Από λίγο σάπιο αλεύρι...
[Υποθέτω πως σήμερα στο διαδίκτυο παίζει ως βασικό θέμα το περίφημο
εβδομηντάωρο σήριαλ των τηλεοπτικών αδειών. Προς στιγμήν, σκέφτηκα να
ασχοληθώ κι εγώ με τούτο αλλά άλλαξα γνώμη σχεδόν αμέσως. Σιγά μη κάτσω
να χαραμίσω την Παρασκευή μου ψάχνοντας απάντηση στην απορία πώς διάβολο
βοηθάνε την διαφάνεια και την νομιμότητα μια χούφτα πρεζέμποροι,
λαθρέμποροι, απατεώνες και φοροφυγάδες που νταραβερίζονται με τα
εκατομμύρια και κερδίζει όποιος δώσει τα περισσότερα. Έτσι, λοιπόν,
προτίμησα να χαλαρώσω και να διηγηθώ άλλη μια ιστορία από τα παλιά.]
Ήταν τέτοιες μέρες του 1893, όταν σε ένα χωριό τής Μικρασίας έξω από το Ικόνιο, την Κασταμονή, γεννιέται ο Γιάννης Ιντζιρίδης. Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια μουσικών, ο Γιάννης δεν μπορούσε παρά να αγαπήσει την μουσική και να μάθει από μικρός να παίζει όλα εκείνα τα όργανα που παίζανε οι δικοί του: μπουζούκι, μπαγλαμά, βιολί, σάζι, ούτι, ταμπουρά, ταμπούρ και γιαϊλί ταμπούρ, τζουρά, γόνατο, κανονάκι κλπ (*).
Πριν καν φτάσει στην εφηβεία, η φήμη του ως δεξιοτέχνη των εγχόρδων είχε διαδοθεί πολύ πέρα από το Ικόνιο, με αποτέλεσμα να τον καλέσει στα ανάκτορα ο ίδιος ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ. Ο σουλτάνος ευχαριστήθηκε τόσο πολύ από το παίξιμο του Ιντζιρίδη και της παρέας του ώστε τους έβαλε να παίξουν και για το χαρέμι του χωρίς πρώτα να τους ευνουχίσει, πράγμα πρωτόγνωρο.
Στα είκοσί του, ο Γιάννης κλήθηκε, ως τούρκος πολίτης, να υπηρετήσει την θητεία του. Στα στρατιωτικά δεφτέρια καταγράφηκε το όνομά του με ένα Ε μπροστά κι έγινε Εϊντζιρίδης. Από κει και πέρα ήταν ζήτημα γλωσσικής φθοράς να γίνει και Εντζιρίδης και Ετσιρίδης και Ετσιρείδης. Ευτυχώς, γλίτωσε από τούτο το μπέρδεμα επειδή στον στρατό πήρε δυο σαρδέλλες κι έγινε λοχίας, παναπεί τσαούς στα τουρκικά. Έτσι έγινε γνωστός ως ο Γιάννης ο Τσαούσης ή Γιοβάν Τσαούς.
Το 1922 τα πράγματα άλλαξαν για τον Τσαούς, όπως άλλαξαν για όλους τους έλληνες της Μικρασίας και από τα σουλτανικά σαράγια οι τριαντάχρονος μουσικός βρέθηκε στοιβαγμένος με την οικογένειά του στα πειραιώτικα προσφυγικά υπόστεγα, τα οποία είχαν στηθεί στο λιμάνι, κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου. Σ' αυτά τα υπόστεγα και στις αποθήκες του λιμανιού, από την ακτή Ξαβερίου ως την Κρεμμυδαρού, οι Ιντζιρίδηδες θα περνούσαν κάμποσους μήνες ώσπου να καταφέρουν να εγκατασταθούν σε ένα δίπατο σπίτι κάπου πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Θα περίμενε κανείς πως ο Γιοβάν Τσαούς θα προσπαθούσε να ζήσει από την μουσική. Όμως, εκείνος ποτέ δεν ανέβηκε σε πάλκο στην Ελλάδα. Η εικόνα των κέντρων διασκέδασης εκείνης της εποχής και ο τρόπος με τον οποίο γλεντούσαν οι θαμώνες τέτοιων μαγαζιών τον απωθούσε. "Δεν μπορώ να παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες" έλεγε. Προτίμησε να βγάζει το ψωμί του κάνοντας όποια άλλη δουλειά τού τύχαινε. Βέβαια, ποτέ δεν απαρνήθηκε την μουσική του, μόνο που συνέχισε να συνθέτει για τον εαυτό του και να παίζει για τους φίλους του.
Το 1927 παντρεύεται την καλή του, την Κατερίνα Καραγιώργη-Χουρμούζη. Ιδέα δική της ήταν να κάνουν το ισόγειο του σπιτιού τους ραφείο. Λίγα χρόνια αργότερα, μη μπορώντας να βολευτεί στο ραφείο, ο Γιοβάν ανοίγει κι ένα ουζερί στο Πέραμα. Η Κατερίνα καταλαβαίνει ότι το ραφείο δεν ταιριάζει στα χούγια του άντρα της και το 1932 το ζευγάρι μετατρέπει το ραφτάδικο σε ουζερί.
Παίζοντας για το κέφι του σ' αυτά τα ουζερί, ο Γιοβάν εξελίσσει όχι μόνο την τέχνη του ως μουσικός αλλά και τα ίδια τα όργανα που χρησιμοποιούσε. Όντας εξαιρετικός γνώστης της ανατολίτικης μουσικής, δεν διστάζει να βάλει στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι, επειδή το κανονάκι είναι το μόνο όργανο που αποδίδει σωστά όλους τους δρόμους τής ανατολής (**). Όπως διηγείται ο Στελλάκης Περπινιάδης, "όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς που ήταν αλλόκοτο;" (***). Δίπλα του μαθήτευσαν πολλοί από τους μεταγενέστερους γνωστούς μουσικούς, με πρώτο τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Τελικά, κάπου στα 1935, ο περήφανος Γιοβάν Τσαούς πείθεται να ηχογραφήσει μερικά από τα τραγούδια του. Μέσα σε δυο χρόνια ηχογραφεί δώδεκα κομμάτια με το όνομά του ενώ δέχεται να παίξει μουσική και στην ηχογράφηση μερικών τραγουδιών τού Τούντα. Τα δώδεκα κομμάτια του τραγούδησαν μισά-μισά ο Αντώνης Καλυβόπουλος και ο Στελλάκης Περπινιάδης. Τα δυο πιο γνωστά απ' αυτά είναι το "Πέντε μάγκες" και το "Η Ελένη η ζωντοχήρα" (σε στίχους Στελλάκη Περπινιάδη). Δυστυχώς για το λαϊκό τραγούδι, ο Γιοβάν Τσαούς σταματάει τις ηχογραφήσεις το 1937, αρνούμενος να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τής μεταξικής λογοκρισίας (****).
Την ίδια χρονιά, ο Γιοβάν με την Κατερίνα του μετακομίζουν στην Κοκκινιά, όπου τους βρίσκουν τα σκοτάδια τής κατοχής. Το ζευγάρι δεν επρόκειτο να δει το ξημέρωμα της λεφτεριάς. Τον Οκτώβρη του 1942, καθώς περπατούσε στον Πειραιά και χάζευε ένα βομβαρδισμένο πλοίο, ο Γιοβάν είδε ένα μουσκεμένο τσουβάλι καλαμποκάλευρο ξεβρασμένο στην ακτή. Το μάζεψε και το πήγε στην γυναίκα του, ως την θεία βοήθεια που θα χόρταινε την πείνα τους. Αυτή την καταραμένη πείνα που ποτέ δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την Κατερίνα από το να χρησιμοποιήσει το χαλασμένο μπομποτάλευρο για να φτιάξει τηγανόψωμα.
Εκείνα τα τηγανόψωμα έμελλε να αποτελέσουν το τελευταίο δείπνο τού αγαπημένου ζευγαριού. Στις 10 το βράδυ ο Γιοβάν Τσαούς έσβησε δηλητηριασμένος. Πριν ξημερώσει, τον ακολούθησε και η γυναίκα του. Έφυγαν κι οι δυο πριν συμπληρώσουν μισό αιώνα ζωής, από λίγο σάπιο αλεύρι...
--------------------------------------------
(*) Το γιαϊλί ταμπούρ είναι ταμπούρ που παίζεται με δοξάρι. Το γόνατο μοιάζει με μπουζούκι αλλά είναι μακρύτερο, βαθύτερο και στενότερο, οπότε ο ήχος του είναι διαφορετικός. Γόνατο έπαιζε ο Στράτος Παγιουμτζής στην Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς.
(**) Αυτό που στην ανατολίτικη μουσική λέγεται δρόμος (ή μακάμ), στην αρχαία ελληνική μουσική λέγεται τρόπος και στην βυζαντινή ήχος (για παράδειγμα, ο δρόμος Ουσάκ είναι ταυτόσημος με τον τρόπο Φρύγειο και με τον ήχο Πρώτο). Όλα αυτά, φυσικά, με αμέτρητες παραλλαγές και ενδιάμεσες κλίμακες, οι οποίες δεν αντιστοιχίζονται πάντοτε.
(***) Κώστας Χατζηδουλής, "Ρεμπέτικη ιστορία", τόμος πρώτος, εκδόσεις Νεφέλη, 1978. Κάποιοι λένε πως ο Μάρκος, επειδή δεν μπορούσε να παίξει, θύμωσε τόσο ώστε κόντεψε να σπάσει το μπουζούκι αλλά, τελικά, το άφησε λέγοντας ότι "αυτό το πράμα ξέρει μόνο ένα αφεντικό".
(****) Σε προηγούμενο κείμενο είδαμε ότι εκείνη την εποχή διέκοψε τις ηχογραφήσεις του εξ αιτίας της λογοκρισίας και ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι ρεμπέτες, όπως ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστος Δελιάς.
Ήταν τέτοιες μέρες του 1893, όταν σε ένα χωριό τής Μικρασίας έξω από το Ικόνιο, την Κασταμονή, γεννιέται ο Γιάννης Ιντζιρίδης. Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια μουσικών, ο Γιάννης δεν μπορούσε παρά να αγαπήσει την μουσική και να μάθει από μικρός να παίζει όλα εκείνα τα όργανα που παίζανε οι δικοί του: μπουζούκι, μπαγλαμά, βιολί, σάζι, ούτι, ταμπουρά, ταμπούρ και γιαϊλί ταμπούρ, τζουρά, γόνατο, κανονάκι κλπ (*).
Πριν καν φτάσει στην εφηβεία, η φήμη του ως δεξιοτέχνη των εγχόρδων είχε διαδοθεί πολύ πέρα από το Ικόνιο, με αποτέλεσμα να τον καλέσει στα ανάκτορα ο ίδιος ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ. Ο σουλτάνος ευχαριστήθηκε τόσο πολύ από το παίξιμο του Ιντζιρίδη και της παρέας του ώστε τους έβαλε να παίξουν και για το χαρέμι του χωρίς πρώτα να τους ευνουχίσει, πράγμα πρωτόγνωρο.
Στα είκοσί του, ο Γιάννης κλήθηκε, ως τούρκος πολίτης, να υπηρετήσει την θητεία του. Στα στρατιωτικά δεφτέρια καταγράφηκε το όνομά του με ένα Ε μπροστά κι έγινε Εϊντζιρίδης. Από κει και πέρα ήταν ζήτημα γλωσσικής φθοράς να γίνει και Εντζιρίδης και Ετσιρίδης και Ετσιρείδης. Ευτυχώς, γλίτωσε από τούτο το μπέρδεμα επειδή στον στρατό πήρε δυο σαρδέλλες κι έγινε λοχίας, παναπεί τσαούς στα τουρκικά. Έτσι έγινε γνωστός ως ο Γιάννης ο Τσαούσης ή Γιοβάν Τσαούς.
Πειραιάς, 1922: Πρόσφυγες αυλίζονται έξω από το ξενοδοχείο "Ανατολή". |
Το 1922 τα πράγματα άλλαξαν για τον Τσαούς, όπως άλλαξαν για όλους τους έλληνες της Μικρασίας και από τα σουλτανικά σαράγια οι τριαντάχρονος μουσικός βρέθηκε στοιβαγμένος με την οικογένειά του στα πειραιώτικα προσφυγικά υπόστεγα, τα οποία είχαν στηθεί στο λιμάνι, κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου. Σ' αυτά τα υπόστεγα και στις αποθήκες του λιμανιού, από την ακτή Ξαβερίου ως την Κρεμμυδαρού, οι Ιντζιρίδηδες θα περνούσαν κάμποσους μήνες ώσπου να καταφέρουν να εγκατασταθούν σε ένα δίπατο σπίτι κάπου πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Θα περίμενε κανείς πως ο Γιοβάν Τσαούς θα προσπαθούσε να ζήσει από την μουσική. Όμως, εκείνος ποτέ δεν ανέβηκε σε πάλκο στην Ελλάδα. Η εικόνα των κέντρων διασκέδασης εκείνης της εποχής και ο τρόπος με τον οποίο γλεντούσαν οι θαμώνες τέτοιων μαγαζιών τον απωθούσε. "Δεν μπορώ να παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες" έλεγε. Προτίμησε να βγάζει το ψωμί του κάνοντας όποια άλλη δουλειά τού τύχαινε. Βέβαια, ποτέ δεν απαρνήθηκε την μουσική του, μόνο που συνέχισε να συνθέτει για τον εαυτό του και να παίζει για τους φίλους του.
Το 1927 παντρεύεται την καλή του, την Κατερίνα Καραγιώργη-Χουρμούζη. Ιδέα δική της ήταν να κάνουν το ισόγειο του σπιτιού τους ραφείο. Λίγα χρόνια αργότερα, μη μπορώντας να βολευτεί στο ραφείο, ο Γιοβάν ανοίγει κι ένα ουζερί στο Πέραμα. Η Κατερίνα καταλαβαίνει ότι το ραφείο δεν ταιριάζει στα χούγια του άντρα της και το 1932 το ζευγάρι μετατρέπει το ραφτάδικο σε ουζερί.
Παίζοντας για το κέφι του σ' αυτά τα ουζερί, ο Γιοβάν εξελίσσει όχι μόνο την τέχνη του ως μουσικός αλλά και τα ίδια τα όργανα που χρησιμοποιούσε. Όντας εξαιρετικός γνώστης της ανατολίτικης μουσικής, δεν διστάζει να βάλει στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι, επειδή το κανονάκι είναι το μόνο όργανο που αποδίδει σωστά όλους τους δρόμους τής ανατολής (**). Όπως διηγείται ο Στελλάκης Περπινιάδης, "όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς που ήταν αλλόκοτο;" (***). Δίπλα του μαθήτευσαν πολλοί από τους μεταγενέστερους γνωστούς μουσικούς, με πρώτο τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Τελικά, κάπου στα 1935, ο περήφανος Γιοβάν Τσαούς πείθεται να ηχογραφήσει μερικά από τα τραγούδια του. Μέσα σε δυο χρόνια ηχογραφεί δώδεκα κομμάτια με το όνομά του ενώ δέχεται να παίξει μουσική και στην ηχογράφηση μερικών τραγουδιών τού Τούντα. Τα δώδεκα κομμάτια του τραγούδησαν μισά-μισά ο Αντώνης Καλυβόπουλος και ο Στελλάκης Περπινιάδης. Τα δυο πιο γνωστά απ' αυτά είναι το "Πέντε μάγκες" και το "Η Ελένη η ζωντοχήρα" (σε στίχους Στελλάκη Περπινιάδη). Δυστυχώς για το λαϊκό τραγούδι, ο Γιοβάν Τσαούς σταματάει τις ηχογραφήσεις το 1937, αρνούμενος να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τής μεταξικής λογοκρισίας (****).
Την ίδια χρονιά, ο Γιοβάν με την Κατερίνα του μετακομίζουν στην Κοκκινιά, όπου τους βρίσκουν τα σκοτάδια τής κατοχής. Το ζευγάρι δεν επρόκειτο να δει το ξημέρωμα της λεφτεριάς. Τον Οκτώβρη του 1942, καθώς περπατούσε στον Πειραιά και χάζευε ένα βομβαρδισμένο πλοίο, ο Γιοβάν είδε ένα μουσκεμένο τσουβάλι καλαμποκάλευρο ξεβρασμένο στην ακτή. Το μάζεψε και το πήγε στην γυναίκα του, ως την θεία βοήθεια που θα χόρταινε την πείνα τους. Αυτή την καταραμένη πείνα που ποτέ δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την Κατερίνα από το να χρησιμοποιήσει το χαλασμένο μπομποτάλευρο για να φτιάξει τηγανόψωμα.
Εκείνα τα τηγανόψωμα έμελλε να αποτελέσουν το τελευταίο δείπνο τού αγαπημένου ζευγαριού. Στις 10 το βράδυ ο Γιοβάν Τσαούς έσβησε δηλητηριασμένος. Πριν ξημερώσει, τον ακολούθησε και η γυναίκα του. Έφυγαν κι οι δυο πριν συμπληρώσουν μισό αιώνα ζωής, από λίγο σάπιο αλεύρι...
1931: Ο Γιοβάν "Ιωάν. Ετσιρείδης" Τσαούς (αριστερά) έξω από το "καφεουζοπωλείον" του στο Πέραμα. |
--------------------------------------------
(*) Το γιαϊλί ταμπούρ είναι ταμπούρ που παίζεται με δοξάρι. Το γόνατο μοιάζει με μπουζούκι αλλά είναι μακρύτερο, βαθύτερο και στενότερο, οπότε ο ήχος του είναι διαφορετικός. Γόνατο έπαιζε ο Στράτος Παγιουμτζής στην Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς.
(**) Αυτό που στην ανατολίτικη μουσική λέγεται δρόμος (ή μακάμ), στην αρχαία ελληνική μουσική λέγεται τρόπος και στην βυζαντινή ήχος (για παράδειγμα, ο δρόμος Ουσάκ είναι ταυτόσημος με τον τρόπο Φρύγειο και με τον ήχο Πρώτο). Όλα αυτά, φυσικά, με αμέτρητες παραλλαγές και ενδιάμεσες κλίμακες, οι οποίες δεν αντιστοιχίζονται πάντοτε.
(***) Κώστας Χατζηδουλής, "Ρεμπέτικη ιστορία", τόμος πρώτος, εκδόσεις Νεφέλη, 1978. Κάποιοι λένε πως ο Μάρκος, επειδή δεν μπορούσε να παίξει, θύμωσε τόσο ώστε κόντεψε να σπάσει το μπουζούκι αλλά, τελικά, το άφησε λέγοντας ότι "αυτό το πράμα ξέρει μόνο ένα αφεντικό".
(****) Σε προηγούμενο κείμενο είδαμε ότι εκείνη την εποχή διέκοψε τις ηχογραφήσεις του εξ αιτίας της λογοκρισίας και ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι ρεμπέτες, όπως ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστος Δελιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου