Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Η Κρήτη φαίνεται σα μια λωρίδα γης στο χάρτη, που μέσα σε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα (εάν τη διασχίσεις κάθετα), μπορείς να βρεις τα πάντα: ψηλά βουνά, εύφορες πεδιάδες, μαγευτικά φαράγγια και παραλίες για κάθε γούστο. Έτσι σου δίνει μια μεγάλη γκάμα εκδρομικών επιλογών, για κάθε περίοδο του χρόνου.
Μία μέρα πριν τη δική μας εκδρομή, μάθαμε τα μαντάτα για τα 55 άτομα που εγκλωβίστηκαν στο φαράγγι της Σαμαριάς λόγω καταιγίδας. Έτσι αφήσαμε τα πιο φιλόδοξα σχέδια και προτιμήσαμε τον πιο κοντινό (και λιγότερο διαφημοσμένο) στόχο των Καράνου, όπου δύο φαράγγια, κολλητά το ένα στο άλλο, το Μποριανό και το Κυδώνι σχηματίζουν ένα μικρό πέταλο, που οι άκρες του καταλήγουν στις δύο εισόδους του χωριού.
Μπαίνοντας στο πέταλο, από την πλευρά του Μποριανού, αφήνεις πίσω σου στην είσοδο, μαζί με τα προσωπικά σου αντικείμενα, το φως του ήλιου και τα συνηθισμένα μεσογειακά τοπία, για να περάσεις σε μια ημιτροπική ζούγκλα. Η οποία δεν είναι ακριβώς παρθένα, γιατί υπάρχουν κατά μήκος του φαραγγιού πινακίδες με τις χιλιομετρικές αποστάσεις, ενώ πιο πέρα βρίσκονται τα λατομεία Αβέρωφ (με τη φύση όμως να ανακτά τα δικαιώματά της προ πολλού)· αλλά συγκεντρώνει πολλά χαρακτηριστικά της: οργιώδη βλάστηση, που κόβει όλες τις ηλιαχτίδες κι αποπνικτική υγρασία, που κολλάει πάνω σου σαν ιδρώτας και φτιάχνει μια υπέροχη, πράσινη τσόχα με βρύα και λειχήνες, πάνω σε βράχια και κορμούς δέντρων.
Ενδιάμεσα μπορείς να βρεις κάποια σπήλαια, τα θεμέλια ενός παλιού μύλου, για να χύσεις νερό σε δονκιχωτικά αποωθημένα, φύλλα στο σχήμα της καρδιάς, ενώ νιώθεις, λαχανιασμένος, τη δική σου να χτυπάει σαν τρελή, λες και θέλει να βγει, φθινοπωρινά χρώματα σε μια κιτρινοπράσινη πανδαισία κι ένα μικρό εκκλησάκι-καμπαναριό, μερικά μέτρα πριν τον τερματισμό, για να χτυπήσεις το καμπανάκι για το τελευταίο 400άρι. Κι όταν φτάνεις, σε κάτι δύσβατα μονοάτια, με αγκάθινες παγίδες, που αφήνουν να περάσει ή ο παίκτης ή η μπάλα (μπλούζα), αλλά ποτέ κι οι δύο μαζί, τραγουδάς κρυφά από μέσα σου Μητροπάνο: στενεύουν τα περάσματα, οι φίλοι μου φαντάσματα… Ενώ στην επόμενη στροφή, περιμένεις να δεις κάποιον Βιετ-Κονγκ ή τους Κρήτες αντάρτες που είχαν μείνει αλύγιστοι κι ασύλληπτοι στα βουνά, μέχρι την πτώση της χούντας, το 74’, τον Μπλαζάκη και τον… (είσαι όμως πολύ ιδρωμένος, για να μπορέσεις να το θυμηθείς, θα το κοιτάξεις μόλις πας στο σπίτι σου).
Όσο για το χωριό, είναι ένα από τα κόκκινα κάστρα στο νομό Χανίων, με ποσοστά πάνω από 35% για το κόμμα, ένα μνημείο για τους πεσόντες της ΕΠΟΝ και έναν δραστήριο πολιτιστικό σύλλογο, που τη μέρα της εκδρομής μας είχε διοργανώσει εκδρομή στην Κνωσό, και γι’ αυτό βρήκαμε το χωριό σχεδόν άδειο, λες και το ‘χαν εκκενώσει, για να γλιτώσουν τα αντίποινα των κατακτητών, 70 χρόνια πριν…
Καμία εκδρομή στην Κρήτη όμως, δεν είναι ολοκληρωμένη χωρίς φαγητό. Και η αλήθεια είναι πως βγαίνοντας από το φαράγγι, νιώθεις να πεινάς  σα λύκος και να ορέγεσαι ένα κοπάδι ολάκερο, κοιτάζοντας λαίμαργα τα κατσίκια που συναντάς στη διαδρομή. Αλλά στο τέλος του τραπεζιού, τα βλέπεις όλα κωλυόμενα από το φαγητό και νιώθεις σαν τον άτυχο φίλο του Αντωνάκη απ’ το «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»: αμ δεν το ‘φαγες· σε έφαγες το αρνί Μιχαλάκη μου
Αν κι οι περισσότεροι επισκέπτες βγαίνουν συνήθως νοκ-άουτ με την τσικουδιά, που επιμένουν πολλές φορές να σου κεράσουν οι ντόπιοι με το ζόρι, ακόμα κι αν παίρνεις πχ κάποια αντιβίωση.
-Έλα μωρέ πιες το, αυτό είναι το καλύτερο γιατρικό!
Δεν ξέρω αν το δηλώνουν κι ως φάρμακο, για να μην μπει στο 23% ΦΠΑ…

Καμιά φορά μπορείς να έχεις μικρά προβληματάκια στη συνεννόηση για την παραγγελία, για να καταλάβεις πχ τι είναι το μπατζετάκι.
-Πώς το ‘πες αυτό;
-Μπατζετάκι μωρέ, μπατζετάκι…
Μέχρι που συνειδητοποιείς πως δεν εννοεί πχ το μικρό μπάτζετ, αλλά την παντσέτα.
(Όπως μια άλλη φορά, στο Φεστιβάλ των Χανίων, όπου ένας σύντροφος πουλούσε λαχνούς, για να κληρώσουν «ένα Ντράο…». Κι ενώ εμείς ψάχναμε να βρούμε ποιο μοντέλο αυτοκινήτου και ποια εταιρία εννοούσε, καταλαβαίνουμε ξαφνικά πως κληρώνουν απλώς «έναν τρά(γ)ο…»)

Αλλά σε γενικές γραμμές, σε αυτά τα χωριά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα: σου φέρνουν ό,τι έχουν, χωρίς να τους πεις τίποτα, ακόμα κι αν δεν το έχεις παραγγείλει. Όπως περίπου γινόταν αιώνες τώρα, όταν είχε μουσαφίρηδες κάποιος νοικοκύρης, και του έβγαζε να φάει ό,τι είχε και δεν είχε.
Κι αυτά τα κοινοτικά, σχεδόν κοινοβιακά, κατάλοιπα, που έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο και στη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή με σκοπό το κέρδος (δηλ τον καπιταλισμό), μας δίνουν ίσως μια μικρή γευση από την κοινωνία του μέλλοντος και τις ανθρώπινες σχέσεις στην ώριμη φάση της ανθρωπότητας. Κι αν ευσταθεί το παραπάνω συμπέρασμα, η κοινωνία του μέλλοντος έχει πολύ ωραία γεύση. Αγνή και μοναδική, σαν τα κρέατα των χωριών της Κρήτης…