Η πολιτική οικονομία και η αναγκαιότητα της κρίσης
Από το Η θεωρία της κρίσης στον Μαρξ, St Martin's Press, 1994
Μτφρ.: Lenin Reloaded
Κάθε
φορά που υπάρχει φάση ανάπτυξης, οι απολογητές του καπιταλισμού
ισχυρίζονται πως η τάση προς την κρίση που έχει ταλαιπωρήσει το
καπιταλιστικό σύστημα από τις απαρχές του έχει επιτέλους ξεπεραστεί. Όταν
η φάση ανάπτυξης ανακοπεί, οι οικονομολόγοι διαγκωνίζονται μεταξύ τους
για το ποιος θα προσφέρει μια αποσπασματική εξήγηση της κατάρρευσης.
Η κρίση των αρχών του 90 ήταν το αποτέλεσμα του απρόσεχτου δανεισμού
της δεκαετίας του 80. Η κρίση των αρχών του 80 ήταν το αποτέλεσμα
υπερβολικών κρατικών δαπανών στα τέλη της δεκαετίας του 70. Η κρίση των
μέσων του 70 ήταν το αποτέλεσμα της πληθωριστικής χρηματοδότησης του
πολέμου στο Βιετνάμ...η κρίση της δεκαετίας του 30 ήταν το αποτέλεσμα
λανθασμένων τραπεζιτικών πολιτικών....κάθε κρίση έχει και άλλη αιτία,
και όλες οι αιτίες καταλήγουν στην ανθρώπινη αποτυχία, ενώ καμία στο
ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Κι όμως, οι κρίσεις επαναλαμβάνονται περιοδικά τα τελευταία διακόσια χρόνια.
Οι
αστοί οικονομολόγοι πρέπει να αρνούνται ότι οι κρίσεις είναι ενδογενείς
στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής διότι ολόκληρη η
οικονομική θεωρία βασίζεται στην υπόθεση ότι το καπιταλιστικό σύστημα
αυτορυθμίζεται, και έτσι ότι το βασικό καθήκον του θεωρητικού
οικονομολόγου είναι να ταυτοποιεί τις ελάχιστες συνθήκες υπό τις οποίες
μπορεί να διατηρηθεί αυτή η αυτορύθμιση, έτσι ώστε κάθε κατάρρευση να
ταυτοποιείται ως αποτέλεσμα εξαιρετικών αποκλίσεων από το φυσιολογικό.
Ακόμα και οι περισσότερο απολογητικοί οικονομολόγοι δεν μπορεί να μην παρατηρούν ότι υπάρχουν επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Αλλά, ακολουθώντας
τις παραδόσεις της κλασικής πολιτικής οικονομίας, οι οικονομολόγοι
εξηγούν αυτές τις κρίσεις ως ενδεχομενικά φαινόμενα. Η βασική λειτουργία των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εγγυάται ότι υπάρχει πάντοτε μια τάση προς την ισορροπία. Αυτό
σημαίνει ότι οι κρίσεις μπορούν να έλθουν μόνο ως αποτέλεσμα εξωτερικών
σοκ, τα οποία ανατρέπουν για λίγο την ισορροπία, ή εσωτερικών
αναταραχών, οι οποίες παρεμποδίζουν ή ανατρέπουν τις διαδικασίες
εξισορρόπησης της αγοράς.
Μέσα
στα πλαίσια της γενικής θεωρίας της ισορροπίας, το κεφάλαιο κινείται
ανάμεσα σε κλάδους παραγωγής, ανταποκρινόμενο στις μεταβολές του
ποσοστού κέρδους οι οποίες προέρχονται από ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς
και ζήτησης. Αυτή η κίνηση του κεφαλαίου είναι το μέσο δια του οποίου ο
ανταγωνισμός διατηρεί τις αναλογίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων, έτσι
ώστε οι ασυμμετρίες οι οποίες θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την
συσσώρευση να εξομαλύνονται μέσω της αρμονικής διάδρασης ανάμεσα στην
προσφορά και τη ζήτηση. Κάθε κρίση μεταξύ αναλογιών, όπως αυτή των μέσων
της δεκαετίας του 70, αποδίδεται κατόπιν στις ατέλειες της αγοράς, και
εν προκειμένω στις μονοπωλιακές εξουσίες των πετρελαιοπαραγωγών.
Στα
πλαίσια της νεοκλασικής θεωρίας, η γενική ισορροπία προσφοράς και
ζήτησης συντηρείται από τη διάδραση μεταξύ του επιτοκίου και του
ποσοστού κέρδους. Αν υπάρχει έλλειψη επενδύσεων, τότε θα πέσει η ζήτηση
για κεφάλαια επενδύσεων, οδηγώντας σε πτώση του επιτοκίου, η οποία θα
φέρει νέες επενδύσεις. Μια σταθερή νομισματική πολιτική θα εγγυηθεί ότι η
ισορροπία συντηρείται. Στον κλασικό κόσμο του κανόνα του χρυσού, το
έλειμμα στον ισολογισμό των διεθνών πληρωμών παρείχε την κατεξοχήν
ένδειξη υπερθέρμανσης της οικονομίας, καθώς η εκροή αποθεμάτων χρυσού
και συναλλάγματος πίεζε τις νομισματικές αρχές να σφίξουν την
νομισματική πολιτική ώστε να διορθώσουν την ανισορροπία. Παρομοίως, η
απαρχή της ύφεσης οδηγούσε σε μια εισροή προς τα αποθέματα η οποία
επέτρεπε μια χαλαρότερη νομισματική πολιτική. Στον σύγχρονο κόσμο, οι
ενδείξεις για τις πληθωριστικές και αποπληθωριστικές πιέσεις είναι πιο
πολύπλοκες, αλλά η βασική αρχή παραμένει η ίδια. Μια κρίση
υπερσυσσώρευσης, όπως αυτή που χτύπησε στα τέλη της δεκαετίας του 80,
είναι έτσι το αποτέλεσμα χαλαρών νομισματικών πολιτικών οι οποίες
προκάλεσαν πληθωριστικές και σπεκουλαδόρικες υπερεπενδύσεις.
Παρά
την μαθηματική τους εκλέπτυνση, οι εξηγήσεις για τις κρίσεις που δίνουν
σήμερα οι οικονομολόγοι δεν διαφέρουν από αυτές που διατυπωνόντουσαν
στις αρχές του 19ου αιώνα. Πάντα αναγνωριζόταν ότι ένα μεγάλο
εξωτερικό σοκ, όπως ο πόλεμος ή η κακή σοδειά, μπορεί να επιφέρει μια
παροδική διακοπή στις σχέσεις ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής, ή
στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις μιας εθνικής οικονομίας. Αλλά οι αιτίες μιας τέτοιας κρίσης βρίσκονται εκτός του καπιταλιστικού συστήματος,
και η υπόθεση ήταν ότι η σταθερότητα θα επανεγκαθίστατο μέσα από τις
φυσιολογικές διαδικασίες της προσαργμογής της αγοράς. Όταν δεν
αποδίδονταν σε τέτοια εξωγενή σοκ, η βασική αιτία της κρίσης
ταυτοποιούνταν παραδοσιακά ω αποτέλεσμα παρέμβασης της κυβέρνησης στην
ρύθμιση της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, αν η κυβέρνηση προσπαθούσε να
τονώσει την οικονομία τεχνητά τυπώνοντας χρήμα ώστε να χρηματοδοτήσει
τις υπερβολικές της δαπάνες, τότε θα προήγαγε τις υπερβολικές επενδύσεις
και θα οδηγούσε έτσι σε πληθωριστικού χαρακτήρα ανάπτυξη. Στο τέλος, η
φάση ανάπτυξης θα κατέρρεε καθώς θα αποτύγχαναν οι επισφαλείς και
σπεκουλαδόρικες επενδύσεις, απαιτώντας έτσι μια περίοδο ύφεσης ώστε να
εκκαθαριστούν οι υπερβολές απ' τον οργανισμό του συστήματος. Η κυκλική εναλλαγή της ανάπτυξης και της ύφεσης [boom and bust] η
οποία σημάδεψε την ιστορία του καπιταλισμού δεν ήταν λοιπόν εγγενής
στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά ήταν αποτέλεσμα της ανοησίας
και της ανευθυνότητας των πολιτικών.
Ο
Κέινς αμφισβήγησε την σταθερότητα του κλασικού μακροοικονομικού
μηχανισμού προσαρμογής αλλά από άλλες απόψεις το έργο του έμεινε μέσα
στα πλαίσια της κλασικής αντίληψης. Η κεϊνσιανή θεωρία μπόρεσε να
εξηγήσει την κυκλική εναλλαγή της ανάπτυξης και της ύφεσης, η οποία
συνιστούσε αυτό που είναι γνωστό ως "κύκλος εμπορίου" ή "επιχειρηματικός
κύκλος", αλλά να εξηγήσει μόνο το ότι ο κύκλος αυτός δεν ήταν με κανένα
τρόπο εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά μπορούσε να
τύχει θεραπείας από τις σωστές κυβερνητικές πολιτικές. Αυτό το οποίο
υπονοούσε η κριτική του Κέινς ήταν πως η σταθεροποίηση απαιτούσε την
ενεργότερη παρέμβαση μιας κυβέρνησης στην αναζήτηση αντικυκλικών
οικονομικών και νομισματικών μέτρων ώστε να διατηρηθεί μια
μακροοικονομική ισορροπία. Αλλά ο βασικός σκοπός της κριτικής του
Κέινς ήταν η επανεπιβεβαίωση της αρμονίας του φιλελεύθερου καπιταλισμού
μπροστά στην απειλή του κομμουνιστικού και του φασιστικού κορπορατισμού. Για
τους κεϊνσιανούς, όπως και για τους κλασικούς οικονομολόγους, η τάση
προς την κρίση δεν είναι εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά είναι αποτέλεσμα της ανεπάρκειας των θεσμικών ρυθμίσεων και των πολιτικών αποκρίσεων. Η τάση προς την κρίση μπορεί συνεπώς να ξεπεραστεί με τις σωστές θεσμικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Μετά
τον Κέινς, όπως και πριν απ' αυτόν, η επιμονή των κρίσεων αποτελεί
μαρτυρία όχι στις ανεπάρκειες του καπιταλισμού, αλλά στην άγνοια και την
ανευθυνότητα των πολιτικών.
Μετά από διακόσια χρόνια επανάληψης αυτών των ανοησιών θα περίμενε κανείς οι οικονομολόγοι να έχουν οσμιστεί ότι κάτι βρωμάει.
Το είδος των εξηγήσεων που δίνουν στις κρίσεις οι οικονομολόγοι μοιάζει
με το να αρνείται ένας επιστήμονας την επανάληψη των εποχών ως φυσικό
φαινόμενο, αποδίδοντας την επιστροφή της άνοιξης κάθε χρόνο σε κάποια
υπερφυσική δύναμη. Το θεωρητικό πρόβλημα δεν είναι η εξήγηση των
συγκεκριμένων αιτιών αυτής ή εκείνης της κρίσης, όπως δεν είναι
επιστημονικό ζήτημα να εξηγήσει ο επιστήμονας την ακριβή ημερομηνία κατά
την οποία έρχεται η άνοιξη σε μια συγκεκριμένη χρονιά. Το
επιστημονικό καθήκον είναι η εξήγηση της τακτικής επανάληψης των
οικονομικών κρίσεων ως φυσιολογικού μέρους των αναπτυξιακών τάσεων του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό είναι το καθήκον που ανέλαβε ο μαρξισμός, προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι κρίσεις δεν είναι απλώς επιφανειακές στρεβλώσεις στην συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά ότι η τάση προς την κρίση είναι εγγενής στην κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το διακριτικό χαρακτηριστικό των μαρξιστικών θεωριών της κρίσης είναι η έμφασή τους στην αναγκαιότητα της
κρίσης ως θεμελιώδους και ανεξάλειπτου χαρακτηριστικού του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το οποίο και ορίζει τα αντικειμενικά
όρια του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Η Ρόζα
Λούξεμπουργκ έδωσε την κλασική διατύπωση για τον ρόλο της μαρξιστικής
θεωρίας της κρίσης απαντώντας στον Μπερνστάιν:
Από την οπτική του επιστημονικού σοσιαλισμού, η ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης εκδηλώνεται περισσότερο από οπουδήποτε στην αυξανόμενη αναρχία του καπιταλισμού, η οποία οδηγεί το σύστημα σε αδιέξοδο. Αν όμως κάποιος δέχεται, όπως κάνει ο Μπερνστάιν, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν κινείται στην κατεύθυνση της καταστροφής της, τότε ο σοσιαλισμός παύει να είναι αντικειμενικά αναγκαίος.
Αν οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να
εξαλείψουν ή τουλάχιστον να απαλύνουν της ενδογενείς αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας.... η εξάλειψη των κρίσεων σημαίνει την κατάπνιξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στην παραγωγή και την ανταλλαγή στην καπιταλιστική βάση. Η καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης....σημαίνει την απάλυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία...Απομένει μονάχα ένα θεμέλιο του σοσιαλισμού -- η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου...[η οποία] γίνεται τώρα απλό ιδεώδες, του οποίου η δύναμη πειθούς εξαρτάται μόνο από την τελειότητα που του αποδίδεται (Luxemburg, 1899/1908, σ. 58).
Η μαρξιστική θεωρία της αναγκαιότητας της
κρίσης, της κρίσης ως απαραίτητης έκφρασης της εγγενώς αντιφατικής
μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής, είναι αυτή που χαράζει τη
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην "μεταρρύθμιση" και στην "επανάσταση",
ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία αναζητά θεσμικές μεταρρυθμίσεις
μέσα σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο, και στον σοσιαλισμό, ο οποίος αναζητά
ένα θεμελιακά διαφορετικό είδος κοινωνίας. Αν οι κρίσεις είναι
καθαρά ενδεχομενικές, ή αν σηματοδοτούν απλώς τη μετάβαση από μία φάση,
"καθεστώς" ή "κοινωνική δομή" της συσσώρευσης σε μια άλλη (Aglietta,
1979; Bowles, Gordon και Weisskopf, 1984), τότε δεν υπάρχει
αντικειμενική αναγκαιότητα για τον σοσιαλισμό και το σοσιαλιστικό κίνημα
δεν έχει κοινωνική βάση. Αν ένας μεταρρυθμισμένος καπιταλισμός
μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της εργατικής τάξης, τότε η ταξική
πάλη χάνει το αντικειμενικό της θεμέλιο και ο σοσιαλισμός καταλήγει
ηθικό ιδεώδες, το οποίο δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τις ανάγκες
και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης, αλλά εκφράζει ένα επιμέρους
σύνολο ηθικών αξιών που δεν έχει προνομιούχο ταξική βάση ούτε
περισσότερη αξία από οποιεσδήποτε άλλες.
Η
θεωρία της κρίσης έχει κεντρικό ρόλο για την ιδεολογία του μαρξισμού και
δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από τα ιδεολογικά του συμφραζόμενα. Αλλά
δεν είναι καθόλου επαρκές το να υπερασπιστεί κανείς την μαρξιστική
θεωρία της κρίσης σε ιδεολογική βάση. Ο μαρξιστικός ισχυρισμός ότι ο
σοσιαλισμός τίθεται σε "επιστημονική βάση" εξαρτάται αναμφίβολα, κι αυτό
το συνειδητοποίησε πάρα πολύ ξεκάθαρα η Λούξεμπουργκ, από το
επιστημονικό στάτους της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης. Αν η
μαρξιστική θεωρία δεν διεκδικεί ένα τέτοιο στάτους, γίνεται απλώς
ιδεολογικό δεκανίκι για μια εκδοχή του ηθικού σοσιαλισμού. Έτσι, αν
και δεν μπορούμε να αποσπάσουμε ποτέ την μαρξιστική θεωρία της κρίσης
από τα ιδεολογικά και πολιτικά της συμφραζόμενα, είναι εξίσου σημαντικό η
θεωρία αυτή να αξιολογηθεί σε καθαρά λογική βάση. Το βιβλίο αυτό
αφορά αποκλειστικά την επιστημονική αξιολόγηση της θεωρίας της κρίσης
στον Μαρξ, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της πολιτικής και ιδεολογικής
σημασίας του θέματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου