28 Μαΐ 2016

Ο δούρειος ίππος του νεοφιλελευθερισμού

 Ο δούρειος ίππος του νεοφιλελευθερισμού

Όσα ακολουθούν έχουν γραφτεί το 2012 κι αποτελούν ξεχωριστό υποκεφάλαιο στο βιβλίο "η Κρίση και η διέξοδος". Είναι αρκετά εύκολο να μαντέψετε ποιος το έγραψε διαβάζοντάς το, προτού σας το αποκαλύψω στο τέλος της ανάρτησης, οπότε μπορείτε να το δείτε και ως ένα είδος κουίζ, παράλληλα με την ουσία, που εξετάζουμε στο τέλος. Μερικά σημεία μπορεί να έχουν ξεφύγει κατά τη μεταφορά, λόγω κακής ανάλυσης της πρόχειρης φωτογραφίας. Αλλά το νόημα παραμένει χωρίς να αλλοιώνεται

Καλή ανάγνωση.

Ιδιωτικοποιήσεις: Ο δούρειος ίππος του νεοφιλελευθερισμού


Όλα όσα κάναμε από το 1983 και μετά βασίζονταν στην αίσθηση ότι έπρεπε να εκπληρώσουμε μια αποστολή: ο Νότος έπρεπε να "ιδιωτικοποιηθεί" ή να πεθάνει. Για το λόγο αυτόν προκαλέσαμε αδιάντροπα ένα οικονομικό χάος στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική από το 1983 ως το 1988.
Ντ. Λ. Μπαντού, υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, στην επιστολή παραίτησής του από τον οργανισμό

Απαράβατος όρος κάθε προγράμματος "διάσωσης" που προωθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές από τη μια μεριά μεταφέρουν μαζικά πόρους από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, από την άλλη αποδυναμώνουν τη δυνατότητα του κράτους να λειτουργεί ως στρατηγικός ρυθμιστής της εθνικής οικονομίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, δεν πρόκειται απλώς για αλλαγή τύπου ιδιοκτησίας, αλλά για μεταβίβαση του εθνικού πλούτου σε αλλοδαπές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, μέχρι το 1990 και την έναρξη του προγράμματος βοήθειας του ΔΝΤ, μόνο μία από τις τράπεζες του Μεξικού δεν ανήκε σε μεξικάνικα συμφέροντα, όμως το 2000 εικοσιτέσσερις από τις τριάντα είχαν ήδη περάσει σε ξένα χέρια.

Ανάλογα συνέβησαν και στην Αργεντινή, όπου το 90% των κρατικών επιχειρήσεων ιδιωτικοποιήθηκε, ενώ τη μερίδα του λέοντος πήραν πολυεθνικές εταιρείες, όπως η Giubank, η Bank Boston, οι γαλλικές Suez και Vivendi, οι ισπανικές Repsol και Telefonica. Πριν γίνουν οι πωλήσεις των επιχειρήσεων αυτών και για να καταστούν πιο ελκυστικές και για τους ξένους επενδυτές, οι Κ. Μένεμ και Ντ. Καβάγιο είχαν ήδη απολύσει σχεδόν εφτακόσιες χιλιάδες εργαζόμενους εκεί. Μετά την κατάρρευση των κυβερνήσεων που επιδίωκαν την εφαρμογή του Μνημονίου του ΔΝΤ, ένα μεγάλο τμήμα των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων επανακρατικοποιήθηκε, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Δεν είναι όμως μόνο οικονομικά τα κριτήρια με βάση τα οποία θα πρέπει να αξιολογηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Και σε επίπεδο συνταγματικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι, για λόγους εθνικού συμφέροντος, ορισμένες υπηρεσίες πρέπει να παραμένουν αποκλειστικά δημόσιες. Η νομολογία του Γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου προσφέρει ένα παρόμοιο πλαίσιο αναφοράς. Δέχτηκε ότι ανήκει κατ' αρχήν στο νομοθέτη η απόφαση για την εθνικοποίηση ή ιδιωτικοποίηση μιας δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι θα γίνουν σεβαστοί οι σχετικοί συνταγματικοί σκοποί και περιορισμοί.

Αποκλείεται όμως απολύτως η ιδιωτικοποίηση των "εθνικών δημόσιων υπηρεσιών" (services publics nationaux) και των "de facto μονοπωλίων" (monopoles de fait). "Εθνικές δημόσιες υπηρεσίες" ίσως, για παράδειγμα, η κοινωνική ασφάλιση, είναι εκείνες των οποίων η αναγκαιότητα ύπαρξης πηγάζει από σκοπούς ή κανόνες συνταγματικής ισχύος. Αντίθετα, όσες δημόσιες υπηρεσίες έχουν απλώς συσταθεί από το νομοθέτη χωρίς αντίστοιχη συνταγματική πρόβλεψη μπορούν ελεύθερα να εκχωρηθούν στον ιδιωτικό τομέα ή και να καταργηθούν.

Ανάλογα γίνονται, κατ' αρχήν, δεκτά και από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Έτσι, έχει κριθεί ότι "οι δημόσιες επιχειρήσεις που παρέχουν αγαθά ζωτικής σημασίας, ασχέτως του νομικού των ενδύματος, τελούν πάντοτε υπό την εξάρτηση και εποπτεία του κράτους, από την οποία δε δύνανται να εξέλθουν". Συνεπώς, η συνταγματική υποχρέωση του κράτους να ασκεί -τουλάχιστον- εποπτεία στις δημόσιες υπηρεσίες που υπηρετούν συνταγματικό σκοπό δεν ελέγχεται μόνο σε περιπτώσεις αποκρατικοποιήσεων, αλλά και σε περίπτωση έλλειψης άσκησης πλήρους και αποτελεσματικού ελέγχου επί παρόμοιων ιδιωτικών δραστηριοτήτων.

Με άλλα λόγια, η ελληνική νομολογία δέχεται τη δυνατότητα ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων, αρκεί να εξασφαλίζεται η κρατική εποπτεία σε όσες από αυτές ασκούν δημόσια υπηρεσία, και πάλι όμως με την "αυτονόητη [sic] προϋπόθεση" ότι δεν αφορά εκείνα τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) των οποίων οι αρμοδιότητες είναι αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας". Κατά το ΣτΕ, τα ΝΠΔΔ στα οποία έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες δια των οποίων το Κράτος πραγματώνει το σκοπό του" πρέπει να διατηρούν το χαρακτήρα δημόσιας αρχής, άρα δεν επιτρέπεται να ιδιωτικοποιηθούν.

Είναι σαφές ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με την παραπάνω διατύπωση, με την οποία προσπαθεί να ανιχνεύσει -πάλι κατά δική του έκφραση- "τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας", δε θεωρεί ως σκοπό του κράτους κάθε σκοπό δημόσιου συμφέροντος. Αν και το ΣτΕ δεν αναλύει περισσότερο το συλλογισμό του, προφανώς δέχεται ότι στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, βρίσκονται εκείνες οι λειτουργίες που συναρτώνται με σκοπούς ρητής συνταγματικής θεμελίωσης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εκεί ανήκουν και όλες οι κρατικές υπηρεσίες που υπηρετούν άμεσα τους συνταγματικά κατοχυρωμένους σκοπούς των κοινωνικών δικαιωμάτων των άρθρων 16, 21, 22 και 24 του Συντάγματος.

Και ως προς τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες όμως των οποίων επιτρέπεται, κατ' αρχήν, η ιδιωτικοποίηση, υφίστανται σημαντικοί λόγοι συνταγματικής πολιτικής που συνηγορούν στη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα τους. Ειδικά ως προς τους φορείς που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες, οι ιδιώτες τις περισσότερες φορές δεν παρέχουν τις ίδιες εγγυήσεις για την εξασφάλιση της ίσης απόλαυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, ούτε για τη μη παρείσφρηση οικονομικών κριτηρίων κέρδους, ξένων προς το σκοπό της συνταγματικής τους κατοχύρωσης. Αυτή η διαπίστωση ισχύει ακόμα περισσότερο για την Ελλάδα, όπου παρά τη διόγκωση του κράτους σε άλλους τομείς, υφίσταται ένα έλλειμμα κρατικότητας (deficit [...]) στην κοινωνική πολιτική, λόγω της μεγάλης επιρροής των άτυπων και α-νομικών (...) σχέσεων που στρεβλώνουν τα κριτήρια και τον προσανατολισμό της κρατικής προστασίας.

Πέρα από τις παραπάνω γενικής ισχύος διαπιστώσεις, υπάρχουν πολύ σημαντικοί λόγοι εναντίωσης στο μαζικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των Μνημονίων, τόσο από συνταγματική όσο και από οικονομική και δημοσιονομική άποψη. Κατ' αρχάς, για τις στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις, όπως η ΔΕΗ, υφίστανται οι περιορισμοί του άρθρου 106 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει "την αναγκαστική συμμετοχή [...] του Κράτους [...] σε επιχειρήσεις που έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο".

Για εκείνες τις επιχειρήσεις που δεν έχουν παρόμοιο στρατηγικό χαρακτήρα, αλλά είναι ιδιαίτερα κερδοφόρες, όπως ο ΟΠΑΠ, ναι μεν δεν τίθεται παρόμοιο θέμα συνταγματικότητας, υφίσταται όμως ένα άλλο σημαντικό ζήτημα δημοσίου συμφέροντος: εάν πωληθούν όλες οι επιχειρήσεις, ή σημαντικό ποσοστό τους, που εισφέρουν στον κρατικό προϋπολογισμό, όχι μόνο το έλλειμμα θα διευρυνθεί αντί να μειωθεί, αλλά στο μέλλον το κράτος δε θα μπορεί πλέον να υλοποιεί αποτελεσματικά τους σκοπούς του ελλείψει πόρων. (Ο ΟΠΑΠ, για παράδειγμα, χρηματοδοτούσε σημαντικό τμήμα της αθλητικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας της χώρας).

Όπως παρατηρεί σχετικά η σύμβουλος Επικρατείας Μ. Καραμανώφ, "οι δημόσιοι σκοποί αν δεν υποστηρίζονται από τους αναγκαίους υλικούς πόρους, καταντούν κενό γράμμα. [...] Είναι όμως προφανές ότι ούτε το νομικό καθεστώς της αγοράς ούτε οι αβέβαιοι μηχανισμοί κι οι συναλλακτικές πρακτικές της είναι σε θέση, υπό τις παρούσες μάλιστα συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, να εγγυηθούν μακροπρόθεσμα ότι η δημόσια περιουσία δε θα εξανεμιστεί". Για τον ίδιο λόγο, κατά την παλαιότερη νομολογία του ΣτΕ, η οποία δεν έχει ανατραπεί ακόμα, η απαλλοτρίωση αποκλειστικά για εισπρακτικούς σκοπούς, δηλαδή για την αύξηση της ρευστότητας του Δημοσίου από την εκποίηση του απαλλοτριωθέντος, είναι ευθέως αντίθετη προς το άρθρο 17 του Συντάγματος.

Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα περισσότερο σήμερα, που η χρηματιστηριακή αξία των περισσότερων δημόσιων επιχειρήσεων έχει καταβαραθρωθεί κι η εξαγορά τους θα γίνει σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική αξία τους, σε πολλές περιπτώσεις χαμηλότερη ακόμα και από την αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας που κατέχουν. Είναι πρόδηλο ότι παρόμοιο "ξεπούλημα των ασημικών" δεν είναι απλώς αντισυνταγματικό. Συνιστά πραγματικό έγκλημα σε βάρος των μελλοντικών γενιών και της δυνατότητας της χώρας να ασκεί αυτόνομη εθνική οικονομική πολιτική.

-.-.-

Όπως θα έχετε καταλάβει ίσως, το παραπάνω συνταγματικό και βαρύγδουπο "κατηγορώ" κατά των ιδιωτικοποιήσεων και του νεοφιλελευθερισμού ανήκει στον υπουργό Εργασίας, τον κομμουνιστή και αποστάτη της τάξης του, τον ένα και μοναδικό... Γιώργο Κατρούγκαλο.

Εκτός από τα πολλά μπράβο, την τραγική ειρωνεία του πράγματος με την "κάθε λέξη του (αστικού) Συντάγματος" που καταπατάται, την πρωθύστερη καταγγελία του εαυτού του ("μα με ακούς τι λέω ο ξεφτίλας;" που έλεγε και μια γελοιογραφία του Ζάχαρη), αξίζει να σταθούμε στην τελευταία φράση περί εγκλήματος. Και να του πούμε ότι δεν είναι απλά ένα έγκλημα, αλλά κάτι παραπάνω. Είναι ο καπιταλισμός, ανόητε...

Αλλά αυτά ένας κομμουνιστής, σαν το Γιώργο, θα τα ξέρει και θα τα παίζει στα δάχτυλα...

Υγ: ξέχασα να βάλω και την αφιέρωση που έχει το βιβλίο.

Στη Χλόη και την Αυγή.
Μακάρι η γενιά τους να ζήσει σε μια καλύτερη Ελλάδα,
σε έναν καλύτερο κόσμο.

Αλλά επειδή το μέλλον δε θα έρθει από μόνο του, νέτο-σκέτο, αν δεν πάρουμε εμείς μέτρα γι' αυτό, ο Κατρούγκαλος φρόντισε να υλοποιήσει το όραμά του. Άμα είσαι κομμουνιστής, δεν παίζεις με αυτά..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ