Συρματοπλέγματα εντός, εκτός και επί τα αυτά
Συρματοπλέγματα εντός, εκτός και επί τα αυτά
Γράφει η Σοφία X. Χουδαλάκη // Στο ΑτέχνωςΟδοιπόροι, πρόσφυγες, μετανάστες, πλάνητες, όπως και αν τους βαφτίσεις είναι αυτοί που περισσεύουν. Είναι τα σκουπίδια της ανάπτυξης, είναι οι άνθρωποι που δεν χωράνε σε καμία κοινωνία, σε κανένα σχήμα, σε κανένα σπίτι. Είναι οι περιττοί άνθρωποι, που καθίστανται τέτοιοι όταν εκθεμελιώνονται οι κοινωνικές δομές των χωρών τους. Οι βόμβες, ο πόλεμος και η απειλή κατά της ζωής είναι ο ένας τρόπος να μετακινηθούν τα εσωτερικά όρια των κοινωνιών, πετώντας εκτός τους άτυχους της τοπικής ανθρωπογεωγραφίας. Ο άλλος είναι οι ραγδαίες, οι ριζικές οικονομικές αναδιατάξεις. Και στις δύο περιπτώσεις οι έχοντες αποκτούν περισσότερα, ενώ οι μη έχοντες ή οι έχοντες λίγα απολλύουν τα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται δύο κοινωνικές κατηγορίες, αυτοί που τα έχουν όλα και αυτοί που δεν έχουν τίποτα.
Η περίφημη κοινωνική πυραμίδα ανήκει στο παρελθόν, αφού αντικατοπτρίζει – έστω και συμβολικά – κοινωνικά στρώματα που δεν υπάρχουν πια. Εδώ και χρόνια, από τη δεκαετία του ’90, η πυραμίδα αλλάζει σχήμα και περιεχόμενο. Η κορυφή της γίνεται όλο και στενότερη, όλο και ισχυρότερη, όλο και πιο αιχμηρή. Την ίδια ώρα η βάση της ομογενοποιείται και διευρύνεται, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων, σε όλα τα κράτη, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
Μια μόνο διαφορά υπάρχει μεταξύ ημών και υμών στο εσωτερικό αυτής της βάσης. Εκεί που ο πόλεμος διενεργείται με πραγματικά πυρά το αίμα ρέει στους δρόμους, τα παιδιά επιπλέουν μπρούμυτα στις θάλασσες και τα σπίτια ακροφαίνονται μέσα από τα ίχνη των θεμελίων που χάσκουν στα ερείπια. Εκεί που τα πυρά είναι οικονομικά, τα σπίτια στέκουν ακόμα ορθά, αλλά δεν έχουν ρεύμα, δεν έχουν θέρμανση, δεν έχουν χαρά. Οι ίσκιοι των ανθρώπων σέρνονται στα πεζοδρόμια της Αθήνας, κάνοντας προσκεφάλι τα παγκάκια και τα σκαλοπάτια των μνημείων και το αίμα δε ρέει στους δρόμους. Οι άνθρωποι αυτοκτονούν διακριτικά δίχως να χαλάνε την estet εικόνα της πόλης.
«Πρόσφυγες» και «Μετανάστες», δύο λέξεις φτιαγμένες για να χαρακτηρίσουν τον ίδιο άνθρωπο. Οι «σεφ» του Διεθνούς Δικαίου «μαγείρεψαν» τους δύο όρους για να διαχωρίσουν την απειλή της πείνας από την απειλή της βόμβας. Αυτοί που διώκονται από την πείνα ή τις τοπικές συρράξεις φεύγουν εκούσια και δε δικαιούνται άσυλο, είναι μετανάστες. Οι άλλοι, που βάλλονται από επίσημα πολυεθνικά πυρά, υποτίθεται ότι δικαιούνται άσυλο. Πόσο νομικός και επίπλαστος ο διαχωρισμός, όταν σε καταδιώκει ο θάνατος… Όσο οι οικονομίες των κρατών χρειάζονται εργατικό δυναμικό, τόσο οι άνθρωποι βαφτίζονται πρόσφυγες. Όταν οι οικονομίες χορτάσουν ξαναβαφτίζονται μετανάστες. Έτσι μετακινείται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «καθαρών» και «βρώμικων ανθρώπων». Άλλους τους αγκαλιάζει και άλλους τους ξερνάει. Όλοι αυτοί πιάνουν πόστο στις εθνικές οδούς κυνηγώντας την ελπίδα για ζωή. Οι άνεργοι και οι ξεσπιτωμένοι πιάνουν τα παγκάκια κυνηγώντας το ίδιο ακριβώς ιδανικό, τη ζωή… εκείνη τη μοναδική που αναλογεί στον καθέναν από μας. Εκεί που οι μεγάλοι δρόμοι, αυτοί που οδηγούν στους φράχτες της Ευρώπης των «ανοιχτών συνόρων» και της «ελεύθερης διακίνησης πολιτών», εκεί που διασταυρώνονται με την Πανεπιστημίου, την Αθηνάς, τη Σταδίου… εκεί συναντιόμαστε όλοι οι πλάνητες, όλοι οι οδοιπόροι. Εκεί συναντά η ξενιτεμένη προσφυγιά του πολέμου, τη ντόπια προσφυγιά της πείνας… παιδιά που λιποθυμούν από υποσιτισμό στα σχολεία, γέροντες που καταπίνουν τους πόνους τους γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν το γιατρό, ανάπηροι άνθρωποι δίχως καμία φροντίδα. Άρχισαν από πέρυσι τα σούπερ μάρκετ να πουλάνε τα ληγμένα προϊόντα, επικαλούμενα την οικολογία αντί για το κέρδος τους, και αυτά δεν προλαβαίνουν να μείνουν στο ράφι. Πριν αρχίσουν οι διαπιστευμένοι φιλάνθρωποι να συγκεντρώνουν τα απαραίτητα για τους πρόσφυγες, είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στην εξατομικευμένη ενίσχυση των απόρων, των Ελλήνων προσφύγων. Πολλά και απειλητικά τα συρματοπλέγματα που υψώθηκαν εντός αυτής της χώρας. Συρματοπλέγματα οικονομικά, που μας τοποθετούν έξω από το όριο της καθαρής γειτονιάς, της ποιοτικής εκπαίδευσης, της αποτελεσματικής περίθαλψης. Τα σύρματα δεν είναι για να κρατήσουν έξω τις διαφορετικές εθνικότητες, είναι για να κρατήσουν έξω την ένδυα, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Το σύρμα προσφέρει αμεσότητα και υλική υπόσταση στο φόβο, στο φόβο που διακατέχει τους από μέσα, στο φόβο των εύπορων κάθε πατρίδας, που είναι μεγαλύτερος ακόμα και από το φόβο των προσφύγων. Όμως, το σύρμα το βλέπουν και οι ντόπιοι πρόσφυγες, αυτοί που φυτοζωούν στο εσωτερικό. Είναι εκεί για να δηλώνει και σε αυτούς, ότι αν διασαλεύσουν την «καθαρότητα» και την «κοινωνική τάξη», θα βρεθούν από την έξω μεριά.
«Καθαρότητα» και «Τάξη», δύο σύμφυτες έννοιες, που μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο αν τοποθετηθούν σε έναν άξονα αντιδιασταλτικό. Η κοινωνική τάξη υπάρχει όταν κάποιος χρησιμοποιηθεί για να ενσαρκώσει την απειλή της αταξίας. Αυτό που χαλάει την τάξη λερώνει. Είναι το βρώμικο που γίνεται βρώμικο επειδή βρίσκεται σε λάθος μέρος. Τα παπούτσια σου είναι καθαρά όταν είναι στην παπουτσοθήκη αλλά είναι πηγή βρωμιάς όταν είναι πάνω στο τραπέζι του φαγητού.
Οι κάλτσες σου είναι καθαρές όταν τις φοράς, αλλά είναι βρώμικες όταν τις αφήσεις πάνω στο μαξιλάρι σου. Οι πρόσφυγες, ντόπιοι και αλλοδαποί, ενδύονται το μανδύα του φορέα κοινωνικής αστάθειας, επειδή δε χωράνε στα νέα κοινωνικά σχήματα, στη νέα τάξη πραγμάτων. Είναι σε λάθος θέση, άρα είναι βρώμικοι. Ωστόσο, αν βρεθείς κοινωνικά παροπλισμένος και συγχρόνως βυθισμένος στη θλίψη, αν βρεθείς ανήμπορος να παλέψεις και αποφασίσεις να παραιτηθείς, δεν ανήκεις στη «βρωμιά». Τότε σου αξίζει ένα πιάτο φαγητό, στα πλαίσια της «φιλανθρωπίας». Η απελπισία σου είναι προσωπική, στενή, αδύναμη να δημιουργήσει την οποιαδήποτε αλλαγή. «Βρώμικος» καθίστασαι όταν η απελπισία δε σε καταβάλλει αρκετά, όταν δε μουδιάζει τις αντιδράσεις σου, όταν βγαίνεις έξω και συντάσσεσαι με το διπλανό σου. Τότε αποκτάς πολιτική υπόσταση, τότε γίνεσαι ικανός να αλλάξεις ο ίδιος τα κοινωνικά όρια και να εντάξεις εντός τους όλους τους πλάνητες. Τότε βαφτίζεσαι «βρώμικος», τότε υψώνονται γύρω σου τα συρματοπλέγματα.
Χθες ο στόχος ήταν η Συρία, προχθές το Αφγανιστάν, λίγο πριν το Ιράκ. Το Αιγαίο σταδιακά χάνει το γαλανό του χρώμα. Γίνεται μια θάλασσα μεταλλική και σκοτεινή. Μέχρι χθες οι τράτες γλιστρούσαν πάνω της, από σήμερα τα ΝΑΤΟϊκά καράβια τη σκίζουν. Εμείς εξαγνιζόμασταν στα νερά της. Εκεί βαφτίζαμε τους θερινούς μας έρωτες, τις εφηβικές μας συντροφιές, τις μικρές και τις μεγάλες μας αμαρτίες. Αυτοί ανακάτεψαν το γαλάζιο της χρώμα με το κόκκινο αίμα των προσφύγων…
Η Συρία ήταν ο χθεσινός στόχος… ποιος τολμά να τραβήξει το πιο κοντό κλαράκι για τον αυριανό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου