«Δεύτερη ευκαιρία» για ποιον;
Η
εξαγγελία της κυβέρνησης για νομοθετική παρέμβαση προστασίας της πρώτης
κατοικίας για χρέη προς το Δημόσιο αποτελεί «στάχτη στα μάτια του
λαού», αφού ακόμη κι αν υπάρξει τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία,
ουσιαστικά θα ακολουθηθεί η ίδια πρακτική που εφαρμόζεται και στην
περίπτωση των οφειλών στις τράπεζες, που δένει χειροπόδαρα τα λαϊκά
νοικοκυριά στην αποπληρωμή των χρεών φτάνοντάς τα ακόμη και σε στέρηση
στοιχειωδών αναγκών.
Στο ζήτημα των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων της λαϊκής οικογένειας, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στην κυριολεξία «δίνει τα ρέστα της». Οι αντιλαϊκές διατάξεις που ισχύουν «σφίγγουν τη θηλιά» στα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά, εξαναγκάζοντάς τα να προσέλθουν στις τράπεζες για να συμφωνήσουν σε εξατομικευμένα μνημόνια συνεργασίας, έτσι ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των τραπεζικών ομίλων και των μεγαλομετόχων τους.
Βεβαίως, η συγκυβέρνηση αξιοποιεί την τρέχουσα τακτική των τραπεζών, που φαίνεται ότι δεν έχουν λόγο να προχωρήσουν σε μαζικούς πλειστηριασμούς, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε παραπέρα κατρακύλα τις τιμές των ακινήτων. Αυτό, βέβαια, αφορά στη διαχείριση που έχουν επιλέξει σε αυτήν τη φάση οι τράπεζες και όχι στην προστασία της πρώτης κατοικίας της λαϊκής οικογένειας.
Την ίδια ώρα, με κεντρικό άξονα τις αναδιαρθρώσεις που κρίνονται αναγκαίες στην πορεία ανάκτησης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου (στις οποίες περιλαμβάνεται όλο το αντιλαϊκό πακέτο της β' «αξιολόγησης»), η κυβέρνηση προωθεί ευνοϊκές ρυθμίσεις σε χρέη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων με τη λεγόμενη εξωδικαστική διευθέτηση, που παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως «δεύτερη ευκαιρία» και για τους αυτοαπασχολούμενους.
Ομως, ο στόχος - και ζητούμενο στρατηγικού χαρακτήρα - είναι το γρήγορο «ξεσκαρτάρισμα» του τεράστιου όγκου των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, δίνοντας ελπίδες επιβίωσης μόνο σε εκείνες τις «προβληματικές» επιχειρήσεις που κρίνεται ότι μπορεί να αντεπεξέλθουν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας, με βάση τις «μελέτες βιωσιμότητας» και σε συνδυασμό με τις προοπτικές και την ανταγωνιστικότητα συνολικότερα του κλάδου στον οποίο εντάσσονται. Δηλαδή, στις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις δρομολογούνται η ταχεία έξοδος και τα «λουκέτα», οδηγώντας σε μεγαλύτερη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Εν προκειμένω, με τις πλέον «συντηρητικές» εκτιμήσεις, τουλάχιστον το 20% των επιχειρήσεων θεωρείται ευθύς εξαρχής «κομμένο» μέσω των «εκθέσεων βιωσιμότητας», ενώ βέβαια η καταστροφή του συσσωρευμένου κεφαλαίου θα έχει και συνέχεια.
Ταυτόχρονα, προωθείται ένα μεγάλης έκτασης ξαναμοίρασμα της επιχειρηματικής πίτας, με κεφάλαια και μετοχές να αλλάζουν χέρια. Αφού στις «προβληματικές» επιχειρήσεις που θα καταφέρουν να περάσουν τον πήχη της «βιωσιμότητας», τον πρώτο λόγο θα έχουν τράπεζες και άλλοι μεγαλοπιστωτές τους, μαζί και τα διάφορα funds, που ενδιαφέρονται να «χτίσουν θέσεις» στην εγχώρια αγορά μέσω της εξαγοράς «κόκκινων» τραπεζικών δανείων. Οι κάθε είδους μεγαλοπιστωτές θα έχουν τη δυνατότητα να μετάσχουν στα μετοχικά κεφάλαια των προβληματικών εταιρειών, είτε με το πλειοψηφικό πακέτο είτε με χαμηλότερα ποσοστά, ανάλογα και με τις συμφωνίες των εμπλεκόμενων πλευρών. Επιπλέον, σύμφωνα με το «τεχνικό μνημόνιο» της συνεργασίας συγκυβέρνησης - κουαρτέτου, ανάλογα με την πολυπλοκότητα και το μέγεθος της υπόθεσης, θα καθορίζεται το περιεχόμενο των μέτρων αναδιάρθρωσης, όπως ανασχεδιασμός επιχειρηματικού πλάνου, διαγραφές οφειλών, μετοχοποίηση χρέους ή ένας συνδυασμός μέτρων. Είναι φανερό ότι τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της «αναδιοργάνωσης» θα είναι οι εργαζόμενοι και τα εναπομείναντα δικαιώματά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι το σχέδιο για εκτεταμένες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις «κουμπώνει» και εξυπηρετείται από το σχέδιο για τις ομαδικές απολύσεις και τα νέα χτυπήματα στα Εργασιακά, που προωθούνται παράλληλα.
Γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση, στο όνομα της αμφίβολης προστασίας της πρώτης κατοικίας και του εξαναγκασμού των λαϊκών νοικοκυριών να πεινάσουν για να ξεπληρώσουν τα χρέη σε τράπεζες και Δημόσιο, δρομολογεί μέτρα ανακούφισης και ενίσχυσης των τραπεζών και των επιχειρηματικών ομίλων.
Στο ζήτημα των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων της λαϊκής οικογένειας, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στην κυριολεξία «δίνει τα ρέστα της». Οι αντιλαϊκές διατάξεις που ισχύουν «σφίγγουν τη θηλιά» στα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά, εξαναγκάζοντάς τα να προσέλθουν στις τράπεζες για να συμφωνήσουν σε εξατομικευμένα μνημόνια συνεργασίας, έτσι ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των τραπεζικών ομίλων και των μεγαλομετόχων τους.
Βεβαίως, η συγκυβέρνηση αξιοποιεί την τρέχουσα τακτική των τραπεζών, που φαίνεται ότι δεν έχουν λόγο να προχωρήσουν σε μαζικούς πλειστηριασμούς, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε παραπέρα κατρακύλα τις τιμές των ακινήτων. Αυτό, βέβαια, αφορά στη διαχείριση που έχουν επιλέξει σε αυτήν τη φάση οι τράπεζες και όχι στην προστασία της πρώτης κατοικίας της λαϊκής οικογένειας.
Την ίδια ώρα, με κεντρικό άξονα τις αναδιαρθρώσεις που κρίνονται αναγκαίες στην πορεία ανάκτησης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου (στις οποίες περιλαμβάνεται όλο το αντιλαϊκό πακέτο της β' «αξιολόγησης»), η κυβέρνηση προωθεί ευνοϊκές ρυθμίσεις σε χρέη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων με τη λεγόμενη εξωδικαστική διευθέτηση, που παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως «δεύτερη ευκαιρία» και για τους αυτοαπασχολούμενους.
Ομως, ο στόχος - και ζητούμενο στρατηγικού χαρακτήρα - είναι το γρήγορο «ξεσκαρτάρισμα» του τεράστιου όγκου των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, δίνοντας ελπίδες επιβίωσης μόνο σε εκείνες τις «προβληματικές» επιχειρήσεις που κρίνεται ότι μπορεί να αντεπεξέλθουν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας, με βάση τις «μελέτες βιωσιμότητας» και σε συνδυασμό με τις προοπτικές και την ανταγωνιστικότητα συνολικότερα του κλάδου στον οποίο εντάσσονται. Δηλαδή, στις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις δρομολογούνται η ταχεία έξοδος και τα «λουκέτα», οδηγώντας σε μεγαλύτερη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Εν προκειμένω, με τις πλέον «συντηρητικές» εκτιμήσεις, τουλάχιστον το 20% των επιχειρήσεων θεωρείται ευθύς εξαρχής «κομμένο» μέσω των «εκθέσεων βιωσιμότητας», ενώ βέβαια η καταστροφή του συσσωρευμένου κεφαλαίου θα έχει και συνέχεια.
Ταυτόχρονα, προωθείται ένα μεγάλης έκτασης ξαναμοίρασμα της επιχειρηματικής πίτας, με κεφάλαια και μετοχές να αλλάζουν χέρια. Αφού στις «προβληματικές» επιχειρήσεις που θα καταφέρουν να περάσουν τον πήχη της «βιωσιμότητας», τον πρώτο λόγο θα έχουν τράπεζες και άλλοι μεγαλοπιστωτές τους, μαζί και τα διάφορα funds, που ενδιαφέρονται να «χτίσουν θέσεις» στην εγχώρια αγορά μέσω της εξαγοράς «κόκκινων» τραπεζικών δανείων. Οι κάθε είδους μεγαλοπιστωτές θα έχουν τη δυνατότητα να μετάσχουν στα μετοχικά κεφάλαια των προβληματικών εταιρειών, είτε με το πλειοψηφικό πακέτο είτε με χαμηλότερα ποσοστά, ανάλογα και με τις συμφωνίες των εμπλεκόμενων πλευρών. Επιπλέον, σύμφωνα με το «τεχνικό μνημόνιο» της συνεργασίας συγκυβέρνησης - κουαρτέτου, ανάλογα με την πολυπλοκότητα και το μέγεθος της υπόθεσης, θα καθορίζεται το περιεχόμενο των μέτρων αναδιάρθρωσης, όπως ανασχεδιασμός επιχειρηματικού πλάνου, διαγραφές οφειλών, μετοχοποίηση χρέους ή ένας συνδυασμός μέτρων. Είναι φανερό ότι τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της «αναδιοργάνωσης» θα είναι οι εργαζόμενοι και τα εναπομείναντα δικαιώματά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι το σχέδιο για εκτεταμένες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις «κουμπώνει» και εξυπηρετείται από το σχέδιο για τις ομαδικές απολύσεις και τα νέα χτυπήματα στα Εργασιακά, που προωθούνται παράλληλα.
Γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση, στο όνομα της αμφίβολης προστασίας της πρώτης κατοικίας και του εξαναγκασμού των λαϊκών νοικοκυριών να πεινάσουν για να ξεπληρώσουν τα χρέη σε τράπεζες και Δημόσιο, δρομολογεί μέτρα ανακούφισης και ενίσχυσης των τραπεζών και των επιχειρηματικών ομίλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου