Τα εγκαίνια του Εργατικού Κέντρου
Στη σημερινή ανάρτηση η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει ένα
απόσπασμα από τη νουβέλα του Κώστα Παρορίτη "το μεγάλο παιδί", στο οποίο
ο συγγραφέας δίνει τη σκηνή των εγκαινίων του εργατικού κέντρου, τις
πολιτικές και θρησκευτικές προλήψεις των μαζών (και παραμένουν σχεδόν
απαράλλαχτες έναν αιώνα μετά), τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει
μια συνεπής ταξική θέση και στάση, και τις διαφορές που μπορεί να βρει
κανείς ανάμεσα σε ενότητα κι ενότητα.
Πολλά σημεία μοιάζουν άκρως επίκαιρα, όχι μόνο λόγω των ημερών (και του θρησκευτικού χαρακτήρα τους) αλλά λόγω των καιρών και του παλιού που βρικολακιάζει κι αρνείται να πεθάνει...
Καλή ανάγνωση, καλή ξεκούραση.
Ο αγιασμός είχε τελειώσει. Ο παπάς βγάζει το πετραχήλι του, το διπλώνει κανονικά και κάθεται σε μια καρέκλα, στη μπροστινή σειρά, για νακούση το λόγο.
Ο ρήτορας ανεβαίνει στο βήμα. Ταχτοποίησε τα χρυσά του γυαλιά στα μάτια του, χαμογέλασε μ' ένα καταδεχτικό χαόγελο, σα νάλεγε "βλέπετε, τι χάρη σας κάνω που έρχουμαι και σας βγάζω λόγο;", κι άρχισε το λόγο με μια φωνή δυνατή. Άρχισε το λόγο μ' ένα ρητό του Πλάτωνα στην αρχαία γλώσσα που κανείς δεν κατάλαβε τη σημασία του μα που και κανείς δεν έδειξε πως δεν το κατάλαβε για να μη φανή πως δεν ξαίρει την αρχαία γλώσσα. Μα κι όλη η άλλη γλώσσα του είτανε τόσο αλύγιστη, τόσο παραγιομισμένη με Ελληνικούρες που οι εργάτες μόλις και καταφέρνανε ναρπάξουνε καμιά λέξη. Μα αυτό φαίνεται θα τους φχαριστούσε γιατί ένας ακούστηκε να ψιθυρίζη σιγαλά.
"Μωρέ γλώσσα!"
Πρώτα πρώτα τους μίλησε για τους προγόνους που τους παράστησε σαν κάτι όντα υπερφυσικά, σα να είχανε κάτι κεφάλες θεώρατες, κάτι χερούκλες χοντρές και μακρηές, που άλλο δεν κάνανε όλη τη μέρα παρά να σεργιανάνε κάτω από τα δέντρα του Ιλισού και να συζητούνε φιλοσοφία.
"Μα τι διάολο, δουλιά καμιά δεν κάνανε αυτοί οι ανθρώποι;" ρώτησε σιγαλά ένας το διπλανό του.
Εκείνος σα να παραξενεύτηκε γι' αυτό, γιατί δεν το χωρούσε το μυαλό του πως ανθρώποι τέτοιοι μπορούσαν να κάνουνε δουλιές σαν τους άλλους ανθρώπους.
"Είχανε τους δούλους. Αυτοί δουλεύανε και κείνοι φιλοσοφούσανε", τους ξήγησε ένας άλλος.
"Α, έτσι, ωραία δουλιά".
Τώρα ο ρήτορας μιλούσε για το κράτος, πάνω σ' αυτή τη βάση. Μην ακούτε αυτούς που θέλουνε να σας πείσουνε πως το κράτος τάχα είναι οχτρός σας, πως το κράτος είναι αντιπρόσωπος και προστάτης μιας μονάχα τάξης, της αστικής καθώς τηνε λένε. Όλα αυτά είναι κολοκύθια. Δεν υπάρχουν τάξες, υπάρχουν μόνο πολίτες που αγαπούνε την πατρίδα τους και πολίτες που θέλουνε το κακό της. Το κράτος είναι σα μια οικογένεια. Το κράτος είναι ο πατέρας που φροντίζει για το καλό της φαμίλιας, κι όλοι εμείς τα παιδιά του. Υπάρχει πατέρας που να μη θέλη το καλό όλων των παιδιών του; Αυτοί που υποστηρίζουνε πως το κράτος ξεχωρίζει τα παιδιά του, τους ξαίρουμε, είναι κάτι αναρχικοί, κάτι ανισόρροποι, κάτι πουλημένοι, που η θέση τους είναι ή στη φυλακή ή στο φρενοκομείο. Και σίγουρα εκεί θα καταλήξουνε μια μέρα γιατί δεν είναι δυνατό το κράτος να τους αφήση αιώνια λεύτερους να δηλητηριάζουνε το αγνό, το πατριωτικό φρόνημα του λαού.
"Μπράβο", φώναξε ένας εργάτης.
Μερικοί αρχίσανε να χτυπούνε τα παλαμάκια. Ο ρήτορας χαμογέλασε πάλε και ξακολούθησε το λόγο του.
"Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει για να ευδαιμονήσουμε όλοι οι πολίτες και να δοξαστή και το κράτο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να συνεργαστή το Κεφάλαιο με την Εργασία. Τα δύο αυτά μαζί που αποτελούνε τους στυλοβάτες μιας πολιτείας, θα δημιουργήσουνε την ευτυχία και τη δόξα του λαού και ολάκερου του έθνους.
Οι εργάτες είχανε σηκωθή όρθιοι και βαρούσανε τα παλαμάκια.
Ο ρήτορας κατέβηκε από το βήμα και την πεποίθηση πως είχε κερδίσει έναν αληθινό ρητορικό θρίαμβο. Δίχως καμιά αμφιβολία είχε κατακεραυνώσει τους αντιπάλους του.
Ένας άνθρωπος πετάχτηκε τώρα από χάμω και πήδησε στο βήμα. Είτανε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος εργάτης καθώς φαινόταν από τα ρούχα του κι από τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του πετούσανε σπίθες και το πρόσωπό του έδειχνε μιαν ανήσυχη έκφραση.
(...)
"Ποιος είναι αυτός;"
"Εργάτης του γκαζιού".
"Ένας αναρχικός", πρόστεσε ο άλλος.
Το κοίταξε με προσοχή. Είτανε μια μορφή πολί συμπαθητική και πολί ήμερη.
"Δε μοιάζει διόλου γι αναρχικός", ψιθύρισε.
Ύστερα σκέφτηκε πως αυτό μπορεί να είτανε κι ανοησία. Τι θα ειπή δε μοιάζει γι αναρχικός; Πρέπει να είναι διαφορετικοί οι αναρχικοί από τους άλλους ανθρώπους;
(...)
Ο λόγος άρχισε μ' ένα θερμό χαιρετισμό προς τους εργάτες. Από την πρώτη φράση φάνηκε πως είτανε ένας λόγος αλιώτικος. Γλώσσα απλή, ζωντανή, που όχι μόνο τηνε νιώθανε μα και την αιστανόντανε όλοι, ιδέες πρωτότυπες, ζουμερές, τετράγωνες που ξυπνούσανε το νου, που ανοίγανε στα μάτια καινούριους άγνωστους ορίζοντες.
"Το κράτος, το κράτος που συμβολίζει μόνο τη δύναμη των πλουσίων, που είναι μόνο για να περιφρουρή και να διαφεντεύη τα δικά τους συμφέροντα, αυτός είναι ο οχτρός μας. Μα ο οχτρός έχει ρίζες, έχει πολλά κεφάλια, είναι χιλιοπρόσωπος και χιλιόμορφος, χρειάζεται όχι μόνο παλληκαριά μα και μέθοδο για να ξερριζωθή και να πάψη να φλομώνη τον αγέρα με τη φαρμακερή του, τη θολή του ανάσσα. Μα και δεν υπάρχει στον κόσμο δύναμη που να μπορή να αντισταθή στην ένωσή μας. Όλοι εμείς ενωμένοι μπορούμε να συντρίψουμε κάθε αντίσταση, να πλάσσουμε έναν καινούριο κόσμο που δε θα υπάρχη αδικία κι ασκήμια μα θα βασιλεύη αδιάκοπα ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, η Άνοιξη της Ομορφιάς".
(...)
"Η ένωση, μόνο η ένωση θα μας δώση τη νίκη. Μην περιμένετε, αδέρφια, τίποτα από κανένανε. Ο,τι κάνουνε τα χέρια μας, ό,τι πάρουμε με τα χέρια μας, αυτό μόνο θάναι χτήμα δικό μας, χτήμα αιώνιο. Εμπρός με καθαρή καρδιά στον αγώνα. Σηκώστε αψηλά τα κεφάλια που σας διδάξανε να τα χαμηλώνετε, κοιτάξτε τον Ήλιο που ζυγώνει νανατείλη. Όχι πια κλάψες. Φτάνουνε οι ζητιανιές. Δεν είμαστε ζητιάνοι, δε ζητούμε από κανένανε λύπηση. Το Δίκιο μας ζητούμε και θα το πάρουμε".
"Μπράβο", φωνάξανε πάλε οι νέοι που στεκόντανε μπροστά, φρουρώντας το βήμα. Οι άλλοι αρχίσανε να μουρμουράνε. Ο παπάς σηκώθηκε να φύγη κουνώντας το κεφάλι του, με τάμφιά του κάτωω από την αμασκάλη, κανωμένα ένα δέμα.
"Φρίκη, φρίκη, τι πράματα είναι αυτά" μουρμούριζε καθώς κατέβαινε τη σκάλα.
Ο δικηγόρος μασσούσε όλη την ώρα την άκρη του μουστακιού του, χαμογελώντας ειρωνικά.
(...)
Ο εργάτης κατέβηκε από το βήμα. Οι νέοι αρχίσανε τα παλαμάκια ενώ συνάμα αντηχούσε μέσα στη σάλα το γλυκό τραγούδι που ψέλνανε όλοι μαζί.
Σηκωθήτε παιδιά και χτυπήστε!
Καταφρόνια και πείνα μας σφίγγει
Το μεγάλο μας δίκιο ζητήστε
Και πατήστε του οχτρού το λαρύγγι
Σαν αδέρφια μ' αγάπη ενωθήτε
Φως καινούριο θα φέξη στην πλάση
Για στερνή σας φορά, σηκωθήτε
Η ορμή σας τα σίδερα ας σπάση.
(...)
Μέσα στο θόρυβο ο δικηγόρος είχε βρη τώρα τον καιρό να βγη από τη σάλα. Ο θόρυβος κι ο αλαλαγμός έφτανε ως όξω στο δρόμο. Καμπόσοι πιστέψανε πως γίνεται καυγάς κι ανεβήκανε απάνω. Ακούστηκε η σφυρίχτρα του σκοπού χωροφύλακα που ειδοποιούσε τους συντρόφους του.
"Ο Αγιασμός!" ακούστηκε μια φωνή τρομαγμένη.
"Χύθηκε ο αγιασμός!"
Μέσα στη σύγχυση, το τραπέζι είχε αναποδογυριστή κ' η λεκάνη με τον αγιασμό, που είτανε πάνω, έπεσε χάμω κ' έγινε θρύψαλα.
Το νερό απλώθηκε πάνω στο πάτωμα.
"Γρουσουζιά!"
"Αμαρτία!"
"Είναι φοβερό!"
Ένας βεβαίωνε πως είδε με τα ίδια του τα μάτια τον εργάτη ναναποδογυρίζη το τραπέζι και να ρήχνη χάμω τη λεκάνη.
"Δεν είναι πράματα αυτά".
"Αυτοί δε σέβουνται ούτε τη θρησκεία!¨
"Τι διάολο έθνος θάναι αυτό δίχως θρησκεία;"
Τώρα όλοι είχανε σκηματίσει έναν κύκλο γύρω στον αγιασμό και κοιτάζανε με θαμασμό τα συντρίμια της λεκάνης.
"Τι θα γίνη τώρα;" ρώτησε ένας.
"Αυτό το μέρος δεν κάνει να πατηθή".
"Να τα κόψουμε όλα τα σανίδια, που βραχήκανε με τον αγιασμό, και να τα ρήξουμε στη φωτιά".
"Όχι, δεν κάνει να τα κάψουμε. Πρέπει να τα φάμε".
"Να τα φάμε;"
"Ναι, έτσι λένε τα βιβλία. Ρώτησε να μάθης α δεν πιστεύεις".
"Τι διάολο του ήρθε να κάνη τέτοιο πράμα...
"Μα τον είδες αλήθεια με τα μάτια σου;"
"Τον είδα σου λέω, μα τον Θεό".
"Μα αυτός είναι άθεος, τον ξαίρω εγώ".
"Λοιπόν τι θα γίνη τώρα;"
"Εγώ λέω να φωνάξουμε αύριο τον παπά να διαβάση πάνω στο πάτωμα έναν αγιασμό".
"Δε φτάνει ένας, χρειάζουνται τρεις παπάδες".
"Να φωνάξουμε κ' ένα Δεσπότη".
"Αυτό θάναι ακόμα καλήτερο".
"Ναι μα ως αύριο το νερό θα έχη στεγνώσει".
"Α, όσο γι αυτό, να", φώναξε ένας.
Έπεσε χάμω με τα μούτρα, έβγαλε ένα μολύβι κι άρχιζε να χαράζη πάνω στο πάτωμα μια γραμμή, γύρω στο μέρος που είχε απλωθή το νερό του αγιασμού.
"Α, ναι, καλή ιδέα αυτή".
Στην τελευταία πρόταση συναντηθήκανε όλοι. Η ιδέα πως υπήρχε κάποιος τρόπος να βγάλουνε από πάνω τους την αμαρτία και ναπομακρύνουνε τη γρουσουζιά, τους ανακούφισε.
Αρχίσανε να κατεβαίνουνε τη σκάλα.
"Είδες λόγος;" είπε ένας.
"Δηλαδή σωστή η επανάσταση. Πού καταντήσαμε;"
"Αυτά κάνουν οι νέες ιδέες".
"Δε λέω πως είναι άσκημες κ' οι νέες ιδέες μα χρειάζεται πρώτα να ωριμάσουμε..."
Πολλά σημεία μοιάζουν άκρως επίκαιρα, όχι μόνο λόγω των ημερών (και του θρησκευτικού χαρακτήρα τους) αλλά λόγω των καιρών και του παλιού που βρικολακιάζει κι αρνείται να πεθάνει...
Καλή ανάγνωση, καλή ξεκούραση.
* * *
Ο αγιασμός είχε τελειώσει. Ο παπάς βγάζει το πετραχήλι του, το διπλώνει κανονικά και κάθεται σε μια καρέκλα, στη μπροστινή σειρά, για νακούση το λόγο.
Ο ρήτορας ανεβαίνει στο βήμα. Ταχτοποίησε τα χρυσά του γυαλιά στα μάτια του, χαμογέλασε μ' ένα καταδεχτικό χαόγελο, σα νάλεγε "βλέπετε, τι χάρη σας κάνω που έρχουμαι και σας βγάζω λόγο;", κι άρχισε το λόγο με μια φωνή δυνατή. Άρχισε το λόγο μ' ένα ρητό του Πλάτωνα στην αρχαία γλώσσα που κανείς δεν κατάλαβε τη σημασία του μα που και κανείς δεν έδειξε πως δεν το κατάλαβε για να μη φανή πως δεν ξαίρει την αρχαία γλώσσα. Μα κι όλη η άλλη γλώσσα του είτανε τόσο αλύγιστη, τόσο παραγιομισμένη με Ελληνικούρες που οι εργάτες μόλις και καταφέρνανε ναρπάξουνε καμιά λέξη. Μα αυτό φαίνεται θα τους φχαριστούσε γιατί ένας ακούστηκε να ψιθυρίζη σιγαλά.
"Μωρέ γλώσσα!"
Πρώτα πρώτα τους μίλησε για τους προγόνους που τους παράστησε σαν κάτι όντα υπερφυσικά, σα να είχανε κάτι κεφάλες θεώρατες, κάτι χερούκλες χοντρές και μακρηές, που άλλο δεν κάνανε όλη τη μέρα παρά να σεργιανάνε κάτω από τα δέντρα του Ιλισού και να συζητούνε φιλοσοφία.
"Μα τι διάολο, δουλιά καμιά δεν κάνανε αυτοί οι ανθρώποι;" ρώτησε σιγαλά ένας το διπλανό του.
Εκείνος σα να παραξενεύτηκε γι' αυτό, γιατί δεν το χωρούσε το μυαλό του πως ανθρώποι τέτοιοι μπορούσαν να κάνουνε δουλιές σαν τους άλλους ανθρώπους.
"Είχανε τους δούλους. Αυτοί δουλεύανε και κείνοι φιλοσοφούσανε", τους ξήγησε ένας άλλος.
"Α, έτσι, ωραία δουλιά".
Τώρα ο ρήτορας μιλούσε για το κράτος, πάνω σ' αυτή τη βάση. Μην ακούτε αυτούς που θέλουνε να σας πείσουνε πως το κράτος τάχα είναι οχτρός σας, πως το κράτος είναι αντιπρόσωπος και προστάτης μιας μονάχα τάξης, της αστικής καθώς τηνε λένε. Όλα αυτά είναι κολοκύθια. Δεν υπάρχουν τάξες, υπάρχουν μόνο πολίτες που αγαπούνε την πατρίδα τους και πολίτες που θέλουνε το κακό της. Το κράτος είναι σα μια οικογένεια. Το κράτος είναι ο πατέρας που φροντίζει για το καλό της φαμίλιας, κι όλοι εμείς τα παιδιά του. Υπάρχει πατέρας που να μη θέλη το καλό όλων των παιδιών του; Αυτοί που υποστηρίζουνε πως το κράτος ξεχωρίζει τα παιδιά του, τους ξαίρουμε, είναι κάτι αναρχικοί, κάτι ανισόρροποι, κάτι πουλημένοι, που η θέση τους είναι ή στη φυλακή ή στο φρενοκομείο. Και σίγουρα εκεί θα καταλήξουνε μια μέρα γιατί δεν είναι δυνατό το κράτος να τους αφήση αιώνια λεύτερους να δηλητηριάζουνε το αγνό, το πατριωτικό φρόνημα του λαού.
"Μπράβο", φώναξε ένας εργάτης.
Μερικοί αρχίσανε να χτυπούνε τα παλαμάκια. Ο ρήτορας χαμογέλασε πάλε και ξακολούθησε το λόγο του.
"Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει για να ευδαιμονήσουμε όλοι οι πολίτες και να δοξαστή και το κράτο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να συνεργαστή το Κεφάλαιο με την Εργασία. Τα δύο αυτά μαζί που αποτελούνε τους στυλοβάτες μιας πολιτείας, θα δημιουργήσουνε την ευτυχία και τη δόξα του λαού και ολάκερου του έθνους.
Οι εργάτες είχανε σηκωθή όρθιοι και βαρούσανε τα παλαμάκια.
Ο ρήτορας κατέβηκε από το βήμα και την πεποίθηση πως είχε κερδίσει έναν αληθινό ρητορικό θρίαμβο. Δίχως καμιά αμφιβολία είχε κατακεραυνώσει τους αντιπάλους του.
Ένας άνθρωπος πετάχτηκε τώρα από χάμω και πήδησε στο βήμα. Είτανε ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος εργάτης καθώς φαινόταν από τα ρούχα του κι από τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του πετούσανε σπίθες και το πρόσωπό του έδειχνε μιαν ανήσυχη έκφραση.
(...)
"Ποιος είναι αυτός;"
"Εργάτης του γκαζιού".
"Ένας αναρχικός", πρόστεσε ο άλλος.
Το κοίταξε με προσοχή. Είτανε μια μορφή πολί συμπαθητική και πολί ήμερη.
"Δε μοιάζει διόλου γι αναρχικός", ψιθύρισε.
Ύστερα σκέφτηκε πως αυτό μπορεί να είτανε κι ανοησία. Τι θα ειπή δε μοιάζει γι αναρχικός; Πρέπει να είναι διαφορετικοί οι αναρχικοί από τους άλλους ανθρώπους;
(...)
Ο λόγος άρχισε μ' ένα θερμό χαιρετισμό προς τους εργάτες. Από την πρώτη φράση φάνηκε πως είτανε ένας λόγος αλιώτικος. Γλώσσα απλή, ζωντανή, που όχι μόνο τηνε νιώθανε μα και την αιστανόντανε όλοι, ιδέες πρωτότυπες, ζουμερές, τετράγωνες που ξυπνούσανε το νου, που ανοίγανε στα μάτια καινούριους άγνωστους ορίζοντες.
"Το κράτος, το κράτος που συμβολίζει μόνο τη δύναμη των πλουσίων, που είναι μόνο για να περιφρουρή και να διαφεντεύη τα δικά τους συμφέροντα, αυτός είναι ο οχτρός μας. Μα ο οχτρός έχει ρίζες, έχει πολλά κεφάλια, είναι χιλιοπρόσωπος και χιλιόμορφος, χρειάζεται όχι μόνο παλληκαριά μα και μέθοδο για να ξερριζωθή και να πάψη να φλομώνη τον αγέρα με τη φαρμακερή του, τη θολή του ανάσσα. Μα και δεν υπάρχει στον κόσμο δύναμη που να μπορή να αντισταθή στην ένωσή μας. Όλοι εμείς ενωμένοι μπορούμε να συντρίψουμε κάθε αντίσταση, να πλάσσουμε έναν καινούριο κόσμο που δε θα υπάρχη αδικία κι ασκήμια μα θα βασιλεύη αδιάκοπα ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, η Άνοιξη της Ομορφιάς".
(...)
"Η ένωση, μόνο η ένωση θα μας δώση τη νίκη. Μην περιμένετε, αδέρφια, τίποτα από κανένανε. Ο,τι κάνουνε τα χέρια μας, ό,τι πάρουμε με τα χέρια μας, αυτό μόνο θάναι χτήμα δικό μας, χτήμα αιώνιο. Εμπρός με καθαρή καρδιά στον αγώνα. Σηκώστε αψηλά τα κεφάλια που σας διδάξανε να τα χαμηλώνετε, κοιτάξτε τον Ήλιο που ζυγώνει νανατείλη. Όχι πια κλάψες. Φτάνουνε οι ζητιανιές. Δεν είμαστε ζητιάνοι, δε ζητούμε από κανένανε λύπηση. Το Δίκιο μας ζητούμε και θα το πάρουμε".
"Μπράβο", φωνάξανε πάλε οι νέοι που στεκόντανε μπροστά, φρουρώντας το βήμα. Οι άλλοι αρχίσανε να μουρμουράνε. Ο παπάς σηκώθηκε να φύγη κουνώντας το κεφάλι του, με τάμφιά του κάτωω από την αμασκάλη, κανωμένα ένα δέμα.
"Φρίκη, φρίκη, τι πράματα είναι αυτά" μουρμούριζε καθώς κατέβαινε τη σκάλα.
Ο δικηγόρος μασσούσε όλη την ώρα την άκρη του μουστακιού του, χαμογελώντας ειρωνικά.
(...)
Ο εργάτης κατέβηκε από το βήμα. Οι νέοι αρχίσανε τα παλαμάκια ενώ συνάμα αντηχούσε μέσα στη σάλα το γλυκό τραγούδι που ψέλνανε όλοι μαζί.
Σηκωθήτε παιδιά και χτυπήστε!
Καταφρόνια και πείνα μας σφίγγει
Το μεγάλο μας δίκιο ζητήστε
Και πατήστε του οχτρού το λαρύγγι
Σαν αδέρφια μ' αγάπη ενωθήτε
Φως καινούριο θα φέξη στην πλάση
Για στερνή σας φορά, σηκωθήτε
Η ορμή σας τα σίδερα ας σπάση.
(...)
Μέσα στο θόρυβο ο δικηγόρος είχε βρη τώρα τον καιρό να βγη από τη σάλα. Ο θόρυβος κι ο αλαλαγμός έφτανε ως όξω στο δρόμο. Καμπόσοι πιστέψανε πως γίνεται καυγάς κι ανεβήκανε απάνω. Ακούστηκε η σφυρίχτρα του σκοπού χωροφύλακα που ειδοποιούσε τους συντρόφους του.
"Ο Αγιασμός!" ακούστηκε μια φωνή τρομαγμένη.
"Χύθηκε ο αγιασμός!"
Μέσα στη σύγχυση, το τραπέζι είχε αναποδογυριστή κ' η λεκάνη με τον αγιασμό, που είτανε πάνω, έπεσε χάμω κ' έγινε θρύψαλα.
Το νερό απλώθηκε πάνω στο πάτωμα.
"Γρουσουζιά!"
"Αμαρτία!"
"Είναι φοβερό!"
Ένας βεβαίωνε πως είδε με τα ίδια του τα μάτια τον εργάτη ναναποδογυρίζη το τραπέζι και να ρήχνη χάμω τη λεκάνη.
"Δεν είναι πράματα αυτά".
"Αυτοί δε σέβουνται ούτε τη θρησκεία!¨
"Τι διάολο έθνος θάναι αυτό δίχως θρησκεία;"
Τώρα όλοι είχανε σκηματίσει έναν κύκλο γύρω στον αγιασμό και κοιτάζανε με θαμασμό τα συντρίμια της λεκάνης.
"Τι θα γίνη τώρα;" ρώτησε ένας.
"Αυτό το μέρος δεν κάνει να πατηθή".
"Να τα κόψουμε όλα τα σανίδια, που βραχήκανε με τον αγιασμό, και να τα ρήξουμε στη φωτιά".
"Όχι, δεν κάνει να τα κάψουμε. Πρέπει να τα φάμε".
"Να τα φάμε;"
"Ναι, έτσι λένε τα βιβλία. Ρώτησε να μάθης α δεν πιστεύεις".
"Τι διάολο του ήρθε να κάνη τέτοιο πράμα...
"Μα τον είδες αλήθεια με τα μάτια σου;"
"Τον είδα σου λέω, μα τον Θεό".
"Μα αυτός είναι άθεος, τον ξαίρω εγώ".
"Λοιπόν τι θα γίνη τώρα;"
"Εγώ λέω να φωνάξουμε αύριο τον παπά να διαβάση πάνω στο πάτωμα έναν αγιασμό".
"Δε φτάνει ένας, χρειάζουνται τρεις παπάδες".
"Να φωνάξουμε κ' ένα Δεσπότη".
"Αυτό θάναι ακόμα καλήτερο".
"Ναι μα ως αύριο το νερό θα έχη στεγνώσει".
"Α, όσο γι αυτό, να", φώναξε ένας.
Έπεσε χάμω με τα μούτρα, έβγαλε ένα μολύβι κι άρχιζε να χαράζη πάνω στο πάτωμα μια γραμμή, γύρω στο μέρος που είχε απλωθή το νερό του αγιασμού.
"Α, ναι, καλή ιδέα αυτή".
Στην τελευταία πρόταση συναντηθήκανε όλοι. Η ιδέα πως υπήρχε κάποιος τρόπος να βγάλουνε από πάνω τους την αμαρτία και ναπομακρύνουνε τη γρουσουζιά, τους ανακούφισε.
Αρχίσανε να κατεβαίνουνε τη σκάλα.
"Είδες λόγος;" είπε ένας.
"Δηλαδή σωστή η επανάσταση. Πού καταντήσαμε;"
"Αυτά κάνουν οι νέες ιδέες".
"Δε λέω πως είναι άσκημες κ' οι νέες ιδέες μα χρειάζεται πρώτα να ωριμάσουμε..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου