Μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της υιοθέτησης του διαβόητου Γ’ ψηφίσματος το 1946, που στρεφόταν ευθέως ενάντια στην κομμουνιστική και εαμική δράση,ένα χρόνο πριν την πλήρη απαγόρευση του ΚΚΕ και “των παραφυάδων” του, ήταν και η ίδρυση Έκτακτων Στρατοδικείων σε όλη την επικράτεια, επανδρωμένα ως επί το πλείστον με εν ενεργεία στρατιωτικούς, που τοποθετούνταν στη θέση τους αμέσως μετά τη θητεία τους στο μέτωπο, ώστε να διασφαλίζεται το μένος τους κατά των κατηγορουμένων. Βασικός στόχος των Έκτακτων Στρατοδικείων ήταν απηνής δίωξη οποιουδήποτε συμμετείχε στο ΔΣΕ, τον στήριζε υλικά, ηθικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, αλλά και η κατατρομοκράτηση και η εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης του πληθυσμού συνολικά, καθώς ενώπιον του στρατοδικείου βρέθηκαν άνθρωποι είτε μόνο για τα φρονήματά τους, είτε επειδή κρίθηκαν ύποπτοι για την πιο ασήμαντη αφορμή, ανάμεσά τους και “υπεράνω υποψίας εθνικόφρονες”. Ένα παράδειγμα αρκετά αντιπροσωπευτικά για τη λειτουργία των Έκτακτων Στρατοδικείων της περιόδου είναι εκείνο του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων, που αποτελεί αντικείμενο του άρθρου της Δόμνας Κόφφα “Η πολιτική λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης: Η περίπτωση του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων”, στο συλλογικό τόμο “Πόλεμος και Αντίσταση στη Θεσσαλία. Όψεις της ιστορίας της κατά τη δεκαετία του ’40”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα:[…]
Το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 9 Μαΐου 1947. Αποτελούνταν από δύο τμήματα, το τμήμα Α’ με δικαιοδοσία στο νομό Τρικάλων και το τμήμα Β’ με δικαιοδοσία στο Νομό Καρδίτσας. Στην αίθουσα του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων εκδικάστηκαν από τον Μάιο του 1947 έως τον Απρίλιο του 1950, συνολικά 1082 υποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, το 1947 εκδικάστηκαν 321 υποθέσεις και επιβλήθηκαν διάφορες ποινές ή απαλλάχθησαν 897 άτομα, το 1948 εκδικάστηκαν 417 υποθέσεις που αφορούσαν 800 άτομα, το 1949 σε 332 υποθέσεις παραπέμπονταν 471 άτομα και το 1950 εκδικάστηκε η τύχη 25 ατόμων σε συνολικά 12 υποθέσεις. Το σύνολο όσων παραπέφθηκαν ανέρχεται σε 2193 άτομα. […]
Στο τμήμα Β’ της Καρδίτσας από τον Μάιο του 1947 έως τον Ιανουάριο του 1950 εκδικάστηκαν 604 υποθέσεις, οι οποίες αφορούσαν 1536 άτομα. Το 1947 εκδικάστηκαν 229 υποθέσεις και επιβλήθηκαν διάφορες ποινές ή απλλάχθηκαν 729 άτομα, το 1948 εκδικάστηκαν 146 υποθέσεις στις οποίες παραπέμφθηκαν 361 άτομα, το 1949 εκδικάστηκαν 214, στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές ή απαλλάχθηκαν 416 άτομα και τον Ιανουάριο του 1950 εκδικάστηκαν 15 υποθέσεις που αφορούσαν 30 άτομα. […]
Το 1947 και το 1948 το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων κορυφώνει τη λειτουργία του, γεγονός που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις, αλλά και πανελλαδικά. Η έναρξη της λειτουργίας του Στρατοδικείου ταυτίζεται όχι μόνο με την έναρξη της επιχείρησης Τέρμινους, αλλά και με την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού και τις μεθόδους που εφάρμοσε στη περιοχή, προκειμένου να πλήξει τις γραμμές των ανταρτών και τις πολιτικές οργανώσεις.
[…]
Κατά τη διάρκεια της Τέρμινους, κυρίως όμως στο τέλος των στρατιωτικών συγκρούσεων του Εμφυλίου, μαχητές και μέλη των πολιτικών οργανώσεων που τραυματίστηκαν ή αποκόπηκαν από τις μονάδες τους και κρύφτηκαν για να αποφύγουν την αιχμαλωσία ανακαλύφθηκαν από τον αντίπαλο, προδόθηκαν ή εξαναγκάστηκαν από την πείνα να εμφανιστούν και συνελήφθησαν.
Όσοι συνελήφθησαν ή αιχμαλωτίστηκαν και δεν εκτελέστηκαν αμέσως, τροφοδότησαν το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων. Οι αξιόποινες πράξεις που διώκονταν βάσει του Γ’ Ψηφίσματος, θεωρούνταν πως λάμβαναν χώρα κατ’εξακολούθηση, σε εκτεταμένο χρονικό διάστημα και σε διαφορετικά μέρη. […] Από τα αρχεία του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων προκύπτει πως ο κύριος όγκος των υποθέσεων που εκδικάστηκαν στις αίθουσές του, αφορά ανθρώπους οι οποίοι συνελήφθησαν το 1947 και πιο συγκεκριμένα την άνοιξη και το καλοκαίρι του ίδιου έτους, κατά τη διάρκεια δηλαδή της επιχείρησης Τέρμινους.
Από τα ανωτέρω συγκεντρωτικά στοιχεία προκύπτει ότι λίγο πάνω από τους μισούς αθωώνονται ή απαλλάσσονται πάσης ποινής. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τη συνολική τάση των Έκτακτων Στρατοδικείω της περιόδου να αθωώνουν ή να απαλλάσσουν τελικά περίπου τους μισούς από όσους παραπέμπονταν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία παρέμειναν προφυλακισμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, από μερικούς μήνες έως και ενάμιση χρόνο χωρίς, όπως δηλωνόταν να “συντρέχει λόγος αποζημίωσης για το διάστημα προφυλάκισης”.
Στα Τρίκαλα οι προφυλακισμένοι κρατούνταν στο στρατόπεδο της 9ης Μεραρχίας, το επονομαζόμενο από τη διοίκηση της Μεραρχίας και τον τοπικό τύπο ως “Αντι- Μπούλκες, το ψυχικόν εξιλαστήριον κρατουμένων δι’αντεθνική δράση”. Σύμφωνα με ένα άρθρο, τον Μάιο του 1947 κρατούνταν περίπου 1110 άτομα εκ των οποίων οι 65 ήταν γυναίκες. Οι κρατούμενοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερα τμήματα, ένα για τις ηλικίες 16-30 με περίπου 400 κρατούμενους, ένα δεύτερο για ηλικίες 31 -41, το τρίτο για την “υπερώριμον ηλικία” και ένα τέταρτο για τις γυναίκες. Οι κρατούμενοι χωρίζονταν και κατά επικινδυνότητα. Μαρτυρία της εποχής αναφέρει πως οι κρατούμενοι για μια περίοδο ξεπέρασαν τις 2500. […] Στο στρατόπεδο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, “η απομόνωση από τον έξω κόσμο ήταν απόλυτη. Καμιά επαφή. Ούτε με γράμμα. Ούτε όλοι οι δικηγόροι μπορούσαν να πάρουν άδεια να επισκεφτούν τους πελάτες τους…Οι ανακρίσεις γίνονταν στον ανατολικό στρατώνα από αξιωματικούς. Μπαίνοντας στο γραφείο του ανακριτή, δεξιά και αριστερά από το γραφείο του, στέκονταν δυο εύσωμοι μαυροσκούφηδες με γκλομπ. Και σε γνέψιμο του ανακριτή έπεφταν πάνω σου και σου έσπαζαν τα κόκαλα. Σπάνια έβγαινε κρατούμενος από το γραφείο αυτό χωρίς να δοκιμάσει την περιποίησή τους.”
Οι ποινές που επέβαλε το Έκτακτο Στρατοδικείο Τρικάλων στοιχειοθετούν τη σκληρότητά του. Από τα συγκεντρωτικά στοιχεία παρατηρούμε ότι ειδικά το 1947 και το 1948 επιβάλλονται σύνήθως βαριές ποινές: θάνατος, ισόβια, πρόσκαιρα δεσμά από δέκα χρόνια και πάνω. Οι μικρότερες ποινές ή φυλάκιση κάτων των 5 ετών, ιδιαίτερα το 1949, αφορούν στην συντριπτική τους πλειοψηφία περιπτώσεις λιπομαρτυρίας, γεγονός που παραπέμπει στην απροθυμία των μαρτύρων κατηγορίας να καταθέσουν ενώπιον του στρατοδικείου. […]
Οι βαριές ποινές, οι θανατικές καταδίκες και το υψηλό ποσοστό των εκτελέσεων αποδεικνύουν τον τιμωρητικό, εκδικητικό ρόλο του Έκτακτου Στρατοδικείου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, μια σημαντικά αρνητική συνέπεια της επιχείρησης Τέρμινους για τον Δημοκρατικό Στρατό ήταν η αποδιάρθρωση των πολιτικών οργανώσεων και του δικτύου υποστήριξης των ανταρτών στις περιφέρειες των Τρικάλων και της Καρδίτσας. […] Οι μαρτυρίες της εποχής, περιγράφοντας το τρομοκρατικό κλίμα, αναφέρουν πως δεκάδες άνθρωποι κατηγορήθηκαν για αυτοαμυνίτες, για τροφοδότες των ανταρτών, σύρθηκαν στα Έκτακτα Στρατοδικεία και καταδικάστηνκαν σε βαριές ποινές. Πράγματι, και η μελέτη του Τύπου της εποχής επιβεβαιώνει τις παραπάνω περιγραφές. Τόσο κατά την παρουσίαση των συλλήψεων από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, όσο και από τα ρεπορτάζ που κάλυπταν κάποιες από τις δίκες του στρατοδικείου, οι άνθρωποι που δικάζονταν παρουσιάζονταν ως μέλη της Αυτοάμυνας.
Εκτός από τους ένοπλους αντάρτες, που καταδικάζονται και εκτελούνται, οι πρώτες καταδίκες σε θάνατο στοχεύουν στην παραδειγματική τιμωρία όλων όσων ανήκαν στο δίκτυο υποστήριξης του Δημοκρατικού Στρατού και τις πολιτικές οργανώσεις. Ήδη πριν την έναρξη της λειτουργίας του Έκτακτου Στρτοδικείου στα Τρίκαλα συλλφθέντες, μέλη των πολιτικών οργανώσεων, παραπέμπονται στο στατοδικείο της Λάρισας. Οι αιχμάλωτοι της Νιάλας, ανάμεσά τους στελέχη του ΚΚΕ της Καρδίτσας και της Θεσσαλίας, στάλθηκαν αμέσως στο στρατοδικείο της Λαμίας, όπου και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Στελέχη του ΚΚΕ ή του εργατικού και του ΕΑΜικού κινήματος είχαν ελάχιστες πιθανότητες να γλιτώσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, όπως καταδεικνεύει η περίπτωση του Κώστα Αρίδα, του Στέφανου Κουτσή, εθνοσυμβούλου της ΠΕΕΑ, του γιατρού Δημοσθένη Γρίβα από την Καρδίτσα και του Βαγγέλη Κορκότζιαλου, προέδρου του εργατικού κέντρου Καρδίτσας. Το μήνυμα καταδείκνυε την αποφασιστικότητα του κράτους και του κυβερνητικού στρατού να αποκεφαλίσει την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ – ΚΚΕ και να ξεμπερδεύει οριστικά με τους κομμουνιστές και τους αντάρτες, εξοντώνοντάς τους βιολογικά και πολιτικά, ξεριζώνοντας τις βάσεις υποστήριξης και τις πολιτικές τους οργανώσεις.
Παραδειγματική είναι και η τιμωρία οκτώ τουλάχιστον στρατιωτών οι οποίοι λιποτάκτησαν και εντάχθηκαν στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του στρατιώτη Αβραμόπουλου, στη δίκη του οποίου ο Βασιλικός Επίτροπος ξεκίνησε την αγόρευσή του “με τον περίφημο όρκον των Αθηναίων Εφήβων “ου καταισχύνω τα όπλα” δια να καταδείξη την βαρύτητα του αδικήματος της λιποταξίας, ιδιαιτέρως εις την Ελλάδα με την υπέροχον εθνικήν παράδοσιν”.
[…]
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, το Έκτακτο Στρατοδικείο λειτουργεί συμπληρωματικά στην “εκκαθάριση” της περιοχής από πραγματικά ή υποτιθέμενα στηρίγματα του Δημοκρατικού Στρατού […]. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση ενός αγρότη και μιας οικοκυράς από ένα χωριό των Τρικάλων, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο γιατί, παρόλο που το χωριό τους είχε εκκενωθεί από το στρατό ως “συμμοριοκρατούμενο”, οι ίδιοι δεν έφυγαν αλλά έμειναν εκεί “βόσκοντες τα πρόβατά τους”. Σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, οι δυο κατηγορούμενοι ήταν αριστερών φρονημάτων” δεν πρέπει όμως να είχαν κάποια σχέση με τους αντάρτες και οι μάρτυρες δεν τους θεωρούσαν επικίνδυνους. Το Στρατοδικείο τους αθώωσε, οι κατηγορούμενοι, να και είχαν ήδη μείνει προφυλακισμένοι τουλάχιστον ένα εξάμηνο, δεν αποζημιώθηκαν για την ταλαιπωρία τους […].
Ο σκοπός της λειτουργίας των Έκτακτων Στρατοδικείων δεν είχε σχέση με την απονομή δικαιοσύνης και ως εκ τούτου τα φαινόμενω δικών χωρίς μάρτυρες κατηγορίας, δίκες ανθρώπων που δεν είχαν σχέση μεταξύ τους, με χαλκευμένα κατηγορητήρια τα οποία στήριζαν η Ασφάλεια, μέλη των ΜΑΥ ή καταθέσεις χωροφυλάκων, ήταν πολύ συχνά. […]
Πολλοί κατηγορούμενοι ήταν προγραμμένοι χωρίς οι στρατοδίκες να περιμένουν την απόδειξη του κατηγορητηρίου μέσω της προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων. […]
Η λειτουργία των Έκτακτων Στρατοδικείων επικύρωνε και ενίσχυε την επιβολή και την καταστολή και συνέτεινε στην πειθάρχηση της κοινωνίας, επιτείνοντας το πλαίσιο της ασφυξίας. […] Αρκούσε κυριολεκτικά μια κουβέντα για να κινηθεί η δικαστική διαδικασία και κάποιος να παραπεμφθεί στο Έκτακτο Στρατοδικείο, ακόμα και αν δεν ήταν κομμουνιστής, αριστερός ή έστω συμπαθών. […]Ενδεικτική είναι η περίπτωση ενός διευθυντή δημόσιας υπηρεσίας, ο οποίος κατηγορήθηκε από έναν υπολοχαγό και σύρθηκε στο Στρατοδικείο για παράβαση του νόμου 755/17. Οι δυο τους συνομιλούσαν στο τρένο και ο κατηγορούμενος διηγούνταν την περιπέτειά του κατά την αιχμαλωσία του από τους αντάρτες. Σύμφωνα με έναν μάρτυρα κατηγορίας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος ασφαλείας του τρένου και παρών στη συζήτηση, ο κατηγορούμενος έλεγε ότι “οι συμμορίται πιστεύουν ότι θα νικήσουν κι έχουν ενθουσιασμό. Έλεγαν ότι την άνοιξη θα εφοδιαστούν και με αεροπλάνα και τότε θα νικήσουν. Οι στρατιώται δεν εκτελούνται υπό των συμμοριτών αδιακρίτως, ενώ οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥ άνευ διαδικασίας. Ότι τον ανέκρινε ένας δικηγόρος από τη Λάρισα, ο οποίος το εφέρθη πολύ καλά”. Σύμφωνα με τη γνώμη του μάρτυρα κατηγορίας, αν αυτά τα έλεγε ο κατηγορούμενος σε αφελείς “θα ηδύνατο να προκαλέσωσι ανησυχία”. Αν και δεν κατέβαλε ο κατηγορούμενος προσπάθειες να γίνεται ακουστός, εκείνη τη στιγμή δεν σχημάτισε καλή γνώμη γι’αυτόν. Μετά έμαθε ότι πρόκειται για καλό εθνικιστή, με πλούσια δράση μάλιστα. Οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν για την εθνικιστική δράση του κατηγορούμενου και για το πόσο ταλαιπωρήθηκε, τον καιρό της παραμονής του στο βουνό, ενώ ένας μάρτυρας υπεράσπισης, κατέθεσε πως γνωρίζει αυτόν που άσκησε την κατηγορία “ως τύπο έξαλλο και ευερέθιστο”. Ο διευθυντής αθωώθηκε.
Η λειτουργία του έκτακτου στρατοδικείου Τρικάλων συμπλήρωνε το πλαίσιο καταστολής και τρομοκράτησης του πληθυσμού της περιοχής. Οι χιλιάδες που πέρασαν από τις αίθουσές του, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, προστίθενται σε όσους εξορίστηκαν ως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια. Με το μανδύα της νομιμότητας εκατοντάδες άνθρωποι στην περιφέρεια της Καρδίτσας και των Τρικάλων εκτελέστηκαν. Εκτός από αυτές τις νόμιμες σφαγές, το κράτος νομιμοποιούσε ουσιαστικά και τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών μέσω των επικηρύξεων που δημοσιεύονταν στα Φύλλα Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Στις αίθουσες του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων εμπεδωνόταν το μήνυμα πως η οποιαδήποτε ανάμειξη με το ΚΚΕ και το Δημοκρατικό Στρατό ήταν θανατηφόρα, όπως και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο που διαμορφώθηκε. Τα έκτακτα στρατοδικεία, ως ένα ακόμη όπλο, συνέβαλαν καθοριστικά στην τρομοκράτηση και την πειθάρχηση της κοινωνίας, ιδιαίτερα εκείνου του τμήματος που αλλιώς την ονειρευόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου