5 Νοε 2015

Όταν οι πρόγονοι των χρυσαυγιτών έβριζαν και δολοφονούσαν τους πόντιους και μικρασιάτες πρόσφυγες

 Όταν οι πρόγονοι των χρυσαυγιτών έβριζαν και δολοφονούσαν τους πόντιους και μικρασιάτες πρόσφυγες


Πρόσφυγες στην Ελλάδα, 1922.
Πηγή: Erodotos Weblog.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Α. Γκίκα, «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. Σύγχρονη Εποχή – Κεφάλαιο «Πτυχές και ζητήματα του Πόντου την εποχή του ιμπεριαλισμού».

Ποια η στάση των πολιτικών δυνάμεων της εποχής έναντι των προσφύγων; Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωία» το 1935, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι το βενιζελικό «στρατόπεδο» καλλιεργούσε σκόπιμα την ιδέα ανάμεσα στους πρόσφυγες πως αν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι έρχονταν ποτέ στην εξουσία «η πρώτη των πράξις θα ήτο να εξαπολύσουν κατά των προσφυγικών συνοικισμών στίφη μαινόμενα διά να τους εξοντώσουν, να τους αφαιρέσουν τας κατοικίας, τους αγρούς, τα παραπήγματά των». 


Και ο λόγος για τον οποίο η βενιζελική παράταξη επιδίωκε «να παρατείνει και να διαιωνίσει την διάκρισιν μεταξύ προσφύγων και γηγενών», σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ήταν γιατί επιθυμούσε «να υπάρχουν οι πρόσφυγες ως παράγων χωριστός, διά να επιτηδεύηται τον δήθεν προστάτην των έναντι των δήθεν εχθρών των»76.

Βέβαια, στο διαχωρισμό αυτό συνέδραμε σε ένα μεγάλο βαθμό και η πρακτική, η πολιτική, της «άλλης πλευράς», δηλαδή των Λαϊκών, των οποίων ο αντι-προσφυγισμός έφτανε πολλές φορές τα όρια του ρατσισμού και της υστερίας. Για τη στάση αυτή ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν μια σειρά από δημοσιεύματα που έκαναν την εμφάνισή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου από αντι-βενιζελικούς και τα οποία καλούσαν για τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», το διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους», κλπ. Ο «Ριζοσπάστης» στάθηκε συνεπής πολέμιος αυτής της αντι-λαϊκής επιθετικότητας. Καταφερόμενος, για παράδειγμα, εναντίον σχετικών άρθρων της «Καθημερινής» το Γενάρη του 1928, τόνιζε επικριτικά: «Οι πρόσφυγες δεν ψηφίζουν τον Τσαλδάρη και τον Μοναρχισμό, οι πρόσφυγες λοιπόν πρέπει να εξοντωθούν! Το δίκαιο των «ολίγων» μοναρχικών γηγενών, όπως λέει η Καθημερινή, θα τους μεταβάλλει σε «επαναστάτες». «Ο εκλογικός αυτός πληθυσμός θα μεταβληθεί αναγκαστικώς εις παράταξιν επαναστατών», επαναστατών που θα φέρουν πίσω τη βασιλεία, επαναστατών που να διώξουν ή να εξοντώσουν τους πρόσφυγες! Αυτή είναι η νέα φάση που δίνει ο Μοναρχισμός στον πόλεμο του κατά της Βενιζελοδημοκρατικής παράταξης»78.

Μέχρι και το 1936 ακόμα, ο συντηρητικός Τύπος πρόβαλλε το αίτημα της εκλογικής και πολιτικής γκετοποίησης του προσφυγικού κόσμου, καλώντας για την «πλήρη εκλογική αποκέντρωση των προσφύγων, ώστε να εκλέγουν πρόσφυγας βουλευτάς… και όχι ν’ αλλοιώνουν τα εκλογικά αποτελέσματα των γηγενών. Αμυνόμεθα συνεπώς υπέρ των γηγενών και δεν επιτιθέμεθα κατά των προσφύγων(!), οι οποίοι όταν θα γίνουν ίσοι μ’ εμάς στα στρατολογικά και τα φορολογικά, ας ψηφίζουν τον Αντίχριστο εις τον αιώνα τον άπαντα»79. Ο χαρακτηρισμός «Αντίχριστός» αναφέρεται βέβαια στον Βενιζέλο. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι είχε περάσει πάνω από μια δεκαετία από την έλευση των προσφύγων, μια μερίδα του γηγενούς πληθυσμού τούς θεωρούσε ακόμα πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Οι επιθέσεις εναντίον του προσφυγικού στοιχείου όμως δεν περιορίστηκαν απλά σε φραστικές, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έλαβαν και τη μορφή φυσικής βίας. Στα Πρακτικά του Συμβουλίου του Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου το Νοέμβρη του 1924 θα γίνει λόγος για ένοπλες επιθέσεις γηγενών εναντίον άοπλων προσφύγων, που αποδίδονται στην έλλειψη μεθοδικού προγράμματος της κυβέρνησης για την εγκατάστασή τους. Γίνεται δε αναφορά σε γενικευμένα αιματηρά επεισόδια ανά την επικράτεια80.

«Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους «αμύνης» κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις». «Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικώς. Ονομάζονται «λεφούσι», χαρακτηρίζονται «Τούρκοι», απειλούνται με εξόντωσιν»81. Είναι πραγματικά αποκαλυπτική η στάση των λεγόμενων «πατριωτών» και «εθνικοφρόνων» της εποχής έναντι των προσφύγων, ενώ αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την προσπάθεια που πραγματοποιεί ο ίδιος ιδεολογικοπολιτικός χώρος σήμερα να καπηλευτεί την ποντιακή (τουρκοποντιακή και ρωσοποντιακή) ψήφο.
Πρόσφυγες από τον Πόντο.
Οι κομμουνιστές έδωσαν τότε μια τιτάνια μάχη καταγγέλλοντας -στον αγώνα τους να καταργήσουν στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που ήθελε να επιβάλει ο αστικός κόσμος μεταξύ προσφύγων και γηγενών εργαζομένων στη λογική του «διαίρει και βασίλευε»:

«Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες. Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν… ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφο του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη».
Ριζοσπάστης, 7 Σεπτεμβρίου 1929

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στάθηκε ειλικρινά δίπλα στους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πόλεις όπου το κομμουνιστικό κίνημα και οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις κατείχαν ηγεμονική θέση, όπως η Καβάλα, οι πρόσφυγες εντάχθηκαν αμέσως στην τοπική κοινωνία, τα κρούσματα ρατσισμού ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ τα σωματεία μερίμνησαν από πολύ νωρίς για την επαγγελματική τους εκπαίδευση και την πετυχημένη ένταξή τους στην παραγωγή.

Το γεγονός ότι και στην Ελλάδα σε γενικές γραμμές οι πρόσφυγες άργησαν να «ενταχθούν» ουσιαστικά στην ντόπια κοινωνική και πολιτική ζωή, να αισθανθούν και να ενεργήσουν στην πράξη ως μέλη των κοινωνιών όπου εγκαταστάθηκαν και όχι ως πληθυσμός «φιλοξενούμενος» ή «εν αναμονή», παρουσιάζει επίσης ειδικό ενδιαφέρον. Δεν ήταν παρά τουλάχιστο μια δεκαετία μετά όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν πλέον τη μονιμότητα της κατάστασής τους, σηματοδοτώντας μια αργή αλλά σταθερή τάση αλλαγής της κατάστασης. Εχει τέλος αξία να επισημάνουμε ότι η πρώτη μαζική ένταξη των προσφύγων, Μικρασιατών και Ποντίων, στη διαδικασία της συνειδητής συνδιαμόρφωσης της τύχης της νέας τους πατρίδας πραγματοποιήθηκε μέσα από τον αγώνα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, όταν οι προσφυγικοί συνοικισμοί μεταμορφώθηκαν σε πραγματικά κάστρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Βιβλιογραφία:
76. «Πατρίς» 23/11/1935.
77. «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928.
78. «Ριζοσπάστης» 29/1/1928.
79. «Ελληνικό Μέλλον» 2/2/1936.
80. Πρακτικά Συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΠΜΚ 11/11/1924, Αρχείο Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου (ΕΛΙΑ).
81. «Ακρόπολις» 6/2/1936.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ