H χρήση ακόμα και υψηλόβαθμων ναζί από τις αμερικανικές μυστικές
υπηρεσίες μετά τον πόλεμο, στα πλαίσια της καταπολέμησης της ΕΣΣΔ δεν
ήταν μεμονωμένο φαινόμενο, μια από τις πιο σκανδαλώδεις περιπτώσεις όμως
αποτελεί εκείνη του Κλάους Μπάρμπι, του επονομαζόμενου “χασάπη της
Λυών”, που για δεκαετίες γλίτωσε τη σύλληψη και τη λογοδοσία για τα
εγκλήματά του, χάρη κυρίως στην προστασία που απολάμβανε από τους νέους
μεταπολεμικούς του συμμάχους.
Γεννήθηκε το 1913 ως εκτός γάμου παιδί δυο δασκάλων, που παντρεύτηκαν λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Μεγάλο πλήγμα ήταν για εκείνον ο θάνατος του πατέρα του το 1933, κατά δήλωση του ίδιου του Μπάρμπι λόγω όψιμων επιπλοκών των τραυμάτων του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1933 εντάσσεται στη χιτλερική νεολαία, ενώ μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες κατορθώνει να πάρει απολυτήριο, μένει όμως άνεργος. Αποφασίζει να δηλώσει εθελοντής σε στρατόπεδο εργασίας της NSDAP, όπου γίνεται ακόμα φανατικότερος οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1935 συναντά τον αρχηγός των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ, που τον εντάσσει στην οργάνωσή του καθώς και στην Υπηρεσία Ασφάλειας του Βερολίνου, όπου καταδιώκει ομοφυλόφιλους και Εβραίους. Ανεβαίνει γρήγορα στην ιεραρχία του κόμματος και τον Ες-Ες και μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψη της Ολλανδίας διορίζεται για λογαριασμό της Υπηρεσίας Ασφαλείας στο Άμστερνταμ, όπου καταδιώκει αλύπητα Εβραίους και αντιστασιακούς. Το αποκορύφωμα της δολοφονικής του δράσης έρχεται με τη μετάθεσή του στη Λυών το 1942, όπου αναλαμβάνει διοικητής της τοπικής Γκεστάπο. Με την ιδιότητα του αυτή είναι υπεύθυνος για το βασανισμό και την εκτέλεση πολυάριθμων μελών της γαλλικής αντίστασης, με γνωστότερο τον Ζαν Μουλέν, ενώ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράδοση των Εβραίων της περιοχής στους ναζί.
Το 1944 κατορθώνει έγκαιρα να διαφύγει από τη Γαλλία τις παραμονές της απελευθέρωσής της και πηγαίνει στο Ντορτμουντ, συνεχίζοντας τη σταδιοδρομία του στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση το 1945 βγαίνει στην παρανομία, ενώ οι γαλλικές αρχές τον καταδιώκουν. Δυο χρόνια αργότερα καταδικάζεται στη Λυών ερήμην σε θάνατο, την ίδια ακριβώς περίοδο ωστόσο ξεκινά η συνεργασία του με την αμερικανική μυστική υπηρεσία CIC (Counter Intelligence Corps), καθώς οι Αμερικανοί θεωρούσαν πολύτιμη την εμπειρία και την τεχνογνωσία του για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής επιρροής στην Ευρώπη. Με τη βοήθεια της CIC καθώς και καθολικών Κροατών κληρικών, ο Μπάρμπι μετανάστευσε στην πρωτεύουσα της Βολιβίας Λα Πας, ενώ τα επόμενα χρόνια συνεχίζονται δίκες εναντίον του τόσο στην ΟΔΓ, όσο και στη Λυών, με επίκεντρο το ρόλο του σφαγή του Σαν Ζενί – Λαβάλ και τους τουφεκισμους στη φυλακή Μονλίκ της Λυών.
Στο μεταξύ ο Μπάρμπι λαμβάνει με ψευδώνυμο την βολιβαριανή υπηκοότητα, ενώ διατελεί και σύμβουλος της στρατιωτικής δικτορίας της χώρας μετά το 1964, ενώ περίπου την ίδια περίοδο γίνεται και έμμισθος συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών της ΟΔΓ, με μισθό 500 μάρκων το μήνα. Το 1972 η Μπεάτε Κλάρσφλεντ για λογαριασμό της “Διεθνούς Λίγκας κατά του αντισημιτισμού και του ρατσισμού” εντοπίζει στη διάρκεια έρευνας εναντίον ναζί εγκληματιών πολέμου το Μπάρμπι στη Λα Πας. Έκτοτε η γαλλική και δυτικογερμανική κυβέρνηση, εκτεθειμένη από τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών με τον Μπάρμπι, ζητούν επανειλημμένα την έκδοσή του, με το βολιβαριανό ανώτατο δικαστήριο να απαιτεί από το Γάλλο πρόεδρο Ζωρζ Πομπιντού την καταβολή 5.000 δολαρίων, κάτι που ο ίδιος απορρίπτει. Το 1974, ο Μπάρμπι, νιώθοντας απόλυτα προστατευμένος δίνει συνέντευξη στη Λα Πας όπου κομπάζει για τη δραστηριότητά του κατά τον πόλεμο, που “απέτρεψε να γίνει η Γαλλία σοσιαλιστική δημοκρατία”.
Συνεχίζει παράλληλα να αναμειγνύεται ενεργά στα στρατιωτικά κινήματα της Βολιβίας, υποστηρίζοντας το 1980 το πραξικόπημα του στρατηγού Λουίς Γκαρσία Μέσα. Η αρχή του τέλους έρχεται για εκείνον μετά την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα το 1983, όταν και συνελήφθη για κατάχρηση κι εκδόθηκε στη Γαλλία. Η πολύκροτη δίκη του στη Λυών ξεκίνησε στις 11 Μάη 1987 με τον ίδιο να μην εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας. Τελικά μετά από σχεδόν δυο μήνες ο Μπάρμπι καταδικάζεται για 177 εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε ισόβια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η υπεράσπιση έκανε χρήση της γαλλικής νομοθεσίας που προέβλεπε την απαλλαγή Γάλλων αξιωματικών και πολιτών για παρόμοια εγκλήματα στην Αλγερία αλλά και στη διάρκεια του καθεστώτος του Βισύ, πετυχαίνοντας έτσι τη μείωση του κατηγορητηρίου. Ο Μπάρμπι τελικά έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα, σαν σήμερα το 1991, από καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο.
Γεννήθηκε το 1913 ως εκτός γάμου παιδί δυο δασκάλων, που παντρεύτηκαν λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Μεγάλο πλήγμα ήταν για εκείνον ο θάνατος του πατέρα του το 1933, κατά δήλωση του ίδιου του Μπάρμπι λόγω όψιμων επιπλοκών των τραυμάτων του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1933 εντάσσεται στη χιτλερική νεολαία, ενώ μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες κατορθώνει να πάρει απολυτήριο, μένει όμως άνεργος. Αποφασίζει να δηλώσει εθελοντής σε στρατόπεδο εργασίας της NSDAP, όπου γίνεται ακόμα φανατικότερος οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1935 συναντά τον αρχηγός των Ες-Ες Χάινριχ Χίμλερ, που τον εντάσσει στην οργάνωσή του καθώς και στην Υπηρεσία Ασφάλειας του Βερολίνου, όπου καταδιώκει ομοφυλόφιλους και Εβραίους. Ανεβαίνει γρήγορα στην ιεραρχία του κόμματος και τον Ες-Ες και μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάληψη της Ολλανδίας διορίζεται για λογαριασμό της Υπηρεσίας Ασφαλείας στο Άμστερνταμ, όπου καταδιώκει αλύπητα Εβραίους και αντιστασιακούς. Το αποκορύφωμα της δολοφονικής του δράσης έρχεται με τη μετάθεσή του στη Λυών το 1942, όπου αναλαμβάνει διοικητής της τοπικής Γκεστάπο. Με την ιδιότητα του αυτή είναι υπεύθυνος για το βασανισμό και την εκτέλεση πολυάριθμων μελών της γαλλικής αντίστασης, με γνωστότερο τον Ζαν Μουλέν, ενώ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράδοση των Εβραίων της περιοχής στους ναζί.
Το 1944 κατορθώνει έγκαιρα να διαφύγει από τη Γαλλία τις παραμονές της απελευθέρωσής της και πηγαίνει στο Ντορτμουντ, συνεχίζοντας τη σταδιοδρομία του στην Υπηρεσία Ασφαλείας. Μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση το 1945 βγαίνει στην παρανομία, ενώ οι γαλλικές αρχές τον καταδιώκουν. Δυο χρόνια αργότερα καταδικάζεται στη Λυών ερήμην σε θάνατο, την ίδια ακριβώς περίοδο ωστόσο ξεκινά η συνεργασία του με την αμερικανική μυστική υπηρεσία CIC (Counter Intelligence Corps), καθώς οι Αμερικανοί θεωρούσαν πολύτιμη την εμπειρία και την τεχνογνωσία του για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής επιρροής στην Ευρώπη. Με τη βοήθεια της CIC καθώς και καθολικών Κροατών κληρικών, ο Μπάρμπι μετανάστευσε στην πρωτεύουσα της Βολιβίας Λα Πας, ενώ τα επόμενα χρόνια συνεχίζονται δίκες εναντίον του τόσο στην ΟΔΓ, όσο και στη Λυών, με επίκεντρο το ρόλο του σφαγή του Σαν Ζενί – Λαβάλ και τους τουφεκισμους στη φυλακή Μονλίκ της Λυών.
Στο μεταξύ ο Μπάρμπι λαμβάνει με ψευδώνυμο την βολιβαριανή υπηκοότητα, ενώ διατελεί και σύμβουλος της στρατιωτικής δικτορίας της χώρας μετά το 1964, ενώ περίπου την ίδια περίοδο γίνεται και έμμισθος συνεργάτης των μυστικών υπηρεσιών της ΟΔΓ, με μισθό 500 μάρκων το μήνα. Το 1972 η Μπεάτε Κλάρσφλεντ για λογαριασμό της “Διεθνούς Λίγκας κατά του αντισημιτισμού και του ρατσισμού” εντοπίζει στη διάρκεια έρευνας εναντίον ναζί εγκληματιών πολέμου το Μπάρμπι στη Λα Πας. Έκτοτε η γαλλική και δυτικογερμανική κυβέρνηση, εκτεθειμένη από τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών με τον Μπάρμπι, ζητούν επανειλημμένα την έκδοσή του, με το βολιβαριανό ανώτατο δικαστήριο να απαιτεί από το Γάλλο πρόεδρο Ζωρζ Πομπιντού την καταβολή 5.000 δολαρίων, κάτι που ο ίδιος απορρίπτει. Το 1974, ο Μπάρμπι, νιώθοντας απόλυτα προστατευμένος δίνει συνέντευξη στη Λα Πας όπου κομπάζει για τη δραστηριότητά του κατά τον πόλεμο, που “απέτρεψε να γίνει η Γαλλία σοσιαλιστική δημοκρατία”.
Συνεχίζει παράλληλα να αναμειγνύεται ενεργά στα στρατιωτικά κινήματα της Βολιβίας, υποστηρίζοντας το 1980 το πραξικόπημα του στρατηγού Λουίς Γκαρσία Μέσα. Η αρχή του τέλους έρχεται για εκείνον μετά την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα το 1983, όταν και συνελήφθη για κατάχρηση κι εκδόθηκε στη Γαλλία. Η πολύκροτη δίκη του στη Λυών ξεκίνησε στις 11 Μάη 1987 με τον ίδιο να μην εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας. Τελικά μετά από σχεδόν δυο μήνες ο Μπάρμπι καταδικάζεται για 177 εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε ισόβια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η υπεράσπιση έκανε χρήση της γαλλικής νομοθεσίας που προέβλεπε την απαλλαγή Γάλλων αξιωματικών και πολιτών για παρόμοια εγκλήματα στην Αλγερία αλλά και στη διάρκεια του καθεστώτος του Βισύ, πετυχαίνοντας έτσι τη μείωση του κατηγορητηρίου. Ο Μπάρμπι τελικά έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα, σαν σήμερα το 1991, από καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου