αναδημοσίευση από gazzeta
Το G-Weekend Journal γράφει για την Λιβόρνο, την ομάδα των κομμουνιστών
και τον σημαντικό ρόλο που έχει διαδραματίσει η πόλη και ο ιστορικός
σύλλογος στην ιταλική πολιτική σκηνή.
Στο βιβλίο του «Ποδόσφαιρο χωρίς βρωμιές» (Futbol sin trampa) ο Λουίς Σέζαρ Μενότι επιχειρεί τη σύνδεση ποδοσφαίρου -πολιτικής. «Υπάρχει
το ποδόσφαιρο της Δεξιάς και της Αριστεράς. Της Δεξιάς προσπαθεί να μας
πείσει ότι η ζωή είναι μια πάλη που θέλει θυσίες και να είμαστε από
ατσάλι και να κερδίζουμε με κάθε τρόπο. Θέλει τους ποδοσφαιριστές να μην
εκφράζουν πολιτικές απόψεις, να υπακούν και έτσι να δημιουργούνται
περισσότεροι χρήσιμοι ηλίθιοι.
Στο Δεξιό ποδόσφαιρο, η νίκη διαγράφει τα πάντα, υπάρχει
μόνο το αποτέλεσμα και ποδοσφαιριστές πειθαρχημένοι σαν στρατιώτες. Στο
Αριστερό, έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η νίκη,
επειδή ο ποδοσφαιριστής είναι ο προνομιούχος εκφραστής των ονείρων
εκατομμυρίων φιλάθλων τους οποίους καλείται να κάνει καλύτερους. Δεν
γράφω για τα πολιτικά κόμματα και τα πολιτικά συστήματα. Υπάρχουν
Αριστερά κόμματα που αν τους δώσεις την εξουσία δεν θα ξέρουν τι να την
κάνουν. Η χώρα που δεν έχει όμως οργανωμένη Αριστερά δεν έχει μέλλον.
Παρά τις πολιτικές αλλαγές στον πλανήτη, πιστεύω ότι υπάρχουν και θα
συνεχίσουν να υπάρχουν δύο διαφορετικά ποδόσφαιρα».
Η αντιπαράθεση που υπάρχει και αφορά την σχέση του ποδοσφαίρου με την
πολιτική κι έχει ξεσπάσει από την αρχή του αθλητισμού, θα συνεχίσει να
υπάρχει σε μια ατέρμονη διαμάχη. Από την μία πλευρά αυτοί που θεωρούν
ότι το ποδόσφαιρο και πολιτική αποτελούν δύο έννοιες τελείως αντίθετες,
την ώρα που η άλλη πλευρά δεν σταματά να αναφέρεται στο πόσο σημαντικός
είναι ο ρόλος του ποδοσφαίρου και γενικότερα του αθλητισμού στις όποιες
αλλαγές των πολιτικών σκηνικών της εποχής επισημαίνοντας βασικά
κοινωνικά προβλήματα, δίνοντας φωνή σε όσους βρίσκονται στο περιθώριο.
Μπορεί ο ρόλος αυτός τα τελευταία χρόνια να έχει μειωθεί με την εισροή
τεράστιων ποσών και την παγκοσμιοποίηση του αθλήματος όπου οι σύλλογοι
πλέον δεν αποτελούν εκπρόσωποι μιας τοπικής κοινότητας, αλλά ένα
εμπορικό σήμα, ένα brand name, μια ιδιωτική επιχείρηση θεάματος. Αυτό
όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σύλλογοι που σε ένα άκρως
καπιταλιστικό περιβάλλον, έχουν μείνει σταθεροί στις αξίες τους και με
την στάση τους αποτελούν τον καλύτερο μηχανισμό για μια πιθανή κοινωνική
αλλαγή. Ένας τέτοιος σύλλογος είναι η Λιβόρνο.
Ομάδα και πόλη έννοιες ταυτόσημες
Η ιστορία της ομάδας είναι συνυφασμένη με την ιστορία της πόλης αλλά και
όλης της χώρας πριν το Risorgimento (Αναβίωση) και την δημιουργία του
ιταλικού κράτους. Oι ιδρυτικοί μύθοι είναι ζωτικής σημασίας για τη
δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας όπως και η ιστορία η οποία
διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο, ιδίως στο Λιβόρνο. Μέχρι την
ενοποίησή της, η ιταλική χερσόνησος αποτελούνταν σε κάτι που έμοιαζε
με πόλεις-κράτη όπως το Μιλάνο, η Νάπολη, η Βενετία και η Ρώμη.
Στην κεντρική Ιταλία κυρίαρχη δύναμη ήταν η Φλωρεντία και η οικογένεια
Medici, που κυβέρνησε τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας από το 1300 και για
τέσσερις αιώνες. Οι Μέδικοι έχτισαν ένα νέο λιμάνι στο Λιβόρνο για να
βελτιώσουν το εμπόριο ενθαρρύνοντας την μετανάστευση εργατικού δυναμικού
από οποιοδήποτε μέρος στην πόλη και να την κάνουν το σπίτι τους. Για να
κατοικηθεί αυτή η νέα πόλη, οι Medici πέρασαν μια σειρά νόμων που
ονομάζονταν Leggi Livornine επιτρέποντας την εγκατάσταση Εβραίων,
Τούρκων, Μαυριτανών, Αρμενίων, Περσών εμπόρων, για να κατοικηθεί η πόλη.
Επίσης και άλλες εθνικότητες έγιναν δεκτές στην πόλη ανεξαρτήτου εθνικής
ή θρησκευτικής προέλευσης και μάλιστα χωρίς να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε
εγκληματική δραστηριότητα τους στο παρελθόν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το
Λιβόρνο να μετατραπεί από μια άχρωμη πόλη σε ένα μωσαϊκό εθνικοτήτων. Η
πολυπολιτισμικότητα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των κατοίκων κάτι που
αποτυπωνόταν ξεκάθαρα και στα χρυσά νομίσματα της εποχής (το 1656
νομίσματα απεικονίζουν την πόλη του Λιβόρνο με το σύνθημα: «Πολλοί λαοί
σε ένα»). Τα απομεινάρια αυτού του ψηφιδωτού κουλτούρας και πολιτισμού
είναι ακόμα εμφανή στην πόλη με την παρουσία τόσο των εκκλησιών
(Αγγλικανικές, Προτεσταντικές, Αρμενικές, Ελληνορθόδοξες), όσο και της
συναγωγής των Εβραίων.
Η εκβιομηχάνιση και η ενοποίηση της Ιταλίας είδε το Λιβόρνο να συνεχίσει
να χαράζει μια ανεξάρτητη θέση. Οι εργάτες της πόλης και ειδικά οι
ναυτεργάτες ήταν ιδιαίτερα πολιτικά ενεργοί. Η ενοποίηση συντέλεσε στο
να χαθεί το καθεστώς του αυτόνομου του λιμανιού κάτι που οδήγησε σε ένα
διαρκές αυξανόμενο πολιτικό ακτιβισμό. Η εκβιομηχάνιση του 19ου αιώνα
είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας κοινωνικής τάξης της οποία τα
μέλη ανήκαν σε αναρχικά και σοσιαλιστικά πολιτικά γκρουπ. Οι κοινωνικές
και πολιτικές εντάσεις της δεκαετίας του 1920 έφεραν απεργίες και
διαδηλώσεις σε όλη την Ιταλία, κάτι που επηρέασε όπως ήταν λογικό και το
Λιβόρνο.
Αυτό το κλίμα έντασης βοήθησε στη ανάπτυξη κι εγκαθίδρυση του
κομμουνισμού. Σε μια πόλη που ναι μεν υπήρχε η έντονη αντίσταση στον
φασισμό που είχε κάνει την εμφάνισή του στην χώρα, η μετριοπάθεια των
σοσιαλιστών είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία. Έτσι, το 1921 ο Αντόνιο
Γκράμσι αποφάσισε να βάλει μια για πάντα το Λιβόρνο στο βιβλίο της
ιστορίας με την απόφασή του στο θέατρο San Marco να αποχωρήσει από το
Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας και να ιδρύσει το ΚΚΙ (Ιταλικό
Κομμουνιστικό Κόμμα) για να ακολουθήσει μισό αιώνα αργότερα και η
δημιουργία του Ευρωκομμουνισμού σε συνεργασία με τους Ισπανούς
κομμουνιστές.
Αυτή η πολιτική παράδοση και ιδεολογία παρέμεινε στην πόλη και συνήθως
σε κάθε εκλογική αναμέτρηση (βουλευτικές-δημοτικές) ο εκλεκτός άρχων
ανήκε στην αριστερή πολιτική σκηνή. Η πολιτική σκηνή της μεταπολεμικής
Ιταλίας και όπως αυτή διαμορφώθηκε είχε ως αποτελέσματα την
πολιτικοποίηση και των συνδέσμων. Από το 1946 έως το 1992 όταν και
ξέσπασε το σκάνδαλο tangetopolis, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ιταλία
ήταν ένα μονοκόμματο κράτος με τους Χριστιανοδημοκράτες να αποτελούσαν
την κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Οι άστοχες πολιτικές τους, η διαφθορά τους
καθώς και η οικονομική στασιμότητα σε συνδυασμό με τα Μολυβένια χρόνια
(περίοδος στην οποία η Ιταλία γνώρισε μια σειρά από τρομοκρατικές
επιθέσεις, τόσο της άκρας δεξιάς όσο και της άκρας αριστεράς) έφερε μια
τεράστια απογοήτευση με την καθημερινότητα να πολιτικοποιείται ακόμα
περισσότερο με τους ανθρώπους-ειδικά στο Λιβόρνο-να ψάχνουν άλλες
συλλογικές μορφές για τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις με το ποδόσφαιρο
και την ομάδα να αποτελεί κύριο όχημα έκφρασης.
Λουκαρέλι: Ο ασυμβίβαστος Λιβορνέζος
Σχεδόν όλα τα παιδιά ονειρεύονται κάποια στιγμή να αγωνιστούν με την
φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας και ο Κριστιάνο Λουκαρέλι δεν
αποτελούσε εξαίρεση. Γεννημένος στο Λιβόρνο το 1975 ο άλλοτε αρχηγός των
«Αμαράντο» συμβόλιζε τον τυπικό Λιβορνέζο. Ευγενικός, φιλικός, αλλά και
βαθιά πολιτικοποιημένος, ένα παιδί βγαλμένο από τους δρόμους της πόλης
να αποτελεί το σημείο αναφοράς για τον σύλλογο. Ο ίδιος έγινε γνωστός ως
ένας από τους λίγους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές που αρνήθηκαν να
παραμείνουν σιωπηλοί για τις πολιτικές πεποιθήσεις τους.
Ο Λουκαρέλι, ο οποίος είχε εκφράσει τις ιδέες του υπέρ του ιδεολογίας
του κομμουνισμού, το 2003 έκανε το όνειρό του πραγματικότητα όταν άφησε
την Τορίνο για την Λιβόρνο δεχόμενος μείωση αμοιβής κατά 50% καθώς και
να αφήσει τα μεγάλα σαλόνια για μια χαμηλότερη κατηγορία όπου αγωνιζόταν
η ομάδα της πόλης του. «Ορισμένοι ποδοσφαιριστές αγοράζουν μια Ferrari ή ένα σκάφος. Εγώ μόλις αγόρασα την φανέλα της Λιβόρνο»,
δήλωνε στην παρουσίαση του, ενώ ως μέλος του μεγαλύτερου συνδέσμου
οπαδών, του Brigate Autonome Livornesi (BAL), αποφάσισε να πάρει την
φανέλα με το Νο99, έτος ίδρυσης του club.
Tα διαπιστευτήρια του τα είχε δώσει όμως πολύ νωρίτερα όταν σε ματς της
U21 της Ιταλίας κόντρα στην Μολδαβία σκόραρε και το πανηγύρισε
δείχνοντας την φανέλα με τον Che Guevara που φορούσε. Ένας πανηγυρισμός
που δεν άρεσε στην Ομοσπoνδία με συνέπεια την αποστασιοποίησή του από
την «Σκουάντρα Ατζούρα» μέχρι και το 2005 όταν και ανέλαβε ο Μαρτσέλο
Λίπι.
Το χτύπημα αυτό δεν τον πτόησε, αντίθετα του έδωσε μεγαλύτερη δύναμη με
τον ίδιο να «απαντάει» στο γήπεδο με 102 γκολ σε 174 ματς, ενώ παράλληλα
συνέχιζε να δείχνει την αλληλεγγύη του για τα όποια κοινωνικά και
πολιτικά προβλήματα που ταλάνιζαν την Ιταλία. Χαρακτηριστικές είναι οι
δηλώσεις του μετά από ένα νικηφόρο παιχνίδι της Λιβόρνο όπου αφιέρωσε τη
νίκη σε 400 απολυμένους εργάτες ενός εργοστασίου στην Φλωρεντία.
Η παρουσία του Λουκαρέλι στην Λιβόρνο συνέπεσε με μια χρονική περίοδο
όπου στην Ιταλία υπήρξε ξανά μια έκρηξη της τοπικής συνείδησης την
γνωστή και ως campanilisimo. Καθώς οι γηγενείς παίκτες αποκτούσαν
μεγαλύτερη σημασία λόγω των παγκόσμιων μετασχηματισμών, την ίδια ώρα
ενισχυόταν και η τοπική ταυτότητα των ομάδων. Η παγκοσμιοποίηση είχε
συντελέσει στην συνεχώς αυξανόμενη ροή διαφορετικών ανθρώπων και
εικόνων.
Καθώς οι ομάδες βρίσκονταν αντιμέτωπες με μια αυξανόμενη πολιτιστική
μίξη, ο ρόλος της τοπικής ταυτότητας γινόταν ακόμα μεγαλύτερος. Κάπως
έτσι η ισχυρή και μοναδική ιστορία του Λιβόρνο εξασφάλιζε ότι και η
ομάδα της πόλης θα είχε ισχυρές ιστορικές παραδόσεις. Και στην περίπτωση
της Λιβόρνο, επιβεβαιώνεται στο απόλυτο μια πολιτικοποιημένη τοπική
ταυτότητα.
Και μπορεί οι «Αμαράντο» να μην προκαλούν λάμψη με το ποδόσφαιρο τους,
αλλά όπως λέει και το περίφημο τραγούδι του Χιλιανού Σέρχιο Ορτέγκα (El pueblo unido, jamás será vencido), οι άνθρωποι ενωμένοι ποτέ δεν θα ηττηθούν.
ΠΗΓΕΣ:
https://redship.wordpress.com/2018/02/12/λιβόρνο-μπάλα-και-κομμουνισμός/
http://www.gazzetta.gr/weekend-journal/article/1195330/livorno-mpala-kai-kommoynismos-pics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου