20 Νοε 2018

Ο Θανάσης Χατζής και η νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε

Ο Θανάσης Χατζής ήταν μια σεμνή φυσιογνωμία του κομμουνιστικού κινήματος, που συνέδεσε το όνομά της με την εποποΐα του ΕΑΜ και τις πιο λαμπρές στιγμές της Εθνικής Αντίστασης.
Γεννήθηκε το 1905 στο Αμύνταιο της Φλώρινας, στα τελευταία χρόνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατό του, ο Δήμος της γενέτειράς του τίμησε τη μνήμη του, επιμελούμενος ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ, αφιερωμένο στη ζωή και τη δράση του Θανάση Χατζή, απ’ το οποίο αντλούμε χρήσιμα στοιχεία για την προσωπική και πολιτική του διαδρομή. Ο ίδιος αγαπούσε πολύ την ιδιαίτερη πατρίδα του, κάτι που αντανακλάται και στο ψευδώνυμο «Αμύντας» που χρησιμοποίησε κατά την αντιστασιακή του δράση.
Η οικογένειά του ήταν σημαίνουσα στην πόλη και με αγωνιστικές παραδόσεις, καθώς ο πατέρας του Αλέξης Χατζής ήταν γραμματέας της Εθνικής Επιτροπής για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Φοίτησε στη γαλλική σχολή Θεσσαλονίκης, όπου ασπάστηκε τις μαρξιστικές ιδέες και επηρεάστηκε από την Οχτωβριανή Επανάσταση, για να κλειστεί στις φυλακές Επταπυργίου για τη δράση του, απ΄όπου απελευθερώθηκε μόνο χάρη στην παρέμβαση της οικογένειάς του. Οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και ήταν ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος στην Αθήνα, όπου σπούδασε αρχικά νομική, για να επιλέξει τελικά την οδοντιατρική.
Υπηρέτησε στο τάγμα ανεπιθύμητων του Καλπακίου, καθώς διέκοψε την φοίτησή του στη Σχολή Ευελπίδων, (όπου μπήκε μετά από παρότρυνση του συζύγου της αδελφής του) ενώ στη συνέχεια άνοιξε οδοντιατρείο στο Αμύνταιο, όπου ήταν ο μόνος οδοντίατρος για 20.000 κατοίκους. Στην περιοχή του ζούσαν πολλοί σλαβόφωνοι, που υπέστησαν μεγάλες διώξεις, όπως και ο ίδιος, που φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, με βάση το Ιδιώνυμο. Ο ίδιος ήταν πυρηνάρχης των κομμουνιστών στελεχών, συμβάλλοντας στην οργάνωση του ιατρείου των φυλακών. Απελευθερώθηκε μαζί με τους σλαβόφωνους κρατούμενους, για να πάρει εκ νέου το δρόμο της εξορίας λίγο καιρό αργότερα. Υπηρέτησε ως γιατρός στον πόλεμο του ’40, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά, αποσπώντας παράσημο για τη δράση του.
Μετά τη σύλληψη του Λευτέρη Αποστόλου – αδελφός της Ηλέκτρας – που ήταν ο πρώτος χρονικά γραμματέας του ΕΑΜ για τους πρώτους δυο μήνες μετά την ίδρυσή του, ο Θανάσης Χατζής τον αντικατέστησε, κι ανέλαβε να φέρει εις πέρας μια δύσκολη αποστολή: την εύρυθμη λειτουργία ενός διαρκώς διευρυνόμενου μετωπικού σχηματισμού, που βασιζόταν στην αρχή της ομοφωνίας, περιλαμβάνοντας ωστόσο πολιτικές δυνάμεις με διαφορετική στρατηγική στόχευση. Παράλληλα επιφορτίστηκε με το μεγαλύτερο μέρος των διερευνητικών επαφών για συνεργασία με διάφορες προσωπικότητες απ’ τα παλιά κόμματα, έχοντας την ευκαιρία να διαπιστώσει από πρώτο χέρι τη γενική απροθυμία του αστικού πολιτικού κόσμου να ηγηθεί ενεργά της Αντίστασης, καθώς προτιμούσε να λουφάξει περιμένοντας τους Άγγλους «απελευθερωτές» – με την ελευθερία να πέφτει σαν «ώριμο φρούτο» κι όχι σαν καρπός του ένοπλου λαϊκού αγώνα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ηλία Νικολακόπουλο, ένα σημαντικό μέρος της μαζικότητας του ΕΑΜ οφείλεται στην ακατάπαυστη δράση του Χατζή και των επαφών του.
Το Φλεβάρη του ’42 ιδρύεται ο Ε.Λ.Α.Σ. και ο Χατζής αναλαμβάνει πολιτικός καθοδηγητής του, κερδίζοντας το σεβασμό ακόμα και των αντιπάλων του, όπως οι Βρετανοί και ο ΕΔΕΣ. Θα συνεργαστεί μα το Δημήτρη Γληνό για τη συγγραφή του βιβλίου «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», ενώ μαζί με το λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή (που αργότερα προλόγισε και το γνωστότερο έργο του), το Δ. Καρβούνη και Κ. Βιδάλη, θα αποτελέσουν τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ». Ο Χατζής εκτός από σημαντική συγγραφική δεινότητα διέθετε και καλλιτεχνική κλίση, ως παίχτης βιολιού. Την ίδια εποχή θα γνωρίσει τη σύντροφό του Ηρώ Χατζημάρκου, με την οποία απέκτησαν ένα γιο. Εκλέχθηκε εθνοσύμβουλος στους Κορυσχάδες, με τη γυναίκα του να λέει πως ανατρίχιασε όταν τον είδε να ανεβαίνει στο βήμα, αν και ήταν παράνομος. Κέρδισε το βαθμό του αξιωματικού του ΕΛΑΣ, αλλά διαφώνησε με τη συμφωνία του Λιβάνου κι ως εκ τούτου παρέδωσε τα καθήκοντά του στα μέσα του ’44 στον Μήτσο Παρτσαλίδη, που είχε απελευθερωθεί την ίδια χρονιά. Έτσι δεν είχε ενεργό ανάμιξη από νευραλγική, στελεχική θέση στα γεγονότα της κρίσιμης περιόδου της απελευθέρωσης και των Δεκεμβριανών.
Εξελέγη στην ΚΕ του ΚΚΕ κατά το 7ο συνέδριο του κόμματος, δεύτερος σε ψήφους μετά τη Χρύσα Χατζιβασιλείου, αλλά μέσα στο 1945 συνελήφθη κι εξορίστηκε στην Ικαρία. Ακολούθησε το ΔΣΕ βγαίνοντας στο βουνό το 1947, όπου όμως τέθηκε σε διαθεσιμότητα στα τέλη του 1949, λόγω της κριτικής που ασκούσε, σε μια φάση απόλυτα κρίσιμη που απαιτούσε εκ των πραγμάτων μόνο απόλυτα πεπεισμένους συντρόφους. Η άποψη του τότε γγ Νίκου Ζαχαριάδη ήταν πως ο Χατζής είχε εγωιστικές τάσεις, για αυτό και δέχτηκε να αναλάβει κάποια καθήκοντα.
Ακολούθησε την πλειονότητα των μαχητών του ΔΣΕ στην Τασκένδη, μένοντας λίγο έξω από αυτήν, στην πόλη Τσιρτσίκ, όπου δούλεψε ως εργάτης τόρνου, συνεχίζοντας να διαφωνεί με την ηγεσία και να χαρακτηρίζεται “αντιζαχαριαδικός”, χωρίς ποτέ όμως να του αποδοθεί το στίγμα του «προδότη». Είχε χωριστεί από την οικογένειά του, καθώς η Ηρώ είχε συλληφθεί και φυλακιστεί από το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα. Ο ίδιος είχε στείλει ένα παιχνίδι κάποτε στο γιο του με τις χώρες, το οποίο κρατήθηκε από την ασφάλεια γιατί θεωρήθηκε «ύποπτο», ενώ με την οικογένειά του επανασυνδέθηκε αργότερα, όταν ξαναμπήκε στην ΚΕ υπό την ηγεσία του Κολιγιάννη, μετά την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη το 1956. Δούλεψε σε πολυκλινική ως οδοντίατρος, αλλά το 1957 διαγράφηκε οριστικά από το κόμμα και το 1968 εγκαθίσταται στα Σκόπια της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας. Κατά μία έννοια, φαίνεται να ακολουθεί παράλληλη πορεία με τον Μάρκο Βαφειάδη, χωρίς όμως να σχετίζεται με τη δική του μετέπειτα πορεία-κατάντια, καθώς στα γεράματά του εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν και επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα, ο Θανάσης Χατζής αφιερώνεται στη συγγραφή ιστορικών μελετών για τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τον περασμένο αιώνα. Εμβληματική θέση στο έργο του έχει η πολύτομη (αρχικά τρίτομη κι ύστερα τετράτομη, συμπληρωμένη) ιστορία της Εθνικής Αντίστασης με τίτλο «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε.» Σε αυτήν ο Χατζής παραθέτει πλήθος εγγράφεων, αποφάσεων και ντοκουμέντων, φροντίζοντας κατά κανόνα να τεκμηριώνει τα συμπεράσματά του. Αποφεύγει τους αφορισμούς και την εύκολη λαθολογία, τη στοχοποίηση της ηγεσίας (αν και είναι σαφής η «συμπάθειά» του στο Γιώργη Σιάντο, αντιπαραθετικά προς την έλλειψη τόλμης του Γιάννη Ιωαννίδη). Και παρά τις αρκετές επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς για την προσέγγισή του, μας δίνει μια απ’ τις πιο πλήρεις κι αξιόλογες μονογραφίες γι’ αυτή την περίοδο.
Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σύντομη αναφορά στο βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα “Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη”, που συναντά σε πηγαδάκια τον παλαίμαχο κομμουνιστή και τον αντιμετωπίζει με σεβασμό, χωρίς αυτός φυσικά να έχει ενεργό πολιτική δράση ή οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική πορεία και τις επιλογές του πρώτου.
Έφυγε από τη ζωή στις 16 Νοέμβρη 1982 και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δυο μέρες αργότερα. Λίγο πριν πεθάνει, επισκέφτηκαν το βαριά άρρωστο Θανάση Χατζή ο τότε γγ του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης μαζί με τον Κώστα Λουλέ και το Βάσο Γεωργίου. Η κηδεία του ήταν πάνδημη, με 53 πούλμαν να καταφτάνουν από όλη την Ελλάδα και τα στεφάνια να κατακλύζουν το δρόμο. Ιδιαίτερα συγκινητικό και ξεχωριστό είναι το παρακάτω στιγμιότυπο από την κηδεία με τη σημαία του ΕΑΜ να προπορεύεται:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ