Κίνδυνοι, «αβεβαιότητες» και αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις
«Από κοινού με τη Γερμανία και πριν από το τέλος της χρονιάς, θα παρουσιάσουμε νέες προτάσεις»
σχετικά με τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ανάπτυξης στην
Ευρωζώνη, δήλωσε στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στο
Νταβός της Ελβετίας, ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρ. Ολάντ. Οι προτάσεις αυτές θα αφορούν «την
πολιτική και τη δημοκρατία, τους θεσμούς και τα όργανα της αλληλεγγύης
που απαιτούνται για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ανάπτυξης
στην Ευρωζώνη».
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μ. Βαλς, τόνισε πως η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο «αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού σχεδίου, βραχυπρόθεσμα, μέσα στους επόμενους μήνες», εξαιτίας των διαφόρων κρίσεων που την απειλούν, αναφέροντας την προσφυγική κρίση, την τρομοκρατία, την πιθανή έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Η έξοδος της Βρετανίας («Brexit») «θα ήταν αδιαμφισβήτητα κάτι πολύ κακό», δήλωσε στους δημοσιογράφους και πρόσθεσε: «Πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα».
Στον ίδιο άξονα, ο Επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Π. Μοσκοβισί, εντόπισε κινδύνους από το ενδεχόμενο διάλυσης της ζώνης Σένγκεν λόγω της μεταναστευτικής κρίσης και την πιθανότητα εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Ο ίδιος εμφανίστηκε βέβαιος πως θα υπάρξει μια καλή συμφωνία με τη Βρετανία το Φλεβάρη, καθώς επίσης και μια συμφωνία για την αναμόρφωση της συνθήκης Σένγκεν, που θα μπορούσε να αποτρέψει αυτούς τους κινδύνους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επίθεση του κεφαλαίου θα εκδηλωθεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα το επόμενο διάστημα, ενόψει και των αναδιαρθρώσεων που συντελούνται για την παραπέρα εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Αυτές οι διεργασίες αποκτούν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, ενώ όλα δείχνουν ότι θα αποτελέσουν το κεντρικό ζήτημα της προσεχούς Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στις 18 και 19 Φλεβάρη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και πιστεύω ότι η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα δεχόταν πλήγμα, αν δεν ήμασταν έτοιμοι να αξιολογήσουμε και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τη νομισματική μας πολιτική, όταν θα έχουμε πλήρη πληροφόρηση. Καθώς ξεκινάμε τη νέα χρονιά, τα καθοδικά ρίσκα έχουν αυξηθεί ξανά εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας για τις προοπτικές ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών, τη μεταβλητότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές και στις αγορές εμπορευμάτων και των γεωπολιτικών ρίσκων».
Στο διά ταύτα και προκειμένου να δώσει το σινιάλο στους «επενδυτές» και τις «αγορές», τόνισε πως «θα είναι αναγκαίο να αξιολογήσουμε και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τη νομισματική μας πολιτική στην επόμενη συνάντηση τον Μάρτιο, όταν θα είναι διαθέσιμες οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις».
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ σημείωσε ότι η δυναμική του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη παραμένει πιο αδύναμη από αυτή που αναμενόταν, εκτιμώντας ότι θα διαμορφωθεί σε πολύ χαμηλά ή ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα τους επόμενους μήνες, για να ανακάμψει αργότερα το 2016. Ταυτόχρονα, προειδοποίησε ότι παραμένουν τα ρίσκα από δευτερογενείς επιπτώσεις, που θα πρέπει «να παρακολουθούνται στενά». Υπογράμμισε, δε, ότι δεν υπάρχουν τεχνικά όρια στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η ΕΚΤ στη χρήση των εργαλείων που διαθέτει. Σε ό,τι αφορά τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, σημείωσε πως αναμένεται να παραμείνουν στα σημερινά ή σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, κάλεσε τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης «να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, παραμένοντας παράλληλα εντός των δημοσιονομικών κανονισμών της ΕΕ».
Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του με τίτλο «World Economic Outlook», εντοπίζονται οι παρακάτω κίνδυνοι:
-- Απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, που θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στη διεθνή οικονομία, μέσω της μείωσης των εμπορικών συναλλαγών, την απώλεια της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, με επακόλουθες συνέπειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
-- Προβλήματα σε επιχειρήσεις από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου ΗΠΑ, την ενίσχυση της ισοτιμίας του, καθώς, σε αυτή τη φάση, οι ΗΠΑ «εξέρχονται από την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική».
-- Ενίσχυση του «φόβου των επενδυτών», με αποτέλεσμα την αποφυγή επενδυτικού ρίσκου που θα οδηγούσε σε περαιτέρω έντονες συναλλαγματικές υποτιμήσεις και οικονομικές πιέσεις, ιδιαίτερα σε «ευάλωτες και αναδυόμενες οικονομίες».
-- Κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων, γεγονός που θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, την οικονομία και τον τουρισμό.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «η μεταποιητική δραστηριότητα και το εμπόριο εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή σε παγκόσμιο επίπεδο», γεγονός που αντανακλά όχι μόνο τις εξελίξεις στην Κίνα, αλλά και τον υποτονικό χαρακτήρα των επενδύσεων συνολικότερα στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων, με μείωση των επενδύσεων σε εξορυκτικές βιομηχανίες.
Ειδική αναφορά γίνεται στην «προσφυγική κρίση» σε επίπεδο ΕΕ, σε ό,τι αφορά την «ικανότητα απορρόφησης των αγορών εργασίας της ΕΕ» και τη «δοκιμασία για τα πολιτικά συστήματα». Σύμφωνα με το ΔΝΤ, απαιτούνται δράσεις για την υποστήριξη της ένταξης των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό, προκειμένου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να διαμορφωθούν τα «ενδεχόμενα μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη».
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μ. Βαλς, τόνισε πως η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο «αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού σχεδίου, βραχυπρόθεσμα, μέσα στους επόμενους μήνες», εξαιτίας των διαφόρων κρίσεων που την απειλούν, αναφέροντας την προσφυγική κρίση, την τρομοκρατία, την πιθανή έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Η έξοδος της Βρετανίας («Brexit») «θα ήταν αδιαμφισβήτητα κάτι πολύ κακό», δήλωσε στους δημοσιογράφους και πρόσθεσε: «Πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα».
Στον ίδιο άξονα, ο Επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Π. Μοσκοβισί, εντόπισε κινδύνους από το ενδεχόμενο διάλυσης της ζώνης Σένγκεν λόγω της μεταναστευτικής κρίσης και την πιθανότητα εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Ο ίδιος εμφανίστηκε βέβαιος πως θα υπάρξει μια καλή συμφωνία με τη Βρετανία το Φλεβάρη, καθώς επίσης και μια συμφωνία για την αναμόρφωση της συνθήκης Σένγκεν, που θα μπορούσε να αποτρέψει αυτούς τους κινδύνους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επίθεση του κεφαλαίου θα εκδηλωθεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα το επόμενο διάστημα, ενόψει και των αναδιαρθρώσεων που συντελούνται για την παραπέρα εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Αυτές οι διεργασίες αποκτούν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, ενώ όλα δείχνουν ότι θα αποτελέσουν το κεντρικό ζήτημα της προσεχούς Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στις 18 και 19 Φλεβάρη.
ΕΚΤ: «Τα καθοδικά ρίσκα έχουν αυξηθεί ξανά»
Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μ. Ντράγκι,
ο οποίος μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της την Πέμπτη
21/1, υπογράμμισε ότι οι συνθήκες από την προηγούμενη συνεδρίαση του
Δεκέμβρη έχουν αλλάξει, κάνοντας ειδική αναφορά στην πτώση της τιμής του
αργού πετρελαίου κατά 40% από τις προηγούμενες προβλέψεις.Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και πιστεύω ότι η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα δεχόταν πλήγμα, αν δεν ήμασταν έτοιμοι να αξιολογήσουμε και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τη νομισματική μας πολιτική, όταν θα έχουμε πλήρη πληροφόρηση. Καθώς ξεκινάμε τη νέα χρονιά, τα καθοδικά ρίσκα έχουν αυξηθεί ξανά εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας για τις προοπτικές ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών, τη μεταβλητότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές και στις αγορές εμπορευμάτων και των γεωπολιτικών ρίσκων».
Στο διά ταύτα και προκειμένου να δώσει το σινιάλο στους «επενδυτές» και τις «αγορές», τόνισε πως «θα είναι αναγκαίο να αξιολογήσουμε και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τη νομισματική μας πολιτική στην επόμενη συνάντηση τον Μάρτιο, όταν θα είναι διαθέσιμες οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις».
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ σημείωσε ότι η δυναμική του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη παραμένει πιο αδύναμη από αυτή που αναμενόταν, εκτιμώντας ότι θα διαμορφωθεί σε πολύ χαμηλά ή ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα τους επόμενους μήνες, για να ανακάμψει αργότερα το 2016. Ταυτόχρονα, προειδοποίησε ότι παραμένουν τα ρίσκα από δευτερογενείς επιπτώσεις, που θα πρέπει «να παρακολουθούνται στενά». Υπογράμμισε, δε, ότι δεν υπάρχουν τεχνικά όρια στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η ΕΚΤ στη χρήση των εργαλείων που διαθέτει. Σε ό,τι αφορά τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, σημείωσε πως αναμένεται να παραμείνουν στα σημερινά ή σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, κάλεσε τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης «να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, παραμένοντας παράλληλα εντός των δημοσιονομικών κανονισμών της ΕΕ».
«Θολώνουν» οι ρυθμοί της ανάκαμψης
Στο
μεταξύ, στην τρίτη κατά σειρά υποβάθμιση των εκτιμήσεών του ως προς
τους ρυθμούς αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ προχώρησε την Τρίτη 12/1 το ΔΝΤ.Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του με τίτλο «World Economic Outlook», εντοπίζονται οι παρακάτω κίνδυνοι:
-- Απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, που θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στη διεθνή οικονομία, μέσω της μείωσης των εμπορικών συναλλαγών, την απώλεια της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, με επακόλουθες συνέπειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
-- Προβλήματα σε επιχειρήσεις από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου ΗΠΑ, την ενίσχυση της ισοτιμίας του, καθώς, σε αυτή τη φάση, οι ΗΠΑ «εξέρχονται από την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική».
-- Ενίσχυση του «φόβου των επενδυτών», με αποτέλεσμα την αποφυγή επενδυτικού ρίσκου που θα οδηγούσε σε περαιτέρω έντονες συναλλαγματικές υποτιμήσεις και οικονομικές πιέσεις, ιδιαίτερα σε «ευάλωτες και αναδυόμενες οικονομίες».
-- Κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων, γεγονός που θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, την οικονομία και τον τουρισμό.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «η μεταποιητική δραστηριότητα και το εμπόριο εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή σε παγκόσμιο επίπεδο», γεγονός που αντανακλά όχι μόνο τις εξελίξεις στην Κίνα, αλλά και τον υποτονικό χαρακτήρα των επενδύσεων συνολικότερα στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων, με μείωση των επενδύσεων σε εξορυκτικές βιομηχανίες.
Ειδική αναφορά γίνεται στην «προσφυγική κρίση» σε επίπεδο ΕΕ, σε ό,τι αφορά την «ικανότητα απορρόφησης των αγορών εργασίας της ΕΕ» και τη «δοκιμασία για τα πολιτικά συστήματα». Σύμφωνα με το ΔΝΤ, απαιτούνται δράσεις για την υποστήριξη της ένταξης των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό, προκειμένου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να διαμορφωθούν τα «ενδεχόμενα μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου