Στη χορεία διάτρητων εκλογικών αναμετρήσεων και δημοψηφισμάτων που
γνώρισε η Ελλάδα τον 20ό αιώνα, αναμφίβολα η κάλπη για την παλινόρθωση
της μοναρχίας των Γλίξμπουρκ στις 3 Νοέμβρη 1935 διεκδικεί τα πρωτεία
της νοθείας. Για την ακρίβεια, ούτε η χούντα των συνταγματαρχών τρεις
και πλέον δεκαετίες αργότερα δε θα τολμούσε να εμφανίσει το ποσοστό 98%
που υποτίθεται πως έβγαλαν οι κάλπες που έστησε το καθεστώς Κονδύλη για
να δώσει επίφαση λαϊκής αποδοχής στην επιστροφή της βασιλικής δυναστείας
μετά από 11 χρόνια αβασίλευτης δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, ακόμα και το
πρώτο χουντικό δημοψήφισμα του 1968 για το σχεδιαζόμενο από τους
πραξικοπηματίες σύνταγμα, «περιορίστηκε» να εμφανίσει την αποδοχή του
ΝΑΙ στο 92%, ενώ στο δεύτερο, που προέβλεπε την αντικατάσταση της
μοναρχίας από μια «προεδρική» δημοκρατία με επικεφαλής το Γεώργιο
Παπαδόπουλο, η μετριοπάθεια ξεχείλισε, με μόλις 78% υπέρ της χουντικής
πρότασης.
Αυτούς τους ισχνούς ενδοιασμούς δεν τους είχε πάντως ο Κονδύλης, ο οποίος επίσης είχε αποσπάσει πραξικοπηματικά την εξουσία λίγες βδομάδες πριν, στις 10 Οκτώβρη 1935. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος επιβεβαίωνε και τη βασική στόχευση της υφαρπαγής της εξουσίας από πλευράς του στρατηγού, δηλαδή την αποκατάσταση ενός θεσμού που έβλεπε ως εγγυητή «σταθερότητας» η πλειονότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης, αλλά και ο βρετανικός παράγοντας, που συνδέονταν στενά με το Γεώργιο Β’. Βασικό εμπόδιο ήταν φυσικά η λαϊκή βούληση, που όχι μόνο είχε εκφραστεί μια δεκαετία νωρίτερα με το συντριπτικό 70% υπέρ της κατάργησης της μοναρχίας στην Ελλάδα, αλλά παρέμενε σε μεγάλο του μέρος αντιμοναρχικός. Αυτό το ομολογούσε ο ίδιος ο Βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα, Γουότερλο, σε έκθεσή του στις 11 Οκτώβρη 1935, ότι δηλαδή: «ένα τίμια διενεργημένο δημοψήφισμα, δε θα έδινε στους μοναρχικούς, παρά το ότι ο Τσαλδάρης είχε κηρυχθεί υπέρ της μοναρχίας, πάνω από το 40% των ψήφων». Προέβλεπε επίσης ότι οι λαϊκές αντιδράσεις θα μπορούσαν να κάμψουν ακόμα και τις πιο ισχυρές απόπειρες νοθείας. Η αποσόβηση τέτοιων αντιδράσεων εξυπηρετούνταν άριστα από την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, ο οποίος ήρθη προσχηματικά μόλις μια εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα, την ώρα που η λογοκρισία του τύπου παρεμπόδιζε την ελεύθερη διακίνηση των αντιμοναρχικών απόψεων. Επιπλέον, πέραν από τους μαθημένους στις διώξεις κομμουνιστές, η καταστολή άγγιξε και αστούς πολιτικούς, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο «πατέρας» της πρώτης αβασίλευτης ελληνικής δημοκρατίας, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που εκτοπίστηκαν στη Μύκονο.
Το κλίμα διώξεων ακολούθησε μια διαδικασία-παρωδία στις κάλπες, με μηδενική αποχή των εγγεγραμμένων εκλογέων, παρά την απόφαση των αντιμοναρχικών κομμάτων να μη συμμετάσχουν στη διαδικασία, και εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρων περισσότερων από κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση της δεκαετίας του ’30, πριν ή μετά, με τελευταία πριν τη δικτατορία του Μεταξά εκείνη του Γενάρη του 1935. Οι πολλαπλές ψήφοι, τις οποίες συχνά δεν έμπαιναν καν στον κόπο να κρύψουν οι θιασώτες της βασιλείας, αλλά και η άσκηση ποικίλων πιέσεων, ειδικά στην ύπαιθρο – ακόμα και το χρώμα των ψηφοδελτίων είχε επιλεχθεί να είναι γαλάζιο για τη βασιλεία και κόκκινο για την αβασίλευτη δημοκρατία, σε μια έμμεση πλην σαφή επίκληση του “κομμουνιστικού κινδύνου- οδήγησαν στο μοναδικό και ανεπανάληπτο 97,8% υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου Β’. Τέτοια ήταν η έκταση της νοθείας, που ακόμα και ο τότε Υπουργός Εσωτερικών αντέδρασε στα μηνύματα που έρχονταν από όλη τη χώρα για την επικράτηση της μοναρχίας αναφωνώντας: “Οχι! Οχι! Δεν εννοούσα να φτάσουμε ως εκεί”.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η συμπεριφορά του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος κινούμενος παρασκηνιακά προσπαθούσε να παζαρέψει την υποστήριξή του στη μοναρχία, με αντάλλαγμα την επαναφορά του βενιζελικού συντάγματος του 1911 καθώς και την αμνήστευση των κινηματιών της 1ης Μάρτη 1935. Πράγματι μάλιστα, ο Γεώργιος με την επαναφορά του στο θρόνο προχώρησε στη χορήγηση γενικής αμνηστίας, κάτι που αποτέλεσε και αφορμή για σύγκρουσή του με τον Κονδύλη, ο οποίος εξωθήθηκε σε παραίτηση στις 3ο Νοέμβρη 1935, έχοντας πάψει πλέον να είναι χρήσιμος στο αστικό πολιτικό σύστημα. Όσο για το Βενιζέλο, είναι γνωστό ότι η τελευταία πολιτικού χαρακτήρα επιστολή του, λίγες μέρες πριν το θάνατό του το Μάρτη του 1936, συνέχαιρε το Γεώργιο για την τοποθέτηση του Ιωάννη Μεταξά στη θέση του υπουργού Στρατιωτικών και έκλεινε με τη φράση: “Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!”.
Έντεκα χρόνια μετά, ο Γεώργιος Β’ θα ξαναγινόταν πρωταγωνιστής σε ένα ακόμα δημοψήφισμα – φάρσα, το Σεπτέβρη του 1946, κατόρθωμα ίσως μοναδικό στην ιστορία του μοναρχικού θεσμού παγκοσμίως. Αυτή τη φορά, η βία και η νοθεία οδήγησαν σε ένα ποσοστό “μόλις” 68,8% υπέρ του βασιλιά, το οποίο άγγιζε το τριψήφιο σε χωριά προπύργια της λευκής τρομοκρατίας.
Αυτούς τους ισχνούς ενδοιασμούς δεν τους είχε πάντως ο Κονδύλης, ο οποίος επίσης είχε αποσπάσει πραξικοπηματικά την εξουσία λίγες βδομάδες πριν, στις 10 Οκτώβρη 1935. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος επιβεβαίωνε και τη βασική στόχευση της υφαρπαγής της εξουσίας από πλευράς του στρατηγού, δηλαδή την αποκατάσταση ενός θεσμού που έβλεπε ως εγγυητή «σταθερότητας» η πλειονότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης, αλλά και ο βρετανικός παράγοντας, που συνδέονταν στενά με το Γεώργιο Β’. Βασικό εμπόδιο ήταν φυσικά η λαϊκή βούληση, που όχι μόνο είχε εκφραστεί μια δεκαετία νωρίτερα με το συντριπτικό 70% υπέρ της κατάργησης της μοναρχίας στην Ελλάδα, αλλά παρέμενε σε μεγάλο του μέρος αντιμοναρχικός. Αυτό το ομολογούσε ο ίδιος ο Βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα, Γουότερλο, σε έκθεσή του στις 11 Οκτώβρη 1935, ότι δηλαδή: «ένα τίμια διενεργημένο δημοψήφισμα, δε θα έδινε στους μοναρχικούς, παρά το ότι ο Τσαλδάρης είχε κηρυχθεί υπέρ της μοναρχίας, πάνω από το 40% των ψήφων». Προέβλεπε επίσης ότι οι λαϊκές αντιδράσεις θα μπορούσαν να κάμψουν ακόμα και τις πιο ισχυρές απόπειρες νοθείας. Η αποσόβηση τέτοιων αντιδράσεων εξυπηρετούνταν άριστα από την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, ο οποίος ήρθη προσχηματικά μόλις μια εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα, την ώρα που η λογοκρισία του τύπου παρεμπόδιζε την ελεύθερη διακίνηση των αντιμοναρχικών απόψεων. Επιπλέον, πέραν από τους μαθημένους στις διώξεις κομμουνιστές, η καταστολή άγγιξε και αστούς πολιτικούς, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο «πατέρας» της πρώτης αβασίλευτης ελληνικής δημοκρατίας, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που εκτοπίστηκαν στη Μύκονο.
Το κλίμα διώξεων ακολούθησε μια διαδικασία-παρωδία στις κάλπες, με μηδενική αποχή των εγγεγραμμένων εκλογέων, παρά την απόφαση των αντιμοναρχικών κομμάτων να μη συμμετάσχουν στη διαδικασία, και εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρων περισσότερων από κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση της δεκαετίας του ’30, πριν ή μετά, με τελευταία πριν τη δικτατορία του Μεταξά εκείνη του Γενάρη του 1935. Οι πολλαπλές ψήφοι, τις οποίες συχνά δεν έμπαιναν καν στον κόπο να κρύψουν οι θιασώτες της βασιλείας, αλλά και η άσκηση ποικίλων πιέσεων, ειδικά στην ύπαιθρο – ακόμα και το χρώμα των ψηφοδελτίων είχε επιλεχθεί να είναι γαλάζιο για τη βασιλεία και κόκκινο για την αβασίλευτη δημοκρατία, σε μια έμμεση πλην σαφή επίκληση του “κομμουνιστικού κινδύνου- οδήγησαν στο μοναδικό και ανεπανάληπτο 97,8% υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου Β’. Τέτοια ήταν η έκταση της νοθείας, που ακόμα και ο τότε Υπουργός Εσωτερικών αντέδρασε στα μηνύματα που έρχονταν από όλη τη χώρα για την επικράτηση της μοναρχίας αναφωνώντας: “Οχι! Οχι! Δεν εννοούσα να φτάσουμε ως εκεί”.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η συμπεριφορά του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος κινούμενος παρασκηνιακά προσπαθούσε να παζαρέψει την υποστήριξή του στη μοναρχία, με αντάλλαγμα την επαναφορά του βενιζελικού συντάγματος του 1911 καθώς και την αμνήστευση των κινηματιών της 1ης Μάρτη 1935. Πράγματι μάλιστα, ο Γεώργιος με την επαναφορά του στο θρόνο προχώρησε στη χορήγηση γενικής αμνηστίας, κάτι που αποτέλεσε και αφορμή για σύγκρουσή του με τον Κονδύλη, ο οποίος εξωθήθηκε σε παραίτηση στις 3ο Νοέμβρη 1935, έχοντας πάψει πλέον να είναι χρήσιμος στο αστικό πολιτικό σύστημα. Όσο για το Βενιζέλο, είναι γνωστό ότι η τελευταία πολιτικού χαρακτήρα επιστολή του, λίγες μέρες πριν το θάνατό του το Μάρτη του 1936, συνέχαιρε το Γεώργιο για την τοποθέτηση του Ιωάννη Μεταξά στη θέση του υπουργού Στρατιωτικών και έκλεινε με τη φράση: “Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!”.
Έντεκα χρόνια μετά, ο Γεώργιος Β’ θα ξαναγινόταν πρωταγωνιστής σε ένα ακόμα δημοψήφισμα – φάρσα, το Σεπτέβρη του 1946, κατόρθωμα ίσως μοναδικό στην ιστορία του μοναρχικού θεσμού παγκοσμίως. Αυτή τη φορά, η βία και η νοθεία οδήγησαν σε ένα ποσοστό “μόλις” 68,8% υπέρ του βασιλιά, το οποίο άγγιζε το τριψήφιο σε χωριά προπύργια της λευκής τρομοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου