Μπορεί να καθιερώθηκε ως το αρχέτυπο της βασιλικής μαιτρέσας, η Ζαν
Αντουανέτ Πουασόν, γνωστότερη ως μαρκησία ντε Πομπαντούρ, ήταν πολλά
περισσότερα από ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’. Γέννημα θρέμμα της
αναδυόμενης αστικής τάξης, η Πομπαντούρ συμμεριζόταν και προώθησε την
ιδεολογία της, αναδεικνυόμενη σε προστάτιδα του διαφωτισμού και επιφανών
εκπροσώπων της. Έχοντας έντονο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στη
Γαλλία, αντιλήφθηκε το τέλμα της μοναρχίας, προσπαθώντας να πάρει σειρά
πρωτοβουλιών για την ενίσχυσή της. Η αποτυχία των επιλογών της δεν ήταν
απλά δείγμα ανεπαρκών προσωπικών ικανοτήτων, αλλά οιωνός για την τελικά
μακροπρόθεσμα αδύνατη ειρηνική συνύπαρξη, πολλώ δε μάλλον συνεργασία
αστών και παλαιού καθεστώτος.
Γεννήθηκε στις 29 Δεκέμβρη του 1721 και καταγόταν από οικογένεια τραπεζιτών. Ο πατέρας της, ως αχυράνθρωπος δυο ακόμα ισχυρότερων τραπεζιτών, ενεπλάκη σε οικονομικό σκάνδαλο και αναγκάστηκε να δραπετεύσει από τη Γαλλία για να γλιτώσει τη σύλληψη το 1725. Την ανατροφή της Ζαν και του αδελφού της ανέλαβε ο εραστής της μητέρας τους Σαρλ – Φρανσουά λε Νορμάν ντε Τουρνεά, που για κάποιους βιογράφους ήταν και βιολογικός πατέρας της Πομπαντούρ.
Η Ζαν έλαβε καλή μόρφωση στις Ουρσουλίνες του Πουασί κι αργότερα παρακολούθησε ιδιωτικά μαθήματα φωνητικής και υποκριτικής. Στα 9 της χρόνια ένα μέντιουμ προφήτευσε πως θα γινόταν ερωμένη του βασιλιά και για να την ευχαριστήσει η Πομπαντούρ αργότερα της άφησε ένα ποσό στη διαθήκη της.
Στα 19 της παντρεύτηκε το φοροεισπράκτορα Σαρλ – Γκιγιώμ Λε Νορμάν ντ’Ετιόλ με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά, τον Σαρλ, που πέθανε μικρός και την Αλεξαντρίν. Ο στόχος της να γνωρίσει το Λουδοβίκο ΙΕ’ διευκολύνθηκε από το γεγονός πως το οικόπεδο του συζύγου της συνόρευε με τις κυνηγετικές εκτάσεις του μονάρχη. Ήταν δείγμα κοινωνικών αλλαγών το γεγονός πως η Πομπαντούρ γινόταν η πρώτη αστή επίσημη ερωμένη βασιλιά στη γαλλική ιστορία. Σύντομα η Ζαν εγκατέλειψε το σύζυγό της κι εγκαταστάθηκε μαζί με την κόρη της στις Βερσαλλίες, όπου ανακηρύχθηκε «μαρκησία ντε Πομπαντούρ».
Η Πομπαντούρ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ενέργειάς της στην προστασία των γραμμάτων και των τέχνων, ενώ φρόντισε να αποκαταστήσει και τον αδερφό της Αμπέλ, που διορίστηκε διευθυντής των βασιλικών κτισμάτων. Μαζί με εκείνον και το βασιλιά έχτισαν σειρά κτιρίων, όπως τη Στρατιωτική Ακαδημία, το Μικρό Τριανόν στις Βερσαλίες, το κάστρο του Μπελβί, τη σημερινή Πλας ντε λα Κονκόρντ στο Παρίσι και πολλά ακόμα. Παράλληλα, υπήρξε μαικήνας φιλοσόφων όπως ο Βολταίρος και ο Ντιντερό, αλλά και εκδότρια της Εγκυκλοπαίδειας.
Μετά το θάνατό της ο Βολταίρος σημείωνε: «Πενθώ για κείνη από ευγνωμοσύνη…Γεννήθηκε ειλικρινής, αγαπούσε το βασιλιά για αυτό που ήταν, είχε καλοσύνη στην ψυχή και δικαιοσύνη στην καρδιά, όλα αυτά δεν τα συναντάς κάθε μέρα».
Ο λαός βέβαια δε συμμεριζόταν αυτούς τους διθυράμβους, αγανακτώντας με τις σπατάλες και την πολυτέλεια της βασιλικής αυλής, της οποίας η Πομπαντούρ ήταν το κατεξοχήν σύμβολο. Αν και αποτελεί αντικείμενο διαμάχης η έκταση της πολιτικής επιρροής της στο Λουδοβίκο ΙΕ’, με κάποιους να θεωρούν πως ο πρωταγωνιστικός ρόλος που της αποδίδεται είναι περισσότερο κατασκεύασμα μετεπαναστατικών αντιμοναρχικών συγγραφέων που ήθελαν να παρουσιάσουν τους μονάρχες ως υποχείρια γυναικών, είναι σαφές πως συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων με τον ένα ή άλλο τρόπο. Έκανε ό,τι μπορούσε για να προωθήσει τους ευνοούμενούς της στην κυβέρνηση, ιδίως τον δούκα ντε Σουαζέλ. Ο ίδιος πρωταγωνίστησε στην προσέγγιση της Γαλλίας με τον παλιό εχθρό της την Αυστρία, ενάντια στα γερμανικά προτεσταντικά πριγκηπάτα. Η συμμαχία αυτή δεν ήταν επιτυχής, και έληξε μετά την καταστροφική για τη Γαλλία έκβαση του Επταετούς Πολέμου (1755 – 1764), ο οποίος σήμανε την εμπλοκή των σημαντικότερων δυνάμεων της εποχής πλην της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Ευρώπη οι Αυστρογάλλοι υποχώρησαν ενάντια στο βασιλιά Φρειδερίκο το Μέγα της Πρωσίας, ενώ στην Αμερική οι Βρετανοί εκδίωκαν τους Γάλλους από τον Καναδά. Η ήττα αυτή αποδόθηκε και στην Πομπαντούρ, η οποία έπεσε σε μελαγχολία και αποσύρθηκε από τα κοινά. Πέθανε λίγο μετά το τέλος του πολέμου, το 1764, πιθανόν από καρκίνο του πνεύμονα, στο διαμέρισμά της στις Βερσαλλίες.
Γεννήθηκε στις 29 Δεκέμβρη του 1721 και καταγόταν από οικογένεια τραπεζιτών. Ο πατέρας της, ως αχυράνθρωπος δυο ακόμα ισχυρότερων τραπεζιτών, ενεπλάκη σε οικονομικό σκάνδαλο και αναγκάστηκε να δραπετεύσει από τη Γαλλία για να γλιτώσει τη σύλληψη το 1725. Την ανατροφή της Ζαν και του αδελφού της ανέλαβε ο εραστής της μητέρας τους Σαρλ – Φρανσουά λε Νορμάν ντε Τουρνεά, που για κάποιους βιογράφους ήταν και βιολογικός πατέρας της Πομπαντούρ.
Η Ζαν έλαβε καλή μόρφωση στις Ουρσουλίνες του Πουασί κι αργότερα παρακολούθησε ιδιωτικά μαθήματα φωνητικής και υποκριτικής. Στα 9 της χρόνια ένα μέντιουμ προφήτευσε πως θα γινόταν ερωμένη του βασιλιά και για να την ευχαριστήσει η Πομπαντούρ αργότερα της άφησε ένα ποσό στη διαθήκη της.
Στα 19 της παντρεύτηκε το φοροεισπράκτορα Σαρλ – Γκιγιώμ Λε Νορμάν ντ’Ετιόλ με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά, τον Σαρλ, που πέθανε μικρός και την Αλεξαντρίν. Ο στόχος της να γνωρίσει το Λουδοβίκο ΙΕ’ διευκολύνθηκε από το γεγονός πως το οικόπεδο του συζύγου της συνόρευε με τις κυνηγετικές εκτάσεις του μονάρχη. Ήταν δείγμα κοινωνικών αλλαγών το γεγονός πως η Πομπαντούρ γινόταν η πρώτη αστή επίσημη ερωμένη βασιλιά στη γαλλική ιστορία. Σύντομα η Ζαν εγκατέλειψε το σύζυγό της κι εγκαταστάθηκε μαζί με την κόρη της στις Βερσαλλίες, όπου ανακηρύχθηκε «μαρκησία ντε Πομπαντούρ».
Η Πομπαντούρ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ενέργειάς της στην προστασία των γραμμάτων και των τέχνων, ενώ φρόντισε να αποκαταστήσει και τον αδερφό της Αμπέλ, που διορίστηκε διευθυντής των βασιλικών κτισμάτων. Μαζί με εκείνον και το βασιλιά έχτισαν σειρά κτιρίων, όπως τη Στρατιωτική Ακαδημία, το Μικρό Τριανόν στις Βερσαλίες, το κάστρο του Μπελβί, τη σημερινή Πλας ντε λα Κονκόρντ στο Παρίσι και πολλά ακόμα. Παράλληλα, υπήρξε μαικήνας φιλοσόφων όπως ο Βολταίρος και ο Ντιντερό, αλλά και εκδότρια της Εγκυκλοπαίδειας.
Μετά το θάνατό της ο Βολταίρος σημείωνε: «Πενθώ για κείνη από ευγνωμοσύνη…Γεννήθηκε ειλικρινής, αγαπούσε το βασιλιά για αυτό που ήταν, είχε καλοσύνη στην ψυχή και δικαιοσύνη στην καρδιά, όλα αυτά δεν τα συναντάς κάθε μέρα».
Ο λαός βέβαια δε συμμεριζόταν αυτούς τους διθυράμβους, αγανακτώντας με τις σπατάλες και την πολυτέλεια της βασιλικής αυλής, της οποίας η Πομπαντούρ ήταν το κατεξοχήν σύμβολο. Αν και αποτελεί αντικείμενο διαμάχης η έκταση της πολιτικής επιρροής της στο Λουδοβίκο ΙΕ’, με κάποιους να θεωρούν πως ο πρωταγωνιστικός ρόλος που της αποδίδεται είναι περισσότερο κατασκεύασμα μετεπαναστατικών αντιμοναρχικών συγγραφέων που ήθελαν να παρουσιάσουν τους μονάρχες ως υποχείρια γυναικών, είναι σαφές πως συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων με τον ένα ή άλλο τρόπο. Έκανε ό,τι μπορούσε για να προωθήσει τους ευνοούμενούς της στην κυβέρνηση, ιδίως τον δούκα ντε Σουαζέλ. Ο ίδιος πρωταγωνίστησε στην προσέγγιση της Γαλλίας με τον παλιό εχθρό της την Αυστρία, ενάντια στα γερμανικά προτεσταντικά πριγκηπάτα. Η συμμαχία αυτή δεν ήταν επιτυχής, και έληξε μετά την καταστροφική για τη Γαλλία έκβαση του Επταετούς Πολέμου (1755 – 1764), ο οποίος σήμανε την εμπλοκή των σημαντικότερων δυνάμεων της εποχής πλην της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Ευρώπη οι Αυστρογάλλοι υποχώρησαν ενάντια στο βασιλιά Φρειδερίκο το Μέγα της Πρωσίας, ενώ στην Αμερική οι Βρετανοί εκδίωκαν τους Γάλλους από τον Καναδά. Η ήττα αυτή αποδόθηκε και στην Πομπαντούρ, η οποία έπεσε σε μελαγχολία και αποσύρθηκε από τα κοινά. Πέθανε λίγο μετά το τέλος του πολέμου, το 1764, πιθανόν από καρκίνο του πνεύμονα, στο διαμέρισμά της στις Βερσαλλίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου