Ποιοι ελπίζουν;
Πριν
από μερικές βδομάδες, ο υφυπουργός Εργασίας έλεγε ότι οι
εμποροβιοτέχνες της Αθήνας σχεδόν πανηγυρίζουν για τις αντιασφαλιστικές
ρυθμίσεις της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες, με
τις οποίες οι ασφαλιστικές τους εισφορές συνδέονται πλέον με το
εισόδημα και, μαζί με την εξοντωτική φορολογία, στερούν από πολύ
περισσότερους ακόμα και τα στοιχειώδη για την επιβίωση.
Η δήλωση εκείνη, όσο κι αν δείχνει αστεία, δεν ήταν τυχαία. Μπροστά στον ορυμαγδό των νέων μέτρων που φέρνει, η κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει την εικόνα ότι η πολιτική της έχει την έγκριση του λαού και ότι την ενθαρρύνεται μάλιστα να την επιταχύνει. «Η κοινωνία αναγνωρίζει ότι προσπαθούμε, ζητά, θέλει και απαιτεί να προχωρήσουμε ταχύτερα, αποτελεσματικότερα και πιο αποφασιστικά (...) Διαμαρτύρονται αλλά και ελπίζουν», έλεγε πιο παραστατικά στέλεχος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ σε συνέντευξη στον κυριακάτικο Τύπο.
Η κυβέρνηση ενισχύει το κλίμα των μειωμένων απαιτήσεων και της απογοήτευσης που η ίδια, άλλωστε, καλλιέργησε σε πλατιά λαϊκά στρώματα, για να εμφανίσει αυθαίρετα τη στάση αυτή ως συμφωνία με την αντιλαϊκή της πολιτική. Τεστάρει και μ' αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις της στη συγκράτηση της λαϊκής αγανάκτησης, προβάλλοντας την πολιτική της ως το «μικρότερο κακό» στις δοσμένες συνθήκες της οικονομικής αβεβαιότητας σε Ελλάδα και ΕΕ.
Ταυτόχρονα, καλλιεργεί αυταπάτες ότι κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, έστω κι αν χρειαστούν ορισμένοι ακόμα γύροι αντιλαϊκών μέτρων, και προβάλλει τα λεγόμενα «αντισταθμιστικά μέτρα» για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας ως το απαύγασμα της κοινωνικής - προνοιακής πολιτικής στις σύγχρονες συνθήκες.
Στη βάση αυτή κοκορομαχεί με τη ΝΔ για την πρωτοκαθεδρία στην αστική διαχείριση, χωρίς να υπάρχει κάποια ουσιώδης διαφορά στην πολιτική τους: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει από εκεί που σταμάτησαν οι προηγούμενοι και η ΝΔ ετοιμάζεται τώρα να αναλάβει τη σκυτάλη στην ίδια διαδρομή.
Αν κάποιος ομολογεί αβίαστα το θαυμασμό του στην κυβέρνηση και της ζητά να επιταχύνει το έργο της, αυτός δεν είναι βέβαια ο λαός που στενάζει, αλλά το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό, μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του υφυπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, ότι «πρέπει να αναγνωρίσει κανείς πως η σημερινή κυβέρνηση έκανε περισσότερες μεταρρυθμίσεις από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί».
Είναι αυτά τα συχαρίκια που κάνουν την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να φουσκώνει σαν παγόνι και τον γραμματέα της να αναφωνεί ότι «δώσαμε και κερδίσαμε μάχες γιατί λειτουργήσαμε ως συλλογικότητα και όχι ως άθροισμα λοχαγών. Ετσι θα τα καταφέρουμε και από εδώ και πέρα», αναφερόμενος στα δεκάδες αντιλαϊκά νομοσχέδια που ψήφισε σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα και τα επόμενα που ετοιμάζεται τώρα να εγκρίνει στη Βουλή.
Οσο αναγκαίο είναι να απαντηθούν παλιά και νέα μέτρα με σκληρό ταξικό αγώνα, άλλη τόση αξία έχει να τσαλακώσει ο λαός με την πάλη του την εικόνα στήριξης ή ανοχής στην πολιτική της, που καλλιεργεί η κυβέρνηση. Αλλά για να βρει το «βόλι» στόχο, δεν μπορεί η λαϊκή αγανάκτηση να σκορπίζεται σε αυταπάτες, να «μεταγγίζεται» σαν στήριξη σε ανταγωνιστικά κόμματα της αστικής διαχείρισης, να μεταφράζεται σε ψευδαισθήσεις για την κυβερνητική εναλλαγή.
Αντίθετα, χρειάζεται να γίνεται η πείρα δύναμη απεγκλωβισμού από ψευτοδιλήμματα και αυταπάτες, συμπόρευσης με το ΚΚΕ. Να κινητοποιεί νέες δυνάμεις στην προσπάθεια για την ανασύνταξη του κινήματος, ώστε να δυναμώνει το ρεύμα στο κίνημα που παλεύει σε σύγκρουση με το κεφάλαιο και την πολιτική του για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Η δήλωση εκείνη, όσο κι αν δείχνει αστεία, δεν ήταν τυχαία. Μπροστά στον ορυμαγδό των νέων μέτρων που φέρνει, η κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει την εικόνα ότι η πολιτική της έχει την έγκριση του λαού και ότι την ενθαρρύνεται μάλιστα να την επιταχύνει. «Η κοινωνία αναγνωρίζει ότι προσπαθούμε, ζητά, θέλει και απαιτεί να προχωρήσουμε ταχύτερα, αποτελεσματικότερα και πιο αποφασιστικά (...) Διαμαρτύρονται αλλά και ελπίζουν», έλεγε πιο παραστατικά στέλεχος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ σε συνέντευξη στον κυριακάτικο Τύπο.
Η κυβέρνηση ενισχύει το κλίμα των μειωμένων απαιτήσεων και της απογοήτευσης που η ίδια, άλλωστε, καλλιέργησε σε πλατιά λαϊκά στρώματα, για να εμφανίσει αυθαίρετα τη στάση αυτή ως συμφωνία με την αντιλαϊκή της πολιτική. Τεστάρει και μ' αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις της στη συγκράτηση της λαϊκής αγανάκτησης, προβάλλοντας την πολιτική της ως το «μικρότερο κακό» στις δοσμένες συνθήκες της οικονομικής αβεβαιότητας σε Ελλάδα και ΕΕ.
Ταυτόχρονα, καλλιεργεί αυταπάτες ότι κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, έστω κι αν χρειαστούν ορισμένοι ακόμα γύροι αντιλαϊκών μέτρων, και προβάλλει τα λεγόμενα «αντισταθμιστικά μέτρα» για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας ως το απαύγασμα της κοινωνικής - προνοιακής πολιτικής στις σύγχρονες συνθήκες.
Στη βάση αυτή κοκορομαχεί με τη ΝΔ για την πρωτοκαθεδρία στην αστική διαχείριση, χωρίς να υπάρχει κάποια ουσιώδης διαφορά στην πολιτική τους: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει από εκεί που σταμάτησαν οι προηγούμενοι και η ΝΔ ετοιμάζεται τώρα να αναλάβει τη σκυτάλη στην ίδια διαδρομή.
Αν κάποιος ομολογεί αβίαστα το θαυμασμό του στην κυβέρνηση και της ζητά να επιταχύνει το έργο της, αυτός δεν είναι βέβαια ο λαός που στενάζει, αλλά το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό, μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του υφυπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, ότι «πρέπει να αναγνωρίσει κανείς πως η σημερινή κυβέρνηση έκανε περισσότερες μεταρρυθμίσεις από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί».
Είναι αυτά τα συχαρίκια που κάνουν την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να φουσκώνει σαν παγόνι και τον γραμματέα της να αναφωνεί ότι «δώσαμε και κερδίσαμε μάχες γιατί λειτουργήσαμε ως συλλογικότητα και όχι ως άθροισμα λοχαγών. Ετσι θα τα καταφέρουμε και από εδώ και πέρα», αναφερόμενος στα δεκάδες αντιλαϊκά νομοσχέδια που ψήφισε σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα και τα επόμενα που ετοιμάζεται τώρα να εγκρίνει στη Βουλή.
Οσο αναγκαίο είναι να απαντηθούν παλιά και νέα μέτρα με σκληρό ταξικό αγώνα, άλλη τόση αξία έχει να τσαλακώσει ο λαός με την πάλη του την εικόνα στήριξης ή ανοχής στην πολιτική της, που καλλιεργεί η κυβέρνηση. Αλλά για να βρει το «βόλι» στόχο, δεν μπορεί η λαϊκή αγανάκτηση να σκορπίζεται σε αυταπάτες, να «μεταγγίζεται» σαν στήριξη σε ανταγωνιστικά κόμματα της αστικής διαχείρισης, να μεταφράζεται σε ψευδαισθήσεις για την κυβερνητική εναλλαγή.
Αντίθετα, χρειάζεται να γίνεται η πείρα δύναμη απεγκλωβισμού από ψευτοδιλήμματα και αυταπάτες, συμπόρευσης με το ΚΚΕ. Να κινητοποιεί νέες δυνάμεις στην προσπάθεια για την ανασύνταξη του κινήματος, ώστε να δυναμώνει το ρεύμα στο κίνημα που παλεύει σε σύγκρουση με το κεφάλαιο και την πολιτική του για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου