Αγναντεύω
τη θάλασσα και μου φαίνεται σαν ψέμα. Πάνε τρία χρόνια που δεν
κατάφερα, όπως χιλιάδες άλλοι για μύριους λόγους, απ’ το σώμα ως την
τσέπη, απ’ το χρόνο ως την ευθύνη, να την χωρέσω στα μάτια και στο πετσί
μου. Η θάλασσα είναι αρμύρα που παστώνει βάσανα, στα βάζει σε μιαν άκρη
στο σεντούκι της εμπειρίας, κι έχεις τροφή για τους απελπισμένους
άγευστους κι ανάλατους καιρούς. Σ’ αυτόν εδώ τον πανέμορφο τόπο δεν
γνώρισα κανέναν που να προσέλαβε την παράσταση της θάλασσας ως
σανατόριο. Δεν είναι ποτέ ίδια, μα μένει απαράλλαχτη στη δύναμη της
γοητείας που ασκεί, μια γοητεία βαριά κι απαιτητική, παιχνιδιάρα στα
όρια του κινδύνου, έτοιμη να σ’ αγαπήσει ή να σε φτύσει αν δεν
καταφέρεις να την αγαπήσεις όσο θα τη σεβαστείς.
Μια βάρκα, μια πετονιά,
ένα σπαρτάρισμα που φέρνει το ψάρι στον κουβά και την παρέα στο τραπέζι,
κι όλα όσα σε ξεμεδούλιαζαν, κάτι μαχαίρια που σου λέγαν ότι πρέπει να
φτάσουν μέχρι τα κόκαλά σου για να καταλάβεις τι σου γίνεται, πάνε στον
Αγύριστο τον Προσωρινό, κείνο τον Άγιο των ανθρώπινων στιγμών της
ευτυχίας. Λατρεύω τη γλώσσα μου κάθε στιγμή που μέσα μου λειτουργεί και
μετατρέπει τον Αγύριστο από διάολο σε άγιο, ικανό να σηκώσει τα βάρη τα
μέσα μου και να θεραπεύει το χρόνιο της καθημερινότητας άσθμα της
επιβίωσης. Είναι η ζωή αλαφρή και σοφά εύγευστη άμα τη λογίζεις για
θάλασσα, και ταξίδι τόσο ποικιλόμορφης πορείας ίσαμε που να ξεχνάς το
δεδομένο τελικό προορισμό…
Φέτος, τέσσερα χρόνια
μετά τη θεόρατη πυρκαγιά, που έφαγε τα πλεμόνια των βουνών κι έβλεπα τα
καμένα δέντρα να χάσκουν πάνω απ’ το γαλανό του νερού. Τρία χρόνια μετά
τους καταιγιστικούς νοτιάδες, που εκδικήθηκαν έναν ολόκληρο χειμώνα τη
φωτιά και μετέτρεψαν τις αμμουδερές παραλίες σε γκρεμνούς με απρόσιτα
βράχια.
Είδα τη θάλασσα να
θεραπεύει τον ίδιο της το θυμό. Να φτιάχνει εξ αρχής μικρές αμμούδες
χρυσαφιές, να σμιλεύει σαν ερωτευμένος με τη μάζα της γης γλύπτης, απ’
την αρχή, το σχήμα της ακτογραμμής. Γεννοβόλησε με επιμονή παραλίες
μικρές, που θ’ αντέξουν ως την ώρα που ο ανεκπαίδευτος τουρισμός θα τις
κάνει καρτποστάλ και θα αγριέψουν τα αρμυρά θεριά για να τις φάνε και να
τις σώσουν.
Πρώτη μου φορά είδα τη
θάλασσα γιάτρισσα, να γυρνάει εκεί που την πλήγωσαν έργα ανθρώπων, όπως
οι τσιμεντένιοι ντόκοι φαληρισμένων εργολάβων ανεκτέλεστων λιμανιών, και
να πιάνει δουλειά καλλιτέχνη. Παρακάμπτοντας την άγνοια και τη
μοχθηρότητα των καιρών, η θάλασσα συμμάχησε με τον Αγύριστο τον
Προσωρινό του θέρους και με φίλησε κατάκαρδα.
Βάζω στη φιάλη της
Κατιούσας μιαν ευχή και σας τη στέλνω: Μακάρι να βρέξετε τα βάσανά σας
μια μέρα στη θάλασσα κι απ’ τα δάχτυλά να να στείλετε κάθε βαρυγκόμια
στον Αγύριστο…γιατί ποτέ μια εικόνα δεν είναι χίλιες λέξεις αλλά μια
ξέγνοιαστη ανάσα εξολοθρεύει μύριες βαρυγκόμιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου