Σε προηγούμενη ανάρτησή μας αναφερθήκαμε
στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου, το κάτεργο όπου κλείνονταν για να
«σωφρονιστούν» από τον αστικό στρατό κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές
φαντάροι «επικίνδυνοι για την πατρίδα». Η αναφορά μας βασίστηκε σε
γράμματα κρατούμενων φαντάρων που δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη και σε
ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, που παρατίθενται στο δεκάτομο έργο του
Γιώργη Πικρού «Οι ρίζες του λαϊκού μας κινήματος, 1912 – 1936» (εκδ.
Καρανάσης, Αθήνα 1978).
Σήμερα θα αναφερθούμε στους σκοπούς που οδήγησαν και στο ιστορικό της ίδρυσης του κολαστηρίου, στην επιλογή της τοποθεσίας, στη σύνθεση και στις συνθήκες «σωφρονισμού» των κρατουμένων. Στον πρόλογό του ο Γιώργης Πικρός αναφέρει ότι «ο Ριζοσπάστης, απ’ το 1925 τόνιζε ασταμάτητα, πως αν γινόταν μια έρευνα θα έφερνε στο φως πρωτοφανή μαρτύρια. Αλλά πώς μπορούσε να γίνει έρευνα; Στην περίπτωση αυτή θάπρεπε η κυβέρνηση να διατάξει έρευνα εναντίον των αρμοδίων και του Υπουργείου Στρατιωτικών, γιατί αυτοί ήταν οι οργανωτές και καθοδηγητές των βασανιστηρίων. Αλλά και στα 1928 – 32 που κυβερνούσε ο «δημοκράτης» Βενιζέλος με το κόμμα των Φιλελευθέρων η κατάσταση καθόλου δεν άλλαξε, μάλλον χειροτέρεψε(…)
Αρχικά δεν είχε την έννοια της πειθαρχικής μονάδας πολιτικών αντιπάλων των κυβερνώντων κομμάτων, που άνηκαν στο δημοκρατικό κίνημα. Αυτή συντελέστηκε προοδευτικά μετά το πραξικόπημα του Παγκάλου, οπότε η διεύθυνση του ουλαμού, καίτοι οργανικά ανήκε στον VIII συνοριακό τομέα της VIII Μεραρχίας Ηπείρου, πέρασε στο Γεν. Επιτελείο Στρατού. Από κει καθορίζονταν η συμπεριφορά και οι μέθοδες αναμόρφωσης των κρατουμένων…»
…Το στρατιωτικό Κάτεργο του Καλπακιού είναι αναμφισβήτητα η τελευταία λέξη της εγκληματικής επινόησης του ελληνικού μιλιταρισμού, το σύμβολο του κανιβαλισμού και αξιόλογα θα μπορούσε να χρησιμέψει για υποδειγματικό πρότυπο στο διεθνή φασισμό.
Ο Πειθαρχικός Ουλαμός ανήκε οργανικά στον VIII Συνοριακό Τομέα της VIII Μεραρχίας Ηπείρου.
Προήλθε από τις ανάγκες της Στρατιωτικής «συστηματοποίησης» με τη συγχώνευση όλων των πειθαρχικών διμοιριών που υπήρχαν, σκόρπιες κατά τόπους από της εποχής των πολέμων, κάτω από ενιαία και ομοιόμορφη διεύθυνση. Γιατί εκτός από το ότι ο «σωφρονισμός» των πειθαρχούμενων θα ήταν μεθοδικότερος, θα μαζευόντανε ένας αριθμός θυμάτων του μιλιταρισμού, που μια και κρίνονταν ακατάλληλος για να μαθαίνει την τέχνη του σκοτωμού στη στρατώνα, θάπρεπε να προσφέρει «παραγωγική εργασία». Είναι ανάγκη να μιλήσουμε από τώρα για το απάνθρωπο στα χρονικά και ποσοτικά της όρια.
Το ότι για τόπος διαμονής του Πειθ. Ουλαμού προτιμήθηκε η Ήπειρος δεν είναι τυχαίο.
Μέρος εξαιρετικά ανώμαλο, απομονωμένο, χαράδρες και βουνά απρόσιτα (λημέρια κατσικιών και ληστών), δάση εκτεταμένα, δυσμενέστατες μετεωρολογικές συνθήκες, είναι σπουδαία φυσικά πλεονεχτήματα για την έδρα του Πειθαρχικού Ουλαμού. Και οι αντικειμενικές συνθήκες για την παραγωγική εκμετάλλευση και το φυσικό περιβάλλον ευνοϊκότατα για την «φρούρηση» και το «σωφρονισμό» των πειθαρχούμενων.
Οι αναστεναγμοί, τ’ αναφωνητά της λιποθυμίας μέσα σ’ ατέλειωτο αριθμό ωρών δουλειάς, οι απεγνωσμένες κραυγές που αφήνουν οι χειροπόδαρα δεμένοι σκελετοί κάτω απ’ το βούρδουλα και το κοντάκι, δεν υπάρχει φόβος ν’ ακουστούν από τον έξω κόσμο, πνίγονται στα παγερά φαράγγια της Ηπείρου.
Ο Πειθαρχικός Ουλαμός δε μένει μόνιμα στο ίδιο μέρος. Το καλοκαίρι (Απρίλης – Νοέμβρης) περνά στην τοποθεσία «Πόρκο – Σέρμπο», που βρίσκεται ανάμεσα στα χάνια «Δέμα» και «Μπουραζάνι», ακριβώς στο 52ο χιλιόμετρο του δημόσιου δρόμου απ’ τα Γιάννενα στην Κορυτσά(…)
Απάτητες κορφές και κάθετες πλαγιές, άγριοι βοργιάδες, συχνές καλοκαιρινές νεροποντές, παγωμένες νύχτες και ανυπόφορα λιοπύρια.
Απέραντοι βάλτοι στις όχθες του ποταμού, σύννεφα και κουνούπια που έχουν συνέπεια μια χρόνια βαριά ελονοσία.
Να μια φυσική εικόνα που κάνει αβάσταχτη τη ζωή και κάτω από καλύτερες συνθήκες χωρίς απάνθρωπη δουλειά, χωρίς βασανιστήρια χωρίς τους Νερωνισμούς των δημίων.
Η χειμερινή διαμονή (Δεκέμβρης – Απρίλης) είναι το ΚΑΛΠΑΚΙ, τοποθεσία στο βορειανατολικό βάθος βαλτώδικης πεδινής έκτασης διαρρεομένης απ’ τον ποταμό Καλαμά (Θύαμη) στο 32ο χιλιόμετρο της δημόσιας οδού όπου αρχίζουν τα βουνά του Ζαγοριού(…)
Κι η πνιγμένη ηχώ του πόνου της πειθαρχούμενης λεύτερης σκέψης απλώνεται βραχνή σε συχνούς επιθανάτιους σφαδασμούς κάτω από τα χτυπήματα του λυσσασμένου κακούργου, συναντιέται με το τραγούδι – τι ειρωνεία – των ηρωίδων του Ζαλόγγου που γκρεμίστηκαν για τη λευτεριά. Μα άλλαξαν οι καιροί.
Ο Πειθαρχικός Ουλαμός είτε στο ΚΑΛΠΑΚΙ, είτε στο «Π ό ρ κ ο – Σ έ ρ μ π ο» βρίσκεται, τυπικά ανήκει στο 2ο λόχο που εδρεύει στο Δελβινάκι, ουσιαστικά όμως εξαρτιέται απ’ ευθείας απ’ το υπουργείο των Στρατιωτικών, και πραχτικά είναι τσιφλίκι του Παπαχρήστου, στο οποίο ο αιμοβόρος Κομιτατζής έχει εντολή και δικαίωμα να ρυθμίζει το παν, και το χρόνο της ζωής των θυμάτων της μιλιταριστικής θηριωδίας. Ο 2ος Λόχος (του 1ου Τάγματος του VIII Συνοριακού Τομέως) κανονίζει μονάχα την τροφοδοσία και τον ιματισμό των ανδρών του Πειθαρχικού. Για όλα τα άλλα ζητήματα η συνεννόηση γίνεται απ’ ευθείας μεταξύ Υπουργείου Στρατιωτικών και Παπαχρήστου, μέσον της VIII Μεραρχίας Ηπείρου.
Στην αρχή, στον Πειθαρχικό Ουλαμό στέλνονταν οι « α π λ ώ ς α π ε ί θ α ρ χ ο ι», αυτοί για τους οποίους έχει επικρατήσει στη φανταρίστικη τερμινολογία, ο όρος « σ τ ρ α β ό ξ υ λ α» (1924). Λίγο αργότερα άρχισαν να στέλνουν και όλους τους επαναστάτες φαντάρους στο Καλπάκι κι από τότε υπήχθη ο Πειθαρχικός Ουλαμός ουσιαστικά στο Υπουργείο (στο αρμόδιο τμήμα εδρεύει ο γνωστός συντ/ ρχης Φεσόπουλος), το οποίο και μόνο έχει τη δικαιοδοσία να στείλει και να ανακαλέσει στρατιώτες στον Πειθαρχικό, είτε κομμουνιστές , είτε «απλώς απείθαρχοι» που μ’ ένα όνομα λέγονται όλοι «π ε ι θ α ρ χ ο ύ μ ε ν ο ι».
Ποιοι να είναι άραγε οι φαντάροι που χαρακτηρίζονται ως κομμουνιστές και στέλνονται ή να πεθάνουν, ή να τρελαθούν, πάντως να σακατευθούν στο απαίσιο κάτεργο; Όλοι όσοι είχαν το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους μέσα στο στρατώνα απέναντι στην τρομοκρατία των καραβανάδων, όλοι όσοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για τη σκληρή τυραννία της στρατιωτικής ζωής, για την αθλιότητα του συσσιτίου, για την αποχτηνωτική πειθαρχία, όλοι όσοι ζήτησαν να βελτιώσουν με αγώνα τη ζωή του δυστυχισμένου φαντάρου. Εκείνοι ακόμα που τόλμησαν να καταγγείλουν καταχρήσεις σε βάρος του δημοσίου, εκείνοι που αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους ταξικούς αδερφούς των στις απεργίες, ακόμα όσοι κατάγγειλαν ανήθικα όργια εκ μέρους βαθμοφόρων σε βάρος των στρατιωτών, όλοι οι ηρωϊκοί αγωνιστές της Ομοσπονδίας των Κομμουνιστικών Νεολαιών, που κατόρθωσαν να πιάσουν, όλοι στάλθηκαν να πεθάνουν κάτω από το σιδερένιο τακούνι του βάρβαρου μιλιταρισμού(…)
Περνάμε στη δεύτερη κατηγορία, τα σ τ ρ α β ό ξ υ λ α (απλώς απέιθαρχοι). Τα δυστυχισμένα και κακομοιριασμένα θύματα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Κοινωνικά ναυάγια που ζήτησαν τη λησμονιά στο χασίς και την κοκαΐνη, κοινωνικά αποβράσματα, που κατάντησαν «νταβαντζήδες» της φυλακής, κι άνθρωποι της κάμας. Ο μιλιταρισμός αποφάσισε να «σωφρονίσει» τους ανθρώπους αυτούς, που οι πιότεροι έχουν κλίνει ανεπανόρθωτα στο βούρκο. Και τους «σωφρονίζουν» με το βούρδουλα και την ολοσχερή αποχτήνωση. Είναι θλιβερό το θέαμα του κοπαδιού αυτού, όπως καταντάει ύστερα από μικρή παραμονή στον Πειθαρχικό. Και δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα ενός που έπαψε να είναι χασικλής φεύγοντας από τον Πειθαρχικό.
Κοντά στους χασικλήδες είναι κι άλλα στραβόξυλα που μόνο ένας κατατρεγμός της τύχης και προσωπικοί λόγοι και οικογενειακές δυστυχίες τούς έφτασαν στο Καλπάκι. Άνθρωποι που αναγκάζονταν να λιποταχτήσουν για να ταΐσουν το λιμασμένο από την πείνα σπίτι τους, άλλοι που τσακώθηκαν μια φορά με το λοχαγό τους ή και με τον επιλοχία ακόμα κατάντησαν στον Πειθαρχικό. Κι άμα φτάσουν εκεί πρέπει να κυλήσουν ολότελα στο βούρκο. Για ν’ αποχτήσουν την εμπιστοσύνη του Παπαχρήστου πρέπει να γίνουν χαμένοι χαφιέδες και να χτυπάνε τους κομμουνιστές. Κι είναι πολλοί από τα « στραβόξυλα» που στρατολογήθηκαν για γενίτσαροι.
Έναν καιρό στέλνονταν στον Πειθαρχικό κι οι Οθωμανοί για να δουλεύουν, εις δόξαν της ελληνικής «προστασίας των μειονοτήτων». Μα ο Παπαχρήστος βρήκε ένα φοβερό και φανατισμένο σύμμαχο στο έργο του στους φαντάρους αυτούς. Τους μετέβαλε σε γενίτσαρους και μπρος στον κίνδυνο να πιάσουν δουλειά στο δρόμο και να πέσουν πάλι στην κατηγορία των πειθαρχούμενων, εξελίχτηκαν σε ανήμερα θηρία, ικανοποιώντας έτσι και τον εθνικό και θρησκευτικό τους φανατισμό, με το να βασανίζουν έλληνες φαντάρους…
Γιώργη Πικρού “Οι ρίζες του λαϊκού μας κινήματος, 1912 – 1936”, εκδ. Καρανάσης, Αθήνα 1978, τ. 1
Σήμερα θα αναφερθούμε στους σκοπούς που οδήγησαν και στο ιστορικό της ίδρυσης του κολαστηρίου, στην επιλογή της τοποθεσίας, στη σύνθεση και στις συνθήκες «σωφρονισμού» των κρατουμένων. Στον πρόλογό του ο Γιώργης Πικρός αναφέρει ότι «ο Ριζοσπάστης, απ’ το 1925 τόνιζε ασταμάτητα, πως αν γινόταν μια έρευνα θα έφερνε στο φως πρωτοφανή μαρτύρια. Αλλά πώς μπορούσε να γίνει έρευνα; Στην περίπτωση αυτή θάπρεπε η κυβέρνηση να διατάξει έρευνα εναντίον των αρμοδίων και του Υπουργείου Στρατιωτικών, γιατί αυτοί ήταν οι οργανωτές και καθοδηγητές των βασανιστηρίων. Αλλά και στα 1928 – 32 που κυβερνούσε ο «δημοκράτης» Βενιζέλος με το κόμμα των Φιλελευθέρων η κατάσταση καθόλου δεν άλλαξε, μάλλον χειροτέρεψε(…)
Αρχικά δεν είχε την έννοια της πειθαρχικής μονάδας πολιτικών αντιπάλων των κυβερνώντων κομμάτων, που άνηκαν στο δημοκρατικό κίνημα. Αυτή συντελέστηκε προοδευτικά μετά το πραξικόπημα του Παγκάλου, οπότε η διεύθυνση του ουλαμού, καίτοι οργανικά ανήκε στον VIII συνοριακό τομέα της VIII Μεραρχίας Ηπείρου, πέρασε στο Γεν. Επιτελείο Στρατού. Από κει καθορίζονταν η συμπεριφορά και οι μέθοδες αναμόρφωσης των κρατουμένων…»
…Το στρατιωτικό Κάτεργο του Καλπακιού είναι αναμφισβήτητα η τελευταία λέξη της εγκληματικής επινόησης του ελληνικού μιλιταρισμού, το σύμβολο του κανιβαλισμού και αξιόλογα θα μπορούσε να χρησιμέψει για υποδειγματικό πρότυπο στο διεθνή φασισμό.
Ο Πειθαρχικός Ουλαμός ανήκε οργανικά στον VIII Συνοριακό Τομέα της VIII Μεραρχίας Ηπείρου.
Προήλθε από τις ανάγκες της Στρατιωτικής «συστηματοποίησης» με τη συγχώνευση όλων των πειθαρχικών διμοιριών που υπήρχαν, σκόρπιες κατά τόπους από της εποχής των πολέμων, κάτω από ενιαία και ομοιόμορφη διεύθυνση. Γιατί εκτός από το ότι ο «σωφρονισμός» των πειθαρχούμενων θα ήταν μεθοδικότερος, θα μαζευόντανε ένας αριθμός θυμάτων του μιλιταρισμού, που μια και κρίνονταν ακατάλληλος για να μαθαίνει την τέχνη του σκοτωμού στη στρατώνα, θάπρεπε να προσφέρει «παραγωγική εργασία». Είναι ανάγκη να μιλήσουμε από τώρα για το απάνθρωπο στα χρονικά και ποσοτικά της όρια.
Το ότι για τόπος διαμονής του Πειθ. Ουλαμού προτιμήθηκε η Ήπειρος δεν είναι τυχαίο.
Μέρος εξαιρετικά ανώμαλο, απομονωμένο, χαράδρες και βουνά απρόσιτα (λημέρια κατσικιών και ληστών), δάση εκτεταμένα, δυσμενέστατες μετεωρολογικές συνθήκες, είναι σπουδαία φυσικά πλεονεχτήματα για την έδρα του Πειθαρχικού Ουλαμού. Και οι αντικειμενικές συνθήκες για την παραγωγική εκμετάλλευση και το φυσικό περιβάλλον ευνοϊκότατα για την «φρούρηση» και το «σωφρονισμό» των πειθαρχούμενων.
Οι αναστεναγμοί, τ’ αναφωνητά της λιποθυμίας μέσα σ’ ατέλειωτο αριθμό ωρών δουλειάς, οι απεγνωσμένες κραυγές που αφήνουν οι χειροπόδαρα δεμένοι σκελετοί κάτω απ’ το βούρδουλα και το κοντάκι, δεν υπάρχει φόβος ν’ ακουστούν από τον έξω κόσμο, πνίγονται στα παγερά φαράγγια της Ηπείρου.
Ο Πειθαρχικός Ουλαμός δε μένει μόνιμα στο ίδιο μέρος. Το καλοκαίρι (Απρίλης – Νοέμβρης) περνά στην τοποθεσία «Πόρκο – Σέρμπο», που βρίσκεται ανάμεσα στα χάνια «Δέμα» και «Μπουραζάνι», ακριβώς στο 52ο χιλιόμετρο του δημόσιου δρόμου απ’ τα Γιάννενα στην Κορυτσά(…)
Απάτητες κορφές και κάθετες πλαγιές, άγριοι βοργιάδες, συχνές καλοκαιρινές νεροποντές, παγωμένες νύχτες και ανυπόφορα λιοπύρια.
Απέραντοι βάλτοι στις όχθες του ποταμού, σύννεφα και κουνούπια που έχουν συνέπεια μια χρόνια βαριά ελονοσία.
Να μια φυσική εικόνα που κάνει αβάσταχτη τη ζωή και κάτω από καλύτερες συνθήκες χωρίς απάνθρωπη δουλειά, χωρίς βασανιστήρια χωρίς τους Νερωνισμούς των δημίων.
Η χειμερινή διαμονή (Δεκέμβρης – Απρίλης) είναι το ΚΑΛΠΑΚΙ, τοποθεσία στο βορειανατολικό βάθος βαλτώδικης πεδινής έκτασης διαρρεομένης απ’ τον ποταμό Καλαμά (Θύαμη) στο 32ο χιλιόμετρο της δημόσιας οδού όπου αρχίζουν τα βουνά του Ζαγοριού(…)
Κι η πνιγμένη ηχώ του πόνου της πειθαρχούμενης λεύτερης σκέψης απλώνεται βραχνή σε συχνούς επιθανάτιους σφαδασμούς κάτω από τα χτυπήματα του λυσσασμένου κακούργου, συναντιέται με το τραγούδι – τι ειρωνεία – των ηρωίδων του Ζαλόγγου που γκρεμίστηκαν για τη λευτεριά. Μα άλλαξαν οι καιροί.
Ο Πειθαρχικός Ουλαμός είτε στο ΚΑΛΠΑΚΙ, είτε στο «Π ό ρ κ ο – Σ έ ρ μ π ο» βρίσκεται, τυπικά ανήκει στο 2ο λόχο που εδρεύει στο Δελβινάκι, ουσιαστικά όμως εξαρτιέται απ’ ευθείας απ’ το υπουργείο των Στρατιωτικών, και πραχτικά είναι τσιφλίκι του Παπαχρήστου, στο οποίο ο αιμοβόρος Κομιτατζής έχει εντολή και δικαίωμα να ρυθμίζει το παν, και το χρόνο της ζωής των θυμάτων της μιλιταριστικής θηριωδίας. Ο 2ος Λόχος (του 1ου Τάγματος του VIII Συνοριακού Τομέως) κανονίζει μονάχα την τροφοδοσία και τον ιματισμό των ανδρών του Πειθαρχικού. Για όλα τα άλλα ζητήματα η συνεννόηση γίνεται απ’ ευθείας μεταξύ Υπουργείου Στρατιωτικών και Παπαχρήστου, μέσον της VIII Μεραρχίας Ηπείρου.
Στην αρχή, στον Πειθαρχικό Ουλαμό στέλνονταν οι « α π λ ώ ς α π ε ί θ α ρ χ ο ι», αυτοί για τους οποίους έχει επικρατήσει στη φανταρίστικη τερμινολογία, ο όρος « σ τ ρ α β ό ξ υ λ α» (1924). Λίγο αργότερα άρχισαν να στέλνουν και όλους τους επαναστάτες φαντάρους στο Καλπάκι κι από τότε υπήχθη ο Πειθαρχικός Ουλαμός ουσιαστικά στο Υπουργείο (στο αρμόδιο τμήμα εδρεύει ο γνωστός συντ/ ρχης Φεσόπουλος), το οποίο και μόνο έχει τη δικαιοδοσία να στείλει και να ανακαλέσει στρατιώτες στον Πειθαρχικό, είτε κομμουνιστές , είτε «απλώς απείθαρχοι» που μ’ ένα όνομα λέγονται όλοι «π ε ι θ α ρ χ ο ύ μ ε ν ο ι».
Ποιοι να είναι άραγε οι φαντάροι που χαρακτηρίζονται ως κομμουνιστές και στέλνονται ή να πεθάνουν, ή να τρελαθούν, πάντως να σακατευθούν στο απαίσιο κάτεργο; Όλοι όσοι είχαν το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους μέσα στο στρατώνα απέναντι στην τρομοκρατία των καραβανάδων, όλοι όσοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για τη σκληρή τυραννία της στρατιωτικής ζωής, για την αθλιότητα του συσσιτίου, για την αποχτηνωτική πειθαρχία, όλοι όσοι ζήτησαν να βελτιώσουν με αγώνα τη ζωή του δυστυχισμένου φαντάρου. Εκείνοι ακόμα που τόλμησαν να καταγγείλουν καταχρήσεις σε βάρος του δημοσίου, εκείνοι που αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους ταξικούς αδερφούς των στις απεργίες, ακόμα όσοι κατάγγειλαν ανήθικα όργια εκ μέρους βαθμοφόρων σε βάρος των στρατιωτών, όλοι οι ηρωϊκοί αγωνιστές της Ομοσπονδίας των Κομμουνιστικών Νεολαιών, που κατόρθωσαν να πιάσουν, όλοι στάλθηκαν να πεθάνουν κάτω από το σιδερένιο τακούνι του βάρβαρου μιλιταρισμού(…)
Περνάμε στη δεύτερη κατηγορία, τα σ τ ρ α β ό ξ υ λ α (απλώς απέιθαρχοι). Τα δυστυχισμένα και κακομοιριασμένα θύματα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Κοινωνικά ναυάγια που ζήτησαν τη λησμονιά στο χασίς και την κοκαΐνη, κοινωνικά αποβράσματα, που κατάντησαν «νταβαντζήδες» της φυλακής, κι άνθρωποι της κάμας. Ο μιλιταρισμός αποφάσισε να «σωφρονίσει» τους ανθρώπους αυτούς, που οι πιότεροι έχουν κλίνει ανεπανόρθωτα στο βούρκο. Και τους «σωφρονίζουν» με το βούρδουλα και την ολοσχερή αποχτήνωση. Είναι θλιβερό το θέαμα του κοπαδιού αυτού, όπως καταντάει ύστερα από μικρή παραμονή στον Πειθαρχικό. Και δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα ενός που έπαψε να είναι χασικλής φεύγοντας από τον Πειθαρχικό.
Κοντά στους χασικλήδες είναι κι άλλα στραβόξυλα που μόνο ένας κατατρεγμός της τύχης και προσωπικοί λόγοι και οικογενειακές δυστυχίες τούς έφτασαν στο Καλπάκι. Άνθρωποι που αναγκάζονταν να λιποταχτήσουν για να ταΐσουν το λιμασμένο από την πείνα σπίτι τους, άλλοι που τσακώθηκαν μια φορά με το λοχαγό τους ή και με τον επιλοχία ακόμα κατάντησαν στον Πειθαρχικό. Κι άμα φτάσουν εκεί πρέπει να κυλήσουν ολότελα στο βούρκο. Για ν’ αποχτήσουν την εμπιστοσύνη του Παπαχρήστου πρέπει να γίνουν χαμένοι χαφιέδες και να χτυπάνε τους κομμουνιστές. Κι είναι πολλοί από τα « στραβόξυλα» που στρατολογήθηκαν για γενίτσαροι.
Έναν καιρό στέλνονταν στον Πειθαρχικό κι οι Οθωμανοί για να δουλεύουν, εις δόξαν της ελληνικής «προστασίας των μειονοτήτων». Μα ο Παπαχρήστος βρήκε ένα φοβερό και φανατισμένο σύμμαχο στο έργο του στους φαντάρους αυτούς. Τους μετέβαλε σε γενίτσαρους και μπρος στον κίνδυνο να πιάσουν δουλειά στο δρόμο και να πέσουν πάλι στην κατηγορία των πειθαρχούμενων, εξελίχτηκαν σε ανήμερα θηρία, ικανοποιώντας έτσι και τον εθνικό και θρησκευτικό τους φανατισμό, με το να βασανίζουν έλληνες φαντάρους…
Γιώργη Πικρού “Οι ρίζες του λαϊκού μας κινήματος, 1912 – 1936”, εκδ. Καρανάσης, Αθήνα 1978, τ. 1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου