Ένα απόσπασμα από την πρόσφατη έκδοση της Σύγχρονης Εποχής
“επιτεύγματα και κατακτήσεις της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό” που
επιμελήθηκε το Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ για την Εργατική Συνδικαλιστική
Δουλειά, εν όψει των 100 χρόνων από την Οχτωβριανή Επανάσταση. Στο
συγκεκριμένο απόσπασμα παρατίθενται συνοπτικά οι κατακτήσεις και τα
επιτεύγματα της σοσιαλιστικής κοινωνίας στον τομέα της κοινωνικής
ασφάλισης, ενώ στο τέλος γίνεται μια καταλυτική σύγκριση με την
κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις καπιταλιστικές κοινωνίες του 21ου
αιώνα.
Κοινωνική Ασφάλιση – Κοινωνική Πολιτική
Υπήρχαν τα κονδύλια κοινωνικής πολιτικής που κάλυπταν.
-Τη δωρεάν εκπαίδευση (εδώ περιλαμβάνεται και η ανώτερη)
-Τις κρατικές υποτροφίες
-Τα δωρεάν προγράμματα υψηλής ειδίκευσης και μετεκπαίδευσης
-Τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη του πληθυσμού
-Τις συντάξεις
-Τα επιδόματα προσωρινής ανικανότητας και μητρότητας, τα επιδόματα των ανύπαντρων μητέρων και των μητέρων με πολυμελή οικογένεια.
-Τις επιχορηγήσεις για τη συντήρηση των παιδικών σταθμών και νηπιαγωγείων, των οικοτροφείων, των γηροκομείων, των σανατορίων, των ξενοδοχείων και των πανσιόν για τις διακοπές.
-Το κύριο μέρος του κόστους συντήρησης κατοικιών που ανήκουν στο κράτος.
Ένα από τα πρώτα μελήματα της σοβιετικής εξουσίας ήταν η φροντίδα για την εξασφάλιση της ικανοποίησης όλων των αναγκών των απόμαχων της δουλειάς, αλλά και όσων δεν μπορούσαν για διάφορους λόγους να δουλεύουν (ΑμΕΑ, ανάπηροι πολέμου κ.ά.). Στο βαθμό και στο μέτρο της κάθε φορά ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού αναπτύσσονταν το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης-Κοινωνικής Πολιτικής.
Προεπαναστατικά η Κοινωνική Ασφάλιση στη Ρωσία κάλπτε μόνο 2 από τα 11 εκατομμύρια των εργαζομένων και οι εισφορές κατά τα 3/5 πληρώνονταν από τους ίδιους τους εργάτες.
Στην ΕΣΣΔ, πριν την ανατροπή του σοσιαλισμού, η Κοινωνική Ασφαλιση κάλυπτε όλους τους εργαζόμενους στις κοινωνικοποιημένες μονάδες παραγωγής και στις υπηρεσίες και τα μέλη των οικογενειών τους και όλους τους κολχόζνικους (συνεταιρισμένοι) αγρότες. Η Κοινωνική Ασφάλιση χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα έσοδα του οποίου προέρχονταν από τις επιχειρήσεις και τα κολχόζ.
Για τη χορήγηση σύνταξης μετά από τον εργάσιμο βίο χρειαζόταν μόνο η συντάξιμη ηλικία και ο χρόνος εργασίας.
Οι γυναίκες που δούλευαν στην εξορυκτική, χημική, μεταλλουργική βιομηχανία, στις μεταφορές, στις κατασκευές και στην οικοδομή, στην υφαντουργία μπορούσαν να πάρουν σύνταξη 45-50 χρονών. Στις επιχειρήσεις αυτές απαγορευόταν να χρησιμοποιείται η γυναικεία εργασία στις βαριές, ανθυγιεινές, υπόγειες εργασίες. Για τους άντρες, που δούλευαν στις επιχειρήσεις αυτές η συντάξιμη ηλικία καθορίζονταν στα 50-55 χρόνια. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι στα βαριά κι ανθυγιεινά επαγγέλματα έπαιρναν σύνταξη πέντε χρόνια νωρίτερα.
Η συντάξιμη ηλικία ήταν επίσης μειωμένη κατά πέντε χρόνια για τους ανάπηους πολέμου που δούλευαν, για άτομα που δούλεψαν πολύ καιρό στις βόρειες περιοχές και εργάζονταν σε πιο δύσκολες συνθήκες λόγω κλίματος.
Συντάξεις αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου χορηγούνταν σε εργάτες και υπαλλήλους ανεξάρτητα από το χρόνο εργασίας και την ηλικία, μετά από γνωμάτευση ειδικής ιατρικής επιτροπής.
Αν ένας νέος έχανε την ικανότητα για εργασία σε ηλικία 20-23 χρονών για να πάρει ολόκληρη σύνταξη του αρκούσε να έχει δουλέψει δυο μόνο χρόνια, ενώ για νέες γυναίκες ή για όσους εργάζονταν σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες έφτανε μόνο ένας χρόνος.
Στο σοβιετικό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης η ανικανότητα για εργασία από την παιδική ηλικία (ΑμΕΑ) έδινε το δικαίωμα παροχής κρατικού επιδόματος.
Το σοβιετικό κράτος φρόντιζε ιδιαίτερα τους ανάπηρους του πολέμου
κατά της χιτλερικής Γερμανίας, για τους οποίους δίνονταν εκτός από τη
σύνταξη και άλλες κοινωνικές παροχές. Στους ανάπηρους από βαριά
τραύματα, η σύνταξη έφτανε ως το 120% της σύνταξης γήρατος. Οι ανάπηροι
πολέμου είχαν προτεραιότητα στην απόκτηση διαμερίσματος, αν στη δοσμένη
στιγμή δεν υπήρχε άμεσα η δυνατότητα για να δοθούν σε όλους όσοι
ζητούσαν, και πλήρωναν το 50% του ενοικίου που ήταν πολύ χαμηλό. Είχαν
το δικαίωμα να χρησιμοποιούν δωρεάν την αστική συγκοινωνία και πλήρωναν
μισό εισιτήριο στα τρένα και στα ακτοπλοϊκά σκάφη. Ύστερα από τη
γνωμάτευση ιατρικής επιτροπής, οι ανάπηροι πολέμου έπαιρναν δωρεάν
αυτοκίνητα, δωρεάν τεχνητά μέλη και ορθοπεδικά παπούτσια.
Το υπουργικό συμβούλιο της ΕΣΣΔ υποχρέωσε όλα τα υπουργεία, υπηρεσίες, επιχειρήσεις και ιδρύματα να χορηγούν κάθε χρόνο πάνω από το 10% των εισιτηρίων που είχαν στη διάθεσή τους γι’ ανάπαυση και θεραπεία στα αναπαυτήρια και στις λουτροπόλεις στους ανάπηρους πολέμου. Τα εισιτήρια αυτά δίνονται δωρεάν.
Τα κοινωνικά προγράμματα που στηρίζονταν στα κρατικά “κοινωνικά κονδύλια” τα απολάμβαναν όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξάρτητα από ηλικία και είδος δουλειάς.
Εκτός από τις συντάξεις, τα ποσά των “κοινωνικών κονδυλίων” δίνονταν για την καταβολή των επιδομάτων σ’ εργαζόμενους με προσωρινή ανικανότητα εργασίας. Οι γυναίκες έπαιρναν από τα “κοινωνικά κονδύλια” επιδόματα εγκυμοσύνης και γέννας για τη γέννηση του παιδιού.
Τα “κοινωνικά κονδύλια” δίνονταν, επίσης, για θεραπεία των εργαζόμενων σε σανατόρια και λουτροπόλεις, για την πρόληψη, προαγωγή της υγείας, για νοσηλεία σε νοσοκομεία, για την ξεκούρασή τους σε οίκους ανάπαυσης, για θεραπευτική διατροφή, για τη συντήρηση των κατασκηνώσεων των πιονιέρων (υπήρχαν 33 χιλιάδες κατασκηνώσεις πιονιέρων) και την οργάνωση της ανάπαυσης των παιδιών.
Τα επιδόματα προσωρινής ανικανότητας χορηγούνταν γι’ αρρώστια, προσωρινή αναπηρία, προσωρινή αλλαγή απασχόλησης σε πιο ελαφριά δουλειά λόγω αρρώστιας, για απουσία από τη δουλειά λόγω ανάγκης φροντίδας άρρωστου μέλους της οικογένειας.
Το επίδομα για προσωρινή ανικανότητα για εργασία αποτελούσε σε ποσοστό το 100% του εργασιακού εισοδήματος σε άτομα που είχαν δουλέψει χωρίς διακοπή πάνω από 8 χρόνια, σε όλους τους ανάπηρους του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου που εργάζονταν, σε εργάτες και υπαλλήλους υπό την προστασία τους 3-4 παιδιά. Σε όσους ο χρόνος εργασίας κυμαίνονταν από 5 ως 8 χρόνια δίνονταν ως επίδομα το 80% της αμοιβής εργασίας, από 3 ως 5 χρόνια το 60% και ως τα 3 χρόνια το 50%.
Στους ανάπηρους με μερική απώλεια της ικανότητας για εργασία δίνονταν δουλειά ύστερα από σύσταση των γιατρών, αν ήταν δυνατό στις δουλειές που εργάζονταν πριν την αναπηρία. Για αυτούς είχε καθοριστεί μειωμένη εργάσιμη μέρα, ενώ ήταν μεγαλύτερη η διάρκεια της χρονιάτικης πληρωμένης άδειάς τους. Τα υπουργεία, οι υπηρεσίες, τα τοπικά όργανα εξουσίας, τα Σοβιέτ, καθόριζαν για τις επιχειρήσεις ειδικούς καταλόγους εργασιών όπου μπορούσαν να δουλεύουν οι ανάπηροι.
Είχε προβλεφθεί όχι μόνο η δημιουργία ειδικών ευνοϊκών συνθηκών εργασίας, αλλά και η επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων. Η δουλειά για τους ανάπηρους, εφόσον το ήθελαν, οργανώνονταν και στο σπίτι τους. Η επιχείρηση αναλάμβανε να εφοδιάσει τον ανάπηρο με πρώτες ύλες, υλικά, εργαλεία. Για τους ανάπηρους νεαρής ηλικίας λειτουργούσαν τεχνικές και επαγγελματικές σχολές. Εκεί οι ανάπηροι νέοι ζούσαν σε οικοτροφείο, έχοντας έτσι εξασφαλίσει τα πάντα γύρω από τις ανάγκες της ζωής τους (διατροφή, ύπνο, υπηρεσίες υγείας κλπ) και παράλληλα με τη μέση μόρφωση έπαιρναν και επαγγελματική κατάρτιση. Όλα δωρεάν.
Το σοβιετικό κράτος αναλάμβανε ολόκληρη τη φροντίδα για τη συντήρηση των ανθρώπων που δεν είχαν για διάφορους λόγους οικογένεια και χρειάζονταν συνεχώς βοήθεια. Γι’ αυτούς είχαν δημιουργηθεί οικοτροφεία, όπου οι πολύ γέροι και ανάπηροι είχαν όχι μόνο πλήρη υλική εξασφάλιση, αλλά και ειδικευμένη ιατρική περίθαλψη, κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών και ψυχαγωγία.
Το σοβιετικό κράτος φρόντιζε ολόπλευρα τους ανθρώπους που έχασαν την όραση και την ακοή τους. Για παράδειγμα, ο Πανρωσικός (της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας) Σύνδεσμος Τυφλών είχε κάπου 183 χιλιάδες μέλη τυφλούς, προσπαθούσε να τους προσαρμόσει σε μια κοινωνικά χρήσιμη εργασία, τους παρείχε πρόσβαση στις πολιτιστικές κατακτήσεις, εξυπηρέτηση των καθημερινών τους βιοτικών αναγκών και συνέβαλε στην άνοδο του επιπέδου της γενικής τους μόρφωσης. Υπήρχαν εκπαιδευτικές παραγωγικές επιχειρήσεις που διαχειριζόταν ο Σύνδεσμος. Σε αυτές είχαν δημιουργηθεί οι πιο ευνοϊκές και ακίνδυνες συνθήκες δουλειάς.
Οι τυφλοί που δούλευαν είχαν καθορισμένη 36ωρη εργάσιμη βδομάδα και ετήσια πληρωμένη άδεια 24 ημερών. Σε τυφλούς σσποδαστές ανώτερων και μέσωων ειδικών σχολών καταβάλλονταν υποτροφίες κατά 50% περισσότερο από τις συνηθισμένες.
Επίσης, ο Πανρωσικός (της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας) Συνδεσμος Κωφών είχε 140 χιλιάδες κωφούς, διέθετε 69 εκπαιδευτικές παραγωγικές επιχειρήσεις. Πολλοί κωφοί τελείωναν μέσες τεχνικές και ανώτερες σχολές. Χρόνο με το χρόνο αυξανόνταν και ο κύκλος χρησιμοποίησης της δουλειάς τους. Δούλευαν ως μηχανικοί, κατασκευαστές, τεχνολόγοι, οικονομολόγοι.
Στον καπιταλισμό, ακόμη και σήμερα με την τεράστια άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων και τις δυνατότητες ικανοποίησης όλων των σύγχρονων αναγκων, οι εργαζόμενοι δουλεύουν μέχρι τα 70 χρόνια, στους συνταξιούχους δε φτάνει η σύνταξη πείνας για να ζήσουν, ενώ τα ΑμΕΑ δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους, τα επιδόματά τους και οι συντάξεις τους κόβονται ή μειώνονται, δεν έχουν τη δυνατότητα μόρφωσης και εκπαίδευσης, όπως και να βρουν δουλειά -το μεγαλύτερος μέρος των ΑμΕΑ που είναι ικανό για δουλειά είναι εκτός παραγωγής. Εκτός από το πρόβλημα βιοπορισμού είναι και σημαντικό για την κοινωνικοποίησή τους, την κοινωνική τους ένταξη. Γενικώς, ωθούνται στην εξαθλίωση οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση
Υπήρχαν τα κονδύλια κοινωνικής πολιτικής που κάλυπταν.
-Τη δωρεάν εκπαίδευση (εδώ περιλαμβάνεται και η ανώτερη)
-Τις κρατικές υποτροφίες
-Τα δωρεάν προγράμματα υψηλής ειδίκευσης και μετεκπαίδευσης
-Τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη του πληθυσμού
-Τις συντάξεις
-Τα επιδόματα προσωρινής ανικανότητας και μητρότητας, τα επιδόματα των ανύπαντρων μητέρων και των μητέρων με πολυμελή οικογένεια.
-Τις επιχορηγήσεις για τη συντήρηση των παιδικών σταθμών και νηπιαγωγείων, των οικοτροφείων, των γηροκομείων, των σανατορίων, των ξενοδοχείων και των πανσιόν για τις διακοπές.
-Το κύριο μέρος του κόστους συντήρησης κατοικιών που ανήκουν στο κράτος.
Ένα από τα πρώτα μελήματα της σοβιετικής εξουσίας ήταν η φροντίδα για την εξασφάλιση της ικανοποίησης όλων των αναγκών των απόμαχων της δουλειάς, αλλά και όσων δεν μπορούσαν για διάφορους λόγους να δουλεύουν (ΑμΕΑ, ανάπηροι πολέμου κ.ά.). Στο βαθμό και στο μέτρο της κάθε φορά ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού αναπτύσσονταν το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης-Κοινωνικής Πολιτικής.
Προεπαναστατικά η Κοινωνική Ασφάλιση στη Ρωσία κάλπτε μόνο 2 από τα 11 εκατομμύρια των εργαζομένων και οι εισφορές κατά τα 3/5 πληρώνονταν από τους ίδιους τους εργάτες.
Στην ΕΣΣΔ, πριν την ανατροπή του σοσιαλισμού, η Κοινωνική Ασφαλιση κάλυπτε όλους τους εργαζόμενους στις κοινωνικοποιημένες μονάδες παραγωγής και στις υπηρεσίες και τα μέλη των οικογενειών τους και όλους τους κολχόζνικους (συνεταιρισμένοι) αγρότες. Η Κοινωνική Ασφάλιση χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα έσοδα του οποίου προέρχονταν από τις επιχειρήσεις και τα κολχόζ.
Για τη χορήγηση σύνταξης μετά από τον εργάσιμο βίο χρειαζόταν μόνο η συντάξιμη ηλικία και ο χρόνος εργασίας.
Οι γυναίκες που δούλευαν στην εξορυκτική, χημική, μεταλλουργική βιομηχανία, στις μεταφορές, στις κατασκευές και στην οικοδομή, στην υφαντουργία μπορούσαν να πάρουν σύνταξη 45-50 χρονών. Στις επιχειρήσεις αυτές απαγορευόταν να χρησιμοποιείται η γυναικεία εργασία στις βαριές, ανθυγιεινές, υπόγειες εργασίες. Για τους άντρες, που δούλευαν στις επιχειρήσεις αυτές η συντάξιμη ηλικία καθορίζονταν στα 50-55 χρόνια. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι στα βαριά κι ανθυγιεινά επαγγέλματα έπαιρναν σύνταξη πέντε χρόνια νωρίτερα.
Η συντάξιμη ηλικία ήταν επίσης μειωμένη κατά πέντε χρόνια για τους ανάπηους πολέμου που δούλευαν, για άτομα που δούλεψαν πολύ καιρό στις βόρειες περιοχές και εργάζονταν σε πιο δύσκολες συνθήκες λόγω κλίματος.
Συντάξεις αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου χορηγούνταν σε εργάτες και υπαλλήλους ανεξάρτητα από το χρόνο εργασίας και την ηλικία, μετά από γνωμάτευση ειδικής ιατρικής επιτροπής.
Αν ένας νέος έχανε την ικανότητα για εργασία σε ηλικία 20-23 χρονών για να πάρει ολόκληρη σύνταξη του αρκούσε να έχει δουλέψει δυο μόνο χρόνια, ενώ για νέες γυναίκες ή για όσους εργάζονταν σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες έφτανε μόνο ένας χρόνος.
Στο σοβιετικό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης η ανικανότητα για εργασία από την παιδική ηλικία (ΑμΕΑ) έδινε το δικαίωμα παροχής κρατικού επιδόματος.
Το υπουργικό συμβούλιο της ΕΣΣΔ υποχρέωσε όλα τα υπουργεία, υπηρεσίες, επιχειρήσεις και ιδρύματα να χορηγούν κάθε χρόνο πάνω από το 10% των εισιτηρίων που είχαν στη διάθεσή τους γι’ ανάπαυση και θεραπεία στα αναπαυτήρια και στις λουτροπόλεις στους ανάπηρους πολέμου. Τα εισιτήρια αυτά δίνονται δωρεάν.
Τα κοινωνικά προγράμματα που στηρίζονταν στα κρατικά “κοινωνικά κονδύλια” τα απολάμβαναν όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξάρτητα από ηλικία και είδος δουλειάς.
Εκτός από τις συντάξεις, τα ποσά των “κοινωνικών κονδυλίων” δίνονταν για την καταβολή των επιδομάτων σ’ εργαζόμενους με προσωρινή ανικανότητα εργασίας. Οι γυναίκες έπαιρναν από τα “κοινωνικά κονδύλια” επιδόματα εγκυμοσύνης και γέννας για τη γέννηση του παιδιού.
Τα “κοινωνικά κονδύλια” δίνονταν, επίσης, για θεραπεία των εργαζόμενων σε σανατόρια και λουτροπόλεις, για την πρόληψη, προαγωγή της υγείας, για νοσηλεία σε νοσοκομεία, για την ξεκούρασή τους σε οίκους ανάπαυσης, για θεραπευτική διατροφή, για τη συντήρηση των κατασκηνώσεων των πιονιέρων (υπήρχαν 33 χιλιάδες κατασκηνώσεις πιονιέρων) και την οργάνωση της ανάπαυσης των παιδιών.
Τα επιδόματα προσωρινής ανικανότητας χορηγούνταν γι’ αρρώστια, προσωρινή αναπηρία, προσωρινή αλλαγή απασχόλησης σε πιο ελαφριά δουλειά λόγω αρρώστιας, για απουσία από τη δουλειά λόγω ανάγκης φροντίδας άρρωστου μέλους της οικογένειας.
Το επίδομα για προσωρινή ανικανότητα για εργασία αποτελούσε σε ποσοστό το 100% του εργασιακού εισοδήματος σε άτομα που είχαν δουλέψει χωρίς διακοπή πάνω από 8 χρόνια, σε όλους τους ανάπηρους του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου που εργάζονταν, σε εργάτες και υπαλλήλους υπό την προστασία τους 3-4 παιδιά. Σε όσους ο χρόνος εργασίας κυμαίνονταν από 5 ως 8 χρόνια δίνονταν ως επίδομα το 80% της αμοιβής εργασίας, από 3 ως 5 χρόνια το 60% και ως τα 3 χρόνια το 50%.
Στους ανάπηρους με μερική απώλεια της ικανότητας για εργασία δίνονταν δουλειά ύστερα από σύσταση των γιατρών, αν ήταν δυνατό στις δουλειές που εργάζονταν πριν την αναπηρία. Για αυτούς είχε καθοριστεί μειωμένη εργάσιμη μέρα, ενώ ήταν μεγαλύτερη η διάρκεια της χρονιάτικης πληρωμένης άδειάς τους. Τα υπουργεία, οι υπηρεσίες, τα τοπικά όργανα εξουσίας, τα Σοβιέτ, καθόριζαν για τις επιχειρήσεις ειδικούς καταλόγους εργασιών όπου μπορούσαν να δουλεύουν οι ανάπηροι.
Είχε προβλεφθεί όχι μόνο η δημιουργία ειδικών ευνοϊκών συνθηκών εργασίας, αλλά και η επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων. Η δουλειά για τους ανάπηρους, εφόσον το ήθελαν, οργανώνονταν και στο σπίτι τους. Η επιχείρηση αναλάμβανε να εφοδιάσει τον ανάπηρο με πρώτες ύλες, υλικά, εργαλεία. Για τους ανάπηρους νεαρής ηλικίας λειτουργούσαν τεχνικές και επαγγελματικές σχολές. Εκεί οι ανάπηροι νέοι ζούσαν σε οικοτροφείο, έχοντας έτσι εξασφαλίσει τα πάντα γύρω από τις ανάγκες της ζωής τους (διατροφή, ύπνο, υπηρεσίες υγείας κλπ) και παράλληλα με τη μέση μόρφωση έπαιρναν και επαγγελματική κατάρτιση. Όλα δωρεάν.
Το σοβιετικό κράτος αναλάμβανε ολόκληρη τη φροντίδα για τη συντήρηση των ανθρώπων που δεν είχαν για διάφορους λόγους οικογένεια και χρειάζονταν συνεχώς βοήθεια. Γι’ αυτούς είχαν δημιουργηθεί οικοτροφεία, όπου οι πολύ γέροι και ανάπηροι είχαν όχι μόνο πλήρη υλική εξασφάλιση, αλλά και ειδικευμένη ιατρική περίθαλψη, κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών και ψυχαγωγία.
Το σοβιετικό κράτος φρόντιζε ολόπλευρα τους ανθρώπους που έχασαν την όραση και την ακοή τους. Για παράδειγμα, ο Πανρωσικός (της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας) Σύνδεσμος Τυφλών είχε κάπου 183 χιλιάδες μέλη τυφλούς, προσπαθούσε να τους προσαρμόσει σε μια κοινωνικά χρήσιμη εργασία, τους παρείχε πρόσβαση στις πολιτιστικές κατακτήσεις, εξυπηρέτηση των καθημερινών τους βιοτικών αναγκών και συνέβαλε στην άνοδο του επιπέδου της γενικής τους μόρφωσης. Υπήρχαν εκπαιδευτικές παραγωγικές επιχειρήσεις που διαχειριζόταν ο Σύνδεσμος. Σε αυτές είχαν δημιουργηθεί οι πιο ευνοϊκές και ακίνδυνες συνθήκες δουλειάς.
Οι τυφλοί που δούλευαν είχαν καθορισμένη 36ωρη εργάσιμη βδομάδα και ετήσια πληρωμένη άδεια 24 ημερών. Σε τυφλούς σσποδαστές ανώτερων και μέσωων ειδικών σχολών καταβάλλονταν υποτροφίες κατά 50% περισσότερο από τις συνηθισμένες.
Επίσης, ο Πανρωσικός (της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας) Συνδεσμος Κωφών είχε 140 χιλιάδες κωφούς, διέθετε 69 εκπαιδευτικές παραγωγικές επιχειρήσεις. Πολλοί κωφοί τελείωναν μέσες τεχνικές και ανώτερες σχολές. Χρόνο με το χρόνο αυξανόνταν και ο κύκλος χρησιμοποίησης της δουλειάς τους. Δούλευαν ως μηχανικοί, κατασκευαστές, τεχνολόγοι, οικονομολόγοι.
Στον καπιταλισμό, ακόμη και σήμερα με την τεράστια άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων και τις δυνατότητες ικανοποίησης όλων των σύγχρονων αναγκων, οι εργαζόμενοι δουλεύουν μέχρι τα 70 χρόνια, στους συνταξιούχους δε φτάνει η σύνταξη πείνας για να ζήσουν, ενώ τα ΑμΕΑ δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους, τα επιδόματά τους και οι συντάξεις τους κόβονται ή μειώνονται, δεν έχουν τη δυνατότητα μόρφωσης και εκπαίδευσης, όπως και να βρουν δουλειά -το μεγαλύτερος μέρος των ΑμΕΑ που είναι ικανό για δουλειά είναι εκτός παραγωγής. Εκτός από το πρόβλημα βιοπορισμού είναι και σημαντικό για την κοινωνικοποίησή τους, την κοινωνική τους ένταξη. Γενικώς, ωθούνται στην εξαθλίωση οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου