Στις 29 του Οκτώβρη 1986 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Μίμης Φωτόπουλος. Είχε γεννηθεί στις 20 του Απρίλη 1913, στη Ζάτουνα Αρκαδίας.
Περισσότερο γνωστός για το ξεχωριστό υποκριτικό του ταλέντο, στο θέατρο όπου πρωταγωνίστησε, και από τις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου μέσα από τις οποίες συνεχίζει να χαρίζει το γέλιο και να συγκινεί. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και δεξιότητες όμως «ξεδιπλώθηκαν» και στη λογοτεχνία, αλλά και στην τεχνική του κολάζ, όπου με τη χρήση ψηφίδων από γραμματόσημα φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών έργων.
Ο Μίμης Φωτόπουλος υπηρέτησε για πενήντα χρόνια το θέατρο, συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες (Κάλπικη Λίρα, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Ο Πατούχας, Το σωφεράκι κ.ά.) και στην τηλεόραση, ενώ έγραψε συνολικά εφτά βιβλία (τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και τρία αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Ομηρος των Εγγλέζων» 1965) καθώς επίσης σενάρια και δύο θεατρικά έργα.
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος.
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μίμης Φωτόπουλος δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου ΕΛ Ντάμπα, στην έρημο της Αιγύπτου, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κομμουνιστές και αντιφασίστες, που βρίσκονται όμηροι στα χέρια των Άγγλων. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Θα μεταφέρει την εμπειρία του αυτή στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980), από το οποίο μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Σταύρος Καλφιώτης:
«Το ιστορικό της Ελ-Ντάμπα φυλαγμένο στο νου και την καρδιά του Μίμη Φωτόπουλου δίνεται στο βιβλίο τούτο ολοζώντανο σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας για την εγκληματική και βάρβαρη συμπεριφορά των Άγγλων «συμμάχων μας» απέναντι σ’ ένα λαό που πρόσφερε αφειδώλευτα ένα μεγάλο τίμημα στον αντιφασιστικό αγώνα και συνέβαλε με ποτάμια αίμα και δάκρυα στην τελική νίκη.
Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ο Μίμης Φωτόπουλος ξεσκεπάζει το ρόλο του αγγλικού ιμπεριαλισμού στον απελευθερωτικό μας αγώνα και παρουσιάζει ολοφάνερα την ωμότητα και βαρβαρότητα της ένοπλης αυτής επέμβασης, δίνοντας συνάμα και τις ανάλογες προεκτάσεις γι’ αυτή την πολιτική του ιμπεριαλισμού. Σε συνέχεια καταγράφει τις μάχες, την πείνα, τα ξεσπιτώματα, τις συλλήψεις, δίνοντας όλο το κλίμα του Δεκέμβρη με κάποια «χιουμοριστική ευαισθησία» δίχως όμως να μειώνει την τραγικότητα των ημερών εκείνων που ζούσε η Αθήνα.
Διαβάζοντας τούτο το γραφτό του Μίμη Φωτόπουλου αγαναχτείς καθώς αποκαλύπτεται ολοφάνερα μπροστά σου το απροκάλυπτο συνταίριασμα των Άγγλων «συμμάχων μας» με τους συνεργάτες των Γερμανών, με τους ταγματασφαλίτες και τους δήμιους της ειδικής ασφάλειας με στόχο να χτυπήσουν τον ελληνικό λαό που αντιστεκόταν θαρραλέα, περίλαμπρα και παλικαρίσια για να διεκδικήσει κείνο που κέρδισε με τόσες θυσίες, αίμα και δάκρυα πολεμώντας τον καταχτητή.
Άθελά σου στοχάζεσαι: να! ποιοι ήσαν οι «φίλοι μας» οι Άγγλοι που τους υποδεχτήκαμε τόσο εγκάρδια με το «Γουέλ-κάμ».
—Ναι.
Αυτό το «ναι» μούφυγε σαν πονεμένη ανάσα. Τάπα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αυτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα σε νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γιομάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε, έτσι, σαν ψαλμό, σα μοιρολόι:
—Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κάψανε το σπίτι;
—Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κ’ ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα επάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστων Τσώρτσιλ.
—Τότε, γιατί;
—Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώσουν.
—Από τους Γερμανούς;
—Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…
—Τότε, από ποιους;
—Ήρθαν να μας ελευθερώσουνε από τον ΕΛΑΣ.
—Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;
—Για να μην αφήσει τους Εγγλέζους να μας «ελευθερώσουν».
—Δεν καταλαβαίνω.
—Ούτε κ’ εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».
—Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;
—Όχι, για την ελευθερία.
—Ποια ελευθερία;
—Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες είναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώνουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.
Τότε μπήκε στην κουβέντα και η γιαγιά μου, που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθάριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβύθια, για το μεσημέρι.
—Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθανε και μας κάψανε το σπίτι μας;
—Από την Αγγλία!
—Και κατά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;
Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφήμι — κ’ έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά — αμολάει αεροπλάνα και καράβια, και πέφτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.
—Χριστός και Παναγιά! Κ’ ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;
—Ε, είναι Ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καίνε τα ξένα, και τα πολύ μακρινά σπίτια.
Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρίζει τα ρεβύθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά – σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κ’ εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε, μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής, μάς φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.
Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυνομικών, εθνοφυλάκων και χαφιέδων είχαμε… διαπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήτανε στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παιδιών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομαχτικό πράμα στή ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή σου. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σα να γίνεσαι κ’ εσύ αλλιώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σ’ εμάς τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποχτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας τ’ άφησε «ενθύμιον » ο θείος μας…
Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπίδες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.
Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβύθια, που τα είχαμε αγοράσει, με «μέσον», πανάκριβα.
Η γιαγιά μου ήτανε δακρυσμένη- της χάιδεψα τα κάτασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγιάδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;
Κ’ οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.
Και περνούσαν οι μέρες μέσα στή ρημαγμένη, στή ματωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα αεροπλάνα που γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Που και που άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον … έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλυτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη ! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρόμιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυτές για πάντα. Μπορεί και νάναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.
Από τις δώδεκα ως τις δυο, το μεσημέρι, ήτανε δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κ’ έπαιρνα τους δρόμους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον», κ’ ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σ’ ένα άνθρωπο.
—Τί ’ναι, βρε παιδιά;
—Κουκουές.
—Πιάστε τον!
Έφτανε κάποιος να πετάξει την λέξη «Κουκουές », και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σέ λυντσάρουνε. ‘Ωραίες, αξέχαστες εποχές!
Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλείδωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι τούχανε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απ’ έξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κ’ έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κ’ εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…
Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο καμένο μου σπίτι, στάθηκα στην πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθειες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σ’ άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ, πιτσιρίκος, δεν είχα αποχτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τίς σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμένες. Τ’ όνειρό μου ήτανε πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τ’ αποχτήσω και μούχε μείνει ο καημός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…
Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα « εξ όψεως » και « εκ φήμης ». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο «Αποστόλης ». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σού χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.
—Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; του λέω.
—Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κ’ έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.
Εκείνος, που στο πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που ’μοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπιθαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τούς γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα, εκείνη την εποχή.
Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό, να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει, πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλύτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.
Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κάποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε, κάτι ν’ αρπάξουνε, πεντέξη αποτυχημένοι ηθοποιοί κ’ ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ό Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αυτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται — είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές—, του είπε ένα «ναι». Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε από κει. Κανένας από τους «αποτυχημένους » δεν μού μίλησε.
—Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; ξανα-ρωτάω.
—Προχώρα! ήτανε η απάντηση.
Είχε πάρει …«γραμμή» από τον υποβολέα, και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς, στο βάθος τους μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα, ώστε να καθίσω να το αναλύσω.
Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος τού Διοικητικού Συμβουλίου τού Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη. Του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.
Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σέ μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθότανε ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου, Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κ’ οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο…βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κ’ έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύρισε αλλού το κεφάλι, μόλις μ’ αντίκρυσε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αυτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμόγελο του Δόν Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, καεί μου σφύριξε σα φίδι:
—Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;
—Δεν σάς αντελήφθην.
—Εσύ δεν φώναζες μέσα στους δρόμους «Λαοκρατία!»;
—Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλ’ αντιπαθώ, γενικά, τις φωνές. Μ’ αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και άπλα.
—Εδώ, βρει, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.
—Ο κύριος Αποστόλης ;
—Μάλιστα!
—Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.
—Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…
—Κατάλαβα…
—Πάρτε τον !
Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.
Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συνεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδόν Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Αποστολής ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αυτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σ’ έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σ’ ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σ ’ ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θάχε κουραστεί, φαίνεται, από τίς … έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σα βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σα μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο, αγριεμένος:
—Τι είναι αυτό ;
—Ποιο;
—Αυτό το κόκκινο κομμάτι πού βγαίνει από το πανταλόνι σου… Τι είναι; ξαναβρυχήθηκε.
—Α, αυτό ; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!
—Αρχιφύλαξ!
—Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη σημαία!
—Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα ;
—Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα Η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κ’ επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το πανταλόνι μου για να δει και τ’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.
Ο Αποστολής, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα-γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλλους. Ο ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.
—Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα ;
Περίεργο ! Όταν μ’ έπιασε με τον Αποστόλη, ήτανε άγριος σαν τον Μεγαλέξαντρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σα λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο κ’ οι σκύλοι, από μακρυά με γαυγίζουνε, κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.
—Σ’ ευχαριστώ, τού λέω. Τι να τους πεις … πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά, εκεί, στην οδό Καρνεάδου …
Περισσότερο γνωστός για το ξεχωριστό υποκριτικό του ταλέντο, στο θέατρο όπου πρωταγωνίστησε, και από τις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου μέσα από τις οποίες συνεχίζει να χαρίζει το γέλιο και να συγκινεί. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και δεξιότητες όμως «ξεδιπλώθηκαν» και στη λογοτεχνία, αλλά και στην τεχνική του κολάζ, όπου με τη χρήση ψηφίδων από γραμματόσημα φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών έργων.
Ο Μίμης Φωτόπουλος υπηρέτησε για πενήντα χρόνια το θέατρο, συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες (Κάλπικη Λίρα, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Ο Πατούχας, Το σωφεράκι κ.ά.) και στην τηλεόραση, ενώ έγραψε συνολικά εφτά βιβλία (τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και τρία αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Ομηρος των Εγγλέζων» 1965) καθώς επίσης σενάρια και δύο θεατρικά έργα.
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος.
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μίμης Φωτόπουλος δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου ΕΛ Ντάμπα, στην έρημο της Αιγύπτου, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κομμουνιστές και αντιφασίστες, που βρίσκονται όμηροι στα χέρια των Άγγλων. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Θα μεταφέρει την εμπειρία του αυτή στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980), από το οποίο μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Σταύρος Καλφιώτης:
«Το ιστορικό της Ελ-Ντάμπα φυλαγμένο στο νου και την καρδιά του Μίμη Φωτόπουλου δίνεται στο βιβλίο τούτο ολοζώντανο σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας για την εγκληματική και βάρβαρη συμπεριφορά των Άγγλων «συμμάχων μας» απέναντι σ’ ένα λαό που πρόσφερε αφειδώλευτα ένα μεγάλο τίμημα στον αντιφασιστικό αγώνα και συνέβαλε με ποτάμια αίμα και δάκρυα στην τελική νίκη.
Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ο Μίμης Φωτόπουλος ξεσκεπάζει το ρόλο του αγγλικού ιμπεριαλισμού στον απελευθερωτικό μας αγώνα και παρουσιάζει ολοφάνερα την ωμότητα και βαρβαρότητα της ένοπλης αυτής επέμβασης, δίνοντας συνάμα και τις ανάλογες προεκτάσεις γι’ αυτή την πολιτική του ιμπεριαλισμού. Σε συνέχεια καταγράφει τις μάχες, την πείνα, τα ξεσπιτώματα, τις συλλήψεις, δίνοντας όλο το κλίμα του Δεκέμβρη με κάποια «χιουμοριστική ευαισθησία» δίχως όμως να μειώνει την τραγικότητα των ημερών εκείνων που ζούσε η Αθήνα.
Διαβάζοντας τούτο το γραφτό του Μίμη Φωτόπουλου αγαναχτείς καθώς αποκαλύπτεται ολοφάνερα μπροστά σου το απροκάλυπτο συνταίριασμα των Άγγλων «συμμάχων μας» με τους συνεργάτες των Γερμανών, με τους ταγματασφαλίτες και τους δήμιους της ειδικής ασφάλειας με στόχο να χτυπήσουν τον ελληνικό λαό που αντιστεκόταν θαρραλέα, περίλαμπρα και παλικαρίσια για να διεκδικήσει κείνο που κέρδισε με τόσες θυσίες, αίμα και δάκρυα πολεμώντας τον καταχτητή.
Άθελά σου στοχάζεσαι: να! ποιοι ήσαν οι «φίλοι μας» οι Άγγλοι που τους υποδεχτήκαμε τόσο εγκάρδια με το «Γουέλ-κάμ».
***
—Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι ;—Ναι.
Αυτό το «ναι» μούφυγε σαν πονεμένη ανάσα. Τάπα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αυτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα σε νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γιομάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε, έτσι, σαν ψαλμό, σα μοιρολόι:
—Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κάψανε το σπίτι;
—Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κ’ ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα επάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστων Τσώρτσιλ.
—Τότε, γιατί;
—Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώσουν.
—Από τους Γερμανούς;
—Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…
—Τότε, από ποιους;
—Ήρθαν να μας ελευθερώσουνε από τον ΕΛΑΣ.
—Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;
—Για να μην αφήσει τους Εγγλέζους να μας «ελευθερώσουν».
—Δεν καταλαβαίνω.
—Ούτε κ’ εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».
—Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;
—Όχι, για την ελευθερία.
—Ποια ελευθερία;
—Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες είναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώνουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.
Τότε μπήκε στην κουβέντα και η γιαγιά μου, που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθάριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβύθια, για το μεσημέρι.
—Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθανε και μας κάψανε το σπίτι μας;
—Από την Αγγλία!
—Και κατά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;
Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφήμι — κ’ έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά — αμολάει αεροπλάνα και καράβια, και πέφτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.
—Χριστός και Παναγιά! Κ’ ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;
—Ε, είναι Ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καίνε τα ξένα, και τα πολύ μακρινά σπίτια.
Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρίζει τα ρεβύθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά – σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κ’ εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε, μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής, μάς φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.
Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυνομικών, εθνοφυλάκων και χαφιέδων είχαμε… διαπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήτανε στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παιδιών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομαχτικό πράμα στή ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή σου. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σα να γίνεσαι κ’ εσύ αλλιώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σ’ εμάς τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποχτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας τ’ άφησε «ενθύμιον » ο θείος μας…
Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπίδες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.
Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβύθια, που τα είχαμε αγοράσει, με «μέσον», πανάκριβα.
Η γιαγιά μου ήτανε δακρυσμένη- της χάιδεψα τα κάτασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγιάδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;
Κ’ οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.
Και περνούσαν οι μέρες μέσα στή ρημαγμένη, στή ματωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα αεροπλάνα που γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Που και που άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον … έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλυτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη ! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρόμιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυτές για πάντα. Μπορεί και νάναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.
Από τις δώδεκα ως τις δυο, το μεσημέρι, ήτανε δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κ’ έπαιρνα τους δρόμους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον», κ’ ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σ’ ένα άνθρωπο.
—Τί ’ναι, βρε παιδιά;
—Κουκουές.
—Πιάστε τον!
Έφτανε κάποιος να πετάξει την λέξη «Κουκουές », και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σέ λυντσάρουνε. ‘Ωραίες, αξέχαστες εποχές!
Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλείδωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι τούχανε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απ’ έξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κ’ έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κ’ εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…
Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο καμένο μου σπίτι, στάθηκα στην πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθειες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σ’ άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ, πιτσιρίκος, δεν είχα αποχτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τίς σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμένες. Τ’ όνειρό μου ήτανε πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τ’ αποχτήσω και μούχε μείνει ο καημός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…
Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα « εξ όψεως » και « εκ φήμης ». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο «Αποστόλης ». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σού χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.
—Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; του λέω.
—Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κ’ έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.
Εκείνος, που στο πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που ’μοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπιθαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τούς γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα, εκείνη την εποχή.
Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό, να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει, πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλύτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.
Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κάποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε, κάτι ν’ αρπάξουνε, πεντέξη αποτυχημένοι ηθοποιοί κ’ ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ό Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αυτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται — είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές—, του είπε ένα «ναι». Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε από κει. Κανένας από τους «αποτυχημένους » δεν μού μίλησε.
—Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; ξανα-ρωτάω.
—Προχώρα! ήτανε η απάντηση.
Είχε πάρει …«γραμμή» από τον υποβολέα, και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς, στο βάθος τους μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα, ώστε να καθίσω να το αναλύσω.
Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος τού Διοικητικού Συμβουλίου τού Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη. Του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.
Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σέ μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθότανε ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου, Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κ’ οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο…βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κ’ έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύρισε αλλού το κεφάλι, μόλις μ’ αντίκρυσε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αυτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμόγελο του Δόν Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, καεί μου σφύριξε σα φίδι:
—Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;
—Δεν σάς αντελήφθην.
—Εσύ δεν φώναζες μέσα στους δρόμους «Λαοκρατία!»;
—Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλ’ αντιπαθώ, γενικά, τις φωνές. Μ’ αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και άπλα.
—Εδώ, βρει, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.
—Ο κύριος Αποστόλης ;
—Μάλιστα!
—Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.
—Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…
—Κατάλαβα…
—Πάρτε τον !
Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.
Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συνεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδόν Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Αποστολής ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αυτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σ’ έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σ’ ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σ ’ ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θάχε κουραστεί, φαίνεται, από τίς … έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σα βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σα μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο, αγριεμένος:
—Τι είναι αυτό ;
—Ποιο;
—Αυτό το κόκκινο κομμάτι πού βγαίνει από το πανταλόνι σου… Τι είναι; ξαναβρυχήθηκε.
—Α, αυτό ; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!
—Αρχιφύλαξ!
—Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη σημαία!
—Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα ;
—Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα Η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κ’ επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το πανταλόνι μου για να δει και τ’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.
Ο Αποστολής, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα-γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλλους. Ο ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.
—Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα ;
Περίεργο ! Όταν μ’ έπιασε με τον Αποστόλη, ήτανε άγριος σαν τον Μεγαλέξαντρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σα λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο κ’ οι σκύλοι, από μακρυά με γαυγίζουνε, κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.
—Σ’ ευχαριστώ, τού λέω. Τι να τους πεις … πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά, εκεί, στην οδό Καρνεάδου …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου