Ισλαμισμός
Η κε του μπλοκ φιλοξενεί σήμερα μία (ακόμα) μεταφραστική δουλειά του
Άναυδου, που έχει και δικό του πρόλογο-εισαγωγή, οπότε δε χρειάζεται να
αναφέρω εγώ κάτι περισσότερο.
Ισλαμισμός - Μια Συγκριτική Ιστορική Επισκόπηση
Άναυδος – Σεπτέμβριος 2016
Εισαγωγή
Ο Ισλαμισμός είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες ιδεολογίες της εποχής μας. Οι απόψεις για τη φύση και το χαρακτήρα του ποικίλουν, με την κυρίαρχη να θεωρεί ότι ο Ισλαμισμός είναι μια εκδοχή του φασισμού στις μουσουλμανικές χώρες (με υποστηρικτές από όλο το πολιτικό φάσμα ξεκινώντας από την ακροδεξιά μέχρι και μεγάλο μέρος της αριστεράς -όπως κι αν την ορίσουμε). Με βάση την αντίληψη αυτή, ο Ισλαμισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή στα ‘δημοκρατικά ιδεώδη’ και το ‘δυτικό τρόπο ζωής’ και άρα κάθε προσπάθεια καταστολής του φαινομένου, όσο βίαιη και αιματηρή κι αν είναι, είναι δικαιολογημένη. Κυρίως στον μαοϊκό χώρο κυριαρχεί η άποψη ότι αφού πολλά ισλαμιστικά κινήματα βρίσκονται σε ένοπλη αντιπαράθεση είτε με τον σιωνισμό είτε με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ο ισλαμισμός είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο και σύμμαχος του επαναστατικού κινήματος.
Η άποψη του γράφοντος είναι ότι ο ισλαμισμός είναι η σημαία ευκαιρίας που έχουν επιλέξει συγκεκριμένα τμήματα της αστικής τάξης στην αντιπαράθεση τους με την κυρίαρχη μερίδα του κεφαλαίου στις μουσουλμανικές χώρες και τους ξένους συμμάχους της.
Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το άρθρο του Burak Gurel Ισλαμισμός – Μια Συγκριτική Ιστορική Επισκόπηση που βρίσκεται στο βιβλίο The Neoliberal Landscape and the Rise of Islamist Capital in Turkey Edited by Neşecan Balkan, Erol Balkan, and Ahmet Öncü - Βerghahn Books – 2015. Για όποιον ενδιαφέρεται για παραπάνω διάβασμα μπορεί να βρει εκτεταμένα αποσπάσματα από το άρθρο του Θ. Παπαρήγα από την ΚΟΜΕΠ (τ.1 1996) εδώ. Ο Burak Gurel είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κοτς της Ιστανμπουλ.
Ισλαμισμός - Μια Συγκριτική Ιστορική Επισκόπηση (αποσπάσματα)
του Burak Gürel
Ισλαμική ιδεολογία
Σε αυτό το κεφάλαιο ορίζω τον Ισλαμισμό σύμφωνα με τον Guilain Denoeux “σαν μια μορφή εργαλειοποίησης του Ισλάμ από άτομα, ομάδες και οργανώσεις επιδιώκοντας πολιτικούς σκοπούς”. Για τον Denoeux ο Ισλαμισμός “παρέχει πολιτικές απαντήσεις σε κοινωνικές προκλήσεις του σήμερα φαντασιοζόμενος ένα μέλλον του οποίου τα θεμέλια στηρίζονται σε επαναπροσδιοριζόμενες έννοιες που τις δανείζεται από την ισλαμική παράδοση”. Συνεπώς αντί να επικεντρωνόμαστε στο Ισλάμ σαν θρησκεία έχει περισσότερο νόημα να επικεντρωθούμε στους πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι συνεχώς επανερμηνεύουν το Ισλάμ με διαφορετικούς τρόπους προκειμένου να επιτύχουν τους ιδιαίτερους πολιτιστικούς, οικονομικούς και πολιτικούς τους στόχους στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα.
Η επανεφεύρεση της ισλαμικής παράδοσης για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων είναι η βάση της ισλαμιστικής πολιτικής σε όλες της τις εκφράσεις: Είναι η εφεύρεση της παράδοσης που παρέχει τα εργαλεία για την αποϊστορικοποιήση και το διαχωρισμό του Ισλάμ από τα διαφορετικά περιβάλλοντα στα οποία άκμασε κατά τα τελευταία χίλια τετρακόσια χρόνια. Αυτή η επανοριοθέτηση του Ισλάμ επιτρέπει θεωρητικά στους ισλαμιστές να αγνοήσουν τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πλαίσια μέσα στο οποία υπάρχουν οι μουσουλμανικές κοινότητες. Παρέχει στους ισλαμιστές ένα ισχυρό ιδεολογικό εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να «εκκαθαρίσουν» τις μουσουλμανικές κοινωνίες τις "ακαθαρσίες" και "προσθήκες" που είναι τα αναπόφευκτα συνοδευτικά της ιστορικής εξέλιξης, αλλά τις οποίες θεωρούν ως αιτίες για τη μουσουλμανική παρακμή.
(….)
Ταξική Δυναμική του Ισλαμισμού
Ισλαμισμός - Μια Συγκριτική Ιστορική Επισκόπηση
Άναυδος – Σεπτέμβριος 2016
Εισαγωγή
Ο Ισλαμισμός είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες ιδεολογίες της εποχής μας. Οι απόψεις για τη φύση και το χαρακτήρα του ποικίλουν, με την κυρίαρχη να θεωρεί ότι ο Ισλαμισμός είναι μια εκδοχή του φασισμού στις μουσουλμανικές χώρες (με υποστηρικτές από όλο το πολιτικό φάσμα ξεκινώντας από την ακροδεξιά μέχρι και μεγάλο μέρος της αριστεράς -όπως κι αν την ορίσουμε). Με βάση την αντίληψη αυτή, ο Ισλαμισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή στα ‘δημοκρατικά ιδεώδη’ και το ‘δυτικό τρόπο ζωής’ και άρα κάθε προσπάθεια καταστολής του φαινομένου, όσο βίαιη και αιματηρή κι αν είναι, είναι δικαιολογημένη. Κυρίως στον μαοϊκό χώρο κυριαρχεί η άποψη ότι αφού πολλά ισλαμιστικά κινήματα βρίσκονται σε ένοπλη αντιπαράθεση είτε με τον σιωνισμό είτε με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ο ισλαμισμός είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο και σύμμαχος του επαναστατικού κινήματος.
Η άποψη του γράφοντος είναι ότι ο ισλαμισμός είναι η σημαία ευκαιρίας που έχουν επιλέξει συγκεκριμένα τμήματα της αστικής τάξης στην αντιπαράθεση τους με την κυρίαρχη μερίδα του κεφαλαίου στις μουσουλμανικές χώρες και τους ξένους συμμάχους της.
Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το άρθρο του Burak Gurel Ισλαμισμός – Μια Συγκριτική Ιστορική Επισκόπηση που βρίσκεται στο βιβλίο The Neoliberal Landscape and the Rise of Islamist Capital in Turkey Edited by Neşecan Balkan, Erol Balkan, and Ahmet Öncü - Βerghahn Books – 2015. Για όποιον ενδιαφέρεται για παραπάνω διάβασμα μπορεί να βρει εκτεταμένα αποσπάσματα από το άρθρο του Θ. Παπαρήγα από την ΚΟΜΕΠ (τ.1 1996) εδώ. Ο Burak Gurel είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κοτς της Ιστανμπουλ.
Ισλαμισμός - Μια Συγκριτική Ιστορική Επισκόπηση (αποσπάσματα)
του Burak Gürel
Ισλαμική ιδεολογία
Σε αυτό το κεφάλαιο ορίζω τον Ισλαμισμό σύμφωνα με τον Guilain Denoeux “σαν μια μορφή εργαλειοποίησης του Ισλάμ από άτομα, ομάδες και οργανώσεις επιδιώκοντας πολιτικούς σκοπούς”. Για τον Denoeux ο Ισλαμισμός “παρέχει πολιτικές απαντήσεις σε κοινωνικές προκλήσεις του σήμερα φαντασιοζόμενος ένα μέλλον του οποίου τα θεμέλια στηρίζονται σε επαναπροσδιοριζόμενες έννοιες που τις δανείζεται από την ισλαμική παράδοση”. Συνεπώς αντί να επικεντρωνόμαστε στο Ισλάμ σαν θρησκεία έχει περισσότερο νόημα να επικεντρωθούμε στους πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι συνεχώς επανερμηνεύουν το Ισλάμ με διαφορετικούς τρόπους προκειμένου να επιτύχουν τους ιδιαίτερους πολιτιστικούς, οικονομικούς και πολιτικούς τους στόχους στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα.
Η επανεφεύρεση της ισλαμικής παράδοσης για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων είναι η βάση της ισλαμιστικής πολιτικής σε όλες της τις εκφράσεις: Είναι η εφεύρεση της παράδοσης που παρέχει τα εργαλεία για την αποϊστορικοποιήση και το διαχωρισμό του Ισλάμ από τα διαφορετικά περιβάλλοντα στα οποία άκμασε κατά τα τελευταία χίλια τετρακόσια χρόνια. Αυτή η επανοριοθέτηση του Ισλάμ επιτρέπει θεωρητικά στους ισλαμιστές να αγνοήσουν τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πλαίσια μέσα στο οποία υπάρχουν οι μουσουλμανικές κοινότητες. Παρέχει στους ισλαμιστές ένα ισχυρό ιδεολογικό εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να «εκκαθαρίσουν» τις μουσουλμανικές κοινωνίες τις "ακαθαρσίες" και "προσθήκες" που είναι τα αναπόφευκτα συνοδευτικά της ιστορικής εξέλιξης, αλλά τις οποίες θεωρούν ως αιτίες για τη μουσουλμανική παρακμή.
(….)
Ταξική Δυναμική του Ισλαμισμού
Αν και υπάρχουν πολλοί διανοούμενοι και πολιτικά κινήματα που ερμηνεύουν
το Ισλάμ μέσα σε ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο, η μεγάλη πλειοψηφία των
ισλαμιστικών κινημάτων δεν αποσκοπεί στην καταστροφή των καπιταλιστικών
σχέσεων παραγωγής. Ανεξάρτητα από τη σημασία των κρατικών επιχειρήσεων
στις εθνικές τους οικονομίες, όλα τα ισλαμιστικά καθεστώτα έχουν
μεγάλους ιδιωτικούς τομείς, στους οποίους η αστική τάξη κατέχει τα μέσα
παραγωγής. Ακόμη και στην ξεχωριστή περίπτωση του Ιράν, όπου η ισχυρή
έλξη που είχε στις μάζες η αριστερή ερμηνεία του Ισλάμ, είχε αναγκάσει
τον Χομεϊνί να υιοθετήσει μια πιο αριστερή ρητορική, η Ισλαμική
επανάσταση δεν κατέστρεψε τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Εξάλειψε
μόνο την κοσμική αστική τάξη που στήριζε τον σάχη και βοήθησε την
ευσεβή αστική τάξη να αυξήσει την οικονομική της ισχύ. Η ικανότητα των
ισλαμιστικών κινημάτων να αποκτήσουν (πλήρη ή μερική) ηγεμονία πάνω στην
εργατική τάξη παρά τον αστικό τους χαρακτήρα, απαιτεί από εμάς να
κατανοήσουμε πολύ καλά την ταξική δυναμική της μαζικής υποστήριξης αυτών
των κινημάτων.
Η ηγεμονική δύναμη αυτής της συμμαχίας είναι η ευσεβής αστική τάξη, και η δευτερεύουσα δύναμη η εργατική τάξη. Όπως και στα άλλα καπιταλιστικά κράτη, όλα τα έθνη-κράτη που ιδρύθηκαν στο μουσουλμανικό κόσμο κατά τον εικοστό αιώνα, βασίστηκαν σε ένα μπλοκ εξουσίας που περιελάμβανε ορισμένες φατρίες της αστικής τάξης ενώ απέκλειε άλλες. Τα Ισλαμιστικά κινήματα που αναδύθηκαν σαν αντιπολιτευτικά κινήματα, απαιτώντας μια αλλαγή καθεστώτος στις κοσμικές χώρες, πολιτικοποίησαν με θρησκευτική ρητορική τα αιτήματα των καπιταλιστών που βρέθηκαν έξω από το μπλοκ εξουσίας.
Για παράδειγμα, στο Ιράν πριν από την Ισλαμική επανάσταση, η μεγαλοαστική τάξη, η οποία είχε στενές σχέσεις και μοιράζονται το ίδιο κοσμικό πολιτισμό με τη δυναστεία των Παχλεβί, ήταν σε προνομιακή θέση ώστε να αποκτήσει σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες χάρη στην ένταξη της στο μπλοκ εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, η μικρή και μεσαία αστική τάξη (γνωστή ως bazaaris, επειδή οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις τους βρίσκονταν στην αγορά της Τεχεράνης που ονομάζεται παζάρι) ευρισκόμενη έξω από το μπλοκ εξουσίας, έγινε η ηγεμονική δύναμη της ισλαμιστικής αντιπολίτευση εναντίον της δυναστείας Παχλεβί. Στην Τουρκία, το ισλαμιστικό κίνημα εκπροσώπησε την ευσεβή αστική τάξη της Ανατολίας, η οποία αποτελείται από μικρής κλίμακας, μη-μονοπωλιακούς καπιταλιστές που ήταν έξω από το μπλοκ εξουσίας, το οποία κυριαρχείται από το μονοπωλιακό και κοσμικό κεφάλαιο της Ιστανμπούλ και της Σμύρνης.
Όμοια με όλα τα αστικά πολιτικά κινήματα, η επιτυχία του Ισλαμισμού εξαρτάται από την ικανότητα της ευσεβούς αστικής τάξης να αποκτήσει την ηγεμονία πάνω στις κατώτερες τάξεις. Παρά τις ιστορικές διαφορές τους, οι επιτυχίες του Χομεϊνί στο Ιράν στα 1970 και του ΑΚΡ στην Τουρκία τη δεκαετία του 2000 ήταν και οι δύο προϊόντα της ικανότητας της ευσεβούς αστικής τάξης να κερδίσει την υποστήριξη των κατώτερων τάξεων. Αντίθετα, η ήττα των ισλαμιστών στην Αλγερία στη δεκαετία του 1990 προήλθε από την απώλεια της ηγεμονίας της ευσεβούς αστικής τάξης πάνω στις κατώτερες τάξεις. Για το λόγο αυτό, είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ποιες συνθήκες οδηγούν τις κατώτερες τάξεις να υποστηρίξουν την ευσεβή αστική τάξη.
Σε όλες τις επιτυχημένες περιπτώσεις σε αυτόν και τον προηγούμενο αιώνα, η ισλαμιστική αστική τάξη κέρδισε την υποστήριξη δύο ομάδων στο εσωτερικό της εργατικής τάξης: τους εργαζόμενους στον ανεπίσημο τομέα της παραοικονομίας και τα λευκά κολάρα με απολυτήριο γυμνασίου ή πτυχίο πανεπιστημίου. Για να κατανοήσουμε την πολιτική συμπεριφορά αυτών των ομάδων, θα πρέπει να εξετάσουμε τους οικονομικούς και δημογραφικούς δείκτες του μουσουλμανικού κόσμου το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Μεταξύ του 1955 και του 1970, ο πληθυσμός του μουσουλμανικού κόσμου αυξήθηκε κατά 50%. Μέχρι το 1975, το 60% αυτού του πληθυσμού ήταν μικρότερο των είκοσι τεσσάρων ετών. Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις αγροτικές περιοχές καθώς και της βιομηχανίας και του τομέα των υπηρεσιών στις αστικές περιοχές αύξησε το ρυθμό της μετανάστευσης από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές. Η ανεργία αυξήθηκε γιατί ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης υπολειπόταν του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού.
Δεδομένου ότι η αστική υποδομή δεν μπορούσε να βελτιωθεί στο βαθμό που απαιτούνταν για την παροχή αξιοπρεπούς ποιοτικής στέγασης στους νέους κατοίκους των πόλεων, ο αριθμός και ο πληθυσμός των παραγκουπόλεων αυξήθηκε ταχύτατα. Παρά το γεγονός ότι ένα μέρος του πληθυσμού των παραγκουπόλεων μπορούσε να βρει θέσεις εργασίας στον επίσημο τομέα, η πλειοψηφία απασχολούνταν στον τομέα της παραοικονομίας, με χαμηλούς μισθούς, χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση, και κάτω από τη συνεχή απειλή της ανεργίας. Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των ανθρώπων που καταμετρούνται σαν άνεργοι στις εθνικές στατιστικές συνεχώς παλινδρομούν μεταξύ της απασχόλησης στην παραοικονομία και την ανεργία. Το άτυπο προλεταριάτο, που συχνά αποκαλείται στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία οι «φτωχοί αστοί», είναι ο σημαντικότερος πληθυσμός-στόχος των ισλαμιστικών κινημάτων λόγω της αριθμητικής του δύναμης και της ικανότητας του να κινητοποιείται.
Μια σημαντική πηγή μαχητικών στελεχών για τις ισλαμιστικές οργανώσεις αποτελούν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι που έχουν λάβει ανώτερη εκπαίδευση. Ορισμένοι σχολιαστές τους αποκαλούν η “μορφωμένη μεσαία τάξη” ή η “νέα μεσαία τάξη”, αλλά φαίνεται πιο ορθό να χαρακτηρίσουμε αυτή την ομάδα σαν το “μορφωμένο προλεταριάτο”, λόγω της οικονομικής του απόστασης από τα υψηλότερα κλιμάκια των λευκών κολάρων και της μεσαίας τάξης. Μια άλλη σημαντική μεταβολή στον μουσουλμανικό κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ήταν η επέκταση της μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης, που αγκάλιασε και μεγάλο μέρος από τις κατώτερες τάξεις. Ο μετασχηματισμός αυτός δημιούργησε, στο εσωτερικό του προλεταριάτου, ένα μεγάλο μορφωμένο τμήμα που αποτελείται από ανθρώπους που ακολουθούν τον έξω κόσμο, το δημοφιλή τρόπο ζωής, και τα καταναλωτικά πρότυπα πιο στενά από ό,τι τα λιγότερο μορφωμένα τμήματα του προλεταριάτου.
Αυτό το στρώμα περίμενε να βρει υψηλόμισθες θέσεις εργασίας που θα του παρείχαν το άνετο επίπεδο διαβίωσης, που νομίζει ότι αξίζει λόγω των υψηλότερων εκπαιδευτικών του διαπιστευτηρίων. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η ταχύτητα δημιουργίας θέσεων απασχόλησης υπολείπεται της ταχύτητας της αύξησης του πληθυσμού, το ποσοστό της ανεργίας αυτής της ομάδας αυξήθηκε επίσης ραγδαία. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους μορφωμένους εργαζόμενους μπόρεσαν να βρουν θέσεις εργασίας που δεν τους παρέχουν αρκετά ώστε να τους επιτρέψουν να επιτύχουν τα υψηλά πρότυπα διαβίωσης, που περίμεναν. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των προσδοκιών και της πραγματικότητας έθεσε τις βάσεις για την κρίση της ηγεμονίας των κοσμικών (ή μερικώς κοσμικών) καθεστώτων στο Μουσουλμανικό κόσμο και έτσι ωρίμασαν οι συνθήκες για τα ισλαμιστικά κινήματα να κερδίσουν την υποστήριξη του μορφωμένου προλεταριάτου.. Από την άλλη πλευρά, αυτές οι συνθήκες δεν ήταν λιγότερο ευνοϊκές για τις μαρξιστικές οργανώσεις ώστε να κερδίσουν το άτυπο και μορφωμένο προλεταριάτο.
Στην πραγματικότητα, οι ισλαμιστές μπόρεσαν να κερδίσουν την υποστήριξη των εργατικών μαζών μόνο με τη παρακμή της ριζοσπαστικής αριστεράς. Επιπλέον, η ισλαμιστική επιρροή μεταξύ των μπλε κολάρων στον επίσημο τομέα είναι συχνά πολύ πιο περιορισμένη από ό, τι μεταξύ των δύο ομάδων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτό ισχύει στην περίπτωση του Ιράν, όπου οι ισλαμιστές έπρεπε να πραγματοποιήσουν μαζικές εκκαθαρίσεις για να εξαλείψουν τη μαρξιστική επιρροή ανάμεσα στους εργοστασιακούς εργάτες. Προκειμένου να εξασφαλίσουν την ηγεμονία τους πάνω από στο τμήματα του άτυπου και μορφωμένου προλεταριάτου, τα ισλαμιστικά κινήματα υιοθέτησαν στον πολιτικό τους λόγο αριστερές θέσεις. Κατηγόρησαν τnν εποχή της άγνοιας (jahiliyya)i ως υπεύθυνη για τα υπάρχοντα οικονομικά προβλήματα και την κοινωνική αδικία και υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να έρθει η ευημερία και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι ο πλήρης εξισλαμισμός της κοινωνίας και του κράτους. Επιπλέον, χρησιμοποιούν αποτελεσματικά αντι-ιμπεριαλιστικά και αντι-σιωνιστικά συνθήματα, τα οποία είναι πάντα ελκυστικά στις μάζες. Με τον τρόπο αυτό, αποτρέπουν τους μαρξιστές από το να γίνουν ο μόνος πολιτικός παράγοντας που εκπροσωπεί τον αντι-ιμπεριαλισμό και τον αντι-σιωνισμό.
Η κρίση των Κοσμικών Ιδεολογιών και η άνοδος του Ισλαμισμού
Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στον μουσουλμανικό κόσμο στον εικοστό αιώνα καθοδηγήθηκαν ως επί το πλείστον από τις κοσμικές ελίτ. Ήταν αυτές οι ελίτ που καθόρισαν την αναπτυξιακή πορεία των χωρών τους μετά την ανεξαρτησία. Αυτά τα μετα-αποικιακά κράτη υποσχέθηκαν στις μάζες οικονομική ευημερία και ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, πολλές χώρες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, δύο περιοχές που έχουν κεντρική σημασία για την μετέπειτα ανάπτυξη του ισλαμισμού, κυβερνήθηκαν από κοσμικά και εθνικιστικά κόμματα που αυτοαποκαλούνταν "σοσιαλιστικά". Αυτά τα κόμματα υποσχέθηκαν οικονομική ανάπτυξη και διανεμητική δικαιοσύνη για να κερδίσουν την υποστήριξη των μαζών. Η δεύτερη σημαντική πηγή μαζικής υποστήριξης τους ήταν η προπαγάνδα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ο οποίος διατήρησε την παρουσία του στην περιοχή, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και ενάντια στον Σιωνισμό, ο οποίος έγινε ένας ισχυρός περιφερειακός παράγοντας μετά την ίδρυση του Ισραήλ το 1948.
Η νίκη του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ (1918-1970) επί της Βρετανίας και της Γαλλίας στην κρίση του Σουέζ (1956) ήταν το αποκορύφωμα της δύναμης του κοσμικού εθνικισμού σε ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός για να ξεκινήσει η παρακμή των κοσμικών εθνικιστικών καθεστώτων. Η αποτυχία τους να φέρουν οικονομική ευημερία έγινε εμφανής από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 και μετά. Η αυξανόμενη απογοήτευση των μαζών δεν οφειλόταν μόνο στην οικονομική αποτυχία αλλά και στην συνειδητοποίηση της ύπαρξης μιας ανερχόμενης αστικής τάξης στενά συνδεδεμένης με τα αυτοαποκαλούμενα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Ο δημαγωγικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής ρητορικής αυτών των καθεστώτων έγινε πιο ορατός. Όσο ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον Σιωνισμό αποτύγχανε, αυτή η απογοήτευση μετατράπηκε σε θυμό. Η γρήγορη και καταστροφική ήττα του αιγυπτιακού, του ιορδανικού και του συριακού στρατού, που ενώθηκαν κάτω από την ηγεσία του Νάσερ, εναντίον του Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 ήταν το δεύτερο μεγάλο τραύμα για τον αραβικό κόσμο μετά την ίδρυση του Ισραήλ.
Αυτό το τραύμα καθόρισε άμεσα την πορεία της ανόδου του Ισλαμισμού στις αραβικές χώρες και είχε επίσης μια λιγότερο άμεση, αλλά ωστόσο βαθιά επίδραση επάνω στις μάζες στο Ιράν, την Τουρκία, και άλλα μη-αραβικές, μουσουλμανικές χώρες. Το Ισλαμιστικό κίνημα δεν ήταν ο μόνος δυνητικά ωφελημένος της κρίσης των κοσμικών καθεστώτων. Πράγματι, ριζοσπαστικές αριστερές κινήσεις απέκτησαν κάποια δύναμη σε χώρες όπως η Αλγερία, η Αίγυπτος, το Ιράκ και η Συρία, ενώ γνώρισαν σημαντική αύξηση στο Ιράν και την Τουρκία στα 1970. Ωστόσο, τα κινήματα αυτά σύντομα ηττήθηκαν κυρίως εξαιτίας της έλλειψης μιας συνεκτικής στρατηγικής για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας που θα μπορούσε να τερματίσει την αστική ηγεμονία πάνω στην εργατική τάξη. Σαν συνέπεια η ριζοσπαστική αριστερά στις μουσουλμανικές χώρες, εισήλθε σε μια μακροχρόνια κρίση μια δεκαετία νωρίτερα από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Με λίγα λόγια, η κρίση των κοσμικών καθεστώτων και της ριζοσπαστικής αριστεράς έθεσε τις βάσεις για την άνοδο του Ισλαμισμού.
Η ηγεμονική δύναμη αυτής της συμμαχίας είναι η ευσεβής αστική τάξη, και η δευτερεύουσα δύναμη η εργατική τάξη. Όπως και στα άλλα καπιταλιστικά κράτη, όλα τα έθνη-κράτη που ιδρύθηκαν στο μουσουλμανικό κόσμο κατά τον εικοστό αιώνα, βασίστηκαν σε ένα μπλοκ εξουσίας που περιελάμβανε ορισμένες φατρίες της αστικής τάξης ενώ απέκλειε άλλες. Τα Ισλαμιστικά κινήματα που αναδύθηκαν σαν αντιπολιτευτικά κινήματα, απαιτώντας μια αλλαγή καθεστώτος στις κοσμικές χώρες, πολιτικοποίησαν με θρησκευτική ρητορική τα αιτήματα των καπιταλιστών που βρέθηκαν έξω από το μπλοκ εξουσίας.
Για παράδειγμα, στο Ιράν πριν από την Ισλαμική επανάσταση, η μεγαλοαστική τάξη, η οποία είχε στενές σχέσεις και μοιράζονται το ίδιο κοσμικό πολιτισμό με τη δυναστεία των Παχλεβί, ήταν σε προνομιακή θέση ώστε να αποκτήσει σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες χάρη στην ένταξη της στο μπλοκ εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, η μικρή και μεσαία αστική τάξη (γνωστή ως bazaaris, επειδή οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις τους βρίσκονταν στην αγορά της Τεχεράνης που ονομάζεται παζάρι) ευρισκόμενη έξω από το μπλοκ εξουσίας, έγινε η ηγεμονική δύναμη της ισλαμιστικής αντιπολίτευση εναντίον της δυναστείας Παχλεβί. Στην Τουρκία, το ισλαμιστικό κίνημα εκπροσώπησε την ευσεβή αστική τάξη της Ανατολίας, η οποία αποτελείται από μικρής κλίμακας, μη-μονοπωλιακούς καπιταλιστές που ήταν έξω από το μπλοκ εξουσίας, το οποία κυριαρχείται από το μονοπωλιακό και κοσμικό κεφάλαιο της Ιστανμπούλ και της Σμύρνης.
Όμοια με όλα τα αστικά πολιτικά κινήματα, η επιτυχία του Ισλαμισμού εξαρτάται από την ικανότητα της ευσεβούς αστικής τάξης να αποκτήσει την ηγεμονία πάνω στις κατώτερες τάξεις. Παρά τις ιστορικές διαφορές τους, οι επιτυχίες του Χομεϊνί στο Ιράν στα 1970 και του ΑΚΡ στην Τουρκία τη δεκαετία του 2000 ήταν και οι δύο προϊόντα της ικανότητας της ευσεβούς αστικής τάξης να κερδίσει την υποστήριξη των κατώτερων τάξεων. Αντίθετα, η ήττα των ισλαμιστών στην Αλγερία στη δεκαετία του 1990 προήλθε από την απώλεια της ηγεμονίας της ευσεβούς αστικής τάξης πάνω στις κατώτερες τάξεις. Για το λόγο αυτό, είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ποιες συνθήκες οδηγούν τις κατώτερες τάξεις να υποστηρίξουν την ευσεβή αστική τάξη.
Σε όλες τις επιτυχημένες περιπτώσεις σε αυτόν και τον προηγούμενο αιώνα, η ισλαμιστική αστική τάξη κέρδισε την υποστήριξη δύο ομάδων στο εσωτερικό της εργατικής τάξης: τους εργαζόμενους στον ανεπίσημο τομέα της παραοικονομίας και τα λευκά κολάρα με απολυτήριο γυμνασίου ή πτυχίο πανεπιστημίου. Για να κατανοήσουμε την πολιτική συμπεριφορά αυτών των ομάδων, θα πρέπει να εξετάσουμε τους οικονομικούς και δημογραφικούς δείκτες του μουσουλμανικού κόσμου το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Μεταξύ του 1955 και του 1970, ο πληθυσμός του μουσουλμανικού κόσμου αυξήθηκε κατά 50%. Μέχρι το 1975, το 60% αυτού του πληθυσμού ήταν μικρότερο των είκοσι τεσσάρων ετών. Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις αγροτικές περιοχές καθώς και της βιομηχανίας και του τομέα των υπηρεσιών στις αστικές περιοχές αύξησε το ρυθμό της μετανάστευσης από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές. Η ανεργία αυξήθηκε γιατί ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης υπολειπόταν του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού.
Δεδομένου ότι η αστική υποδομή δεν μπορούσε να βελτιωθεί στο βαθμό που απαιτούνταν για την παροχή αξιοπρεπούς ποιοτικής στέγασης στους νέους κατοίκους των πόλεων, ο αριθμός και ο πληθυσμός των παραγκουπόλεων αυξήθηκε ταχύτατα. Παρά το γεγονός ότι ένα μέρος του πληθυσμού των παραγκουπόλεων μπορούσε να βρει θέσεις εργασίας στον επίσημο τομέα, η πλειοψηφία απασχολούνταν στον τομέα της παραοικονομίας, με χαμηλούς μισθούς, χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση, και κάτω από τη συνεχή απειλή της ανεργίας. Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των ανθρώπων που καταμετρούνται σαν άνεργοι στις εθνικές στατιστικές συνεχώς παλινδρομούν μεταξύ της απασχόλησης στην παραοικονομία και την ανεργία. Το άτυπο προλεταριάτο, που συχνά αποκαλείται στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία οι «φτωχοί αστοί», είναι ο σημαντικότερος πληθυσμός-στόχος των ισλαμιστικών κινημάτων λόγω της αριθμητικής του δύναμης και της ικανότητας του να κινητοποιείται.
Μια σημαντική πηγή μαχητικών στελεχών για τις ισλαμιστικές οργανώσεις αποτελούν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι που έχουν λάβει ανώτερη εκπαίδευση. Ορισμένοι σχολιαστές τους αποκαλούν η “μορφωμένη μεσαία τάξη” ή η “νέα μεσαία τάξη”, αλλά φαίνεται πιο ορθό να χαρακτηρίσουμε αυτή την ομάδα σαν το “μορφωμένο προλεταριάτο”, λόγω της οικονομικής του απόστασης από τα υψηλότερα κλιμάκια των λευκών κολάρων και της μεσαίας τάξης. Μια άλλη σημαντική μεταβολή στον μουσουλμανικό κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ήταν η επέκταση της μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης, που αγκάλιασε και μεγάλο μέρος από τις κατώτερες τάξεις. Ο μετασχηματισμός αυτός δημιούργησε, στο εσωτερικό του προλεταριάτου, ένα μεγάλο μορφωμένο τμήμα που αποτελείται από ανθρώπους που ακολουθούν τον έξω κόσμο, το δημοφιλή τρόπο ζωής, και τα καταναλωτικά πρότυπα πιο στενά από ό,τι τα λιγότερο μορφωμένα τμήματα του προλεταριάτου.
Αυτό το στρώμα περίμενε να βρει υψηλόμισθες θέσεις εργασίας που θα του παρείχαν το άνετο επίπεδο διαβίωσης, που νομίζει ότι αξίζει λόγω των υψηλότερων εκπαιδευτικών του διαπιστευτηρίων. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η ταχύτητα δημιουργίας θέσεων απασχόλησης υπολείπεται της ταχύτητας της αύξησης του πληθυσμού, το ποσοστό της ανεργίας αυτής της ομάδας αυξήθηκε επίσης ραγδαία. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους μορφωμένους εργαζόμενους μπόρεσαν να βρουν θέσεις εργασίας που δεν τους παρέχουν αρκετά ώστε να τους επιτρέψουν να επιτύχουν τα υψηλά πρότυπα διαβίωσης, που περίμεναν. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των προσδοκιών και της πραγματικότητας έθεσε τις βάσεις για την κρίση της ηγεμονίας των κοσμικών (ή μερικώς κοσμικών) καθεστώτων στο Μουσουλμανικό κόσμο και έτσι ωρίμασαν οι συνθήκες για τα ισλαμιστικά κινήματα να κερδίσουν την υποστήριξη του μορφωμένου προλεταριάτου.. Από την άλλη πλευρά, αυτές οι συνθήκες δεν ήταν λιγότερο ευνοϊκές για τις μαρξιστικές οργανώσεις ώστε να κερδίσουν το άτυπο και μορφωμένο προλεταριάτο.
Στην πραγματικότητα, οι ισλαμιστές μπόρεσαν να κερδίσουν την υποστήριξη των εργατικών μαζών μόνο με τη παρακμή της ριζοσπαστικής αριστεράς. Επιπλέον, η ισλαμιστική επιρροή μεταξύ των μπλε κολάρων στον επίσημο τομέα είναι συχνά πολύ πιο περιορισμένη από ό, τι μεταξύ των δύο ομάδων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αυτό ισχύει στην περίπτωση του Ιράν, όπου οι ισλαμιστές έπρεπε να πραγματοποιήσουν μαζικές εκκαθαρίσεις για να εξαλείψουν τη μαρξιστική επιρροή ανάμεσα στους εργοστασιακούς εργάτες. Προκειμένου να εξασφαλίσουν την ηγεμονία τους πάνω από στο τμήματα του άτυπου και μορφωμένου προλεταριάτου, τα ισλαμιστικά κινήματα υιοθέτησαν στον πολιτικό τους λόγο αριστερές θέσεις. Κατηγόρησαν τnν εποχή της άγνοιας (jahiliyya)i ως υπεύθυνη για τα υπάρχοντα οικονομικά προβλήματα και την κοινωνική αδικία και υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να έρθει η ευημερία και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι ο πλήρης εξισλαμισμός της κοινωνίας και του κράτους. Επιπλέον, χρησιμοποιούν αποτελεσματικά αντι-ιμπεριαλιστικά και αντι-σιωνιστικά συνθήματα, τα οποία είναι πάντα ελκυστικά στις μάζες. Με τον τρόπο αυτό, αποτρέπουν τους μαρξιστές από το να γίνουν ο μόνος πολιτικός παράγοντας που εκπροσωπεί τον αντι-ιμπεριαλισμό και τον αντι-σιωνισμό.
Η κρίση των Κοσμικών Ιδεολογιών και η άνοδος του Ισλαμισμού
Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στον μουσουλμανικό κόσμο στον εικοστό αιώνα καθοδηγήθηκαν ως επί το πλείστον από τις κοσμικές ελίτ. Ήταν αυτές οι ελίτ που καθόρισαν την αναπτυξιακή πορεία των χωρών τους μετά την ανεξαρτησία. Αυτά τα μετα-αποικιακά κράτη υποσχέθηκαν στις μάζες οικονομική ευημερία και ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, πολλές χώρες στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, δύο περιοχές που έχουν κεντρική σημασία για την μετέπειτα ανάπτυξη του ισλαμισμού, κυβερνήθηκαν από κοσμικά και εθνικιστικά κόμματα που αυτοαποκαλούνταν "σοσιαλιστικά". Αυτά τα κόμματα υποσχέθηκαν οικονομική ανάπτυξη και διανεμητική δικαιοσύνη για να κερδίσουν την υποστήριξη των μαζών. Η δεύτερη σημαντική πηγή μαζικής υποστήριξης τους ήταν η προπαγάνδα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ο οποίος διατήρησε την παρουσία του στην περιοχή, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και ενάντια στον Σιωνισμό, ο οποίος έγινε ένας ισχυρός περιφερειακός παράγοντας μετά την ίδρυση του Ισραήλ το 1948.
Η νίκη του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ (1918-1970) επί της Βρετανίας και της Γαλλίας στην κρίση του Σουέζ (1956) ήταν το αποκορύφωμα της δύναμης του κοσμικού εθνικισμού σε ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός για να ξεκινήσει η παρακμή των κοσμικών εθνικιστικών καθεστώτων. Η αποτυχία τους να φέρουν οικονομική ευημερία έγινε εμφανής από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 και μετά. Η αυξανόμενη απογοήτευση των μαζών δεν οφειλόταν μόνο στην οικονομική αποτυχία αλλά και στην συνειδητοποίηση της ύπαρξης μιας ανερχόμενης αστικής τάξης στενά συνδεδεμένης με τα αυτοαποκαλούμενα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Ο δημαγωγικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής ρητορικής αυτών των καθεστώτων έγινε πιο ορατός. Όσο ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον Σιωνισμό αποτύγχανε, αυτή η απογοήτευση μετατράπηκε σε θυμό. Η γρήγορη και καταστροφική ήττα του αιγυπτιακού, του ιορδανικού και του συριακού στρατού, που ενώθηκαν κάτω από την ηγεσία του Νάσερ, εναντίον του Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 ήταν το δεύτερο μεγάλο τραύμα για τον αραβικό κόσμο μετά την ίδρυση του Ισραήλ.
Αυτό το τραύμα καθόρισε άμεσα την πορεία της ανόδου του Ισλαμισμού στις αραβικές χώρες και είχε επίσης μια λιγότερο άμεση, αλλά ωστόσο βαθιά επίδραση επάνω στις μάζες στο Ιράν, την Τουρκία, και άλλα μη-αραβικές, μουσουλμανικές χώρες. Το Ισλαμιστικό κίνημα δεν ήταν ο μόνος δυνητικά ωφελημένος της κρίσης των κοσμικών καθεστώτων. Πράγματι, ριζοσπαστικές αριστερές κινήσεις απέκτησαν κάποια δύναμη σε χώρες όπως η Αλγερία, η Αίγυπτος, το Ιράκ και η Συρία, ενώ γνώρισαν σημαντική αύξηση στο Ιράν και την Τουρκία στα 1970. Ωστόσο, τα κινήματα αυτά σύντομα ηττήθηκαν κυρίως εξαιτίας της έλλειψης μιας συνεκτικής στρατηγικής για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας που θα μπορούσε να τερματίσει την αστική ηγεμονία πάνω στην εργατική τάξη. Σαν συνέπεια η ριζοσπαστική αριστερά στις μουσουλμανικές χώρες, εισήλθε σε μια μακροχρόνια κρίση μια δεκαετία νωρίτερα από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Με λίγα λόγια, η κρίση των κοσμικών καθεστώτων και της ριζοσπαστικής αριστεράς έθεσε τις βάσεις για την άνοδο του Ισλαμισμού.
i
Η εποχή της άγνοιας αναφέρεται στην
προ-Ισλάμ ιστορία των Αράβων όπου
σύμφωνα με τους Ισλαμιστές κυριαρχούσε
η αδικία και η βαρβαρότητα. Η εποχή της
άγνοιας επέστρεψε όταν τα είδωλα του
παρελθόντος αντικαταστάθηκαν από τα
σύγχρονα είδωλα του εθνικισμούς και
του σοσιαλισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου