Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφος στο
γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, έζησε κι έδρασε σε μια κρίσιμη
περίοδο της νεολληνικής ιστορίας, οι σταθμοί της οποίας συμπίπτουν
χοντρικά με την αρχή και το τέλος της λογοτεχνικής του πορείας.
Χαρακτηριστικό είναι πως το “Πίστομα”, η πρώτη από της Κορφιάτικες
ιστορίες του γράφεται το Νοέμβρη του 1898, ένα χρόνο μετά την ήττα στον
“ατυχή” πόλεμο του 1897 ενώ ο “Παπά-Ιορδάνης Περίχαρος” φέρει την
ένδειξη “Οχτώβρης 1922” λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1872 στην Κέρκυρα, η οποία θα αποτελεί σχεδόν ανεξαίρετα τον τόπο όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του, από αριστοκρατική οικογένεια. Εκείνη την περίοδο το νησί του χαρακτηριζόταν από τα υπολείμματα της παλιάς φεουδαρχικής αριστοκρατίας που δυσανασχετούσαν με την ταχεία άνοδο των αστικών στρωμάτων, καταπιέζοντας ταυτόχρονα τους αγρότες, ενώ οι νεοανερχόμενοι αστοί με τη σειρά τους εκμεταλλευόταν άγρια τους εργάτες στις μεταποιητικές μονάδες των αγροτικών προϊόντων, ενώ παράλληλα κυριαρχούσε η διαφθορά σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, με πρωταγωνιστές τοπικούς πολιτικούς που φρόντιζαν για τη διαμεσολάβηση των συμφερόντων της τοπικής άρχουσας τάξης στην κεντρική διοίκηση. Δέχεται έντονα την επίδραση του Ιάκωβου Πολυλά και του Λορέντζου Μαβίλη, αλλά και-όπως πολλοί ομότεχνοί του εκείνη την εποχή-του Γερμανού φιλοσόφου Νίτσε, έχοντας ευρύτατη μόρφωση. Σπουδάζει στη Γαλλία και τη Βενετία, ενώ το 1907 πηγαίνει για δυο χρόνια στη Γερμανία, όπου, όπως ο κατά μία έννοια συνοδοιπόρος του Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, στο περιοδικό “Τέχνη” του οποίου κάνει την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση, ασπάζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Το έργο του κράμα ρεαλισμού και νατουραλισμού, αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ της ηθογραφίας που κυριαρχούσε τότε στην ελληνική πεζογραφία και το αστικό μυθιστόρημα, που θα έβρισκε την πλήρη ανάπτυξή του με τη λεγόμενη “Γενιά του ’30”. Οι ιδέες του διακρίνονται με σαφήνεια στα σημαντικότερα έργα του (“Η τιμή και το χρήμα”, “Η Ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα”, “Ο Κατάδικος” και το μοναδικό του μυθιστόρημα “Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους”) χωρίς να αποπνέουν διδακτισμό, χάρη στη σκιαγράφηση δυνατών χαρακτήρων, σωστά ψυχολογημένων, ρεαλιστικούς διαλόγους και ζωηρές περιγραφές. Μαζί με τον Κώστα Χατζόπουλο, που αργότερα θα ασπαστεί το βενιζελισμό, θα είναι ουσιαστικά ο εισηγητής του σοσιαλισμού στην ελληνική πεζογραφία.
Η Τιμή και το Χρήμα (αλλιώς “Η τιμή της αγάπης”) κυκλοφόρησε το 1912 στο “Νουμά” κι ως μεγάλο διήγημα εκδόθηκε ως βιβλίο το 1914, με το συγγραφέα να σημειώνει τα αντιπολεμικά του συναισθήματα με την αφορμή της κυκλοφορίας : «είταν η τύχη του φαίνεται, το ειρηνικό διήγημά μου να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματος βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ’ ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων». Το έργο πραγματεύεται τον έρωτα μεταξύ του Αντρέα πολιτευτή που έχει ξεπέσει οικονομικά και επιζητεί την κοινωνική του αποκατάσταση μέσω μιας καλής προίκας και της εργάτριας Ρήνης. Το έργο καταγγέλλει την επίδραση του κοινωνικού συστήματος στις ανθρώπινες σχέσεις, τη διαφθορά που προκύπτει από το κίνητρο του κέρδους κι όχι απλά από κάποια ηθικά ελαττώματα των φορέων της, ενώ αποτελεί και ύμνο στη γυναικεία χειραφέτηση. Η Ρήνη, παρότι έγκυος, αρνείται να παντρετεί τον Αντρέα, αποφασίζοντας να μεταναστεύσει και να μεγαλώσει μόνη το παιδί της. “Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;”, δηλώνει υπερήφανη εκφράζοντας παράλληλα το ήθος της ανερχόμενης εργατικής τάξης σε αντιδιαστολή προς τον υπολογιστικό και σάπιο κόσμο που αφήνει πίσω της.
Το αποτύπωμα της Οχτωβριανής Επανάστασης φέρει το “Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους” που κυκλοφορεί το 1922 και σκιαγραφεί τον ξεπεσμό μιας αριστοκρατικής οικογένειας μπροστά στην άνοδο της αστικής τάξης, που με τη σειρά της φέρει μέσα της το σπέρμα της μελλοντικής καταστροφής της. Ο Θεοτόκης βρέθηκε μάλιστα στο στόχαστρο της “υψηλής κοινωνίας” του νησιού του, που θεωρούσε πως θίγονταν συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα στο μυθιστόρημα. Το έργο είναι από λογοτεχνικής πλευράς πρωτοποριακό, παρότι απαξιώθηκε από την αστική κριτική για “έλλειψη αντικειμενικότητας”, καθώς αποτελεί την πρώτη απόπειρα χρήσης ελεύθερου πλάγιου λόγου στο ελληνικό μυθιστόρημα, με στόχο να αποδοθούν με μεγαλύτερη πιστότητα οι σκέψεις και η εσωτερική διαπάλη των ηρώων.
Ιδιαίτερα πολύγλωσσος, διακρίθηκε και ως μεταφραστής, μεταξύ άλλων του Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Βιργκιλίου, αλλά ακόμα και σανσκριτικών επών. Πέρα από τη λογοτεχνική διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί και άμεσα πολιτικά, με τη δημιουργία του πρώτου Σοσιαλιστικού Ομίλου στην Κέρκυρα, όπως κι ενός εργατικού αλληλοβοηθητικού συνδέσμου την περίοδο 1910-1914. Έφυγε χτυπημένος από την επάρατη νόσο σαν σήμερα το 1923, σε ηλικία μόλις 51 ετών.
Γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1872 στην Κέρκυρα, η οποία θα αποτελεί σχεδόν ανεξαίρετα τον τόπο όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του, από αριστοκρατική οικογένεια. Εκείνη την περίοδο το νησί του χαρακτηριζόταν από τα υπολείμματα της παλιάς φεουδαρχικής αριστοκρατίας που δυσανασχετούσαν με την ταχεία άνοδο των αστικών στρωμάτων, καταπιέζοντας ταυτόχρονα τους αγρότες, ενώ οι νεοανερχόμενοι αστοί με τη σειρά τους εκμεταλλευόταν άγρια τους εργάτες στις μεταποιητικές μονάδες των αγροτικών προϊόντων, ενώ παράλληλα κυριαρχούσε η διαφθορά σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, με πρωταγωνιστές τοπικούς πολιτικούς που φρόντιζαν για τη διαμεσολάβηση των συμφερόντων της τοπικής άρχουσας τάξης στην κεντρική διοίκηση. Δέχεται έντονα την επίδραση του Ιάκωβου Πολυλά και του Λορέντζου Μαβίλη, αλλά και-όπως πολλοί ομότεχνοί του εκείνη την εποχή-του Γερμανού φιλοσόφου Νίτσε, έχοντας ευρύτατη μόρφωση. Σπουδάζει στη Γαλλία και τη Βενετία, ενώ το 1907 πηγαίνει για δυο χρόνια στη Γερμανία, όπου, όπως ο κατά μία έννοια συνοδοιπόρος του Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, στο περιοδικό “Τέχνη” του οποίου κάνει την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση, ασπάζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Το έργο του κράμα ρεαλισμού και νατουραλισμού, αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ της ηθογραφίας που κυριαρχούσε τότε στην ελληνική πεζογραφία και το αστικό μυθιστόρημα, που θα έβρισκε την πλήρη ανάπτυξή του με τη λεγόμενη “Γενιά του ’30”. Οι ιδέες του διακρίνονται με σαφήνεια στα σημαντικότερα έργα του (“Η τιμή και το χρήμα”, “Η Ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα”, “Ο Κατάδικος” και το μοναδικό του μυθιστόρημα “Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους”) χωρίς να αποπνέουν διδακτισμό, χάρη στη σκιαγράφηση δυνατών χαρακτήρων, σωστά ψυχολογημένων, ρεαλιστικούς διαλόγους και ζωηρές περιγραφές. Μαζί με τον Κώστα Χατζόπουλο, που αργότερα θα ασπαστεί το βενιζελισμό, θα είναι ουσιαστικά ο εισηγητής του σοσιαλισμού στην ελληνική πεζογραφία.
Η Τιμή και το Χρήμα (αλλιώς “Η τιμή της αγάπης”) κυκλοφόρησε το 1912 στο “Νουμά” κι ως μεγάλο διήγημα εκδόθηκε ως βιβλίο το 1914, με το συγγραφέα να σημειώνει τα αντιπολεμικά του συναισθήματα με την αφορμή της κυκλοφορίας : «είταν η τύχη του φαίνεται, το ειρηνικό διήγημά μου να προβάλλει μέσα σε τέτοιες κοσμοϊστορικές ταραχές, όταν ποτάμια αίματος βάφουν τη μητέρα γη, σα μια δειλή διαμαρτυρία ενάντια σ’ ένα τόσο άτοπο καθεστώς που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων». Το έργο πραγματεύεται τον έρωτα μεταξύ του Αντρέα πολιτευτή που έχει ξεπέσει οικονομικά και επιζητεί την κοινωνική του αποκατάσταση μέσω μιας καλής προίκας και της εργάτριας Ρήνης. Το έργο καταγγέλλει την επίδραση του κοινωνικού συστήματος στις ανθρώπινες σχέσεις, τη διαφθορά που προκύπτει από το κίνητρο του κέρδους κι όχι απλά από κάποια ηθικά ελαττώματα των φορέων της, ενώ αποτελεί και ύμνο στη γυναικεία χειραφέτηση. Η Ρήνη, παρότι έγκυος, αρνείται να παντρετεί τον Αντρέα, αποφασίζοντας να μεταναστεύσει και να μεγαλώσει μόνη το παιδί της. “Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;”, δηλώνει υπερήφανη εκφράζοντας παράλληλα το ήθος της ανερχόμενης εργατικής τάξης σε αντιδιαστολή προς τον υπολογιστικό και σάπιο κόσμο που αφήνει πίσω της.
Το αποτύπωμα της Οχτωβριανής Επανάστασης φέρει το “Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους” που κυκλοφορεί το 1922 και σκιαγραφεί τον ξεπεσμό μιας αριστοκρατικής οικογένειας μπροστά στην άνοδο της αστικής τάξης, που με τη σειρά της φέρει μέσα της το σπέρμα της μελλοντικής καταστροφής της. Ο Θεοτόκης βρέθηκε μάλιστα στο στόχαστρο της “υψηλής κοινωνίας” του νησιού του, που θεωρούσε πως θίγονταν συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα στο μυθιστόρημα. Το έργο είναι από λογοτεχνικής πλευράς πρωτοποριακό, παρότι απαξιώθηκε από την αστική κριτική για “έλλειψη αντικειμενικότητας”, καθώς αποτελεί την πρώτη απόπειρα χρήσης ελεύθερου πλάγιου λόγου στο ελληνικό μυθιστόρημα, με στόχο να αποδοθούν με μεγαλύτερη πιστότητα οι σκέψεις και η εσωτερική διαπάλη των ηρώων.
Ιδιαίτερα πολύγλωσσος, διακρίθηκε και ως μεταφραστής, μεταξύ άλλων του Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Βιργκιλίου, αλλά ακόμα και σανσκριτικών επών. Πέρα από τη λογοτεχνική διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί και άμεσα πολιτικά, με τη δημιουργία του πρώτου Σοσιαλιστικού Ομίλου στην Κέρκυρα, όπως κι ενός εργατικού αλληλοβοηθητικού συνδέσμου την περίοδο 1910-1914. Έφυγε χτυπημένος από την επάρατη νόσο σαν σήμερα το 1923, σε ηλικία μόλις 51 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου