Σχεδιασμοί σε βάρος των λαών
Η
διήμερη Σύνοδος των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ, που ξεκίνησε χτες στις
Βρυξέλλες, και η λεγόμενη Διάσκεψη για την ασφάλεια στο Μόναχο, που
γίνεται από αύριο έως την Κυριακή, αποτελούν συναντήσεις που αφορούν το
σχεδιασμό των ιμπεριαλιστικών επιτελείων και τον όλο και εντεινόμενο
ανταγωνισμό μεταξύ τους σε μια σειρά από πεδία. Εκεί όπου συνεχίζονται
οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τα παζάρια των καπιταλιστών και των
ομίλων τους, που αιματοκυλούν λαούς για το μοίρασμα αγορών, σφαιρών
επιρροής, ενεργειακών πόρων και αγωγών μεταφοράς τους.
Στη σύνοδο της λυκοσυμμαχίας τίθενται όλα αυτά τα ζητήματα στον ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κυρίως τη Ρωσία και την Κίνα. Βεβαίως, μετά την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Τραμπ, έχει διευρυνθεί και η αντιπαράθεση, όχι για τον χαρακτήρα του στρατιωτικού αυτού βραχίονα του ευρωατλαντικού κεφαλαίου, αλλά για τον τρόπο που θα γίνεται η κατανομή των εξόδων για τη λεγόμενη «άμυνα», στην πραγματικότητα την ετοιμότητα για ένοπλες συγκρούσεις στο πλαίσιο των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών.
Η αμερικανική πλευρά δηλώνει ξεκάθαρα ότι στηρίζει το ΝΑΤΟ ως «πυλώνα της διατλαντικής ασφάλειας που πάντα προσαρμόζεται στις προκλήσεις», όπως δήλωσε χτες από την έδρα του ΝΑΤΟ ο υπουργός Αμυνας, Τζ. Μάτις, και ταυτόχρονα σημείωσε ότι οι προκλήσεις αυξήθηκαν μετά το 2014 (εννοώντας τη σύγκρουση στην Ουκρανία), ενώ ο Λευκός Οίκος ζήτησε η Ρωσία να επιστρέψει την Κριμαία στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ ωστόσο δεν θέλουν να επιβαρύνονται το μεγαλύτερο μέρος των επεμβάσεων, των εξοπλισμών και της ανάπτυξης δυνάμεων και μέσων κοντά στα σύνορα με ανταγωνιστές (βλέπε π.χ. τη Ρωσία, με την ανάπτυξη, που είναι σε εξέλιξη, 4 συνταγμάτων στη συνοριογραμμή από τη Ρουμανία έως τις Βαλτικές Χώρες). Αυτό που ζητάει ο Τραμπ είναι να τηρηθεί από όλα τα κράτη - μέλη το 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, που έχει συμφωνηθεί.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ της «πρώτη φορά αριστεράς», είναι από εκείνες τις χώρες που «πιάνει» το 2% μαζί με τις Εσθονία, Πολωνία, Βρετανία. Επίσης, πρόσφατα οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι τα 2 τελευταία χρόνια της «αριστερής διακυβέρνησης» έχουν γίνει οι περισσότερες ελληνοαμερικανικές ασκήσεις. Την ίδια ώρα, εκθειάζεται ο ρόλος της βάσης της Σούδας, ως κομβικός για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ενώ το ΝΑΤΟ σουλατσάρει στο Αιγαίο με το πρόσχημα των προσφύγων, στην πραγματικότητα για ευρύτερους σχεδιασμούς. Είναι και αυτό χαρακτηριστικό του πώς η κυβέρνηση για τα συμφέροντα του ντόπιου κεφαλαίου και τη λεγόμενη γεωστρατηγική αναβάθμιση της αστικής τάξης στηρίζει την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς.
Παρά την προσπάθεια διαμόρφωσης κοινής πολιτικής στο εσωτερικό της λυκοσυμμαχίας οξύνονται οι ανταγωνισμοί. Επειδή η αστική τάξη κάθε κράτους - μέλους τοποθετεί διαφορετικά τα συμφέροντά της στους μεταβαλλόμενους διεθνείς συσχετισμούς και στο φόντο των δυσκολιών της καπιταλιστικής ανάκαμψης, με στόχο να προστατέψει τα κέρδη της από την παγκόσμια μοιρασιά. Αυτές οι ανησυχίες εκφράζονται και στα αστικά επιτελεία και τις συναντήσεις τους, όπως η Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια. Είναι χαρακτηριστική η γερμανική έκθεση, η οποία αναφέρεται στη «μεγαλύτερη αβεβαιότητα που έχει παρατηρηθεί μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», στους κινδύνους για τη «φιλελεύθερη δημοκρατία». Ως λόγοι ανησυχίας αναφέρονται η Προεδρία Τραμπ, η άνοδος του εθνικισμού και αντιδημοκρατικών καθεστώτων (αναφέρει χαρακτηριστικά Ρωσία, Τουρκία), η διατάραξη της συνοχής της ΕΕ με αφορμή το Brexit, ο «κίνδυνος της ισλαμιστικής τρομοκρατίας» κ.ά. Το ζήτημα είναι η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα να δυναμώσουν την πάλη τους ενάντια στα ιμπεριαλιστικά πολεμικά σχέδια, ενάντια στους κοινούς αντιλαϊκούς στόχους, πάλη που συνδέεται με την προοπτική ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων αξιοποιώντας και τις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Στη σύνοδο της λυκοσυμμαχίας τίθενται όλα αυτά τα ζητήματα στον ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κυρίως τη Ρωσία και την Κίνα. Βεβαίως, μετά την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Τραμπ, έχει διευρυνθεί και η αντιπαράθεση, όχι για τον χαρακτήρα του στρατιωτικού αυτού βραχίονα του ευρωατλαντικού κεφαλαίου, αλλά για τον τρόπο που θα γίνεται η κατανομή των εξόδων για τη λεγόμενη «άμυνα», στην πραγματικότητα την ετοιμότητα για ένοπλες συγκρούσεις στο πλαίσιο των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών.
Η αμερικανική πλευρά δηλώνει ξεκάθαρα ότι στηρίζει το ΝΑΤΟ ως «πυλώνα της διατλαντικής ασφάλειας που πάντα προσαρμόζεται στις προκλήσεις», όπως δήλωσε χτες από την έδρα του ΝΑΤΟ ο υπουργός Αμυνας, Τζ. Μάτις, και ταυτόχρονα σημείωσε ότι οι προκλήσεις αυξήθηκαν μετά το 2014 (εννοώντας τη σύγκρουση στην Ουκρανία), ενώ ο Λευκός Οίκος ζήτησε η Ρωσία να επιστρέψει την Κριμαία στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ ωστόσο δεν θέλουν να επιβαρύνονται το μεγαλύτερο μέρος των επεμβάσεων, των εξοπλισμών και της ανάπτυξης δυνάμεων και μέσων κοντά στα σύνορα με ανταγωνιστές (βλέπε π.χ. τη Ρωσία, με την ανάπτυξη, που είναι σε εξέλιξη, 4 συνταγμάτων στη συνοριογραμμή από τη Ρουμανία έως τις Βαλτικές Χώρες). Αυτό που ζητάει ο Τραμπ είναι να τηρηθεί από όλα τα κράτη - μέλη το 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, που έχει συμφωνηθεί.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ της «πρώτη φορά αριστεράς», είναι από εκείνες τις χώρες που «πιάνει» το 2% μαζί με τις Εσθονία, Πολωνία, Βρετανία. Επίσης, πρόσφατα οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι τα 2 τελευταία χρόνια της «αριστερής διακυβέρνησης» έχουν γίνει οι περισσότερες ελληνοαμερικανικές ασκήσεις. Την ίδια ώρα, εκθειάζεται ο ρόλος της βάσης της Σούδας, ως κομβικός για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, ενώ το ΝΑΤΟ σουλατσάρει στο Αιγαίο με το πρόσχημα των προσφύγων, στην πραγματικότητα για ευρύτερους σχεδιασμούς. Είναι και αυτό χαρακτηριστικό του πώς η κυβέρνηση για τα συμφέροντα του ντόπιου κεφαλαίου και τη λεγόμενη γεωστρατηγική αναβάθμιση της αστικής τάξης στηρίζει την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς.
Παρά την προσπάθεια διαμόρφωσης κοινής πολιτικής στο εσωτερικό της λυκοσυμμαχίας οξύνονται οι ανταγωνισμοί. Επειδή η αστική τάξη κάθε κράτους - μέλους τοποθετεί διαφορετικά τα συμφέροντά της στους μεταβαλλόμενους διεθνείς συσχετισμούς και στο φόντο των δυσκολιών της καπιταλιστικής ανάκαμψης, με στόχο να προστατέψει τα κέρδη της από την παγκόσμια μοιρασιά. Αυτές οι ανησυχίες εκφράζονται και στα αστικά επιτελεία και τις συναντήσεις τους, όπως η Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια. Είναι χαρακτηριστική η γερμανική έκθεση, η οποία αναφέρεται στη «μεγαλύτερη αβεβαιότητα που έχει παρατηρηθεί μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», στους κινδύνους για τη «φιλελεύθερη δημοκρατία». Ως λόγοι ανησυχίας αναφέρονται η Προεδρία Τραμπ, η άνοδος του εθνικισμού και αντιδημοκρατικών καθεστώτων (αναφέρει χαρακτηριστικά Ρωσία, Τουρκία), η διατάραξη της συνοχής της ΕΕ με αφορμή το Brexit, ο «κίνδυνος της ισλαμιστικής τρομοκρατίας» κ.ά. Το ζήτημα είναι η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα να δυναμώσουν την πάλη τους ενάντια στα ιμπεριαλιστικά πολεμικά σχέδια, ενάντια στους κοινούς αντιλαϊκούς στόχους, πάλη που συνδέεται με την προοπτική ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων αξιοποιώντας και τις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου