Είμαστε συνηθισμένοι στον καθημερινό κύκλο ύπνου - έγερσης, αλλά αυτή η εμπειρία είναι πολύ διαφορετική για ασθενείς με τραύμα στον εγκέφαλο. Η συνείδησή τους μπορεί να χαθεί για μέρες, μήνες, ή για πάντα. Στην ιατρική πρακτική πολλές φορές είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν κάποιος απλώς κοιμάται ήσυχα, έχει αναισθητοποιηθεί, ή έχει σοβαρή εγκεφαλική βλάβη. Ενας άνθρωπος που κείτεται ακίνητος με τα μάτια ανοιχτά, άραγε βιώνει κάτι, ανεξαρτήτως περιεχομένου, ή η συνείδησή του έχει χαθεί για πάντα και κανείς δεν βρίσκεται στο «σπίτι»;
Κρίσιμες αποφάσεις
Θα
ήταν ιδανικό να εφευρισκόταν κάποια τεχνολογία που να λειτουργούσε ως
ένα είδος μετρητή της ύπαρξης της συνείδησης, ώστε να δίνεται ασφαλής
απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αν και δεν μπορεί να υπάρξει συσκευή
για το σκοπό αυτό ανάλογη π.χ. με το πιεσόμετρο, η ανάπτυξη πολλών
τεχνολογιών τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει τις ελπίδες, ότι θα
μπορούσαν να κατασκευαστούν μετρητές του επιπέδου συνείδησης,
αξιοποιήσιμοι σε εργαστηριακό αλλά και κλινικό περιβάλλον, για να
αναγνωρίζεται αν κάποιος ασθενής νιώθει κάτι, ή έχει πλήρη απώλεια
συνείδησης και επαφής με το περιβάλλον. Η απόφαση για τον τερματισμό της
υποστήριξης ζωής είναι μια βαριά και δύσκολη απόφαση για τους γιατρούς
και πολύ περισσότερο για τους συγγενείς του ασθενούς, που βρίσκεται σε
κωματώδη κατάσταση. Ενα τέτοιο όργανο, θα μπορούσε να βοηθήσει τόσο τους
μεν όσο και τους δε, να αποφασίσουν ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.Η αναζήτηση μεθόδου αναγνώρισης του επιπέδου συνείδησης χρειάζεται να πάρει υπόψη της τη δυναμική της νοητικής ζωής του ανθρώπου, εγκεφαλικών δραστηριοτήτων που εμφανίζονται και χάνονται μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αρα σε αυτήν τη χρονική κλίμακα θα πρέπει να γίνει και η μέτρηση των μεταβαλλόμενων εγκεφαλικών σημάτων. Το σημαντικότερο και πιο γνωστό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι γιατροί για να συνάγουν την κατάσταση συνείδησης των ασθενών τους, θεμελιακό για τον κλάδο της κλινικής νευροφυσιολογίας, είναι το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG), γνωστό στην Ιατρική ήδη από το 1929. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι καταγραφής της εγκεφαλικής δραστηριότητας, με πιο συνήθη τη μέτρηση των αλλαγών της ροής του αίματος μέσα στον εγκέφαλο με μαγνητικούς σαρωτές, ή η παρακολούθηση του μαγνητικού πεδίου γύρω από τον εγκέφαλο με την τεχνική της μαγνητοεγκεφαλογραφίας (MEG). Ωστόσο, τα σχετικά όργανα, καθώς και οι ακόμη πιο πρόσφατες τεχνικές, όπως η φασματοσκοπία εγγύς-υπερύθρου, συνοδεύονται από μεθοδολογικά και πρακτικά ζητήματα, που προς το παρόν εμποδίζουν την εφαρμογή τους στην καθημερινή κλινική ιατρική.
Δικαίωμα της αμφιβολίας
Η
αναγνώριση του επιπέδου συνείδησης είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους
ασθενείς που βρίσκονται σε φυτική κατάσταση, δηλαδή εμφανίζουν κύκλο
ύπνου - έγερσης, ανοίγουν τα μάτια τους, έχουν φυσιολογικό έλεγχο της
αναπνοής, αλλά δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε παραγγέλματα, ακόμα και
για να ανοιγοκλείσουν με τη θέλησή τους τα βλέφαρά τους. Οι ασθενείς
μπορεί να περιέλθουν σε αυτήν την κατάσταση, όταν βγουν από κώμα
(κλειστά μάτια, χωρίς κύκλους ύπνου - έγερσης), ύστερα από σοβαρό
τραυματισμό στο κεφάλι, από μολύνσεις του εγκεφάλου (εγκεφαλίτιδα) ή των
προστατευτικών στρωμάτων που τον περιβάλλουν (μηνιγγίτιδα), από
εγκεφαλικό, ή δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή αλκοόλ. Αν και εκ πρώτης όψης
οι ασθενείς σε φυτική κατάσταση φαίνεται να μη βιώνουν τίποτα και να
περιορίζονται μόνο σε βασικά νευρικά ανακλαστικά, έχουν το δικαίωμα της
αμφιβολίας, καθώς «η απουσία αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι
αποδεικτικό στοιχείο της απουσίας». Υπάρχει μια διαγνωστική γκρίζα ζώνη
για τους ασθενείς αυτούς, όσον αφορά το αν μπορούν να βιώσουν πόνο,
άγχος, απελπισία, απομόνωση, παραίτηση, πλήρη ροή σκέψης, ή τίποτα
απολύτως. Σύμφωνα με μια μελέτη, γύρω στο 20% των ασθενών σε φυτική
κατάσταση διατηρούν τη συνείδησή τους και με αυτήν την έννοια γι' αυτούς
έχει γίνει λάθος διάγνωση.Μια άλλη κατηγορία ασθενών, που έχει σημασία να είναι γνωστή κάθε στιγμή η κατάσταση απώλειας της συνείδησής τους, είναι εκείνοι που υποβάλλονται σε αναισθησία πριν την εγχείρηση, ώστε να αποφεύγονται τα ξυπνήματα κατά τη διάρκεια αυτής, που εμφανίζονται περίπου σε 1 στις 1.000 περιπτώσεις και συχνά αφήνουν ψυχικά τραύματα.
Η ανίχνευση ενός «ενεργού ηλεκτροεγκεφαλογραφικού» σήματος είναι ήδη από το 1940 η ασφαλέστερη ένδειξη ότι ο ασθενής δεν έχει απώλεια συνείδησης. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από χαμηλής τάσης, σχετικά υψίσυχνες (γρήγορες) διακυμάνσεις, που εμφανίζονται ασυγχρόνιστες μεταξύ τους και δεν ακολουθούν ένα μονότονο μοτίβο σε όλη την έκταση του εγκεφάλου. Οσο το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα μετακινείται σε χαμηλότερες συχνότητες, τόσο είναι λιγότερο πιθανό ο ασθενής να διατηρεί τη συνείδησή του. Ομως, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα, ώστε να μην μπορεί να εξυπηρετήσει ως γενική βάση για τη διάγνωση της απώλειας ή παρουσίας συνείδησης σε κάθε άνθρωπο. Γι' αυτό, οι επιστήμονες αναζητούν πιο ασφαλείς μετρήσεις και ορισμένοι θεωρούν ότι τις βρήκαν σε μια πιο θεμελιακή ιδιότητα κάθε συνειδητής εμπειρίας.
Καμπάνα
Η
Σίλβια Κασαρότο και οι συνάδελφοί της στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου
επιστράτευσαν 102 υγιή άτομα και 48 ασθενείς με τραύμα στον εγκέφαλο,
που έχουν κύκλο ύπνου - έγερσης και επικοινωνούν και λεκτικά. Επληξαν
τον εγκέφαλο υγιών και ασθενών με μαγνητικούς παλμούς (διακρανιακή
μαγνητική διέγερση), τόσο σε κατάσταση εγρήγορσης, όσο και απώλειας
συνείδησης και κατέγραψαν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα με
ηλεκτροεγκεφαλογράφο. Τα ηλεκτρικά ρεύματα που επάγει ο μαγνητικός
παλμός μέσα στον εγκέφαλο, μέχρι να αποσβεστούν σε κλάσματα του
δευτερολέπτου, τον κάνουν να συμπεριφέρεται σαν καμπάνα, που όταν είναι
σωστά φτιαγμένη πάλλεται σε μια χαρακτηριστική συχνότητα, με «ήχο» που
απλώνεται σε όλη την έκτασή του. Στους ανθρώπους με απώλεια συνείδησης, η
«καμπάνα» δεν ηχεί σωστά και ο «ήχος» δεν μεταδίδεται στις γειτονικές
περιοχές του εγκεφάλου. Στη συνέχεια, οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα
με τεχνική ανάλογη με εκείνη της συμπίεσης αρχείων στους ηλεκτρονικούς
υπολογιστές, για να διαπιστώσουν τη συνθετότητά τους (γι' αυτό η τεχνική
ονομάστηκε zap και zip). Από τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα υπολόγισαν τον
Δείκτη Συνθετότητας Διαταραχών (PCI), ενώ κατέγραψαν και το πώς ένιωθαν
οι ίδιοι οι συμμετέχοντες.Διαπιστώθηκε ότι ένα άτομο που διατηρεί τη συνείδησή του εμφάνιζε τουλάχιστον μια μέτρηση με PCI πάνω από 0,31 (όριο που ονομάστηκε PCI*), ενώ τα άτομα με απώλεια συνείδησης είχαν πάντα χαμηλότερο PCI. Στη συνέχεια οι επιστήμονες έκαναν το ίδιο τεστ σε ασθενείς σε φυτική κατάσταση (τα σχετικά στοιχεία δεν εμφανίζονται στο διάγραμμα που δημοσιεύουμε), εντοπίζοντας ανάμεσά τους - τουλάχιστον με βάση τις μετρήσεις - ορισμένους, που φαίνονταν να διατηρούν τη συνείδησή τους. Σε ασθενείς διαγνωσμένους με «ελάχιστη συνειδητή κατάσταση» η μέθοδος κατέταξε σωστά ως έχοντες κάποιο επίπεδο συνείδησης το 95% των ασθενών, που υποβλήθηκαν στη μέτρηση. Θεωρείται ότι έτσι κι αλλιώς, η τεχνική αυτή αποτελεί ορόσημο στον τομέα και ανοίγει νέους ορίζοντες.
Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου