Έχουν μεταξύ τους διαφορά δύο χρόνων και μιας μέρας, αλλά κατά μία
έννοια ορίζουν μια περίοδο, για αυτό μπορούν να ιδωθούν μαζί, και αυτό
είναι το σκεπτικό που μπαίνουν μαζί, σε μια ανάρτηση με δύο μέρη που
δημοσιεύτηκαν στην Κατιούσα.
Α' μέρος: 5 Μάη 2010 - Η ΜΑΡΦΙΝ, το Μνημόνιο και το χρονικό μιας προβοκάτσιας
Τυπικά, η αρχή ήταν στις 23 Απρίλη, με το ΓΑΠ να ανακοινώνει απο το Καστελόριζο, με μια πένθιμη γραβάτα, για τη σημειολογία του πράγματος, πως σκοπεύει να προσφύγει στο ΔΝΤ για οικονομική βοήθεια. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που θα περίμενε κανείς από μια… κυβέρνηση αντιεξουσιαστών, όπως διαφημίστηκε αρχικά. Ελάχιστοι όμως είχαν πάρει στα σοβαρά αυτές τις γραφικότητες, και οι πρώτες αντιδράσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από το Δεκέμβρη του 09′, δύο μήνες μετά από τις εκλογές, με την πρώτη απεργία που προκηρύχθηκε από τις ταξικές δυνάμεις, παρακάμπτοντας το γραφειοκρατικό μηχανισμό της ΓΣΕΕ, που δεν πήρε σχετική απόφαση, σε τριτοβάθμιο επίπεδο.
Την άνοιξη του 10′ που ακολούθησε, είχαμε διψήφιο αριθμό απεργιακών κινητοποιήσεων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα -οι μισές σχεδόν εξ αυτών χωρίς ανώτερη κάλυψη- οι οποίες έδειξαν τον κοινωνικό αναβρασμό και τις αγωνιστικές διαθέσεις ενός κόσμου, που δε θα κατάπινε αμάσητα το μνημόνιο, είχαν όμως ως συνέπεια πολλές απολύσεις πρωτοπόρων στελεχών από το χώρο τους, που αποδεκάτισαν το ταξικό κίνημα σε νευραλγικές θέσεις.
Στις 5 Μάρτη, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έφερε την πρώτη δέσμη μέτρων, που θεωρητικά θα απέτρεπε τα χειρότερα, αλλά στην πράξη λειτούργησε ως κομμάτι της σκηνοθεσίας και του εκβιαστικού κλίματος. Έκοτε, ο όγκος των διαδηλωτών αυξανόταν σταθερά από κινητοποίηση σε κινητοποίηση, παράλληλα με τον ενθουσιασμό και την αγωνιστική αισιοδοξία, η οποία επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια. Τα περισσότερα ρεπορτάζ έκαναν λόγο για τις μεγαλύτερες πορείες των τελευταίων πολλών χρόνων και τις πιο μαζικές απεργίες μετά τη δεκαετία του 90′.
Το αποκορύφωμα ήρθε στις 5 Μάη, την πρώτη μέρα συζήτησης και ψήφισης του Μνημονίου στη Βουλή, με μια ογκώδη διαδήλωση, χωρίς πρόσφατο προηγούμενο. Ουσιαστικά, οι τρεις απεργιακές συγκεντρώσεις εκείνη τη μέρα ενώθηαν, σχηματίζοντας ένα μεγάλο ποτάμι (φουσκωμένο η οργή του λαού) και μια σχετικά ενιαία και αρκετά πυκνή γραμμή που έφτανε από τις Στήλες του Ολυμπίου Διός ως το Πεδίο του Άρεως, σύμφωνα με κάποιες χαρτογραφήσεις -που δεν πρέπει να απείχαν πολύ από την πραγματικότητα. Ακόμα κι αν κάποιες εκτιμήσεις είχαν το στοιχείο μιας αισιόδοξης υπερβολής, δεν έπαυαν να είναι ενδεικτικές τόσο της μαζικότητας, όσο και του μαζικού ενθουσιασμού και της αποφασιστικότητας που φαινόταν να επικρατεί στους διαδηλωτές. Όχι μόνο στους ψημένους συνήθεις υπόπτους, που είχαν σταθερή παρουσία στο κίνημα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και σε πολλούς που ήταν σα να ξυπνάν ξαφνικά από ένα μακρύ λήθαργο και έκαναν το βήμα να κατέβουν για πρώτη φορά σε μια διαδήλωση.
Αυτό το κλίμα, αυτή η αποφασιστικότητα ήταν που καλούνταν να σπάσει, πάση θυσία, η κυβέρνηση και το σύστημα που υπηρετούσε. Μπορεί να μην έτριζε η καρέκλα του ΓΑΠ, που είχε σχετικά νωπή λαϊκή εντολή, αλλά το επόμενο χρονικό διάστημα, η φθορά του ΠΑΣΟΚ ήταν ραγδαία, οδηγώντας σε μια απρόβλεπτη -για τους περισσότερους- εκλογική συρρίκνωση του “Κινήματος” που συνέδεσε την πορεία του με τον κύκλο της Μεταπολίτευσης. Αλλά το πιο βασικό ήταν να μην αμφισβητηθεί το Μνημόνιο ως στρατηγική επιλογή, για τη σημαντική μείωση των μισθών, που θα έφερνε πολλά κέρδη για την αστική τάξη.
Το κατάλληλο εργαλείο για όλα αυτά ήταν η δοκιμασμένη συνταγή ενός δολοφονικού, προβοκατόρικου χτυπήματος στο κατάστημα της ΜΑΡΦΙΝ στη Σταδίου, που προκάλεσε το θάνατο τριών υπαλλήλων -εκ των οποίων η μία ήταν εγκυμονούσα γυναίκα- και η κατάλληλη αξιοποίησή του από τα -σαν έτοιμα από καιρό- κυρίαρχα ΜΜΕ.
Μικρή σημασία έχει αν οι δράστες ήταν συνειδητοί προβοκάτορες ή λειτούργησαν αντικειμενικά ως τέτοιοι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους. Την επόμενη μέρα, τα κανάλια αφιέρωσαν χρόνο, για να προβάλουν μια σχεδόν κωμική -αν δεν ήταν τόσο τραγική η περίσταση- συγκέντρωση πενθούντων φιλελέδων με κεράκια, μπροστά από το σημείο όπου βρισκόταν το κατάστημα, που περίμεναν αμήχανοι να τους δείξουν οι κάμερες, για να αποκτήσει νόημα η σύναξή τους. Αυτή η θλιβερή -κατά βάθος, παρά την κωμικότητά της- άμαζη μάζωξη κέρδισε περισσότερο χρόνο δημοσιότητας από τις εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που είχαν κατέβει μαζικά στο δρόμο, την προηγούμενη ημέρα.
Παρά τη σχετική τους αποτυχία -ως προς την προβολή της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας- ο αντικειμενικός τους στόχος εν μέρει επιτεύχθηκε. Το χτύπημα και τα τρία θύματα προκάλεσαν ένα μούδιασμα σε πολύ κόσμο, σε συνδυασμό και με την ψήφιση τελικά του μνημονίου, χωρίς σημαντικές απώλειες για την κυβέρνηση -πλην της Σακοράφα- χάρη και στο ακροδεξιό δεκανίκι του ΛΑΟΣ, που προαλειφόταν για κυβερνητικός εταίρος, αλλά και για το πολιτικό του τέλος. Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες, χωρίς όμως τον αρχικό ενθουσιασμό και τη μαζικότητα του προηγούμενου διαστήματος.
Παρεμπιπτόντως, ήταν αξιοσημείωτη η ταχύτητα με την οποία τα κανάλια έσπευσαν να σπάσουν την απεργία εκείνης της ημέρας -που αφορούσε ασφαλώς και τα ειδησεογραφικά δελτία- για να πουλήσουν αίμα και τρόμο, και να σκεπάσουν τις μαζικότατες κινητοποιήσεις και τη λαϊκή οργή που ξεχείλιζε. Από τότε, οι 24ωρες απεργίες της ΓΣΕΕ ορίζονται σε διαφορετική μέρα για τα ΜΜΕ, υποτίθεται για να μπορούν να καλύπτουν δημοσιογραφικά τις απεργιακές κινητοποιήσεις -κάτι που δε συμβαίνει ποτέ.
Κάποιες αναλύσεις στέκονται στις εγκληματικές ευθύνες του Ανδρέα Βγενόπουλου, που έδωσε εντολή να παραμείνουν οι υπάλληλοί του στο κατάστημα και τους άφησε να πεθάνουν από ασφυξία, σαν τα ποντίκια, σε ένα κτίριο με ελλιπή μέτρα ασφαλείας, για να μη χάσει και το παραμικρό κέρδος. Στον αντίποδα, υπάρχει και η εκδοχή πως πίσω από το ύποπτο, τυφλό χτύπημα βρισκόταν το μακρύ χέρι των ανταγωνιστών του Mr MARFIN, που ήθελαν -και όντως κατάφεραν- να του κόψουν τη φόρα και τα φτερά, καθώς προχωρούσε σε σειρά επιθετικών επιχειρηματικών κινήσεων, βάζοντας στο μάτι και τον -υπό ιδιωτικοποίηση- ΟΤΕ.
Αυτά όμως είναι δύσκολο να αποδειχτούν, ακόμα και αν δεν πρόκειται για τραβηγμένες θεωρίες συνωμοσίας. Δεν είναι τυχαίο πάντως πως η επίθεση καταγγέλθηκε ακόμα και από οργανώσεις του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού χώρου, που σε άλλες περιπτώσεις επιδοκιμάζουν -και βασικά συμμετέχουν σε- αντίστοιχα επεισόδια -τα λεγόμενα “μπάχαλα”, όπως επικράτησε να λέγονται. Αυτό που είναι αντικειμενικό και πέραν κάθε αμφισβήτησης, είναι πως κανένα κομμάτι του κινήματος και του αγώνα, δε θα είχε τόσο ελεεινή συμπεριφορά, για να επιχαίρει με αυτούς που είχαν εγκλωβιστεί στο κτίριο και κινδύνευε η ζωή τους, όπως έκαναν οι προκλητικοί υπάνθρωποι που φώναζαν και αλάλαζαν κάτω από το φλεγόμενο κτίριο εκείνη τη μέρα. Εξίσου αδιαμφισβήτητη είναι η αριστοτεχνική αξιοποίηση του χτυπήματος από το σύστημα, που δε διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, για να πετύχει τους στόχους του και να στερεώσει την κυριαρχία του.
Οκτώ χρόνια μετά από εκείνα τα γεγονότα, φαίνεται να υπάρχει επιστροφή στην αστική “κανονικότητα”, την πλήρη ακινησία και την αγκαλιά του σύγχρονου ΠΑΣΟΚ -που αναδείχτηκε ως εναλλακτική εφεδρεία για το σύστημα μέσα από τις κινητοποιήσεις εκείνου του διαστήματος. Αυτό που άλλαξε όμως είναι πως υπάρχει ένα πιο υποψιασμένο και θωρακισμένο κίνημα -μια μερίδα του τουλάχιστον, που δεν έτρεφε ποτέ αυταπάτες- για να αξιοποιήσει το επόμενο αντίστοιχο ξεπέταγμα και την αφύπνιση των -απογοητευμένων σήμερα- λαϊκών μαζών.
6 Μάη 2012: Το ΠΑΣΟΚ πέθανε, ζήτω το (νέο) ΠΑΣΟΚ
Οι εκλογές της 6ης Μάη του 12′ ήταν η κάλπη με το πιο ρευστό σκηνικό στα μεταπολιτευτικά -και όχι μόνο- χρονικά, με τις περισσότερες ανατροπές συγκριτικά με τις προηγούμενες εκλογές του 09′, καθώς και αυτή με τη μεγαλύτερη διασπορά ψήφων και ποσοστών, θυμίζοντας έντονα τις εκλογές του 1950, την πρώτη αναμέτρηση δηλαδή μετά από το τέλος του εμφυλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως κανένα κόμμα δεν υπερέβη το 20%, ενώ πρώτη δύναμη -πάνω απ’ τη ΝΔ που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό- ήταν αθροιστικά τα κόμματα που έμεναν εκτός Βουλής, χωρίς να πιάσουν το όριο του 3% -δείγμα κι αυτό του ρευστού κλίματος και της διασποράς που σημειώσαμε παραπάνω.
Ενάμιση μήνα μετά, η βεντάλια θα έκλεινε ξανά και θα επιστρέφαμε σε μια νέα μορφή δικομματισμού-διπολισμού κι “αστικής κανονικότητας”, με αλλαγή φρουράς στο σοσιαλδημοκρατικό πόλο, και τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει τη θέση του καταρρέοντος ΠΑΣΟΚ. Παραλίγο να γίνει μάλιστα κάτι παρόμοιο και στον άλλο πόλο, με τους ΑΝΕΛ στη θέση της ΝΔ, που επίσης συρρικνώθηκε εκλογικά. Τελικά το κόμμα του Καμμένου περιορίστηκε στον πιο ταπεινό ρόλο του μετέπειτα κυβερνητικού συν-εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα είχαμε την ανάδειξη μιας άλλης κυβερνητικής τσόντας, χωρίς αντιμνημονιακά ταμπού, όπως η ΔΗΜΑΡ -στη θέση του ακροδεξιού ΛΑΟΣ που έμεινε εκτός Βουλής- αλλά και την τρομακτική -όχι τόσο/μόνο ποσοτικά, αλλά ως προς το ποιοτικό της μέγεθος- άνοδο του νεοναζιστικού μορφώματος της χρυσής αυγής. Κάτι που επιβεβαίωνε πως ουσιαστικά βγήκαν ενισχυμένα τα κόμματα που αξιοποίησαν το κίνημα των Αγανακτισμένων κι αναδείχτηκαν στην πάνω και κάτω Πλατεία του Συντάγματος.
Πιο συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ υπέστη εκλογική συντριβή, χάνοντας σχεδόν τα 3/4 της δύναμής του συγκριτικά με το 09′. Μια καθίζηση μάλλον απρόβλεπτη ως προς τις διαστάσεις της, δεδομένου ότι ήταν συχνό κι επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο των πράσινων “κοψοχέρηδων” που μετανοούσαν την τελευταία στιγμή, παρά τα όσα υπόσχονταν στον εαυτό τους, για να κοροϊδέψουν τους γύρω τους.
Αυτή τη φορά, όμως, είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Όχι μόνο εξαιτίας της συσσωρευμένης λαϊκής οργής κατά των κομμάτων του μνημονίου, αλλά και λόγω των οργανωμένων μετακινήσεων μαζικών στελεχών που διαμόρφωναν την κοινή γνώμη και -εν μέρει- το αποτέλεσμα.
Είναι ζήτημα αν τελικά η κακήν-κακώς απομάκρυνση του ΓΑΠ, μετά τους χειρισμούς του τελευταίου και τις παλινωδίες στο ζήτημα του δημοψηφίσματος για το ευρώ, έπαιξε κάποιο ρόλο στο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, και αν ο αντικαταστάτης του Β. Βενιζέλος ήρθε πολύ αργά για να αντιστρέψει το κλίμα ή το έκανε ακόμα χειρότερο, καθώς ενσάρκωνε απολύτως την αλαζονεία της εξουσίας και το πλέον αντιπαθητικό της πρόσωπο.
Η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά απείχε σοφά μεν, τακτικά μιλώντας, από την υπερψήφιση του πρώτου μνημονίου, αναγκάστηκε όμως να δώσει χείρα βοηθείας στο ΠΑΣΟΚ για το μακροπρόθεσμο και να μπει στο κυβερνητικό σχήμα το 11′, σε ένα “Μεγάλο Συνασπισμό” από τα πάνω -που σύντομα θα έπαυε να είναι “μεγάλος”. Εισέπραξε έτσι ένα μεγάλο μέρος της γενικευμένης οργής -αντί για τα πολιτικά της οφέλη- και έπεσε κάτω από το 20%, σε συνδυασμό με τις διαρροές από τις διασπάσεις της. Ανάμεσά τους και η ΔΗΣΥ της Ντόρας Μπακογιάννη, που έμεινε οριακά εκτός βουλής, την ίδια μέρα που απεβίωνε η Μαρίκα Μητσοτάκη.
Ο άλλος ένοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, έμεινε επίσης εκτός βουλής, και μπήκε στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, έχοντας προλάβει στο ενδιάμεσο να αναδείξει πολλά ακροδεξιά στελέχη που θα έβρισκαν στέγη στη ΝΔ (Άδωνις, Βορίδης, Πλεύρης) και να παραδώσει την ακροδεξιά σκυτάλη στη χρυσή αυγή -που είχε ρίξει την πρώτη προειδοποιητική βολή για την άνοδό της, με την έδρα που έβγαλε ο Μιχαλολιάκος στο Δήμο Αθηναίων. Το ΛΑΟΣ εισέπραξε κι αυτό την οργή για τη συμμετοχή του στο ενιαίο κυβερνητικό σχήμα και επιχείρησε ανεπιτυχώς έναν ελιγμό με την καταψήφιση του μεσοπρόθεσμου, που έδωσε απλώς το πάτημα στα -σαν έτοιμα από καιρό- στελέχη του, για να μεταπηδήσουν στο μεγάλο μαγαζί της Νέας Δημοκρατίας.
Σε αυτές τις εκλογές, έκανε την εμφάνισή της και η “Δημιουργία Ξανά” του Τζήμερου, χωρίς να μπορέσει ποτέ να περάσει το φράγμα που χωρίζει τα social media από την πραγματική ζωή.
Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα-υποδοχέας για τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνοντας να τετραπλασιάσει σχεδόν σε πρώτη φάση τα ποσοστά του, και να γίνει μες σε ένα μήνα κόμμα εξουσίας, ενώ μέχρι πρότινος πάλευε για την κοινοβολευτική του επιβίωση. Το φθινόπωρο του 10′, μεσούσης της κρίσης και των μαζικών κινητοποιήσεων, είχε μέτρια αποτελέσματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τίποτα δεν προμήνυε πως μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο. Αυτό που μεσολάβησε ήταν οι πλατείες των αγανακτισμένων, ενώ πολλοί αστέρες τους βρέθηκαν αργότερα στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ (Τσακαλώτος, Βαρουφάκης, Κατρούγκαλος, Λαπαβίτσας).
Μετά τη 12η Φλεβάρη, και για τρεις σχεδόν μήνες ως τις εκλογές, κινηματικά δεν κουνήθηκε φύλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε όλο το επικοινωνιακό του βάρος στις εκλογές, προβάλλοντας ως σύνθημα την “κυβέρνηση της Αριστεράς” -πιθανόν με την ιδεολογική σφραγίδα του Κοτζιά, που είχε κάνει αντίστοιχες επεξεργασίες στη δεκαετία του 80′ και τα χρόνια του ενιαίου Συνασπισμού. Σε μια συνέντευξη Τύπου με το Λαφαζάνη, δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμα κι ένα απόσπασμα από το τότε ισχύον Πρόγραμμα του ΚΚΕ -κόβοντας και ράβοντάς το στα μέτρα τους- για να αναδείξουν το στόχο που σκέπαζε τα πάντα: την κυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βγει δεύτερος, περίπου τρεις μονάδες μπροστά από το ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη αλλά έκανε σαφές ότι υπήρχε διάδοχη κατάσταση κι η εναλλαγή επισπεύσθηκε, με τη δεύτερη κάλπη του Ιουνίου. Στο μεσοδιάστημα, η ενωτική πίεση” αυξήθηκε σε βαθμό ασφυξίας, επιχειρώντας να αλώσει οτιδήποτε υπήρχε στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ -και δεν είχε λιγοστά αποτελέσματα.
Το ΚΚΕ πέτυχε ένα αποτέλεσμα που ξεπερνούσε μεν κάθε άλλη πρόσφατη επίδοσή του στις εθνικές εκλογές, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο των προσδοκιών που κυμαίνονταν συνήθως πάνω από το φράγμα του διψήφιου ποσοστού. Ενώ στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες της επαρχίας σημειώθηκε διακριτή άνοδος, καταγράφηκε η αντίθετη τάση στα μεγάλα αστικά κέντρα, που έδιναν παραδοσιακά μεγάλη δύναμη στο κόμμα. Παρά το ανοιχτό μέτωπο με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού, τα αντανακλαστικά απέναντι στις διεργασίες και τις οργανωμένες μετακινήσεις που παρατηρήθηκαν στην κάλπη, δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων.
Μετεκλογικά, η τότε ΓΓ κάλεσε τους ψηφοφόρους να διορθώσουν την ψήφο τους, ιδίως ως προς την ενίσχυση των νεοναζί της χρυσής αυγής, αλλά τα λόγια της ερμηνεύτηκαν σκοπίμως ως αφ υψηλού κήρυγμα στους ψηφοφόρους κι είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό του εκρηκτικού κλίματος και μιας καλλιεργούμενης κακοπιστίας ήταν και μια τηλεοπτική παρουσία των πολιτικών αρχηγών της “Αριστεράς”, όπου το κοινό ξεσπούσε οργισμένο με όσα έλεγε η Αλέκα, για να το καταπραΰνει αργότερα ο Α. Τσίπρας και να το αποκοιμίσει ο μειλίχιος Κουβέλης στο τέλος.
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, με το μετωπικό σχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέτυχε ένα ιστορικό υψηλό με το 1,2% το οποίο όμως κυμάνθηκε πολύ μακριά από τις κοινοβουλευτικές προσδοκίες που καλλιεργούσαν κάποιοι -και τους γύρισαν μπούμερανγκ στη συνέχεια. Η αποτυχία εισόδου στη Βουλή δεν εμπόδισε ωστόσο τα στελέχη της να συναντηθούν στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών (!) με τον Τσίπρα, σε μια ιστορική συνάντηση που έμεινε να μαρτυρά το στίγμα των διαθέσεών της απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το καλοκαίρι του 15′.
Τα παραπάνω ήταν απλώς κάτι σαν το πρώτο ημίχρονο, που δεν μπορεί να ιδωθεί αυτοτελώς, χωρίς τη συνέχεια των εκλογών του Ιουνίου του 12′. Αλλά για το δεύτερο ημίχρονο, θα περιμένουμε λίγες μέρες την αντίστοιχη επέτειο.
Α' μέρος: 5 Μάη 2010 - Η ΜΑΡΦΙΝ, το Μνημόνιο και το χρονικό μιας προβοκάτσιας
Τυπικά, η αρχή ήταν στις 23 Απρίλη, με το ΓΑΠ να ανακοινώνει απο το Καστελόριζο, με μια πένθιμη γραβάτα, για τη σημειολογία του πράγματος, πως σκοπεύει να προσφύγει στο ΔΝΤ για οικονομική βοήθεια. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που θα περίμενε κανείς από μια… κυβέρνηση αντιεξουσιαστών, όπως διαφημίστηκε αρχικά. Ελάχιστοι όμως είχαν πάρει στα σοβαρά αυτές τις γραφικότητες, και οι πρώτες αντιδράσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από το Δεκέμβρη του 09′, δύο μήνες μετά από τις εκλογές, με την πρώτη απεργία που προκηρύχθηκε από τις ταξικές δυνάμεις, παρακάμπτοντας το γραφειοκρατικό μηχανισμό της ΓΣΕΕ, που δεν πήρε σχετική απόφαση, σε τριτοβάθμιο επίπεδο.
Την άνοιξη του 10′ που ακολούθησε, είχαμε διψήφιο αριθμό απεργιακών κινητοποιήσεων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα -οι μισές σχεδόν εξ αυτών χωρίς ανώτερη κάλυψη- οι οποίες έδειξαν τον κοινωνικό αναβρασμό και τις αγωνιστικές διαθέσεις ενός κόσμου, που δε θα κατάπινε αμάσητα το μνημόνιο, είχαν όμως ως συνέπεια πολλές απολύσεις πρωτοπόρων στελεχών από το χώρο τους, που αποδεκάτισαν το ταξικό κίνημα σε νευραλγικές θέσεις.
Στις 5 Μάρτη, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έφερε την πρώτη δέσμη μέτρων, που θεωρητικά θα απέτρεπε τα χειρότερα, αλλά στην πράξη λειτούργησε ως κομμάτι της σκηνοθεσίας και του εκβιαστικού κλίματος. Έκοτε, ο όγκος των διαδηλωτών αυξανόταν σταθερά από κινητοποίηση σε κινητοποίηση, παράλληλα με τον ενθουσιασμό και την αγωνιστική αισιοδοξία, η οποία επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια. Τα περισσότερα ρεπορτάζ έκαναν λόγο για τις μεγαλύτερες πορείες των τελευταίων πολλών χρόνων και τις πιο μαζικές απεργίες μετά τη δεκαετία του 90′.
Το αποκορύφωμα ήρθε στις 5 Μάη, την πρώτη μέρα συζήτησης και ψήφισης του Μνημονίου στη Βουλή, με μια ογκώδη διαδήλωση, χωρίς πρόσφατο προηγούμενο. Ουσιαστικά, οι τρεις απεργιακές συγκεντρώσεις εκείνη τη μέρα ενώθηαν, σχηματίζοντας ένα μεγάλο ποτάμι (φουσκωμένο η οργή του λαού) και μια σχετικά ενιαία και αρκετά πυκνή γραμμή που έφτανε από τις Στήλες του Ολυμπίου Διός ως το Πεδίο του Άρεως, σύμφωνα με κάποιες χαρτογραφήσεις -που δεν πρέπει να απείχαν πολύ από την πραγματικότητα. Ακόμα κι αν κάποιες εκτιμήσεις είχαν το στοιχείο μιας αισιόδοξης υπερβολής, δεν έπαυαν να είναι ενδεικτικές τόσο της μαζικότητας, όσο και του μαζικού ενθουσιασμού και της αποφασιστικότητας που φαινόταν να επικρατεί στους διαδηλωτές. Όχι μόνο στους ψημένους συνήθεις υπόπτους, που είχαν σταθερή παρουσία στο κίνημα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και σε πολλούς που ήταν σα να ξυπνάν ξαφνικά από ένα μακρύ λήθαργο και έκαναν το βήμα να κατέβουν για πρώτη φορά σε μια διαδήλωση.
Αυτό το κλίμα, αυτή η αποφασιστικότητα ήταν που καλούνταν να σπάσει, πάση θυσία, η κυβέρνηση και το σύστημα που υπηρετούσε. Μπορεί να μην έτριζε η καρέκλα του ΓΑΠ, που είχε σχετικά νωπή λαϊκή εντολή, αλλά το επόμενο χρονικό διάστημα, η φθορά του ΠΑΣΟΚ ήταν ραγδαία, οδηγώντας σε μια απρόβλεπτη -για τους περισσότερους- εκλογική συρρίκνωση του “Κινήματος” που συνέδεσε την πορεία του με τον κύκλο της Μεταπολίτευσης. Αλλά το πιο βασικό ήταν να μην αμφισβητηθεί το Μνημόνιο ως στρατηγική επιλογή, για τη σημαντική μείωση των μισθών, που θα έφερνε πολλά κέρδη για την αστική τάξη.
Το κατάλληλο εργαλείο για όλα αυτά ήταν η δοκιμασμένη συνταγή ενός δολοφονικού, προβοκατόρικου χτυπήματος στο κατάστημα της ΜΑΡΦΙΝ στη Σταδίου, που προκάλεσε το θάνατο τριών υπαλλήλων -εκ των οποίων η μία ήταν εγκυμονούσα γυναίκα- και η κατάλληλη αξιοποίησή του από τα -σαν έτοιμα από καιρό- κυρίαρχα ΜΜΕ.
Μικρή σημασία έχει αν οι δράστες ήταν συνειδητοί προβοκάτορες ή λειτούργησαν αντικειμενικά ως τέτοιοι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους. Την επόμενη μέρα, τα κανάλια αφιέρωσαν χρόνο, για να προβάλουν μια σχεδόν κωμική -αν δεν ήταν τόσο τραγική η περίσταση- συγκέντρωση πενθούντων φιλελέδων με κεράκια, μπροστά από το σημείο όπου βρισκόταν το κατάστημα, που περίμεναν αμήχανοι να τους δείξουν οι κάμερες, για να αποκτήσει νόημα η σύναξή τους. Αυτή η θλιβερή -κατά βάθος, παρά την κωμικότητά της- άμαζη μάζωξη κέρδισε περισσότερο χρόνο δημοσιότητας από τις εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που είχαν κατέβει μαζικά στο δρόμο, την προηγούμενη ημέρα.
Παρά τη σχετική τους αποτυχία -ως προς την προβολή της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας- ο αντικειμενικός τους στόχος εν μέρει επιτεύχθηκε. Το χτύπημα και τα τρία θύματα προκάλεσαν ένα μούδιασμα σε πολύ κόσμο, σε συνδυασμό και με την ψήφιση τελικά του μνημονίου, χωρίς σημαντικές απώλειες για την κυβέρνηση -πλην της Σακοράφα- χάρη και στο ακροδεξιό δεκανίκι του ΛΑΟΣ, που προαλειφόταν για κυβερνητικός εταίρος, αλλά και για το πολιτικό του τέλος. Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες, χωρίς όμως τον αρχικό ενθουσιασμό και τη μαζικότητα του προηγούμενου διαστήματος.
Παρεμπιπτόντως, ήταν αξιοσημείωτη η ταχύτητα με την οποία τα κανάλια έσπευσαν να σπάσουν την απεργία εκείνης της ημέρας -που αφορούσε ασφαλώς και τα ειδησεογραφικά δελτία- για να πουλήσουν αίμα και τρόμο, και να σκεπάσουν τις μαζικότατες κινητοποιήσεις και τη λαϊκή οργή που ξεχείλιζε. Από τότε, οι 24ωρες απεργίες της ΓΣΕΕ ορίζονται σε διαφορετική μέρα για τα ΜΜΕ, υποτίθεται για να μπορούν να καλύπτουν δημοσιογραφικά τις απεργιακές κινητοποιήσεις -κάτι που δε συμβαίνει ποτέ.
Κάποιες αναλύσεις στέκονται στις εγκληματικές ευθύνες του Ανδρέα Βγενόπουλου, που έδωσε εντολή να παραμείνουν οι υπάλληλοί του στο κατάστημα και τους άφησε να πεθάνουν από ασφυξία, σαν τα ποντίκια, σε ένα κτίριο με ελλιπή μέτρα ασφαλείας, για να μη χάσει και το παραμικρό κέρδος. Στον αντίποδα, υπάρχει και η εκδοχή πως πίσω από το ύποπτο, τυφλό χτύπημα βρισκόταν το μακρύ χέρι των ανταγωνιστών του Mr MARFIN, που ήθελαν -και όντως κατάφεραν- να του κόψουν τη φόρα και τα φτερά, καθώς προχωρούσε σε σειρά επιθετικών επιχειρηματικών κινήσεων, βάζοντας στο μάτι και τον -υπό ιδιωτικοποίηση- ΟΤΕ.
Αυτά όμως είναι δύσκολο να αποδειχτούν, ακόμα και αν δεν πρόκειται για τραβηγμένες θεωρίες συνωμοσίας. Δεν είναι τυχαίο πάντως πως η επίθεση καταγγέλθηκε ακόμα και από οργανώσεις του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού χώρου, που σε άλλες περιπτώσεις επιδοκιμάζουν -και βασικά συμμετέχουν σε- αντίστοιχα επεισόδια -τα λεγόμενα “μπάχαλα”, όπως επικράτησε να λέγονται. Αυτό που είναι αντικειμενικό και πέραν κάθε αμφισβήτησης, είναι πως κανένα κομμάτι του κινήματος και του αγώνα, δε θα είχε τόσο ελεεινή συμπεριφορά, για να επιχαίρει με αυτούς που είχαν εγκλωβιστεί στο κτίριο και κινδύνευε η ζωή τους, όπως έκαναν οι προκλητικοί υπάνθρωποι που φώναζαν και αλάλαζαν κάτω από το φλεγόμενο κτίριο εκείνη τη μέρα. Εξίσου αδιαμφισβήτητη είναι η αριστοτεχνική αξιοποίηση του χτυπήματος από το σύστημα, που δε διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, για να πετύχει τους στόχους του και να στερεώσει την κυριαρχία του.
Οκτώ χρόνια μετά από εκείνα τα γεγονότα, φαίνεται να υπάρχει επιστροφή στην αστική “κανονικότητα”, την πλήρη ακινησία και την αγκαλιά του σύγχρονου ΠΑΣΟΚ -που αναδείχτηκε ως εναλλακτική εφεδρεία για το σύστημα μέσα από τις κινητοποιήσεις εκείνου του διαστήματος. Αυτό που άλλαξε όμως είναι πως υπάρχει ένα πιο υποψιασμένο και θωρακισμένο κίνημα -μια μερίδα του τουλάχιστον, που δεν έτρεφε ποτέ αυταπάτες- για να αξιοποιήσει το επόμενο αντίστοιχο ξεπέταγμα και την αφύπνιση των -απογοητευμένων σήμερα- λαϊκών μαζών.
-.-
6 Μάη 2012: Το ΠΑΣΟΚ πέθανε, ζήτω το (νέο) ΠΑΣΟΚ
Οι εκλογές της 6ης Μάη του 12′ ήταν η κάλπη με το πιο ρευστό σκηνικό στα μεταπολιτευτικά -και όχι μόνο- χρονικά, με τις περισσότερες ανατροπές συγκριτικά με τις προηγούμενες εκλογές του 09′, καθώς και αυτή με τη μεγαλύτερη διασπορά ψήφων και ποσοστών, θυμίζοντας έντονα τις εκλογές του 1950, την πρώτη αναμέτρηση δηλαδή μετά από το τέλος του εμφυλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως κανένα κόμμα δεν υπερέβη το 20%, ενώ πρώτη δύναμη -πάνω απ’ τη ΝΔ που είχε το μεγαλύτερο ποσοστό- ήταν αθροιστικά τα κόμματα που έμεναν εκτός Βουλής, χωρίς να πιάσουν το όριο του 3% -δείγμα κι αυτό του ρευστού κλίματος και της διασποράς που σημειώσαμε παραπάνω.
Ενάμιση μήνα μετά, η βεντάλια θα έκλεινε ξανά και θα επιστρέφαμε σε μια νέα μορφή δικομματισμού-διπολισμού κι “αστικής κανονικότητας”, με αλλαγή φρουράς στο σοσιαλδημοκρατικό πόλο, και τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει τη θέση του καταρρέοντος ΠΑΣΟΚ. Παραλίγο να γίνει μάλιστα κάτι παρόμοιο και στον άλλο πόλο, με τους ΑΝΕΛ στη θέση της ΝΔ, που επίσης συρρικνώθηκε εκλογικά. Τελικά το κόμμα του Καμμένου περιορίστηκε στον πιο ταπεινό ρόλο του μετέπειτα κυβερνητικού συν-εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα είχαμε την ανάδειξη μιας άλλης κυβερνητικής τσόντας, χωρίς αντιμνημονιακά ταμπού, όπως η ΔΗΜΑΡ -στη θέση του ακροδεξιού ΛΑΟΣ που έμεινε εκτός Βουλής- αλλά και την τρομακτική -όχι τόσο/μόνο ποσοτικά, αλλά ως προς το ποιοτικό της μέγεθος- άνοδο του νεοναζιστικού μορφώματος της χρυσής αυγής. Κάτι που επιβεβαίωνε πως ουσιαστικά βγήκαν ενισχυμένα τα κόμματα που αξιοποίησαν το κίνημα των Αγανακτισμένων κι αναδείχτηκαν στην πάνω και κάτω Πλατεία του Συντάγματος.
Πιο συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ υπέστη εκλογική συντριβή, χάνοντας σχεδόν τα 3/4 της δύναμής του συγκριτικά με το 09′. Μια καθίζηση μάλλον απρόβλεπτη ως προς τις διαστάσεις της, δεδομένου ότι ήταν συχνό κι επαναλαμβανόμενο το φαινόμενο των πράσινων “κοψοχέρηδων” που μετανοούσαν την τελευταία στιγμή, παρά τα όσα υπόσχονταν στον εαυτό τους, για να κοροϊδέψουν τους γύρω τους.
Αυτή τη φορά, όμως, είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Όχι μόνο εξαιτίας της συσσωρευμένης λαϊκής οργής κατά των κομμάτων του μνημονίου, αλλά και λόγω των οργανωμένων μετακινήσεων μαζικών στελεχών που διαμόρφωναν την κοινή γνώμη και -εν μέρει- το αποτέλεσμα.
Είναι ζήτημα αν τελικά η κακήν-κακώς απομάκρυνση του ΓΑΠ, μετά τους χειρισμούς του τελευταίου και τις παλινωδίες στο ζήτημα του δημοψηφίσματος για το ευρώ, έπαιξε κάποιο ρόλο στο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, και αν ο αντικαταστάτης του Β. Βενιζέλος ήρθε πολύ αργά για να αντιστρέψει το κλίμα ή το έκανε ακόμα χειρότερο, καθώς ενσάρκωνε απολύτως την αλαζονεία της εξουσίας και το πλέον αντιπαθητικό της πρόσωπο.
Η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά απείχε σοφά μεν, τακτικά μιλώντας, από την υπερψήφιση του πρώτου μνημονίου, αναγκάστηκε όμως να δώσει χείρα βοηθείας στο ΠΑΣΟΚ για το μακροπρόθεσμο και να μπει στο κυβερνητικό σχήμα το 11′, σε ένα “Μεγάλο Συνασπισμό” από τα πάνω -που σύντομα θα έπαυε να είναι “μεγάλος”. Εισέπραξε έτσι ένα μεγάλο μέρος της γενικευμένης οργής -αντί για τα πολιτικά της οφέλη- και έπεσε κάτω από το 20%, σε συνδυασμό με τις διαρροές από τις διασπάσεις της. Ανάμεσά τους και η ΔΗΣΥ της Ντόρας Μπακογιάννη, που έμεινε οριακά εκτός βουλής, την ίδια μέρα που απεβίωνε η Μαρίκα Μητσοτάκη.
Ο άλλος ένοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, έμεινε επίσης εκτός βουλής, και μπήκε στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, έχοντας προλάβει στο ενδιάμεσο να αναδείξει πολλά ακροδεξιά στελέχη που θα έβρισκαν στέγη στη ΝΔ (Άδωνις, Βορίδης, Πλεύρης) και να παραδώσει την ακροδεξιά σκυτάλη στη χρυσή αυγή -που είχε ρίξει την πρώτη προειδοποιητική βολή για την άνοδό της, με την έδρα που έβγαλε ο Μιχαλολιάκος στο Δήμο Αθηναίων. Το ΛΑΟΣ εισέπραξε κι αυτό την οργή για τη συμμετοχή του στο ενιαίο κυβερνητικό σχήμα και επιχείρησε ανεπιτυχώς έναν ελιγμό με την καταψήφιση του μεσοπρόθεσμου, που έδωσε απλώς το πάτημα στα -σαν έτοιμα από καιρό- στελέχη του, για να μεταπηδήσουν στο μεγάλο μαγαζί της Νέας Δημοκρατίας.
Σε αυτές τις εκλογές, έκανε την εμφάνισή της και η “Δημιουργία Ξανά” του Τζήμερου, χωρίς να μπορέσει ποτέ να περάσει το φράγμα που χωρίζει τα social media από την πραγματική ζωή.
Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα-υποδοχέας για τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνοντας να τετραπλασιάσει σχεδόν σε πρώτη φάση τα ποσοστά του, και να γίνει μες σε ένα μήνα κόμμα εξουσίας, ενώ μέχρι πρότινος πάλευε για την κοινοβολευτική του επιβίωση. Το φθινόπωρο του 10′, μεσούσης της κρίσης και των μαζικών κινητοποιήσεων, είχε μέτρια αποτελέσματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τίποτα δεν προμήνυε πως μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο. Αυτό που μεσολάβησε ήταν οι πλατείες των αγανακτισμένων, ενώ πολλοί αστέρες τους βρέθηκαν αργότερα στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ (Τσακαλώτος, Βαρουφάκης, Κατρούγκαλος, Λαπαβίτσας).
Μετά τη 12η Φλεβάρη, και για τρεις σχεδόν μήνες ως τις εκλογές, κινηματικά δεν κουνήθηκε φύλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε όλο το επικοινωνιακό του βάρος στις εκλογές, προβάλλοντας ως σύνθημα την “κυβέρνηση της Αριστεράς” -πιθανόν με την ιδεολογική σφραγίδα του Κοτζιά, που είχε κάνει αντίστοιχες επεξεργασίες στη δεκαετία του 80′ και τα χρόνια του ενιαίου Συνασπισμού. Σε μια συνέντευξη Τύπου με το Λαφαζάνη, δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμα κι ένα απόσπασμα από το τότε ισχύον Πρόγραμμα του ΚΚΕ -κόβοντας και ράβοντάς το στα μέτρα τους- για να αναδείξουν το στόχο που σκέπαζε τα πάντα: την κυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βγει δεύτερος, περίπου τρεις μονάδες μπροστά από το ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη αλλά έκανε σαφές ότι υπήρχε διάδοχη κατάσταση κι η εναλλαγή επισπεύσθηκε, με τη δεύτερη κάλπη του Ιουνίου. Στο μεσοδιάστημα, η ενωτική πίεση” αυξήθηκε σε βαθμό ασφυξίας, επιχειρώντας να αλώσει οτιδήποτε υπήρχε στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ -και δεν είχε λιγοστά αποτελέσματα.
Το ΚΚΕ πέτυχε ένα αποτέλεσμα που ξεπερνούσε μεν κάθε άλλη πρόσφατη επίδοσή του στις εθνικές εκλογές, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο των προσδοκιών που κυμαίνονταν συνήθως πάνω από το φράγμα του διψήφιου ποσοστού. Ενώ στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες της επαρχίας σημειώθηκε διακριτή άνοδος, καταγράφηκε η αντίθετη τάση στα μεγάλα αστικά κέντρα, που έδιναν παραδοσιακά μεγάλη δύναμη στο κόμμα. Παρά το ανοιχτό μέτωπο με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού, τα αντανακλαστικά απέναντι στις διεργασίες και τις οργανωμένες μετακινήσεις που παρατηρήθηκαν στην κάλπη, δεν ήταν στο ύψος των περιστάσεων.
Μετεκλογικά, η τότε ΓΓ κάλεσε τους ψηφοφόρους να διορθώσουν την ψήφο τους, ιδίως ως προς την ενίσχυση των νεοναζί της χρυσής αυγής, αλλά τα λόγια της ερμηνεύτηκαν σκοπίμως ως αφ υψηλού κήρυγμα στους ψηφοφόρους κι είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό του εκρηκτικού κλίματος και μιας καλλιεργούμενης κακοπιστίας ήταν και μια τηλεοπτική παρουσία των πολιτικών αρχηγών της “Αριστεράς”, όπου το κοινό ξεσπούσε οργισμένο με όσα έλεγε η Αλέκα, για να το καταπραΰνει αργότερα ο Α. Τσίπρας και να το αποκοιμίσει ο μειλίχιος Κουβέλης στο τέλος.
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, με το μετωπικό σχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέτυχε ένα ιστορικό υψηλό με το 1,2% το οποίο όμως κυμάνθηκε πολύ μακριά από τις κοινοβουλευτικές προσδοκίες που καλλιεργούσαν κάποιοι -και τους γύρισαν μπούμερανγκ στη συνέχεια. Η αποτυχία εισόδου στη Βουλή δεν εμπόδισε ωστόσο τα στελέχη της να συναντηθούν στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών (!) με τον Τσίπρα, σε μια ιστορική συνάντηση που έμεινε να μαρτυρά το στίγμα των διαθέσεών της απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το καλοκαίρι του 15′.
Τα παραπάνω ήταν απλώς κάτι σαν το πρώτο ημίχρονο, που δεν μπορεί να ιδωθεί αυτοτελώς, χωρίς τη συνέχεια των εκλογών του Ιουνίου του 12′. Αλλά για το δεύτερο ημίχρονο, θα περιμένουμε λίγες μέρες την αντίστοιχη επέτειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου