τακτική και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr
19. «Το επίδικο ζήτημα (5.2)», www.neaspora.gr
20. Ρόζας Λούξεμπουργκ: «Η υπόθεση Ντρέιφους και η περίπτωση του Μιλεράν», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2014.
21.
«Για το Μεταβατικό Πρόγραμμα και ποιος θα το υλοποιήσει»,
www.ergatikosagwnas. gr (σ.σ.: τα κεφαλαία γράμματα είναι της
ιστοσελίδας).
22.
Ανακοίνωση της Πανελλαδικής Γραμματείας του Εργατικού Αγώνα με τίτλο
«Από τον αγώνα για την επιβίωση του λαού δεν περισσεύει κανείς».
23. Άρθρο της Σύνταξης της Νέας Σποράς με τίτλο «Εκεί έφτασαν το Κόμμα;», Τετάρτη 6 Ιούνη 2012.
24.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, παρά τις διαφωνίες όσον αφορά τα αιτήματα που
αυτό περιλαμβάνει, ο Εργατικός Αγώνας επευφημεί την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την
αποδοχή του Μεταβατικού Προγράμματος: «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι θετικό ότι δεν
θέτει ως βάση της συγκρότησης της συμμαχίας το πρόγραμμά της και την
εξουσία της εργατικής τάξης, αλλά ένα πλαίσιο μεταβατικών στόχων»
(«Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις, την τακτική
και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr).
25. «Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις, την τακτική και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr
26.
Γράφει, π.χ., ο «ΕΑ» στη διακήρυξή του η οποία κυκλοφόρησε πριν λίγους
μήνες, τον Ιούλη του 2014: «Το ξεπέρασμα της κρίσης στην Ελλάδα δεν
είναι προ των πυλών. Η απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτό το σημείο είναι
απροσδιόριστη. Από τη στιγμή που δεν είναι ακόμη στην ημερήσια διάταξη η
δυνατότητα μιας άλλης πορείας στα ελληνικά πράγματα σε
αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή - δημοκρατική κατεύθυνση και με
προοπτική το σοσιαλισμό, η ελληνική κρίση είναι άμεσα εξαρτημένη από την
πορεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης». Η «ΝΣ» με τη σειρά της
κατηγορεί το ΚΚΕ ότι δεν μπόρεσε να προσφέρει «μία πρόταση που δε θα
αποτελούσε μόνο διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, αλλά,
ταυτόχρονα, θα αποτελούσε και τον άξονα για ακόμη παραπέρα συγκέντρωση
δυνάμεων εν μέσω κρίσης, γιατί ήταν ήδη ορατές οι τεράστιες μετακινήσεις
των λαϊκών μαζών» [«Το επίδικο ζήτημα (4)», www.neaspora.gr]. Θα
μπορούσε δηλαδή το ΚΚΕ να βγάλει την Ελλάδα από την καπιταλιστική κρίση
χωρίς να καταργήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία, συγκεντρώνοντας
ταυτόχρονα δυνάμεις για τη μελλοντική κατάργησή της!
27.
Όπως σημειώνει ο «ΕΑ»: «Η πολιτική στροφή του ΚΚΕ έχει σοβαρές
επιπτώσεις στη μαζικότητα, την αποτελεσματικότητα και τον προσανατολισμό
του λαϊκού κινήματος. Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άσχετη με αυτήν
τη στροφή» («Σκέψεις και απόψεις του Εργατικού Αγώνα για τις εξελίξεις,
την τακτική και τη στρατηγική…», www.ergatikosagwnas.gr).
28. «Το επίδικο ζήτημα (5.2)», www.neaspora.gr
29. «Ο Λένιν για την αναγκαιότητα των μεταβατικών προγραμμάτων», www.ergatikos agwnas.gr
30. Γιάννη Τόλιου: «Αριστερή κυβέρνηση, μεταβατικό πρόγραμμα και σοσιαλιστική προοπτική», www.Iskra.gr, 30 Νοέμβρη 2014.
31.
Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 151-199. Ο
Εργατικός Αγώνας έχει «ανεβάσει» στην ιστοσελίδα του το άρθρο αυτό με
αντίστοιχο πρόλογο.
32. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 351-381.
33.
Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την
καταπολεμήσουμε», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 156.
34. Β. Ι. Λένιν: «Για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 373-374.
35.
«Η Κομμουνιστική Διεθνής. Οι θέσεις και το καταστατικό της
Κομμουνιστικής Διεθνούς όπως ψηφίστηκαν στο Β΄ Συνέδριο της
Πετρούπολης-Μόσχας (6-25 Ιούλη 1920)», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110.
36. Β. Ι. Λένιν: «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 306.
37. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 329.
38. Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 100.
39. Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 54.
40.
Β. Ι. Λένιν: «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση»,
Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 116, ή βλ. την
έκδοση Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ.
13.
41. Β. Ι. Λένιν: «Οι Θέσεις του Απρίλη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 40.
42. www.ergatikidimokratia.gr
43.
Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από την ίδια Απόφαση: «Από τη
στιγμή που η (σ.σ.: εργοστασιακή) επιτροπή κάνει την εμφάνισή της,
εγκαθιδρύεται στην πραγματικότητα μία ΔΙΑΡΧΙΑ μέσα στο εργοστάσιο. Από
την ίδια της την ουσία, αυτή η διαρχία είναι κατιτί το μεταβατικό, γιατί
περικλείει μέσα της δυο ασυμφιλίωτα καθεστώτα: Το καπιταλιστικό
καθεστώς και το προλεταριακό καθεστώς. Η τεράστια σπουδαιότητα των
εργοστα¬σιακών επιτροπών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτές
ανοίγουν, αν όχι μια άμεσα επαναστατική περίοδο, τουλάχιστον μια
προεπαναστατική περίοδο ανάμεσα στο αστικό και στο προλεταριακό
καθεστώς».
44.
Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τα κοινά πλαίσια –και σε πολλές περιπτώσεις
ακόμα και τα κοινά ψηφοδέλτια– με το ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα
και σε κάποιους δήμους, τις τοποθετήσεις κεντρικών στελεχών της που
αναπαράγουν μαζικά τη λογική του «μικρότερου κακού» του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση
με την κυβέρνηση, τα συνθήματα που «ρίχνουν» στο κίνημα τα οποία στο
σύνολό τους σχεδόν επικεντρώνουν στην αναγκαιότητα άμεσης κυβερνητικής
αλλαγής κλπ. Αναλυτικά για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ βλ. το άρθρο «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην
πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος», ΚΟΜΕΠ, τεύχ.
4/2014.
45.
Για παράδειγμα, όσον αφορά τον «ΕΑ», στην πρώτη κατηγορία εντάσσουν
αιτήματα σαν τα εξής: «Δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα φορολογεί τα
κέρδη και τον πλούτο, ριζική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, βαθιές
δημοκρατικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα», ενώ στη δεύτερη κατηγορία
εντάσσουν αιτήματα σαν τα εξής: «Η απαλλαγή της χώρας από τα δεσμά της
εξάρτησης, ιδιαίτερα από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, η άρνηση πληρωμής και η
διαγραφή του τεράστιου χρέους, η εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζικών
ομίλων και των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων χωρίς αποζημίωση και με
εργατικό έλεγχο» («Από τον αγώνα για την επιβίωση του λαού δεν
περισσεύει κανείς!», www.ergatikosagwnas.gr).
46.
«Πανελλαδικό συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ. Επίσημη έναρξη της προεκλογικής
περιόδου του ΚΚΕ», www.ergatikosagwnas.gr (τα κεφαλαία γράμματα είναι
του άρθρου).
47. «Χωρίς εσένα…», www.ergatikosagwnas.gr
48. Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε;», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 50-51.
49. «Το επίδικο ζήτημα (5.5.)», www.neaspora.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου