Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1960 ο Μ. Καραγάτσης, ένας από τους πιο πετυχημένους και δημοφιλείς ως σήμερα πεζογράφους της γενιάς του ’30. Τα μυθιστορήματά του, ανάμεσα τους “Ο Γιούγκερμαν”, “Ο Κίτρινος Φάκελος”, “Σέργιος και Βάκχος” και το ημιτελές κύκνειο άσμα του “Το 10” γνώρισαν αλλεπάλληλες εκδόσεις και αρκετά εξ αυτών γυρίστηκαν ως τηλεοπτικές σειρές με σημαντική επιτυχία. Συντηρητικός στις πολιτικές του ιδέες, σε πολλά έργα του διαφαίνεται ή αποτυπώνεται ρητά η αντικομμουνιστική του ιδεολογία. Ένα πολύ χαρακτηριστικό έργο που αποτυπώνει την ιδεολογική του στράτευση είναι το μυθιστόρημα “Οι λησταί των Αθηνών”, που δημοσιεύτηκε σε 60 συνέχειες στη δεξιά εφημερίδα βραδυνή τους πρώτους μήνες του 1952, για να εκδοθεί δεκαετίες μετά το θάνατό του σε βιβλίο, το οποίο επιχειρεί τη σύνδεση του φαινομένου της ληστοκρατίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα με το “συμμοριτισμό” που είχε πρόσφατα ηττηθεί στρατιωτικά, αλλά διατηρούσε πάντα τον κίνδυνο να “σηκώσει κεφάλι”, αν οι νικητές έδειχναν επιείκιεια. Ακολουθούν εκτεταμένα αποσπάσματα από το άρθρο του Τάσου Σακελλαρόπουλου, “Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών: Διάλογος μεταξύ 1870 και 1952: Η πολιτική λειτουργία ενός μυθιστορήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα”, από την παρέμβασή του στο συνέδριο” Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και πολιτική”, στις 4 και 5 Απρίλη 2008, τα πρακτικά του οποίου κυκλοφόρησαν από τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη το 2010.Η ιστορική πόρτα εισόδου της λογοτεχνίας μπορεί να φωτίσει όψεις του παρελθόντος που με τρόπο έμμεσο έχουν διασωθεί στα κείμενα. Η λειτουργία της λογοτεχνίας ως παρατηρητηρίου το παρελθόντος μπορεί να μας δώσει την ιστορική διάσταση των πραγμάτων, σύμφωνα πάντοτε με τις ερωτήσεις που πρόκειται να θέσουμε. […]
Προσεγγίζουμε το συγκεκριμένο έργο του Καραγάτση όχι από την οδό που εκτιμά την ποιότητα της ηθογραφίας και την ένταση της ζωής των ηρώων του, αλλά από την οδό της πολιτικής ατμόσφαιρας που διακρίνει το κείμενο, διερευνώντας τα νήματα με τα οποία υφάνθηκε, προκειμένου να συνυφανθεί με την εποχή του. […]γιατί γεφυρώνεται, έμμεσα, στο μυθιστόρημα αυτό η παράλληλη πορεία μιας ιστορίας του 1870 με την πραγματικότητα του 1952; Η’, τι εξυπηρετούσε η σύνδεση των δύο κόσμων, της Ελλάδας του 1870 και της Ελλάδας του 1952; Η’ ακόμη, ποιες τεχνικές και ποιο κλίμα επέλεξε να προβάλει ο Καραγάτσης από το 1870, προκειμένου να έχει απήχηση στο πολιτικό κλίμα του 1952; […]
Οι ληστές στα πρόθυρα των Αθηνών δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα Βραδυνή καθημερινά από τις 28 Ιανουαρίου ως τις 6 Απριλίου του 1952 και εκδόθηκαν σε βιβλίο μετά από πολλά χρόνια, το 1999, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με επιμέλεια του Θανάση Νιάρχου.
Στο έργο παρουσιάζεται η δραματική περιπέτεια που έζησε μια ομάδα δέκα περιηγητών, κυρίως Βρετανών, στην Αττικοβοιωτία του 1870, περιπέτεια που ξεκινά με την απαγωγή τους από την ομάδα ληστών του Τάκου Αρβανιτάκη, και τελειώνει μετά από 13 μέρες ομηρίας, με το θάνατο των τέσσάρων αιχμαλώτων που είχαν τελικά κρατηθεί από τους ληστές. Το γεγονός είναι πραγματικό και την εποχή εκείνη είχε προκαλέσει, όπως ήταν φυσικό, πολιτική κρίση, φέρνοντας την κυβέρνηση Θρασύβουλου Ζαΐμη σε αληθινό αδιέξοδο λόγω της επιμονής των ληστών, οι οποίοι, εκτός από λύτρα, ζητούσαν και αμνηστία. Η χορήγηση αμνηστίας στους ληστές κρίθηκε από το επίσημο κράτος, σε όλη τη διάρκεια της ομηρίας, αντισυνταγματική, σε μια προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας αλλά και του νέου βασιλιά να διαφυλάξουν το κύρος τους. Η αστυνομική έρευνα της υπόθεσης φώτισε και μια άλλη πλευρά, εκείνης της υπόγειας επικοινωνίας των ληστών με πολιτικό πρόσωπο στην Αθήνα, που εισηγείτο διαρκώς το επίμονο-διπλό και αδιέξοδο-αίτημα των ληστών και για αμνηστία και για λύτρα, προκειμένου να μειωθεί το κύρος της κυβέρνησης και να υποστεί πιέσεις από το βρετανικό παράγοντα.
Ως κίνητρο για την προσέγγιση του παρόντος άρθρου λειτούργησαν τα εισαγωγικά επεισόδια, με τα οποία ο συγγραφέας βάζει σε κίνηση εντός του μυθιστορήματος το ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο του Εμφυλίου Πολέμου. Πύλη είσόδου, που χρωμάτιζε πολιτικά τους κινδύνους από τη δράση των ληστών του 1870, γίνεται από τον Καραγάτση η τρέχουσα πραγματικότητα του 1952. Ο συγγραφέας παρουσιάζει στα πρώτα ατά επεισόδιο το αδιέξοδο μιας χήρας, μάνας ενός έφηβου ο οποίος αρνείται επίμονα να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής και σκοτώθηκε στη μάχη του Μακρυγιάννη το Δεκέμβριο του 1944 στην Αθήνα. Ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος απαξίωνε έντονα τη χωροφυλακή, αποδίδοντας ως έργο της τη δίξωη των κλεφτοκοτάδων και όχι τον επιτυχημένο αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας (πρόκειται για τον Εμφύλιο Πόλεμο), τον οποίο πίστωνε στον στρατό και τους αξιωματικούς του. Η χήρα μάνα, επιθυμώντας διακαώς να ακολουθήσει ο νεαρός το “στάδιο”, όπως λέει, του πατέρα του, ζήτησε βοήθεια για την αναβάθμιση του κύρους της χωροφυλακής στα μάτια του γιου της από έναν συγγενή απόστρατο αξιωματικό της χωροφυλακής και συμπολεμιστή του πεσόντος πατέρα. […]
Το πρώτο σκέλος του σχεδίου του απόστρατου αξιωματικού της χωροφυλακής αναγνώριζε τη χωροφυλακή ως ισόβαθμη με τα άλλα στρατιωτικά και ημιστρατιωτικά σώματα στο εθνικό πάνθεον και αναδείκνυε συγχρόνως το ισχυρό δημόσιο κύρος της. Μετά τη δημιουργία του εθνικώς ευνοϊκού κλίματος υπέρ της χωροφυλακής, ο συγγραφέας ανέπτυξε το δεύτερο σκέλος τονίζοντας, μέσω της δράσης της στην απαγωγή του 1870, τη διαχρονική και εθνική της αξία, προβάλλοντας ωστόσο στη διάρκεια της αφήγησης ως καίρια προβλήματα την αδυναμία του κράτους έναντι των ληστών, τις παλινωδίες των πολιτικών προσώπων έναντι του προβλήματος, αλλά και την παρεμπόδιση του έργου της χωροφυλακής να αντιμετωπίσει τους ληστές που λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο και παράλληλα έπλητταν ανεπανόρθωτα το κύρος της αδύναμης Ελλάδας διεθνώς. Παρόν επίσης στην αφήγηση το στοιχείο της χωρίς κίνδυνο επικοινωνίας των ληστών, που κρατούσαν τους ομήρους, με το επίσημο και το ανεπίσημο κράτος. […]
Απέναντι στο βασικό πρόβλημα της ανεξέλεγκτης δράσης των ληστών του 1870, ο Καραγάτσης τοποθετεί δύο άξονες για την αντιμετώπιση τους: τα λύτρα που προτίθεται να δώσει το κράτος και την αμνηστία που ζητούν οι ληστές, τον έναν σε όφελος του κράτους, τον άλλο σε όφελος των ληστών. […] Αν στη λύση των λύτρων υπήρχε ανοχή, η επιμονή των ληστών για αμνηστία θα είχε για το συγγραφέα ως συνέπεια την ακύρωση του κράτους, εφόσον θα επέτρεπε στους ληστές την ένταξή τους στον έννομο βίο και στην κοινωνία, διατηρώντας έτσι τη δυνατότητα να απειλήσουν το κράτος ανά πάσα στιγμή. Φυσική, στην προκειμένη περίπτωση, η σύνδεση των ληστών με τους “συμμορίτες” Έλληνες αριστερούς. Αντιστοίχως εύκολη η σύνδεση με το συγχωροχάρτι, που δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να δοθεί στους ηττημένους του Εμφυλίου, δηλαδή την αμνηστία και στην ελεύθερη πολιτική λειτουργία. Για την ένταξη των αριστερών στις κρατικές δομές δεν ετίθετο ζήτημα.
Ερχόμαστε έτσι στον πολιτικό ρόλο του μυθιστορήματος. Η αιτία για την οποία ζητείται η αναζωπύρωση του αισθήματος του επικείμενου κινδύνου από τους ληστές, δηλαδή από τους αντιπάλους που επιβολεύονται το αδύναμο μετεμφυλιακό κράτος, θα πρέπει να αναζητηθεί στο πολιτικό πλαίσιο της εποχής, δηλαδή στη σύγκρουση για την πολιτική πορεία των πραγμάτων μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σύγκρουση, που εκείνη τη χρονική στιγμή είχε ως αντικείμενο τα μέτρα επιείκειας της κυβέρνησης Πλαστήρα υπέρ των διωκόμενων αριστερών, κυρίως υπέρ του πλήθους των διωκομένων για έμμεση έστω συμμετοχή στην εαμική αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής. […]
Στο ίδιο έντονο ύφος ο Καραγάτσης κάλυπτε για τη Βραδυνή την περιοδεία του Παπάγου στην Πελοπόννησο. Κυρίαρχο στις ανταποκρίσεις του ήταν το πνεύμα του εθνικού κινδύνου εξαιτίας της καταρράκωσης που η κυβέρνηση Πλαστήρα είχε επιφέρει στο στρατό. Όσο πλησίαζαν οι ημέρες έναρξης των επεισοδίων των Ληστών, οι αναγγελίες στη Βραδυνή για την επικείμενη δημοσίευση πύκνωναν, με εμβληματική για το πνεύμα που μας ενδιαφέρει εκείνη της 23ης Ιανουαρίου στην οποία το έργο περιγράφεται ως “…ένα θαυμάσιο ιστορικό αφήγημα όπου ο αναγνώστης θα βρει πολλές ομοιότητες με όσα πρόσφατα και σημερινά έζησε και ζει”. […]
Δραματική σύμπτωση με την επικαιρότητα καταγράφεται στο φύλλο της 31ης Μαρτίου 1952, όταν, στο πεντηκοστό τρίτο επεισόδιο από τα εξήντα της σειράς των Ληστών, η αφήγηση περιγράφει τη χλευαστική δημόσια έκθεση των κομμένων κεφαλιών των ληστών του 1870, σε αντίθεση με τις τιμές που απέδιδε η χωροφυλακή στις σωρούς των Άγγλων νεκρών της σφαγής στο Δήλεσι. Στο ίδιο φύλλο της Βραδυνής δημοσιεύτηκε η περιγραφή της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του, με απαξιωτικές λεπτομέρειες για το σθέντος τους, το ύφος τους και την προσωπικότητά τους. Σκληρή σύμπτωση, η οποία, παρά το πνεύμα εκείνων των ημερών διατηρεί υψηλή δραματικότητα.
[…]
Η διατήρηση της πολεμικής έντασης του Εμφυλίου Πολέμου και σε καιρό ειρήνης, αποτέλεσε γρανάζι μιας μηχανής που κυριάρχησε στην πρακτική των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, ιδιαιτέρως εκείνων που διέθεταν ισχυρή κινηματική βάση. Η λειτουργία αυτή στην πολιτική ζωή εξυπηρετούσε τόσο την απαξίωση όσο και τη δαιμονοποίηση του πολιτικού αντιπάλου, ορίζοντας ως έκφρασής της, η λογοτεχνία έδρασε επικουρικά στη μηχανή αυτή, η ζεύξη δε λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας ίσως και ενισχυτικά. Ωστόσο, κάθε μορφή τέχνης περισσότερο αποτυπώνει πολιτικές στιγμές και γεγονότα παρά τα δημιουργεί. Άρα, η ευθύνη της δραματικότητας καλύτερα να αναζητηθεί σε πολιτικές αποφάσεις παρά στην καλλιτεχνική έκφραση, η οποία εξάλλου αποτελεί κυρίως προσωπική επιλογή του δημιουργού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου