20 Απρ 2017

Δούλεψη εγώ δεν υπογράφω

 Δούλεψη εγώ δεν υπογράφω

Η Ελένη του Γκατζογιάννη -που έγινε Νίκολας Γκέιτζ στο Αμέρικα- ήταν κατά μία έννοια το νέο κύμα πριν το νέο κύμα στην ιστοριογραφία. Κάτι σαν πρόδρομος των καλυβομαραντζίδηδων, χωρις επιστημονικά γαλόνια, αλλά με πανομοιότυπη μέθοδο: από τη διαστρέβλωση του ειδικού στην αυθαίρετη γενίκευση κι ένα προκάτ συμπέρασμα, που πρέπει πάση θυσία να στηριχθεί.

Η "άλλη Ελένη" είναι η απάντηση του Βασίλη Καββαθά, που κάνει μια δημοσιογραφική έρευνα, έχει πολιτικούς περιορισμούς από τη σκοπιά ενός πασόκου που θλίβεται για τον εμφύλιο στον οποίο μας έριξαν οι ξένοι, και μπερδεύεται συχνά ανάμεσα στο συναίσθημα και τα λογικά επιχειρήματα, στην προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας και το συμψηφισμό της Ελένης με τις Ελένες της δικής μας σκοπιάς.

Παρόλα αυτά, παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς σώζει αρκετές μαρτυρίες κι ενδιαφέροντα άρθρα της εποχής για το βιβλίο, όπως πχ το διάλογο στις στήλες της Αυγής (για τη λογοτεχνική αξία της Ελένης, την ελεύθερη έκφραση, και το αν οι ιδιαίτερες συνθήκες ενός πολέμου δικαιολογούν κάθε πράξη) όπου οι πολιτικοί αναθεωρητές ξεκινούν ντροπαλά να συναντήσουν τον ιστορικό αναθεωρητισμό.

Σε ένα άλλο σημείο, το βιβλίο αναφέρεται στο μηχανισμό απόσπασης δηλώσεων φρονημάτων από το κράτος και τα όργανά του. Και στη φράση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που οι βασανιστές την πιέζουν να αποκηρύξει το γιο της και τις ιδέες του, για να τους απαντήσει:
-Από πολιτικά δεν έχω ιδέα γιε μου, αλλά δούλεψη εγώ δεν υπογράφω...

Κι επειδή γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, η δούλεψη δεν ήταν μια απλή αποκήρυξη ιδεών, αλλά κάποιες φορές σήμαινε ουσιαστικά ότι έμπαινε κανείς στη δούλεψη του ταξικού εχθρού και γινόταν γρανάζι στη μηχανή του, πχ ενάντια στους παλιούς του συναγωνιστές, για να αποδείξει την ειλικρινή μεταμέλειά του. Και δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποιον σπασμένο (και δεν εννοώ το "Σπασμένο Παράθυρο" προφανώς) να πει όχι και να τραβήξει φρένο στην κατρακύλα.

Δε χρειαζόταν συνεπώς ιδιαίτερη πολιτική κατάρτιση η γιαγιά, για να καταλάβει τι σήμαινε μια δήλωση και πώς ευνούχιζε τον αγωνιστή, τι υποδήλωνε η συγκεκριμένη αδυναμία του μπροστά στα βασανιστήρια, για τους συντρόφους του που παρέμεναν αλύγιστοι. Σήμαινε βασικά να προδώσεις τις ιδέες σου και να σηκώσεις το αβάσταχτο βάρος μιας ζωής ελαφριάς, κενής, χωρίς ιδανικά (εδώ ίσως κολλάει κι η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι). Να προδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, χωρίς το οποίο μένεις άδειος, ζωντανό περιφερόμενο πτώμα χωρίς ψυχή.

Είναι λοιπόν εντυπωσιακό -με την κακή έννοια- πώς κάποιοι πολιτικά καταρτισμένοι έφτασαν αναδρομικά στο σημείο να κάνουν μόνοι τους δηλώσεις δουλοφροσύνης στο σύστημα, να φτύνουν το παρελθόν τους, γλείφοντας εκεί που έφτυναν, να συνειδητοποιούν πως πήραν τη ζωή τους λάθος κι αλλάξανε ζωή. Κι αφού ήταν τόσο απλό, τζάμπα κι άδικα ταλαιπωρούνταν κι έχαναν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, ταλαιπωρώντας χωρίς λόγο και τους ανθρωποφύλακές τους.

Είναι εντυπωσιακό επίσης -με την ίδια κακή έννοια- πώς κάποιοι υποτιμούσαν τόσο πολύ το ζήτημα της δήλωσης: έλα μωρέ, γιατί δεν κάνετε, τόσοι και τόσοι που έκαναν τι έπαθαν στην τελική; Σε μια χώρα όπου είσαι ό,τι δηλώσεις -πχ αριστερός αντιμνημονιακός- και δε χρειάζεται να το δέσεις στην πράξη -που είναι κριτήριο για τις όποιες προθέσεις-δηλώσεις- οπότε μπορείς να δουλεύεις εσαεί τους πάντες. Και δε χρειάζεται ποτέ να δουλέψεις, αν εξαγοράσεις τα ένσημα από το αριστερό παρελθόν σου (που λέει κι ο Σπύρος στους Απαράδεκτους) και να τα εμπορευτείς έξυπνα στην αγορά εργασίας.

Εξάλλου η δούλεψη, κάθε δουλειά, στο δοσμένο, κυρίαρχο πλαίσιο, είναι μια μορφή "δήλωσης, συμβιβασμού με την ιδέα ότι γίνεσαι εμπόρευμα, πουλάς τον εαυτό σου για να ζήσεις και όχι για να δημιουργήσεις, που είναι το πραγματικό νόημα της ζωής. Και σήμερα φτάνουμε στο σημείο να μην παλεύουμε για την κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς, αλλά (να παρακαλάμε) για το δικαίωμά μας σε αυτήν, σε μια οποιαδήποτε θέση εργασίας, κι είμαστε έτοιμο να δηλώσουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Είμαστε σκλάβοι κι αν χρειαστεί θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας, όπως λέει ο Αστερίξ στις Δάφνες του Καίσαρα (κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν).

Συμπερασματικά λοιπόν το αστικό κράτος δε ζητά ποτέ από το λαό να δηλώσει τι πραγματικά θέλει. Το πολύ-πολύ να του ζητήσει να δηλώσει τι αποκηρύσσει. Μια έτοιμη δοσμένη φόρμα δήλωσης για να αποκηρύξεις τον κομμουνισμός, τις ιδέες του και τις παραφυάδες τους (που ωστόσο μπορούν να παίξουν χρήσιμο για αυτούς ρόλο, δυσφημώντας τον). Απεταξάμην και τα μνημόνια, στην ερώτηση του περίφημου δημοψηφίσματος, που άλλαξε σε μια νύχτα, γιατί ΤΙΝΑ κάνουμε, δεν υπάρχει τελικά εναλλακτική εντός συστήματος -και πού να τρέχεις τώρα να αλλάζεις και να εγκαθιδρύεις καινούριο με επανάσταση κι άλλες εξαλλοσύνες που αφορούν τη Δευτέρα Παρουσία...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ