Παραμυθιάζομαι
Γράφει ο Οικοδόμος //
Ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά που κάνουν όνειρα για τη ζωή και βάζουν στόχους, έχοντας να παλέψουν με τεράστιες δυσκολίες και ανισότητες. Κατάφερε να κάνει αυτό που αγαπούσε, από μικρός, αυτό που –όπως έλεγε ο ίδιος- ήταν γεννημένος να κάνει και τίποτα δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Τον χαρακτήρισαν φαινόμενο. Έφτιαχνε ασυνήθιστα τραγούδια σκαρώνοντας συνηθισμένα στιχάκια με πιασάρικες ομοιοκαταληξίες, χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις τριμμένες από τη χρήση, ντυμένα με μουσικές – παραλλαγές στο ίδιο μοτίβο, δοσμένα με έναν δικό του τρόπο.
Από το δωμάτιό του, με μια κιθάρα, βγήκε στον ωκεανό του διαδικτύου, όπως πολλά νέα παιδιά και δημιουργοί που προσπαθούν για την αναγνώριση, που θα τους εξασφαλίσει την επιβίωση και -αν είναι και τυχεροί, εκτός από ταλαντούχοι- θα φέρει την καταξίωση και την επιτυχία. Δεν έγραψε και δεν τραγούδησε μεγάλα νοήματα. Όπως ο ίδιος έλεγε ήταν τραγουδιστής της καψούρας· δεν είχε πρόβλημα να το λέει στις -μετρημένες στα δάχτυλα- συνεντεύξεις του, με μια πηγαία αμεσότητα και γνησιότητα που είτε την έχεις είτε δεν γίνεσαι πιστευτός. Και για να την έχεις πρέπει κάτι να κουβαλάς στη βαλίτσα σου, από το σπίτι σου, την οικογένειά σου, τα βιώματά σου.
Δεν προσπάθησε να πουλήσει τίποτα περισσότερο ή διαφορετικό από αυτό που είχε. Ήταν μια ασυνήθιστη (εκτός από σύντομη) παρουσία στο χώρο του λεγόμενου σταρ-σίστεμ. Δεν ταίριαζαν τα χνώτα του με των περισσότερων σελέμπριτις, δεν πλήρωνε παπαρατσαίους για δήθεν τυχαίες συναντήσεις-φωτογραφίσεις, δεν προκαλούσε με επιδείξεις πλουτισμού. Ακόμα και όταν έγινε ο βασιλιάς της νύχτας συνέχισε να μένει στο ίδιο –πατρικό- σπίτι, στην ίδια λαϊκή γειτονιά. Να εμπιστεύεται το πορτοφόλι του στο κουμάντο της μάνας, να βοηθάει καθημερινά στο οικογενειακό μαγαζί, να συχνάζει στην ίδια λαϊκή καφετέρια και να βάζει το χέρι στην τσέπη για κάθε γείτονα ή περαστικό που είχε ανάγκη. Είχε και κάτι ακόμα ασυνήθιστο για ανθρώπους του χώρου του: χαμήλωνε πάντα τα μάτια όταν οι άλλοι μιλούσαν γι’ αυτόν.
Με τον άδικο και τραγικό χαμό του εξέπεμψε σ’ εκατομμύρια κεραίες κύματα ανθρωπιάς και συγκίνησης και κατάφερε να μπει στη ζωή και αυτών ακόμα που δεν άκουγαν τα τραγούδια του. Ήταν ένας από τους χιλιάδες νέους ανθρώπους που χάνονται στην άσφαλτο, αν και δεν έχουν, αυτοί, το προνόμιο -ή την ατυχία- να προβάλλεται ο θάνατός τους σε εθνικό δίκτυο. Έχουν –είχαν- όμως την ίδια αξεδίψαστη αψηφισιά της νιότης που, συχνά, σβήνει στριμωγμένη ανάμεσα στις ραφές ενός επώνυμου ρούχου, σ’ ένα ποτήρι μπροστά από μια μπάρα, στο τιμόνι ενός αυτοκινήτου ή μηχανής, σπάζοντας όρια εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Αντιγράφοντας πρότυπα που, αν δεν προσέξεις, γίνονται μέγγενες και μπορούν να σε πνίξουν.
(Θα μπορούσε, κάποιες από τις λέξεις που γράφτηκαν μέχρι εδώ να κλειστούν μέσα σε εισαγωγικά, αν δεν εξέφραζαν όλο αυτό το οικοδόμημα που εκατομμύρια συνάνθρωποί μας στηρίζουν και δια της συμμετοχής –ή αδιαφορίας- τους συντηρούν και διαιωνίζουν. Η μουσική -και η αισθητική- είναι θέμα γούστου, όχι η ανθρωπιά.)
Ο τρόπος που έφυγε από τη ζωή ο Παντελής Παντελίδης σόκαρε μια κοινωνία που δεν δυσκολεύεται να συγκινηθεί στο σαλόνι της, μπροστά στη θεά τηλεόραση· που αρέσκεται να την παραμυθιάζουν τα δηθεναριά και διαρκώς αναμερίζει, αναβάλει ή αναθέτει τις ευθύνες της· που το φιλότιμό της θίγεται από ρίμες τύπου «γκόμενα-κατεχόμενα»· που νομίζει ότι «είναι» ενώ ποτέ δεν ήταν· που συνήθισε να αυτοϊκανοποιείται αντί να διεκδικεί την ικανοποίηση των αναγκών της, μπερδεύει το επίπεδο με την ψευτοκουλτούρα και βολεύεται με δανεική ταυτότητα. Και που, όταν τα φώτα στο στούντιο θα σβήσουν και τα νεκρολούλουδα μαραθούν, θα συνεχίσει να βυθίζεται στη νιρβάνα της μιζέριας και της υποκρισίας της, αποφεύγοντας, ως συνήθως, να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
Η ζωή είναι μια μικρή κλωστή που μπορεί να μας ενώσει με τα μεγαλύτερα ή με το τίποτα. Ένα δώρο πολύτιμο, το πιο ακριβό, που κρατάει λίγο. Ο καθένας έχει την επιλογή να την ξοδέψει ή να της προσδώσει νόημα και να προσπαθήσει να την κάνει καλύτερη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου