Πόσο εμφύλιος ήταν ο εμφύλιος;
Σε ένα προηγούμενο σημείωμα, είδαμε κάποια αποσπάσματα από το δίτομο
βιβλίο του Μαργαρίτη με την ιστορία του εμφυλίου, που εξηγούσε πώς ο
πόλεμος αυτός αντιμετωπίστηκε ως ατύχημα, μια δυσάρεστη εξέλιξη
(μπανανόφλουδα συνήθιζαν να την αποκαλούν οι του "εσωτερικού") κι
ιστορική παρένθεση, που μπορούσε να αποφευχθεί.
Στην τελευταία παράθεση, είδαμε πως στις περισσότερες αφηγήσεις, το κρίμα του πολέμου βαραίνει το διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι και τις μεγάλες δυνάμεις, που έμπλεξαν τον ελληνικό λαό σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο.
Το σχήμα αυτό είναι τόσο δημοφιλές κι απλοϊκό (το πρώτο δεν είναι άσχετο με το δεύτερο), που ενσωματώνεται πχ και σε μια πρόσφατη, απογοητευτική ταινία του αριστερού Βούλγαρη (το αφήνω χωρίς εισαγωγικά), το "Ψυχή βαθιά", με την περίφημη ατάκα "μα Έλληνας να ντουφεκάει Έλληνα;", που ακούστηκε πιο τραγική και κωμική συνάμα, από τα χείλη ενός παλιού μακρονησιώτη, σαν τον Βέγγο.
Μα Έλληνες να εξορίζουν Έλληνες;
Θα έλεγε κανείς, με το ίδιο σκεπτικό. Μα ναι, αφού τους θεωρούσαν ανθέλληνες, εαμοβούλγαρους (απλή συνωνυμία με το Βούλγαρη) κι έβαζαν τους πρώην συντρόφους τους, τους μεταμελημένους κι ανανήψαντες αντιστασιακούς, να τους επιτηρούν και να τους βασανίζουν.
Οι Αμερικάνοι ευθύνονταν για τις βόμβες ναπάλμ, που τις έριξαν αυτοβούλως φαίνεται, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ελληνικού στρατού (του δικού τους στρατού, όπως τον είχε παρουσιάσει και ο Κανελλόπουλος στον Βαν Φλιτ). Ενώ οι σοβιετικοί (σύμφωνα πάντα με το σενάριο της ταινίας) πούλησαν το αντάρτικο και δεν το βοήθησαν αποφασιστικά, όπως είχαν υποσχεθεί. Που αν ήταν σε θέση να το κάνουν, βέβαια, τότε θα λέγαμε ότι είναι εξίσου ένοχοι για το ματοκύλισμα των Ελλήνων στον αδελφοκτόνο πόλεμο, κτλ. Μία ή η άλλη, φράγκα δύο, που έλεγαν κι εκείνη την εποχή.
Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, ο εμφύλιος αντιμετωπίστηκε ως ατύχημα. Και σε ένα επόμενο γκεστάλτ (που θα έλεγε κι ο Κωνσταντάν Τζούμας στους Απαράδεκτους) αμφισβητείται τελικά κι η ταυτότητά του ως εμφυλίου πολέμου, δηλ αυτό που ήταν.
Ή μήπως δεν ήταν;
Από τη σκοπιά των "ελληνόψυχων δεξιών" και των πολιτικών τους προγόνων ήταν απλώς ένας συμμοριτοπόλεμος ενάντια σε κατσαπλιάδες, που δεν ανήκαν στις τάξεις του έθνους και δεν άξιζαν την ελληνική ιθαγένεια.
Για την Αριστερά, με την ευρεία (κι όχι πάντα καλή) έννοια, ο Μαργαρίτης γράφει πως ο όρος ήταν αντιπαθής, καθώς θεωρούσε όλη την περίοδο ως ένα λάθος διαρκείας και συνεπώς τον απέφευγε.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε λοιπόν από τα εξής σημεία ως αφετηρία.
Ο εμφύλιος δεν ήταν λάθος, αλλά μάλλον η πιθανότερη εξέλιξη, από τη στιγμή που η εδραίωση της αστικής εξουσίας περνούσε υποχρεωτικά από το τσάκισμα της Εαμικής Αριστεράς και του ισχυρού λαϊκού κινήματος -που παρά την ισχυρή τρομοκρατία, διατηρούσε πχ την απόλυτη πλειοψηφία στα εργατικά σωματεία.
Δεν ήταν αναπόφευκτος, αλλά ένα πιθανό ενδεχόμενο, παράλληλα με άλλες δυνατότητες. Αλλά δεν ήταν ακριβώς στο χέρι μας να τον αποφύγουμε (όπως μια μπανανόφλουδα), εκτός και αν επιλέγαμε οικειοθελώς την υποταγή μας, που θα ήταν η χειρότερη δυνατή μπανανόφλουδα, που κάποιοι ήθελαν να πατήσουμε συνειδητά.
Η εκδήλωση κι εξέλιξή του ασφαλώς επηρεάζεται από το διεθνές γεωπολιτικό τοπίο, αλλά καθορίστηκε κυρίως από τις εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, την ταξική της διαστρωμάτωση, τις κοινωνικές συμμαχίες που είχαν διαμορφωθεί και την όξυνση των ανταγωνιστικών τους σχέσεωων.
Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η κορυφαία μορφή ταξικής πάλης, μια κορυφαία ταξική σύγκρουση. Συνειδητοποιώ παρόλα αυτά πως και από τη δική μας σκοπιά, (που δεν αντιμετωπίζει ως λάθος αυτή τη σύγκρουση, αλλά την καθυστερημένη εκδήλωσή της και τους μειονεκτικούς όρους κάτω από τους οποίους τη διεξάγαμε, με καταδικαστικούς δισταγμούς κι αναβολές- αποφεύγουμε αρκετές φορές τη λέξη "εμφύλιος", προτιμώντας αντ' αυτού όρους, όπως "το δεύτερο αντάρτικο". Μια υποσυνείδητη σκοπιμότητα αυτής τη επιλογής είναι ίσως να τονίσουμε τη συνέχεια με το πρώτο αντάρτικο και την αντίσταση απέναντι στον ξένο κατακτητή, τη νέα κατοχή από τους Βρετανούς και αργότερα απ' τους Αμερικάνους και τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε η ιμπεριαλιστική τους επέμβαση για την επικράτηση του "εθνικού, κυβερνητικού στρατού".
Αν υποθέσουμε πχ πως ο Δεκέμβρης του 44' ήταν το προοίμιο του εμφυλίου, ο ΕΛΑΣ πολέμησε ενάντια στο κράτος της Σκωμπίας και δεν είχε κανένα σοβαρό αντίπαλο που να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επικράτησή του, χωρίς τις στρατιωτικές πλάτες των Άγγλων.
Ή μήπως δεν ήταν έτσι;
Στο κεφάλαιο για τα Δεκεμβριανά, ο Μαργαρίτης σημειώνει μεταξύ άλλων (και χωρίς να αναιρεί πλήρως το παραπάνω συμπέρασμα):
-την απρόσμενη αντίσταση του αστικού κόσμου κι άλλων προνομιούχων στρωμάτων, που πολέμησαν ενεργά στο πλευρό των Άγγλων
-το μεγάλο αριθμό εθελοντών (κι όχι μόνο κατά τις τελευταίες μέρες, που θα δικαιολογούνταν εν μέρει από ένα ρεύμα που πάει πάντα με τους νικητές), που κάποιες φορές ξεπερνούσε ακόμα και τις δυνατότητες των Άγγλων, για να το εξοπλίσει.
-το σημαντικό ρόλο που έπαιξε, από την άποψη των εφεδρειών, κατά τον πόλεμο της φθοράς -σε αντίθεση με τον ΕΛΑΣ, που είχε τον κύριο όγκο των δυνάμεών του απομακρυσμένο στην Ήπειρο και δεν μπορούσε να αντέξει αυτή τη φθορά.
-και τις ελάχιστες, συγκριτικά, απώλειες των βρετανικών στρατευμάτων (σε αντίθεση δηλ με την αναλογία των ελληνικών στρατευμάτων που πολέμησαν στο πλευρό τους και με τις απώλειες του ΕΛΑΣ).
Προσωπικά έχω κάποιες επιφυλάξεις, πχ για την άνεση με την οποία πολέμησαν -σύμφωνα με το Μαργαρίτη- οι Άγγλοι (μια εκτίμηση που νομίζω ότι έρχεται σε αντίθεση με κάποια γεγονότα, όπως την εσπευσμένη άφιξη του Τσώρτσιλ, τα Χριστούγεννα, την αλληλογραφία του με τον Σκόμπι, και τον όγκο των δυνάμεων που απέσπασε από το μέτωπο της Ιταλίας). Αλλά σίγουρα πρόκειται για μια πολύ σημαντική επισήμανση, που δεν πρέπει να διαφεύγει από την οπτική μας.
Κλείνω με ένα τελευταίο σχόλιο του Μαργαρίτη, για τη συμφωνία της Βάρκιζας (που κατά την κρίση του, πάντως, δε θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά από μια διαφορετική στάση του ΕΑΜ, που είχε να διαχειριστεί το βάρος μιας τέτοιας ήττας).
Η ειρωνεία του όλου θέματος βρίσκεται στο ότι η ηγεσία της Αριστεράς πίστευε πως θα μπορούσε να περάσει τις αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας στηριζόμενη στο μαζικό κίνημα και τις οργανωμένες δυνάμεις της. Βασιζόταν δηλαδή σε ένα όπλο που η ίδια συμφωνία σε μεγάλο βαθμό κατέστρεψε (αφού οι μάζες έπιασαν αμέσως το πνεύμα της συμφωνίας, κι αυτό που ακολούθησε την υπογραφή της ήταν μια εντυπωσιακή συρρίκνωση των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς).
Στην τελευταία παράθεση, είδαμε πως στις περισσότερες αφηγήσεις, το κρίμα του πολέμου βαραίνει το διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι και τις μεγάλες δυνάμεις, που έμπλεξαν τον ελληνικό λαό σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο.
Το σχήμα αυτό είναι τόσο δημοφιλές κι απλοϊκό (το πρώτο δεν είναι άσχετο με το δεύτερο), που ενσωματώνεται πχ και σε μια πρόσφατη, απογοητευτική ταινία του αριστερού Βούλγαρη (το αφήνω χωρίς εισαγωγικά), το "Ψυχή βαθιά", με την περίφημη ατάκα "μα Έλληνας να ντουφεκάει Έλληνα;", που ακούστηκε πιο τραγική και κωμική συνάμα, από τα χείλη ενός παλιού μακρονησιώτη, σαν τον Βέγγο.
Μα Έλληνες να εξορίζουν Έλληνες;
Θα έλεγε κανείς, με το ίδιο σκεπτικό. Μα ναι, αφού τους θεωρούσαν ανθέλληνες, εαμοβούλγαρους (απλή συνωνυμία με το Βούλγαρη) κι έβαζαν τους πρώην συντρόφους τους, τους μεταμελημένους κι ανανήψαντες αντιστασιακούς, να τους επιτηρούν και να τους βασανίζουν.
Οι Αμερικάνοι ευθύνονταν για τις βόμβες ναπάλμ, που τις έριξαν αυτοβούλως φαίνεται, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ελληνικού στρατού (του δικού τους στρατού, όπως τον είχε παρουσιάσει και ο Κανελλόπουλος στον Βαν Φλιτ). Ενώ οι σοβιετικοί (σύμφωνα πάντα με το σενάριο της ταινίας) πούλησαν το αντάρτικο και δεν το βοήθησαν αποφασιστικά, όπως είχαν υποσχεθεί. Που αν ήταν σε θέση να το κάνουν, βέβαια, τότε θα λέγαμε ότι είναι εξίσου ένοχοι για το ματοκύλισμα των Ελλήνων στον αδελφοκτόνο πόλεμο, κτλ. Μία ή η άλλη, φράγκα δύο, που έλεγαν κι εκείνη την εποχή.
Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, ο εμφύλιος αντιμετωπίστηκε ως ατύχημα. Και σε ένα επόμενο γκεστάλτ (που θα έλεγε κι ο Κωνσταντάν Τζούμας στους Απαράδεκτους) αμφισβητείται τελικά κι η ταυτότητά του ως εμφυλίου πολέμου, δηλ αυτό που ήταν.
Ή μήπως δεν ήταν;
Από τη σκοπιά των "ελληνόψυχων δεξιών" και των πολιτικών τους προγόνων ήταν απλώς ένας συμμοριτοπόλεμος ενάντια σε κατσαπλιάδες, που δεν ανήκαν στις τάξεις του έθνους και δεν άξιζαν την ελληνική ιθαγένεια.
Για την Αριστερά, με την ευρεία (κι όχι πάντα καλή) έννοια, ο Μαργαρίτης γράφει πως ο όρος ήταν αντιπαθής, καθώς θεωρούσε όλη την περίοδο ως ένα λάθος διαρκείας και συνεπώς τον απέφευγε.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε λοιπόν από τα εξής σημεία ως αφετηρία.
Ο εμφύλιος δεν ήταν λάθος, αλλά μάλλον η πιθανότερη εξέλιξη, από τη στιγμή που η εδραίωση της αστικής εξουσίας περνούσε υποχρεωτικά από το τσάκισμα της Εαμικής Αριστεράς και του ισχυρού λαϊκού κινήματος -που παρά την ισχυρή τρομοκρατία, διατηρούσε πχ την απόλυτη πλειοψηφία στα εργατικά σωματεία.
Δεν ήταν αναπόφευκτος, αλλά ένα πιθανό ενδεχόμενο, παράλληλα με άλλες δυνατότητες. Αλλά δεν ήταν ακριβώς στο χέρι μας να τον αποφύγουμε (όπως μια μπανανόφλουδα), εκτός και αν επιλέγαμε οικειοθελώς την υποταγή μας, που θα ήταν η χειρότερη δυνατή μπανανόφλουδα, που κάποιοι ήθελαν να πατήσουμε συνειδητά.
Η εκδήλωση κι εξέλιξή του ασφαλώς επηρεάζεται από το διεθνές γεωπολιτικό τοπίο, αλλά καθορίστηκε κυρίως από τις εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, την ταξική της διαστρωμάτωση, τις κοινωνικές συμμαχίες που είχαν διαμορφωθεί και την όξυνση των ανταγωνιστικών τους σχέσεωων.
Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η κορυφαία μορφή ταξικής πάλης, μια κορυφαία ταξική σύγκρουση. Συνειδητοποιώ παρόλα αυτά πως και από τη δική μας σκοπιά, (που δεν αντιμετωπίζει ως λάθος αυτή τη σύγκρουση, αλλά την καθυστερημένη εκδήλωσή της και τους μειονεκτικούς όρους κάτω από τους οποίους τη διεξάγαμε, με καταδικαστικούς δισταγμούς κι αναβολές- αποφεύγουμε αρκετές φορές τη λέξη "εμφύλιος", προτιμώντας αντ' αυτού όρους, όπως "το δεύτερο αντάρτικο". Μια υποσυνείδητη σκοπιμότητα αυτής τη επιλογής είναι ίσως να τονίσουμε τη συνέχεια με το πρώτο αντάρτικο και την αντίσταση απέναντι στον ξένο κατακτητή, τη νέα κατοχή από τους Βρετανούς και αργότερα απ' τους Αμερικάνους και τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε η ιμπεριαλιστική τους επέμβαση για την επικράτηση του "εθνικού, κυβερνητικού στρατού".
Αν υποθέσουμε πχ πως ο Δεκέμβρης του 44' ήταν το προοίμιο του εμφυλίου, ο ΕΛΑΣ πολέμησε ενάντια στο κράτος της Σκωμπίας και δεν είχε κανένα σοβαρό αντίπαλο που να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επικράτησή του, χωρίς τις στρατιωτικές πλάτες των Άγγλων.
Ή μήπως δεν ήταν έτσι;
Στο κεφάλαιο για τα Δεκεμβριανά, ο Μαργαρίτης σημειώνει μεταξύ άλλων (και χωρίς να αναιρεί πλήρως το παραπάνω συμπέρασμα):
-την απρόσμενη αντίσταση του αστικού κόσμου κι άλλων προνομιούχων στρωμάτων, που πολέμησαν ενεργά στο πλευρό των Άγγλων
-το μεγάλο αριθμό εθελοντών (κι όχι μόνο κατά τις τελευταίες μέρες, που θα δικαιολογούνταν εν μέρει από ένα ρεύμα που πάει πάντα με τους νικητές), που κάποιες φορές ξεπερνούσε ακόμα και τις δυνατότητες των Άγγλων, για να το εξοπλίσει.
-το σημαντικό ρόλο που έπαιξε, από την άποψη των εφεδρειών, κατά τον πόλεμο της φθοράς -σε αντίθεση με τον ΕΛΑΣ, που είχε τον κύριο όγκο των δυνάμεών του απομακρυσμένο στην Ήπειρο και δεν μπορούσε να αντέξει αυτή τη φθορά.
-και τις ελάχιστες, συγκριτικά, απώλειες των βρετανικών στρατευμάτων (σε αντίθεση δηλ με την αναλογία των ελληνικών στρατευμάτων που πολέμησαν στο πλευρό τους και με τις απώλειες του ΕΛΑΣ).
Προσωπικά έχω κάποιες επιφυλάξεις, πχ για την άνεση με την οποία πολέμησαν -σύμφωνα με το Μαργαρίτη- οι Άγγλοι (μια εκτίμηση που νομίζω ότι έρχεται σε αντίθεση με κάποια γεγονότα, όπως την εσπευσμένη άφιξη του Τσώρτσιλ, τα Χριστούγεννα, την αλληλογραφία του με τον Σκόμπι, και τον όγκο των δυνάμεων που απέσπασε από το μέτωπο της Ιταλίας). Αλλά σίγουρα πρόκειται για μια πολύ σημαντική επισήμανση, που δεν πρέπει να διαφεύγει από την οπτική μας.
Κλείνω με ένα τελευταίο σχόλιο του Μαργαρίτη, για τη συμφωνία της Βάρκιζας (που κατά την κρίση του, πάντως, δε θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά από μια διαφορετική στάση του ΕΑΜ, που είχε να διαχειριστεί το βάρος μιας τέτοιας ήττας).
Η ειρωνεία του όλου θέματος βρίσκεται στο ότι η ηγεσία της Αριστεράς πίστευε πως θα μπορούσε να περάσει τις αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας στηριζόμενη στο μαζικό κίνημα και τις οργανωμένες δυνάμεις της. Βασιζόταν δηλαδή σε ένα όπλο που η ίδια συμφωνία σε μεγάλο βαθμό κατέστρεψε (αφού οι μάζες έπιασαν αμέσως το πνεύμα της συμφωνίας, κι αυτό που ακολούθησε την υπογραφή της ήταν μια εντυπωσιακή συρρίκνωση των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου