Η Έμα Γκόλντμαν υπήρξε μια πολύ σημαντική μορφή της αναρχίας αλλά και
του κινήματος γυναικείας χειραφέτησης, κάτι που την έβαλε στο στόχαστρο
των αρχών ασφαλείας των ΗΠΑ, όπου η Ρωσίδα στην καταγωγή αναρχική είχε
μεταναστεύσει. “Εμείς οι Αμερικάνοι ισχυριζόμαστε πως είμαστε ένας
φιλειρηνικός λαός. Ξεχειλίζουμε ωστόσο από χαρά για τη δυνατότητα να
πετάμε βόμβες από αεροπλάνα σε αβοήθητους αμάχους. Οι καρδιές μας
πλημμυρίζουν περηφάνια στη σκέψη πως η Αμερική στο πέρας των ετών θα
θέσει τη σιδερένια φτέρνα της στο σβέρκο όλων των άλλων εθνών. Αυτή
είναι η λογική του πατριωτισμού.” Τα λόγια αυτά προέρχονται από άρθρο
της Γκόλντμαν σε άρθρο της το 1911 με τίτλο “Πατριωτισμός-Μια απειλή για
την ελευθερία”. Η δράση της στο αναρχικό κίνημα των ΗΠΑ χρονολογείται
από τη δεκαετία του 1890 ως την απέλασή της το 1919. Το 1934 της
επιτράπηκε να γυρίσει για λίγο στη χώρα, όπου δήλωσε σε συνέντευή της
πως: “Χαίρομαι που είμαι πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ήμουν
πολιτικά δραστήρια για 35 χρόνια: Όπου συμμετείχα στους κοινωνικούς και
οικονομικούς αγώνες και αποφάσισα να αφιερωθώ στη διάδοση της αναρχίας,
που έχει ως στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου-οικονομικά, πολιτικά και
πνευματικά.”
Γεννήθηκε στις 27 Ιούνη 1869 στο σημερινό Κάουνας της Λιθουανίας, τότε μέρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ως κόρη ενός Εβραίου Διευθυντή Θεάτρου. Όταν ήταν 13 ετών, η οικογένειά της μετακόμισε στην Πετρούπολη, όπου λόγω της ανεργίας του πατέρα της αναγκάστηκε να δουλέψει στην κατασκευή κορσέδων. “Το εργοστάσιο ήταν μακριά. Έπρεπε να σηκώνεσαι στις πέντε το πρωί, για να είσαι στις επτά στη δουλειά. Οι χώροι ήταν ασφυκτικοί και σκοτεινοί, και βγάζαμε ελάχιστα χρήματα”, γράφει στα 1931 στην αυτοβιογραφία της.
Εκείνη την εποχή χρονολογείται και η πρώτη της επαφή με ριζοσπαστικές ιδέες, μεταξύ άλλων διαβάζοντας το “Τι να κάνουμε;” του επαναστάτη Νικολάι Τσερνισέφσκι (ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε αργότερα κι από το Λένιν στο ομώνυμο έργο του, καθώς ήταν μεγάλος θαυμαστής του Τσερνισέφσκι). Στα 17 της έτη μετανάστευσε στην Αμερική μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της και εργάστηκε σε εργοστάσιο υφαντουργίας, ενώ το 1887 παντρεύτηκε έναν συνάδελφό της, αποκτώντας έτσι την αμερικανική υπηκοότητα. Τα γεγονότα του Σικάγου έναν χρόνο πριν είχαν ενισχύσει την απόφασή της να ενταχθεί στο αναρχικό κίνημα, όπου διακρίθηκε για τη ρητορική της δεινότητα. Το 1893 στη διάρκεια της μεγαλύτερης ως τότε κρίσης του καπιταλισμού, απευθύνθηκε η 24χρονη τότε Γκόλντμαν σε ένα πλήθος 5000 ανέργων στη Νέα Υόρκη, λέγοντάς τους: “Κοιτάξτε την 5η λεωφόρο! Κάθε σπίτι είναι οχυρό του χρήματος και της εξουσίας. Ξυπνήστε! Τολμήστε επιτέλους να υπερασπιστείτε τα δίκια σας! Πηγαίνετε εκεί και απαιτείστε δουλειά! Αν δε σας δώσουν δουλειά, ζητήστε ψωμί! Αν σας το αρνηθούν, πάρτε το! Είναι δικαίωμά σας!” Για την ομιλία της αυτή καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης για “υποκίνηση ταραχών”, παρότι εμφανίστηκαν 12 μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ μοναδικό στοιχείο εναντίον της ήταν η κατάθεση ενός αστυνομικού.
To 1901 συνελήφθη εκ νέου, μετά τη δολοφονία του προέδρου ΜακΚίνλεϋ από τον αναρχικό Leon Czolgosz, αλλά αφέθηκε τελικά ελεύθερη, καθώς δεν αποδείχτηκε η εμπλοκή της στην υπόθεση. Η Γκόλντμαν φυλακίστηκε άλλες δυο φορές, μια το 1916 για διάλεξη της υπέρ της αντισύλληψης και κατά της απαγόρευσης των εκτρώσεων και μία το 1917 λόγω της εναντίωσής της στον Α’ Παγκόσιο Πόλεμο. Τη δεκαετία του 1910 έγραψε μια σειρά κειμένων για το μιλιταρισμό, την ελευθερία του λόγου και του τύπου και τον ελεύθερο έρωτα, δίνοντας διαλέξεις σε όλη τη χώρα. Ήταν από χρόνια αντικείμενο παρακολούθησης των αρχών, οι οποίες τελικά την απέλασαν στη Ρωσία μαζί με τον σύντροφό της Αλεξάντερ Μπέρκμαν το 1919, ενώ πριν την απέλασή της ο μετέπειτα διευθυντής του FBI Έντγκαρ Χούβερ την είχε χαρακτηρίσει “την πιο επικίνδυνη αναρχική της Αμερικής”. Αν και αρχικά ευνοϊκά διακείμενη έναντι της Οχτωβριανής Επανάστασης, πολύ σύντομα παίρνει αντισοβιετική στάση, την οποία εξέφρασε στα έργα της “Η απογοήτευσή μου στη Ρωσία” και “Η περεταίρω απογοήτευση μου στη Ρωσία”, χαρακτηρίζοντας την εργατική εξουσία υπό την ηγεσία των μπολσεβίκων σε “θεσμοποιημένη τρομοκρατία”.
Με τον Μπέρκμαν έφυγαν μετά από δύο χρόνια από τη χώρα, στον απόηχο των γεγονότων της Κροστάνδης, κι η ίδια εγκαταστάθηκε αρχικά στη Γερμανία, μετά στη Μεγάλη Βρετανία, όπου παντρεύτηκε Σκώτο αναρχικό και μετέπειτα στη Γαλλία, όπου συνέγραψε την αυτοβιογραφία της. Ο Μπέρκμαν αυτοκτόνησε λίγο πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο, όπου συμμετείχε στο πλευρό των αναρχικών στη CNT και τη FAI, παρά την κριτική που τους άσκησε από αντισοβιετική σκοπιά για τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση των Δημοκρατικών το 1937, καθώς θεωρούσε πως έτσι δικαιώνονταν τα “σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης”. Μετά το θάνατο του ιστορικού αναρχικού ηγέτη Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, έγραψε έναν επικήδειο με τίτλο “Ο Ντουρούτι πέθανε, αλλά ζει”.
Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο κι αργότερα στον Καναδά, ενώ κατά το ξέσπασμα του Β’Παγκοσμίου πολέμου δήλωσε, εξισώνοντας φασισμό και κομμουνισμό, πως όσο κι αν μισούσε το Χίτλερ, το Στάλιν, το Μουσολίνι και τον Φράνκο, δε θα υποστήριζε έναν πόλεμο εναντίον της, καθώς Γαλλία και Βρετανία για εκείνη ήταν επίσης κρυπτοφασιστικά καθεστώτα. Χτυπημένη από διαδοχικά εγκεφαλικά, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα σε ηλικία 70 ετών στο Τορόντο.
Γεννήθηκε στις 27 Ιούνη 1869 στο σημερινό Κάουνας της Λιθουανίας, τότε μέρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ως κόρη ενός Εβραίου Διευθυντή Θεάτρου. Όταν ήταν 13 ετών, η οικογένειά της μετακόμισε στην Πετρούπολη, όπου λόγω της ανεργίας του πατέρα της αναγκάστηκε να δουλέψει στην κατασκευή κορσέδων. “Το εργοστάσιο ήταν μακριά. Έπρεπε να σηκώνεσαι στις πέντε το πρωί, για να είσαι στις επτά στη δουλειά. Οι χώροι ήταν ασφυκτικοί και σκοτεινοί, και βγάζαμε ελάχιστα χρήματα”, γράφει στα 1931 στην αυτοβιογραφία της.
Εκείνη την εποχή χρονολογείται και η πρώτη της επαφή με ριζοσπαστικές ιδέες, μεταξύ άλλων διαβάζοντας το “Τι να κάνουμε;” του επαναστάτη Νικολάι Τσερνισέφσκι (ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε αργότερα κι από το Λένιν στο ομώνυμο έργο του, καθώς ήταν μεγάλος θαυμαστής του Τσερνισέφσκι). Στα 17 της έτη μετανάστευσε στην Αμερική μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της και εργάστηκε σε εργοστάσιο υφαντουργίας, ενώ το 1887 παντρεύτηκε έναν συνάδελφό της, αποκτώντας έτσι την αμερικανική υπηκοότητα. Τα γεγονότα του Σικάγου έναν χρόνο πριν είχαν ενισχύσει την απόφασή της να ενταχθεί στο αναρχικό κίνημα, όπου διακρίθηκε για τη ρητορική της δεινότητα. Το 1893 στη διάρκεια της μεγαλύτερης ως τότε κρίσης του καπιταλισμού, απευθύνθηκε η 24χρονη τότε Γκόλντμαν σε ένα πλήθος 5000 ανέργων στη Νέα Υόρκη, λέγοντάς τους: “Κοιτάξτε την 5η λεωφόρο! Κάθε σπίτι είναι οχυρό του χρήματος και της εξουσίας. Ξυπνήστε! Τολμήστε επιτέλους να υπερασπιστείτε τα δίκια σας! Πηγαίνετε εκεί και απαιτείστε δουλειά! Αν δε σας δώσουν δουλειά, ζητήστε ψωμί! Αν σας το αρνηθούν, πάρτε το! Είναι δικαίωμά σας!” Για την ομιλία της αυτή καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης για “υποκίνηση ταραχών”, παρότι εμφανίστηκαν 12 μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ μοναδικό στοιχείο εναντίον της ήταν η κατάθεση ενός αστυνομικού.
To 1901 συνελήφθη εκ νέου, μετά τη δολοφονία του προέδρου ΜακΚίνλεϋ από τον αναρχικό Leon Czolgosz, αλλά αφέθηκε τελικά ελεύθερη, καθώς δεν αποδείχτηκε η εμπλοκή της στην υπόθεση. Η Γκόλντμαν φυλακίστηκε άλλες δυο φορές, μια το 1916 για διάλεξη της υπέρ της αντισύλληψης και κατά της απαγόρευσης των εκτρώσεων και μία το 1917 λόγω της εναντίωσής της στον Α’ Παγκόσιο Πόλεμο. Τη δεκαετία του 1910 έγραψε μια σειρά κειμένων για το μιλιταρισμό, την ελευθερία του λόγου και του τύπου και τον ελεύθερο έρωτα, δίνοντας διαλέξεις σε όλη τη χώρα. Ήταν από χρόνια αντικείμενο παρακολούθησης των αρχών, οι οποίες τελικά την απέλασαν στη Ρωσία μαζί με τον σύντροφό της Αλεξάντερ Μπέρκμαν το 1919, ενώ πριν την απέλασή της ο μετέπειτα διευθυντής του FBI Έντγκαρ Χούβερ την είχε χαρακτηρίσει “την πιο επικίνδυνη αναρχική της Αμερικής”. Αν και αρχικά ευνοϊκά διακείμενη έναντι της Οχτωβριανής Επανάστασης, πολύ σύντομα παίρνει αντισοβιετική στάση, την οποία εξέφρασε στα έργα της “Η απογοήτευσή μου στη Ρωσία” και “Η περεταίρω απογοήτευση μου στη Ρωσία”, χαρακτηρίζοντας την εργατική εξουσία υπό την ηγεσία των μπολσεβίκων σε “θεσμοποιημένη τρομοκρατία”.
Με τον Μπέρκμαν έφυγαν μετά από δύο χρόνια από τη χώρα, στον απόηχο των γεγονότων της Κροστάνδης, κι η ίδια εγκαταστάθηκε αρχικά στη Γερμανία, μετά στη Μεγάλη Βρετανία, όπου παντρεύτηκε Σκώτο αναρχικό και μετέπειτα στη Γαλλία, όπου συνέγραψε την αυτοβιογραφία της. Ο Μπέρκμαν αυτοκτόνησε λίγο πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο, όπου συμμετείχε στο πλευρό των αναρχικών στη CNT και τη FAI, παρά την κριτική που τους άσκησε από αντισοβιετική σκοπιά για τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση των Δημοκρατικών το 1937, καθώς θεωρούσε πως έτσι δικαιώνονταν τα “σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης”. Μετά το θάνατο του ιστορικού αναρχικού ηγέτη Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, έγραψε έναν επικήδειο με τίτλο “Ο Ντουρούτι πέθανε, αλλά ζει”.
Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο κι αργότερα στον Καναδά, ενώ κατά το ξέσπασμα του Β’Παγκοσμίου πολέμου δήλωσε, εξισώνοντας φασισμό και κομμουνισμό, πως όσο κι αν μισούσε το Χίτλερ, το Στάλιν, το Μουσολίνι και τον Φράνκο, δε θα υποστήριζε έναν πόλεμο εναντίον της, καθώς Γαλλία και Βρετανία για εκείνη ήταν επίσης κρυπτοφασιστικά καθεστώτα. Χτυπημένη από διαδοχικά εγκεφαλικά, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα σε ηλικία 70 ετών στο Τορόντο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου