Το άκρων άωτο της ειρωνείας είναι όταν έρχεται να σου πει πως ζεις σε
άλλη εποχή κάποιος προγονόπληκτος, που τρέφεται με τις δάφνες του
παρελθόντος και τις μασουλά σαν την Πυθία, για να εμπνευστεί. Στέκει
περήφανος για τη γλώσσα και την ιστορία των προγόνων του, για τους
μύθους και τα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων, νιώθει απευθείας απόγονός
τους, μαζί με την Καιτούλα. Κι ανάθεμα αν ξέρει τελικά όντως τι έλεγαν και τι πίστευαν.
Οι σοφοί μύθοι των αρχαίων Ελλήνων ανέφεραν πχ πως το Κράτος και η Βία ήταν αδέρφια, γνωρίζοντας πως το πρώτο δεν μπορεί να στεριώσει χωρίς τη δεύτερη, για αυτό κι είναι αχώριστα. Πόσοι σύγχρονοι νεο-Έλληνες όμως το ξέρουν αυτό, όταν καταδικάζουν πχ τη βία από όπου κι αν προέρχεται, εκτός κι αν είναι κρατικής προέλευσης, διασφαλίζοντας το σχετικό μονοπώλιο;
Πόσοι είναι επίσης οι σύγχρονοι θαυμαστές του Τζήμερου που γνωρίζουν πως η διάκριση μεταξύ της αφηρημένης, ανταλλακτικής αξίας και της συγκεκριμένης αξίας χρήσης που έχει ένα προϊόν, δεν ήταν κάτι που ανακάλυψε από το μηδέν ο Μαρξ, αλλά ήταν γνωστό και στο Αριστοτέλη που το αναφέρει στο έργο του; Και τι καταλαβαίνουν από αυτό για τα εμπορεύματα και τη σχέση τους με τον άνθρωπο;
Οι ξεναγοί που περνάνε από την Αρχαία Αγορά εξηγούν στους τουρίστες πως η “αγορά” είναι ελληνική λέξη που δεν υποδηλώνει μόνο το παζάρι (market) και τις εμπορικές δοσοληψίες, αλλά ήταν το κέντρο της πόλης, το μέρος όπου μιλούσαν οι φιλόσοφοι, συναντιούνταν οι πολίτες για να πάρουν αποφάσεις κοκ. Εδώ κολλάει το κλισέ για τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, χωρίς να αναφέρουν την ταξική της βάση και τους δούλους που έβγαζαν όλη τη δουλειά, για να έχουν το χρόνο οι ελεύθεροι πολίτες να αμπελοφιλοσοφούν και να συσκέπτονται.
Δε χρειάζεται τώρα να έχουμε δυσάρεστους συνειρμούς για τους σύγχρονους μισθωτούς δούλους, που δεν έχουν καμία ενεργό ανάμειξη στην πολιτική ζωή -πέρα από το να επιλέγουν κάθε τόσο το δυνάστη τους. Δεν είναι καιρός τώρα για ετυμολογικές αναλύσεις, που θα μας δείξουν πως και η δημοκρατία -που δεν είναι ποτέ γυμνή από ταξικό πρόσημο- είναι κι αυτή ένα κράτος, που πηγαίνει χέρι-χέρι με το αδερφάκι της, τη βία, όπως άλλωστε κάθε μορφή κράτους -για όσους νιώθουν να αγανακτούν με ανίερες έννοιες, όπως η “δικτατορία του προλεταριάτου”.
Για τους αστούς αναλυτές, τα παραπάνω αποδεικνύουν πως η αγορά ταυτίζεται με τη δημοκρατία. Όπου δεν υπάρχει αγορά και κέρδος για τις επιχειρήσεις, δεν υπάρχει δημοκρατία, αλλά μια “κλειστή κοινωνία”, που αργά ή γρήγορα θα την βαφτίσουν “ολοκληρωτισμό” για να την στιγματίσουν. Όπου δεν κυριαρχεί το εμπόρευμα, η αφηρημένη αξία των πραγμάτων, που πρέπει πάντα να τα βλέπουμε ως ευκαιρία για κέρδος και όχι ως μέσα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, με τη συγκεκριμένη αξία χρήσης που έχουν, (ως πράγματα δηλ που κυριαρχούν στη ζωή μας, αντί να μας υπηρετούν), εκεί υπάρχει ανελευθερία κι ισοπέδωση της προσωπικότητας -η οποία μετρά το μπόι της και την ανάπτυξή της με τα πλούτη, με το “(κατ)έχειν” αντί για το “είναι”, πάντα τσαλαπατώντας τους άλλους, που είναι εχθροί για τη δική της “ανάπτυξη”.
Η αγορά είναι κάτι αυτονόητα καλό και ευεγερτικό, που αυτορυθμίζεται μαγικά με ένα αόρατο χέρι, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης (τόσα δίνω πόσα θες, στα λαδάδικα πουλάνε αυτό που θες). Βλέπεις αγορά; Είναι καλό -για να παραφράσουμε ένα γνωστό σλόγκαν διαφήμισης.
Μόνο που από την αγορά προέρχεται και το “αγοραίο”, που είναι το χυδαίο και το συμπυκνώνει πολύ καλά ο στίχος που τραγουδούσε ο Μητροπάνος. Και οι Αρχαίοι Έλληνες ήξεραν πολύ καλά να ανακαλύπτουν τη χυδαιότητα και να τη στηλιτεύουν στο πρόσωπο του “ιδιώτη”, μια έννοια που δανείστηκαν κι άλλες γλώσσες, για να περιγράψουν το βλάκα, ενάντια στη λατρεία της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας” και άλλα δημοφιλή παραμύθια των “Φιλελεύθερων”, που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αποβλακώνουν το λαό και να τον κρατάνε δέσμιο των ιδεολογημάτων τους και των αυταπατών του -όπως στο Σπήλαιο του Πλάτωνα.
Αυτών δηλαδή που έχουν ως ιδεολογία τους τον κοινωνικό “Καιάδα”, για να ρίχνουμε εκεί όσους δεν είναι άριστοι και ικανοί να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό. Κι έτσι δένουν μια χαρά με τη σωβινιστική βαρβαρότητα, αυτών που πιστεύουν πως “πας μη Έλλην, βάρβαρος”, χωρίς να μετέχουν βέβαια οι ίδιοι της ελληνικής -και γενικά, καμίας- παιδείας…
Οι σοφοί μύθοι των αρχαίων Ελλήνων ανέφεραν πχ πως το Κράτος και η Βία ήταν αδέρφια, γνωρίζοντας πως το πρώτο δεν μπορεί να στεριώσει χωρίς τη δεύτερη, για αυτό κι είναι αχώριστα. Πόσοι σύγχρονοι νεο-Έλληνες όμως το ξέρουν αυτό, όταν καταδικάζουν πχ τη βία από όπου κι αν προέρχεται, εκτός κι αν είναι κρατικής προέλευσης, διασφαλίζοντας το σχετικό μονοπώλιο;
Πόσοι είναι επίσης οι σύγχρονοι θαυμαστές του Τζήμερου που γνωρίζουν πως η διάκριση μεταξύ της αφηρημένης, ανταλλακτικής αξίας και της συγκεκριμένης αξίας χρήσης που έχει ένα προϊόν, δεν ήταν κάτι που ανακάλυψε από το μηδέν ο Μαρξ, αλλά ήταν γνωστό και στο Αριστοτέλη που το αναφέρει στο έργο του; Και τι καταλαβαίνουν από αυτό για τα εμπορεύματα και τη σχέση τους με τον άνθρωπο;
Οι ξεναγοί που περνάνε από την Αρχαία Αγορά εξηγούν στους τουρίστες πως η “αγορά” είναι ελληνική λέξη που δεν υποδηλώνει μόνο το παζάρι (market) και τις εμπορικές δοσοληψίες, αλλά ήταν το κέντρο της πόλης, το μέρος όπου μιλούσαν οι φιλόσοφοι, συναντιούνταν οι πολίτες για να πάρουν αποφάσεις κοκ. Εδώ κολλάει το κλισέ για τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, χωρίς να αναφέρουν την ταξική της βάση και τους δούλους που έβγαζαν όλη τη δουλειά, για να έχουν το χρόνο οι ελεύθεροι πολίτες να αμπελοφιλοσοφούν και να συσκέπτονται.
Δε χρειάζεται τώρα να έχουμε δυσάρεστους συνειρμούς για τους σύγχρονους μισθωτούς δούλους, που δεν έχουν καμία ενεργό ανάμειξη στην πολιτική ζωή -πέρα από το να επιλέγουν κάθε τόσο το δυνάστη τους. Δεν είναι καιρός τώρα για ετυμολογικές αναλύσεις, που θα μας δείξουν πως και η δημοκρατία -που δεν είναι ποτέ γυμνή από ταξικό πρόσημο- είναι κι αυτή ένα κράτος, που πηγαίνει χέρι-χέρι με το αδερφάκι της, τη βία, όπως άλλωστε κάθε μορφή κράτους -για όσους νιώθουν να αγανακτούν με ανίερες έννοιες, όπως η “δικτατορία του προλεταριάτου”.
Για τους αστούς αναλυτές, τα παραπάνω αποδεικνύουν πως η αγορά ταυτίζεται με τη δημοκρατία. Όπου δεν υπάρχει αγορά και κέρδος για τις επιχειρήσεις, δεν υπάρχει δημοκρατία, αλλά μια “κλειστή κοινωνία”, που αργά ή γρήγορα θα την βαφτίσουν “ολοκληρωτισμό” για να την στιγματίσουν. Όπου δεν κυριαρχεί το εμπόρευμα, η αφηρημένη αξία των πραγμάτων, που πρέπει πάντα να τα βλέπουμε ως ευκαιρία για κέρδος και όχι ως μέσα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, με τη συγκεκριμένη αξία χρήσης που έχουν, (ως πράγματα δηλ που κυριαρχούν στη ζωή μας, αντί να μας υπηρετούν), εκεί υπάρχει ανελευθερία κι ισοπέδωση της προσωπικότητας -η οποία μετρά το μπόι της και την ανάπτυξή της με τα πλούτη, με το “(κατ)έχειν” αντί για το “είναι”, πάντα τσαλαπατώντας τους άλλους, που είναι εχθροί για τη δική της “ανάπτυξη”.
Η αγορά είναι κάτι αυτονόητα καλό και ευεγερτικό, που αυτορυθμίζεται μαγικά με ένα αόρατο χέρι, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης (τόσα δίνω πόσα θες, στα λαδάδικα πουλάνε αυτό που θες). Βλέπεις αγορά; Είναι καλό -για να παραφράσουμε ένα γνωστό σλόγκαν διαφήμισης.
Μόνο που από την αγορά προέρχεται και το “αγοραίο”, που είναι το χυδαίο και το συμπυκνώνει πολύ καλά ο στίχος που τραγουδούσε ο Μητροπάνος. Και οι Αρχαίοι Έλληνες ήξεραν πολύ καλά να ανακαλύπτουν τη χυδαιότητα και να τη στηλιτεύουν στο πρόσωπο του “ιδιώτη”, μια έννοια που δανείστηκαν κι άλλες γλώσσες, για να περιγράψουν το βλάκα, ενάντια στη λατρεία της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας” και άλλα δημοφιλή παραμύθια των “Φιλελεύθερων”, που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αποβλακώνουν το λαό και να τον κρατάνε δέσμιο των ιδεολογημάτων τους και των αυταπατών του -όπως στο Σπήλαιο του Πλάτωνα.
Αυτών δηλαδή που έχουν ως ιδεολογία τους τον κοινωνικό “Καιάδα”, για να ρίχνουμε εκεί όσους δεν είναι άριστοι και ικανοί να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό. Κι έτσι δένουν μια χαρά με τη σωβινιστική βαρβαρότητα, αυτών που πιστεύουν πως “πας μη Έλλην, βάρβαρος”, χωρίς να μετέχουν βέβαια οι ίδιοι της ελληνικής -και γενικά, καμίας- παιδείας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου