Ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος μπορεί να μην
είναι ο μόνος εκπρόσωπος της ιεροσύνης που στηρίζει τη Χρυσή Αυγή, και
σίγουρα δεν είναι ο μόνος που, εκφράζει φασιστικές και ρατσιστικές ιδέες
ανεξαρτήτως κομματικού προσήμου. Κέρδισε όμως με το σπαθί του τη θέση
του επίσημου ιεράρχη της οργάνωσης, ως
“φυσικό” επιστέγασμα μιας πορείας ταγμένης ψυχή τε και σώματι στην ακροδεξιά του τόπου μας.
“Αγαπάτε αλλήλους, αρκεί να μην είναι κουμμούνια, αναρχικοί, άθεοι, πισωγλέντηδες ή ξένοι” θα μπορούσε να είναι το μότο του ιεράρχη, που φροντίζει κατά καιρούς να υπενθυμίζει εμφατικά πώς ακριβώς εννοεί τη θεάρεστη αποστολή του. Κι όλα αυτά υπό τα ανεκτικά όμματα της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Συνόδου, ενάντια της οποίας καταφέρεται εξάλλου κατά καιρούς ο Αμβρόσιος, προφανώς γιατί δεν τις θεωρεί αρκετά σκληροπυρηνικές και σε ό,τι αφορά την ανώτατη ηγεσία της υπερβολικά φιλοκυβερνητική για τα γούστα της. Κι όμως ο ίδιος ο Ιερώνυμος ήταν εκείνος που σε συνέντευξή του στο Σκάι το 2016 είχε δηλώσει για εκείνον πως “Αυτά που επισημαίνει δεν είναι λάθη, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα λέει και αυτό που του λένε. Αν ψάξουμε τα κείμενα και τα ψηλαφίσουμε και τα δούμε για το θέμα το κεντρικό που θίγει, δεν κάνει λάθος. Αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος ο κατάλληλος που μπορεί να ενεργήσει ένας ποιμένας”.
Γεννήθηκε σαν σήμερα ως Αθανάσιος Λενής το 1938 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Πάτρα. Ως έφηβος υπήρξε οικότροφος της διαβόητης χριστιανικής αδελφότητας “Ζωή” φυτώριου έντονου αντικομμουνισμού στα χρόνια του εμφυλίου και ως τη χούντα, συγκατοικώντας με τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Β’. Η διασύνδεσή του με ισχυρές αδελφότητες της Εκκλησίας συνεχίστηκε και κατά τα χρόνια των σπουδών θεολογίας του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν και χειροτονήθηκε διάκονος. Πιο συγκεκριμένα, ίδρυσε μαζί με τους στενούς του φίλους Χρήστο Παρασκευαΐδη, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον Καλλίνικο, αργότερα μητροπολίτη Πειραιώς την οργάνωση “Παναγία η Χρυσοπηγή”, που λειτούργησε ως εφαλτήριο εκκλησιαστικής ανόδου και για τους τρεις άνδρες. Μετά από κάποια χρόνια σε ενορίες των βορείων προαστίων ανέλαβε το 1968, στο απόγειο της χούντας τη θέση του ιεροκήρυκα της Ελληνικής Χωροφυλακής, ιδιότητα με την οποία δίδασκε στις σχολές της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας.
Αν ο Χριστόδουλος ισχυριζόταν πως δεν ήξερε για βασανιστήρια της χούντας επειδή “διάβαζε”, ο Αμβρόσιος δεν είχε κανένα πρόβλημα, με τις μεθόδους των συναδέλφων και μαθητών του, καθώς το 1976, όταν, έχοντας πια αποστρατευτεί με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, ανέλαβε τιτουλάριος μητροπολίτης Ταλαντίου, προκάλεσε αίσθηση με τον επιβατήριο λόγο του όπου απηύθυνε «ιδιαιτέρως θερμόν εν Κυρίω ασπασμόν» προς τους φυλακισμένους αξιωματικούς και οπλίτες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων που είχαν φυλακιστεί «συνεπεία οιουδήποτε ατυχούς συμβάντος εν τη ενασκήσει του υπηρεσιακού των καθήκοντος». Ατυχή περιστατικά, όπως για παράδειγμα η δολοφονία του νεαρού Μιχάλη Μυρογιάννη έξω από το Πολυτεχνείο το 1973, με τον ίδιο να χαρακτηρίζει “πρότυπο ζωής” το φονιά Ντερτιλή. Οι φωνές που εντός κι εκτός εκκλησίας έκαναν λόγο για ανάγκη κάθαρσης της ιεραρχίας από φιλοχουντικά στοιχεία έπεσαν στο κενό, και μάλιστα ο “χωροφύλακας”, όπως ήταν για ευνόητους λόγους το παρατσούκλι του ανέλαβε και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου στο διάστημα 1976 -1978. Τη χρονιά εκείνη εξελέγη μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, θέση με την οποία έγινε θλιβερά γνωστός στο πανελλήνιο.
Ζυμώνοντας για χρόνια τις ακροδεξιές του ιδέες στο παρασκήνιο, ενθαρρυμένος κι από την εκλογή του Χριστόδουλο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, (όπου λέγεται πως στο άκουσμα της είδησης αναφώνησε “Νενικήκαμεν”) ένιωσε την ατμόσφαιρα προϊόντος εκφασισμού τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της κρίσης να δίνει αέρα στα ναζιστικά πανιά του, εκδηλώνοντας ανοιχτά τη συμπάθειά του στο μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Μια πρώτη ευκαιρία ήταν τα εγκαίνια των γραφείων της εγκληματικής οργάνωσης στο Αίγιο τον Οκτώβρη του 2012, όταν ο μητροπολίτης έστειλε εκπρόσωπό του “για να μην προκαλέσει σχόλια” με την παρουσία του αυτοπροσώπως, αλλά δηλώνοντας δημόσια τη στήριξή του στη “γλυκιά ελπίδα για τον απελπισμένο πολίτη” που θα μπορούσε να γίνει η ΧΑ αν “διόρθωνε κάποια σφάλματα”. Μάλιστα ένιωσε “δικαωμένος” για τις προτάσεις του να “σοβαρευτεί” η ΧΑ μετά τη δολοφονία Φύσσα, που τη θεωρούσε αποτέλεσμα κάποιων “ακραίων συμπεριφορών”, που δεν αλλοίωναν το γεγονός πως στο κόμμα υπήρχαν “πολλά σοβαρά άτομα” τα οποία καλούσε ο ίδιος να “αναλάβουν το ρόλο που τους ανήκει”. Σοβαρά άτομα όπως ο Λαγός και ο Παναγιώταρος, με τους οποίους πόζαρε χαμογελαστός με την ευκαιρία των εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό πριν λίγους μήνες στο Αίγιο, αφού κατά δήλωσή του προτιμά να τον λένε φασίστα παρά κατσαπλιά.
Από γνήσιος φασίστας δε θα μπορούσε παρά να επιτίθεται συχνά πυκνά σε μετανάστες και πρόσφυγες, με αποκορύφωμα τη διαβότη δήλωσή του πως “Το Κράτος προσπαθεί να εντάξει τα παιδιά των μεταναστών-κατακτητών μας στα δημόσια Σχολεία. Άλλοι Έλληνες γονείς αρνούνται να το αποδεχθούν και άλλοι το αποδέχονται! Τα δεινά άρχισαν ήδη. Εν τω μεταξύ οι δήθεν μετανάστες, στην ουσία όμως απεσταλμένοι κατακτητές, άρχισαν ήδη την εγκληματική δράση τους! Επιτίθενται, κλέβουν, τραυματίζουν ή και φονεύουν αθώους Έλληνες πολίτες”. Σε άλλη περίσταση δε δίστασε επίσης να μιλήσει για “ισλαμιστικά στίφη προσφύγων” που δε θα έπρεπε οι καλοί χριστιανοί να αφήσουν να μολύνουν τον τόπο τους.
Αγαπημένος του στόχος βέβαια είναι οι κομμουνιστές, τόσο η κατά φαντασίαν (δικής του) του Σύριζα, όσο και οι πραγματικοί. Σε μια από τις πολλές στιγμές αντικομμουνιστικής υστερίας επιτέθηκε στο ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών για επιστολή του προς τους μαθητές σχετικά με την 25η Μαρτίου, όπου ξεσκέπαζε τον ρόλο του Παλαιών Πατρών Γερμανού έναντι του Παπαφλέσσα, διαστρέφοντας μάλιστα το περιεχόμενο της επιστολής ωσάν να ήταν ο Γερμανός που χαρακτηριζόταν ως τέτοιος. Ο “φασίστας καλόγερος”, όπως τον αποκάλεσε τότε το ΠΑΜΕ, έλαβε την απάντηση που του άξιζε. Αλλεργία υπέστη ο καλός ιεράρχης και στο άκουσμα της είδησης για τα εγκαίνια του μουσείου Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα το 2017, όταν δημοσίευσε έναν οχετό μίσος κατά του “γνωστού μεγαλοαγωνιστού Κομμουνιστο-Συμμορίτη, πράκτορος των Σοβιετικών Μπολσεβίκων και άρα προδότη της Πατρίδος μας, σφαγέα των Ελλήνων αδελφών του κατά την περίοδο του Συμμοριτοπολέμου”, επικαλούμενος μεταξύ άλλων το “Μακελειό” του Στέφανου Χίου, γιατί τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται (στην Πηγάδα).
Πρόσφατα απασχόλησε εκ νέου εκτεταμένα τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη η δικαστική του δίωξη για ανάρτηση μίσους κατά των ομοφυλοφίλων στο προσωπικό του ιστολόγιο το Δεκέμβρη του 2015. Εκεί ανέφερε μεταξύ άλλων σε άρθρο με τίτλο “Αποβράσματα της κοινωνίας σήκωσαν κεφάλι!- Ας μιλήσουμε έξω απ τα δόντια: Φτύστε τους!”: “Μην τους πλησιάζετε! Μην τους ακούτε! Μην τους εμπιστεύεσθε! Είναι οι κολασμένοι της κοινωνίας! Δεν μπορούν κάποιοι ξεφτιλισμένοι να υπερασπίζονται δημοσίως τα πάθη της ψυχής τους! (…) Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν! Είναι άτομα με διανοητική διαταραχή! Δυστυχώς αυτοί είναι τρις-χειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους, που ζουν στα τρελλοκομεία!”. Το μονομελές πλημμελειοδικείο Αιγίου έκρινε πως το κείμενο, όπως και η απολογία του ίδιου του μητροπολίτη, όπου ανέφερε πως αν μπορούσε θα χρησιμοποιούσε τουφέκι κατά των ομοφυλοφίλων “να τελειώνουμε”, δεν παραβίαζε κανέναν νόμο, αθωώνοντας τον Αμβρόσιο που φυσικά πανηγύρισε δεόντως τη δικαστική του δικαίωση, μεταξύ άλλων επιδιδόμενος σε παραλήρημα για την “κόκκινη χούντα του Σύριζα”. Ο σάλος που προκλήθηκε από την αθωώτικη απόφαση συνέβαλε στην άσκηση έφεσης από την εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αιγίου λίγες μέρες αργότερα και η δίκη πρόκειται να επαναληφθεί. Χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα την έκβαση της νέας δίκης, το ζητούμενο δεν είναι απλά η καταδίκη του κηρύγματος μίσους σε θεσμικό επίπεδο, αλλά κυρίως από πλευράς κοινωνίας, περιλαμβανομένων όσων αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί. Γιατί ένας φασίστας με ράσο δε διαφέρει σε τίποτε από ένα φασίστα χωρίς. Με εξαίρεση ότι ο πρώτος κάνει πιθανόν πιο συχνά τον (αγκυλωτό) σταυρό του…
“φυσικό” επιστέγασμα μιας πορείας ταγμένης ψυχή τε και σώματι στην ακροδεξιά του τόπου μας.
“Αγαπάτε αλλήλους, αρκεί να μην είναι κουμμούνια, αναρχικοί, άθεοι, πισωγλέντηδες ή ξένοι” θα μπορούσε να είναι το μότο του ιεράρχη, που φροντίζει κατά καιρούς να υπενθυμίζει εμφατικά πώς ακριβώς εννοεί τη θεάρεστη αποστολή του. Κι όλα αυτά υπό τα ανεκτικά όμματα της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Συνόδου, ενάντια της οποίας καταφέρεται εξάλλου κατά καιρούς ο Αμβρόσιος, προφανώς γιατί δεν τις θεωρεί αρκετά σκληροπυρηνικές και σε ό,τι αφορά την ανώτατη ηγεσία της υπερβολικά φιλοκυβερνητική για τα γούστα της. Κι όμως ο ίδιος ο Ιερώνυμος ήταν εκείνος που σε συνέντευξή του στο Σκάι το 2016 είχε δηλώσει για εκείνον πως “Αυτά που επισημαίνει δεν είναι λάθη, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα λέει και αυτό που του λένε. Αν ψάξουμε τα κείμενα και τα ψηλαφίσουμε και τα δούμε για το θέμα το κεντρικό που θίγει, δεν κάνει λάθος. Αλλά δεν είναι αυτός ο τρόπος ο κατάλληλος που μπορεί να ενεργήσει ένας ποιμένας”.
Γεννήθηκε σαν σήμερα ως Αθανάσιος Λενής το 1938 στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Πάτρα. Ως έφηβος υπήρξε οικότροφος της διαβόητης χριστιανικής αδελφότητας “Ζωή” φυτώριου έντονου αντικομμουνισμού στα χρόνια του εμφυλίου και ως τη χούντα, συγκατοικώντας με τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Β’. Η διασύνδεσή του με ισχυρές αδελφότητες της Εκκλησίας συνεχίστηκε και κατά τα χρόνια των σπουδών θεολογίας του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν και χειροτονήθηκε διάκονος. Πιο συγκεκριμένα, ίδρυσε μαζί με τους στενούς του φίλους Χρήστο Παρασκευαΐδη, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον Καλλίνικο, αργότερα μητροπολίτη Πειραιώς την οργάνωση “Παναγία η Χρυσοπηγή”, που λειτούργησε ως εφαλτήριο εκκλησιαστικής ανόδου και για τους τρεις άνδρες. Μετά από κάποια χρόνια σε ενορίες των βορείων προαστίων ανέλαβε το 1968, στο απόγειο της χούντας τη θέση του ιεροκήρυκα της Ελληνικής Χωροφυλακής, ιδιότητα με την οποία δίδασκε στις σχολές της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας.
Αν ο Χριστόδουλος ισχυριζόταν πως δεν ήξερε για βασανιστήρια της χούντας επειδή “διάβαζε”, ο Αμβρόσιος δεν είχε κανένα πρόβλημα, με τις μεθόδους των συναδέλφων και μαθητών του, καθώς το 1976, όταν, έχοντας πια αποστρατευτεί με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, ανέλαβε τιτουλάριος μητροπολίτης Ταλαντίου, προκάλεσε αίσθηση με τον επιβατήριο λόγο του όπου απηύθυνε «ιδιαιτέρως θερμόν εν Κυρίω ασπασμόν» προς τους φυλακισμένους αξιωματικούς και οπλίτες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων που είχαν φυλακιστεί «συνεπεία οιουδήποτε ατυχούς συμβάντος εν τη ενασκήσει του υπηρεσιακού των καθήκοντος». Ατυχή περιστατικά, όπως για παράδειγμα η δολοφονία του νεαρού Μιχάλη Μυρογιάννη έξω από το Πολυτεχνείο το 1973, με τον ίδιο να χαρακτηρίζει “πρότυπο ζωής” το φονιά Ντερτιλή. Οι φωνές που εντός κι εκτός εκκλησίας έκαναν λόγο για ανάγκη κάθαρσης της ιεραρχίας από φιλοχουντικά στοιχεία έπεσαν στο κενό, και μάλιστα ο “χωροφύλακας”, όπως ήταν για ευνόητους λόγους το παρατσούκλι του ανέλαβε και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου στο διάστημα 1976 -1978. Τη χρονιά εκείνη εξελέγη μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, θέση με την οποία έγινε θλιβερά γνωστός στο πανελλήνιο.
Ζυμώνοντας για χρόνια τις ακροδεξιές του ιδέες στο παρασκήνιο, ενθαρρυμένος κι από την εκλογή του Χριστόδουλο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998, (όπου λέγεται πως στο άκουσμα της είδησης αναφώνησε “Νενικήκαμεν”) ένιωσε την ατμόσφαιρα προϊόντος εκφασισμού τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της κρίσης να δίνει αέρα στα ναζιστικά πανιά του, εκδηλώνοντας ανοιχτά τη συμπάθειά του στο μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Μια πρώτη ευκαιρία ήταν τα εγκαίνια των γραφείων της εγκληματικής οργάνωσης στο Αίγιο τον Οκτώβρη του 2012, όταν ο μητροπολίτης έστειλε εκπρόσωπό του “για να μην προκαλέσει σχόλια” με την παρουσία του αυτοπροσώπως, αλλά δηλώνοντας δημόσια τη στήριξή του στη “γλυκιά ελπίδα για τον απελπισμένο πολίτη” που θα μπορούσε να γίνει η ΧΑ αν “διόρθωνε κάποια σφάλματα”. Μάλιστα ένιωσε “δικαωμένος” για τις προτάσεις του να “σοβαρευτεί” η ΧΑ μετά τη δολοφονία Φύσσα, που τη θεωρούσε αποτέλεσμα κάποιων “ακραίων συμπεριφορών”, που δεν αλλοίωναν το γεγονός πως στο κόμμα υπήρχαν “πολλά σοβαρά άτομα” τα οποία καλούσε ο ίδιος να “αναλάβουν το ρόλο που τους ανήκει”. Σοβαρά άτομα όπως ο Λαγός και ο Παναγιώταρος, με τους οποίους πόζαρε χαμογελαστός με την ευκαιρία των εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό πριν λίγους μήνες στο Αίγιο, αφού κατά δήλωσή του προτιμά να τον λένε φασίστα παρά κατσαπλιά.
Από γνήσιος φασίστας δε θα μπορούσε παρά να επιτίθεται συχνά πυκνά σε μετανάστες και πρόσφυγες, με αποκορύφωμα τη διαβότη δήλωσή του πως “Το Κράτος προσπαθεί να εντάξει τα παιδιά των μεταναστών-κατακτητών μας στα δημόσια Σχολεία. Άλλοι Έλληνες γονείς αρνούνται να το αποδεχθούν και άλλοι το αποδέχονται! Τα δεινά άρχισαν ήδη. Εν τω μεταξύ οι δήθεν μετανάστες, στην ουσία όμως απεσταλμένοι κατακτητές, άρχισαν ήδη την εγκληματική δράση τους! Επιτίθενται, κλέβουν, τραυματίζουν ή και φονεύουν αθώους Έλληνες πολίτες”. Σε άλλη περίσταση δε δίστασε επίσης να μιλήσει για “ισλαμιστικά στίφη προσφύγων” που δε θα έπρεπε οι καλοί χριστιανοί να αφήσουν να μολύνουν τον τόπο τους.
Αγαπημένος του στόχος βέβαια είναι οι κομμουνιστές, τόσο η κατά φαντασίαν (δικής του) του Σύριζα, όσο και οι πραγματικοί. Σε μια από τις πολλές στιγμές αντικομμουνιστικής υστερίας επιτέθηκε στο ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών για επιστολή του προς τους μαθητές σχετικά με την 25η Μαρτίου, όπου ξεσκέπαζε τον ρόλο του Παλαιών Πατρών Γερμανού έναντι του Παπαφλέσσα, διαστρέφοντας μάλιστα το περιεχόμενο της επιστολής ωσάν να ήταν ο Γερμανός που χαρακτηριζόταν ως τέτοιος. Ο “φασίστας καλόγερος”, όπως τον αποκάλεσε τότε το ΠΑΜΕ, έλαβε την απάντηση που του άξιζε. Αλλεργία υπέστη ο καλός ιεράρχης και στο άκουσμα της είδησης για τα εγκαίνια του μουσείου Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα το 2017, όταν δημοσίευσε έναν οχετό μίσος κατά του “γνωστού μεγαλοαγωνιστού Κομμουνιστο-Συμμορίτη, πράκτορος των Σοβιετικών Μπολσεβίκων και άρα προδότη της Πατρίδος μας, σφαγέα των Ελλήνων αδελφών του κατά την περίοδο του Συμμοριτοπολέμου”, επικαλούμενος μεταξύ άλλων το “Μακελειό” του Στέφανου Χίου, γιατί τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται (στην Πηγάδα).
Πρόσφατα απασχόλησε εκ νέου εκτεταμένα τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη η δικαστική του δίωξη για ανάρτηση μίσους κατά των ομοφυλοφίλων στο προσωπικό του ιστολόγιο το Δεκέμβρη του 2015. Εκεί ανέφερε μεταξύ άλλων σε άρθρο με τίτλο “Αποβράσματα της κοινωνίας σήκωσαν κεφάλι!- Ας μιλήσουμε έξω απ τα δόντια: Φτύστε τους!”: “Μην τους πλησιάζετε! Μην τους ακούτε! Μην τους εμπιστεύεσθε! Είναι οι κολασμένοι της κοινωνίας! Δεν μπορούν κάποιοι ξεφτιλισμένοι να υπερασπίζονται δημοσίως τα πάθη της ψυχής τους! (…) Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν! Είναι άτομα με διανοητική διαταραχή! Δυστυχώς αυτοί είναι τρις-χειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους, που ζουν στα τρελλοκομεία!”. Το μονομελές πλημμελειοδικείο Αιγίου έκρινε πως το κείμενο, όπως και η απολογία του ίδιου του μητροπολίτη, όπου ανέφερε πως αν μπορούσε θα χρησιμοποιούσε τουφέκι κατά των ομοφυλοφίλων “να τελειώνουμε”, δεν παραβίαζε κανέναν νόμο, αθωώνοντας τον Αμβρόσιο που φυσικά πανηγύρισε δεόντως τη δικαστική του δικαίωση, μεταξύ άλλων επιδιδόμενος σε παραλήρημα για την “κόκκινη χούντα του Σύριζα”. Ο σάλος που προκλήθηκε από την αθωώτικη απόφαση συνέβαλε στην άσκηση έφεσης από την εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αιγίου λίγες μέρες αργότερα και η δίκη πρόκειται να επαναληφθεί. Χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα την έκβαση της νέας δίκης, το ζητούμενο δεν είναι απλά η καταδίκη του κηρύγματος μίσους σε θεσμικό επίπεδο, αλλά κυρίως από πλευράς κοινωνίας, περιλαμβανομένων όσων αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί. Γιατί ένας φασίστας με ράσο δε διαφέρει σε τίποτε από ένα φασίστα χωρίς. Με εξαίρεση ότι ο πρώτος κάνει πιθανόν πιο συχνά τον (αγκυλωτό) σταυρό του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου