Η ελιά και η φωτιά
Εν όψει του σημερινού ντέρμπι, του φόβου επεισοδίων (ακόμα και
προβοκάτσιας -sic- όπως λένε κάποια κόκκινα πρωτοσέλιδα), και με αφορμή
και την πρόσφατη ποδοσφαιροκουβέντα, η κε του μπλοκ αντιγράφει και
δημοσιεύει σήμερα ένα πολύ ωραίο διήγημα του Θανάση Σκρουμπέλου (που
έχει γράψει και το βιβλίο "Μπούκοβι: Πώς ήρθε και γιατί έφυγε) από το
συλλογικό τόμο των Θρησκευόμενων Κόκκινων Επιστημόνων, με κείμενα για
την Οπαδική Βία (και άλλες πτυχές της βίας στον αθλητισμό, εκδόσεις
Νόβολι), που έχει αρκετές αξιόλογες προσεγγίσεις και μπορεί να μας
απασχολήσει ξανά στο άμεσο μέλλον.
Καλή ανάγνωση.
Ο Τάκης κρατώντας το ξυράφι πάνω από το μάγουλο του Λούη του Μπόγρη είπε, "εγώ είμαι με τα παιδιά που βάζουνε φωτιές".
Ο Λούης ο Μπόγρης είναι αστυφύλακας παλιάς κοπής που θέλει ένα χρόνο ακόμη για να βγει στη σύνταξη. Ο Τάκης είναι φίλος του και κουρέας του. Το μπαρμπέρικο του Τάκη είναι δίπλα από το τορναδόρικο του Πασχάλη και πιο δίπλα είναι το χασάπικο του Πασιαλή, του Έφορου της τοπικής ομάδας.
Στον αγώνα της Κυριακής με τον Ιερόθεο "τα τσογλάνια οι χουλιγκάνοι" τα κάναν' μπάχαλο. Ξηλώσαν την καινούργια εξέδρα χωρίς κανένα λόγο. Αφού κέρδιζε μ' ένα μηδέν η ομάδα. Μετά κάναν' γιούργια στα στενά της γειτονιάς και σπάσανε την αποθήκη ξυλείας του κυρ Μανώλη, τη βιτρίνα του χασάπικου του Πασιαλή και την αποθήκη ξυλεία του κυρ Μανώλη, τη βιτρίνα του χασάπικου του Πασιαλή και ρίξαν' στουπί και πετρέλαιο και κάψαν το μηχανάκι του "μπάτσου", του Λούη του Μπόγρη.
Αυτό εξηγούσε τώρα ο Λούης στο φίλο του τον μπαρμπέρη τον Τάκη καθώς τον ξύριζε.
Ο Τάκης είναι κοντός, παχουλός, με φιλεδάτο μαλλί και μικρό γενάκι σαν του τράγου. Παθιάζεται όταν μιλάει και χειρονομοεί επικίνδυνα καθώς κρατάει το ξυράφι ανοιχτό. Ο Λούης είναι μπάτσος, μπεκρής, με κόκκινη μύτη, μόνιμα κουρασμένος, γκρινιάρης και καλόψυχος, δεν έχει πειράξει ούτε μύγα στη γειτονιά.
"Το παραέξω δε μας ενδαφέρει... μας φτάνει που εδώ σε μας είναι τζέντλεμαν κι αν πιάνουν κάνα παιδί δικό μας παίρνει τηλέφωνο και το αφήνουν στο άστα ντούε" λένε όλοι.
Η γειτονιά είναι ένα ξεχασμένο κομμάτι από το χρόνο, το Δήμαρχο και τους εργολάβους πίσω από την Ιερά Οδό, εκεί που ήταν η ελιά του Πλάτωνα. Τώρα δεν είναι.
"Ένας σκατίβλαχος" -έτσι τον γράψαν' στους τοίχους- "οδηγός λεωφορείου έκανε όπισθεν και την ξερίζωσε, ξερίζωσε δυο χιλιάδων χρόνων ιστορία ο άθλιος", είπε ο δάσκαλος και τα χουλιγκάνια γράψαν' στους τοίχους: "Σκατίβλαχε, έλα πάλι με τον κώλο να γκρεμίσεις και το υπόλοιπο μπουρδέλο που λέγεται Αθήνα".
Η ελιά ήταν μια όμορφη γριά που τη θυμούνταν ως γριά και οι παλιοί και αυτό πάει να πει πως ήταν πολλές γενιές όρθια εκεί. Ο "σκατίβλαχος", καθώς και η υπηρεσία του, ούτε μια συγνώμη δε ζήτησαν. Ο Δήμος, για τα μάτια του κόσμου, έχωσε ένα κλαράκι της για να την αναγεννήσει. Τρίχες! Η όμορφη γριά ελιά πέρασε στη λήθη. Μόνο οι άνθρωποι σε κείνο το ξεχασμένο κομμάτι την αναθυμούνταν.
"Εκεί, δίπλα στην ελιά του Πλάτωνα μου κάψαν' το μηχανάκι τα τσογλάνια", είπε με παράπονο ο Λούης στον Τάκη. "Ούτε την ελιά δε σεβαστήκανε".
"'Ντάξει", του 'πε ο Τάκης. "Κι εσύ γιατί το άφησες στην ελιά;"
Η ελιά δεν υπάρχει, όπως σας είπα, αλλά όλοι μιλάνε σαν να είναι ακόμη εκεί.
Το μηχανάκι που του κάψαν' οι μπαχαλάκηδες του Λούη ήταν από τα κλεμμένα, τα αζήτητα που έχουν στη μάντρα της αστυνομίας.
"... 'Ντάξει, θα πάρεις άλλο..." του είπε ο Τάκης.
"Δεν είναι το θέμα εκεί.. είναι ότι αυτά τα παιδιά... θα βάλουν φωτιά σε όλους μας... γαμώ την αγανάκτηση", σήκωσε φωνή ο πάντα χαμηλών τόνων Λούης.
Ο Τάκης κορδώθηκε σαν να την περίμενε μια τέτοια ατάκα να πιαστεί από πάνω της και να ξετυλίξει προτάσεις, παύσεις, παρεκβάσεις, γυρίσματα και όλα τα κόλπα της ρητορικής, που κάθε κουρέας κατέχει.
"Τώρα έπιασες τον ταύρο από τα κέρατα... την ουσία του, γιατί τα μπαχαλάκια γκρεμίζουν τον κόσμο μας... και όχι το μηχανάκι σου, που στο κάτω-κάτω ήταν και κλεμμένο! Γιατί είναι καλοταϊσμένα και δεν έχουν ένα δάσκαλο κι έναν πατέρα να τα πλακώσει στη φάπα... όπως κάναν' οι δικοί μας οι γονείς", είπε με στόμφο ο Πασιαλής ο χασάπης που μπήκε εκείνη τη στιγμή.
"Καλώς τον εκδορέα... τον μπούτσερ", του είπε ο Τάκης, που είχε κάνει κι ένα φεγγάρι ναυτικός και μιλούσε τα "αμερ'κάνικα".
"Ξύρισμα κόντρα φρεσκάρισμα", του είπε ο Πασιαλής και κάθισε στην καρέκλα δίπλα από τον Λούη.
Ο Τάξης δούλευε και "σιμουλτανέ", και δύο και τρεις μαζί στο ξύρισμα, γι' αυτό τον λέγαν' και Καρπόφ των μπαρπέρηδων.
"Μου κάψαν' το μηχανάκι", επανέλαβε και στον Πασιαλή ο Λούης με παράπονο.
"Και μένα μου σπάσαν' τη βιτρίνα, γαμώ την αγανάκτηση", είπε και ο Πασιαλής.
"Τώρα μπαίνεις κι εσύ στην ουσία του θέματος", είπε ο Τάκης και του Πασιαλή. "Η ουσία του θέματος είναι η αγανάκτηση. Για πες μου, εκδορέα... Όταν ανοίγεις το παράθυρό σου τι βλέπεις;"
"Έναν τόνο σκουπίδια", είπε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Πασιαλής.
"Κι εσύ, μπάτσε;" ρώτησε το Λούη.
"Το μπουρδέλο της Τασούλης, που τώρα έχει πελάτες Πακιστανούς".
"...Δε βλέπεις το μπουρδέλο της Τασούλης... το μπουρδέλο που ζούμε μέσα του όλοι μας βλέπεις, βλέπω, βλέπουμε... Σήψη φίλοι μου", σήκωσε τόνο και ξυράφι ο Τάκης. "Μια ολόκληρη κοινωνία, γερασμένη, ακίνητη, τελματωμένη... Ούτε μπρος ούτε πίσω... Με σαλταδόρους πολιτικούς... βολεμένους μπάτσους... αρουραίους δήμαρχους... ψοφοδεείς δασκάλους... ρουσφέτι, μπαχτσίσι, γρηγορόσημο, διαφθορά. Η Ασία της Ευρώπης είμαστε... Θα το αφήσουμε έτσι;" Ρητορική και εγερτήρια θυμού η ερώτησή του, πέσαν' αμέσως στην παγίδα του.
"ΟΧΙ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ", πετάχτηκαν και ο Λούης και ο Πασιαλής.
Ο Τάκης γέλασε παστρικά. Τους είχε φέρει εκεί που ήθελε.
"Ε, αυτό, μάθια μου, κάνουν τα μπαχαλάκια... Τη δουλειά της αγανάκτησης... Τι τους παραδίδουμε;... Μια λουμπίνα κόσμο... Αποτύχαμε... Σε αυτό τον κόσμο βάζουν φωτιά... που εμείς οι γερονερόκοτες, πνιγμένοι στην μπόχα του, είμαστε τέζα στο καναβάτσο... Τη δουλειά μας κάνουνε τα παιδιά... Από φόβο να μη γίνουν σαν κι εμάς..." τους είπε και κεραυνός θριάμβου έλαμπε στα μάτια του.
"Ναι, αλλά εμένα μου κάψανε το μηχανάκι", επέμενε ο Λούης.
"Δε στο κάψανε", τον αποπήρε γλυκά σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί ο Τάκης. "Πυρ... καθαρτήριο πυρ ήταν, απονήρευτε μπάτσε... Χαζοεργαλείο μιας διεφθαρμένης κοινωνίας... Διότι η κοινωνία, όταν πεθαίνει από σήψη... παράγει η ίδια τους όρους της καταστροφής της και της αναγέννησής της μέσα από τις στάχτες της... Γαμώ τη σαπίλα και την αγανάκτηση" κορονάρησε ο Τάκης.
"Σώπα, ρε," θαύμασε ο Πασιαλής. "Ο Μαρξ τι είπε αυτό;"
"Όχι, εγώ ο Τάκης ο μπαρμπέρης το λέω", είπε με νεύρο ο Τάκης και πέρασε την πετσέτα στο χοντρό λαιμό του Πασιαλή, για να τον ετοιμάσει για το κόντρα ξύρισμα.
Την Κυριακή, μετά τον αγώνα, πάλι τα σπάσανε οι χουλιγκάνοι. Και μια μολότοφ λοξοδρόμησε πάνω στο άθραυστο παρμπρίζ μιας μερσεντές και μπήκε, σπάζοντας την τζαμαρία, στο κουρείο του Τάκη. Στο τσακ το πρόλαβαν να μην καεί ολόκληρο. Ο Τάκης στην αρχή σκέφτηκε να πιάσει τον αρχιμπαχαλάκη τον Χριστόφορο, το γιο του τορναδόρου και να τον χαράξει στον κώλο με το ξυράφι. Μετά το σκέφτηκε "πιο ευρωπαϊκά".
"'Ντάξει κι εγώ κολλημένος στο τέλμα. Είκοσι χρόνια είχα τα ίδια έπιπλα, τις ίδιες κολόνιες, φουζέρ λεμονάκι με κινίνο... Παλαιικά πράγματα... Το καθαρτήριον πυρ της μολότοφ θα με βοηθήσει να ανανεωθώ και από μπαρμπέρικο να γίνω στάιλινγκ χερ... Καιρός μου ήταν".
Απέξω ακούστηκε η κόρνα από το καινούργιο μηχανάκι που οδηγούσε ο Λούης.
"Έλα καινούργιο... χοντάκι... Να σε πάω βόλτα να ξεσκάσεις..."
"'Ντάξει έρχομαι... Όχι για βόλτα όμως... Αλλά για το Πράκτικερ, να παραγγείλω καινούργια έπιπλα..."
"Με τι λεφτά, ρε", του είπε ο Λούης.
"...Θα πάρω δάνειο από την τράπεζα... Όλοι παίρνουνε... Καιρός μου να πάρω κι εγώ".
Ο Πασιαλής που τ' άκουσε από δίπλα μουρμούρισε: "Φαύλος κύκλος, φίλε μου... Φαύλος κύκλος... Ούτε η φωτιά δε μας σώζει".
Καλή ανάγνωση.
Ο Τάκης κρατώντας το ξυράφι πάνω από το μάγουλο του Λούη του Μπόγρη είπε, "εγώ είμαι με τα παιδιά που βάζουνε φωτιές".
Ο Λούης ο Μπόγρης είναι αστυφύλακας παλιάς κοπής που θέλει ένα χρόνο ακόμη για να βγει στη σύνταξη. Ο Τάκης είναι φίλος του και κουρέας του. Το μπαρμπέρικο του Τάκη είναι δίπλα από το τορναδόρικο του Πασχάλη και πιο δίπλα είναι το χασάπικο του Πασιαλή, του Έφορου της τοπικής ομάδας.
Στον αγώνα της Κυριακής με τον Ιερόθεο "τα τσογλάνια οι χουλιγκάνοι" τα κάναν' μπάχαλο. Ξηλώσαν την καινούργια εξέδρα χωρίς κανένα λόγο. Αφού κέρδιζε μ' ένα μηδέν η ομάδα. Μετά κάναν' γιούργια στα στενά της γειτονιάς και σπάσανε την αποθήκη ξυλείας του κυρ Μανώλη, τη βιτρίνα του χασάπικου του Πασιαλή και την αποθήκη ξυλεία του κυρ Μανώλη, τη βιτρίνα του χασάπικου του Πασιαλή και ρίξαν' στουπί και πετρέλαιο και κάψαν το μηχανάκι του "μπάτσου", του Λούη του Μπόγρη.
Αυτό εξηγούσε τώρα ο Λούης στο φίλο του τον μπαρμπέρη τον Τάκη καθώς τον ξύριζε.
Ο Τάκης είναι κοντός, παχουλός, με φιλεδάτο μαλλί και μικρό γενάκι σαν του τράγου. Παθιάζεται όταν μιλάει και χειρονομοεί επικίνδυνα καθώς κρατάει το ξυράφι ανοιχτό. Ο Λούης είναι μπάτσος, μπεκρής, με κόκκινη μύτη, μόνιμα κουρασμένος, γκρινιάρης και καλόψυχος, δεν έχει πειράξει ούτε μύγα στη γειτονιά.
"Το παραέξω δε μας ενδαφέρει... μας φτάνει που εδώ σε μας είναι τζέντλεμαν κι αν πιάνουν κάνα παιδί δικό μας παίρνει τηλέφωνο και το αφήνουν στο άστα ντούε" λένε όλοι.
Η γειτονιά είναι ένα ξεχασμένο κομμάτι από το χρόνο, το Δήμαρχο και τους εργολάβους πίσω από την Ιερά Οδό, εκεί που ήταν η ελιά του Πλάτωνα. Τώρα δεν είναι.
"Ένας σκατίβλαχος" -έτσι τον γράψαν' στους τοίχους- "οδηγός λεωφορείου έκανε όπισθεν και την ξερίζωσε, ξερίζωσε δυο χιλιάδων χρόνων ιστορία ο άθλιος", είπε ο δάσκαλος και τα χουλιγκάνια γράψαν' στους τοίχους: "Σκατίβλαχε, έλα πάλι με τον κώλο να γκρεμίσεις και το υπόλοιπο μπουρδέλο που λέγεται Αθήνα".
Η ελιά ήταν μια όμορφη γριά που τη θυμούνταν ως γριά και οι παλιοί και αυτό πάει να πει πως ήταν πολλές γενιές όρθια εκεί. Ο "σκατίβλαχος", καθώς και η υπηρεσία του, ούτε μια συγνώμη δε ζήτησαν. Ο Δήμος, για τα μάτια του κόσμου, έχωσε ένα κλαράκι της για να την αναγεννήσει. Τρίχες! Η όμορφη γριά ελιά πέρασε στη λήθη. Μόνο οι άνθρωποι σε κείνο το ξεχασμένο κομμάτι την αναθυμούνταν.
"Εκεί, δίπλα στην ελιά του Πλάτωνα μου κάψαν' το μηχανάκι τα τσογλάνια", είπε με παράπονο ο Λούης στον Τάκη. "Ούτε την ελιά δε σεβαστήκανε".
"'Ντάξει", του 'πε ο Τάκης. "Κι εσύ γιατί το άφησες στην ελιά;"
Η ελιά δεν υπάρχει, όπως σας είπα, αλλά όλοι μιλάνε σαν να είναι ακόμη εκεί.
Το μηχανάκι που του κάψαν' οι μπαχαλάκηδες του Λούη ήταν από τα κλεμμένα, τα αζήτητα που έχουν στη μάντρα της αστυνομίας.
"... 'Ντάξει, θα πάρεις άλλο..." του είπε ο Τάκης.
"Δεν είναι το θέμα εκεί.. είναι ότι αυτά τα παιδιά... θα βάλουν φωτιά σε όλους μας... γαμώ την αγανάκτηση", σήκωσε φωνή ο πάντα χαμηλών τόνων Λούης.
Ο Τάκης κορδώθηκε σαν να την περίμενε μια τέτοια ατάκα να πιαστεί από πάνω της και να ξετυλίξει προτάσεις, παύσεις, παρεκβάσεις, γυρίσματα και όλα τα κόλπα της ρητορικής, που κάθε κουρέας κατέχει.
"Τώρα έπιασες τον ταύρο από τα κέρατα... την ουσία του, γιατί τα μπαχαλάκια γκρεμίζουν τον κόσμο μας... και όχι το μηχανάκι σου, που στο κάτω-κάτω ήταν και κλεμμένο! Γιατί είναι καλοταϊσμένα και δεν έχουν ένα δάσκαλο κι έναν πατέρα να τα πλακώσει στη φάπα... όπως κάναν' οι δικοί μας οι γονείς", είπε με στόμφο ο Πασιαλής ο χασάπης που μπήκε εκείνη τη στιγμή.
"Καλώς τον εκδορέα... τον μπούτσερ", του είπε ο Τάκης, που είχε κάνει κι ένα φεγγάρι ναυτικός και μιλούσε τα "αμερ'κάνικα".
"Ξύρισμα κόντρα φρεσκάρισμα", του είπε ο Πασιαλής και κάθισε στην καρέκλα δίπλα από τον Λούη.
Ο Τάξης δούλευε και "σιμουλτανέ", και δύο και τρεις μαζί στο ξύρισμα, γι' αυτό τον λέγαν' και Καρπόφ των μπαρπέρηδων.
"Μου κάψαν' το μηχανάκι", επανέλαβε και στον Πασιαλή ο Λούης με παράπονο.
"Και μένα μου σπάσαν' τη βιτρίνα, γαμώ την αγανάκτηση", είπε και ο Πασιαλής.
"Τώρα μπαίνεις κι εσύ στην ουσία του θέματος", είπε ο Τάκης και του Πασιαλή. "Η ουσία του θέματος είναι η αγανάκτηση. Για πες μου, εκδορέα... Όταν ανοίγεις το παράθυρό σου τι βλέπεις;"
"Έναν τόνο σκουπίδια", είπε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Πασιαλής.
"Κι εσύ, μπάτσε;" ρώτησε το Λούη.
"Το μπουρδέλο της Τασούλης, που τώρα έχει πελάτες Πακιστανούς".
"...Δε βλέπεις το μπουρδέλο της Τασούλης... το μπουρδέλο που ζούμε μέσα του όλοι μας βλέπεις, βλέπω, βλέπουμε... Σήψη φίλοι μου", σήκωσε τόνο και ξυράφι ο Τάκης. "Μια ολόκληρη κοινωνία, γερασμένη, ακίνητη, τελματωμένη... Ούτε μπρος ούτε πίσω... Με σαλταδόρους πολιτικούς... βολεμένους μπάτσους... αρουραίους δήμαρχους... ψοφοδεείς δασκάλους... ρουσφέτι, μπαχτσίσι, γρηγορόσημο, διαφθορά. Η Ασία της Ευρώπης είμαστε... Θα το αφήσουμε έτσι;" Ρητορική και εγερτήρια θυμού η ερώτησή του, πέσαν' αμέσως στην παγίδα του.
"ΟΧΙ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ", πετάχτηκαν και ο Λούης και ο Πασιαλής.
Ο Τάκης γέλασε παστρικά. Τους είχε φέρει εκεί που ήθελε.
"Ε, αυτό, μάθια μου, κάνουν τα μπαχαλάκια... Τη δουλειά της αγανάκτησης... Τι τους παραδίδουμε;... Μια λουμπίνα κόσμο... Αποτύχαμε... Σε αυτό τον κόσμο βάζουν φωτιά... που εμείς οι γερονερόκοτες, πνιγμένοι στην μπόχα του, είμαστε τέζα στο καναβάτσο... Τη δουλειά μας κάνουνε τα παιδιά... Από φόβο να μη γίνουν σαν κι εμάς..." τους είπε και κεραυνός θριάμβου έλαμπε στα μάτια του.
"Ναι, αλλά εμένα μου κάψανε το μηχανάκι", επέμενε ο Λούης.
"Δε στο κάψανε", τον αποπήρε γλυκά σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί ο Τάκης. "Πυρ... καθαρτήριο πυρ ήταν, απονήρευτε μπάτσε... Χαζοεργαλείο μιας διεφθαρμένης κοινωνίας... Διότι η κοινωνία, όταν πεθαίνει από σήψη... παράγει η ίδια τους όρους της καταστροφής της και της αναγέννησής της μέσα από τις στάχτες της... Γαμώ τη σαπίλα και την αγανάκτηση" κορονάρησε ο Τάκης.
"Σώπα, ρε," θαύμασε ο Πασιαλής. "Ο Μαρξ τι είπε αυτό;"
"Όχι, εγώ ο Τάκης ο μπαρμπέρης το λέω", είπε με νεύρο ο Τάκης και πέρασε την πετσέτα στο χοντρό λαιμό του Πασιαλή, για να τον ετοιμάσει για το κόντρα ξύρισμα.
Την Κυριακή, μετά τον αγώνα, πάλι τα σπάσανε οι χουλιγκάνοι. Και μια μολότοφ λοξοδρόμησε πάνω στο άθραυστο παρμπρίζ μιας μερσεντές και μπήκε, σπάζοντας την τζαμαρία, στο κουρείο του Τάκη. Στο τσακ το πρόλαβαν να μην καεί ολόκληρο. Ο Τάκης στην αρχή σκέφτηκε να πιάσει τον αρχιμπαχαλάκη τον Χριστόφορο, το γιο του τορναδόρου και να τον χαράξει στον κώλο με το ξυράφι. Μετά το σκέφτηκε "πιο ευρωπαϊκά".
"'Ντάξει κι εγώ κολλημένος στο τέλμα. Είκοσι χρόνια είχα τα ίδια έπιπλα, τις ίδιες κολόνιες, φουζέρ λεμονάκι με κινίνο... Παλαιικά πράγματα... Το καθαρτήριον πυρ της μολότοφ θα με βοηθήσει να ανανεωθώ και από μπαρμπέρικο να γίνω στάιλινγκ χερ... Καιρός μου ήταν".
Απέξω ακούστηκε η κόρνα από το καινούργιο μηχανάκι που οδηγούσε ο Λούης.
"Έλα καινούργιο... χοντάκι... Να σε πάω βόλτα να ξεσκάσεις..."
"'Ντάξει έρχομαι... Όχι για βόλτα όμως... Αλλά για το Πράκτικερ, να παραγγείλω καινούργια έπιπλα..."
"Με τι λεφτά, ρε", του είπε ο Λούης.
"...Θα πάρω δάνειο από την τράπεζα... Όλοι παίρνουνε... Καιρός μου να πάρω κι εγώ".
Ο Πασιαλής που τ' άκουσε από δίπλα μουρμούρισε: "Φαύλος κύκλος, φίλε μου... Φαύλος κύκλος... Ούτε η φωτιά δε μας σώζει".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου