31 Δεκ 2019

Τιμή μου εγώ πάνω απ’ όλα έχω την τιμή του Κόμματος


Με αφορμή την επέτειο γέννησης του Νίκου Πλουμπίδη, αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο «Δεν αναγνωρίζω κανένα νόμο σας. Ούτε το κράτος σας…» (Σύγχρονη Εποχή), την ειδική έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για τη διαδρομή και τη θυσία 28 μελών της, που αναφέρεται στη ζωή, τη δράση, το τέλος του μεγάλου αγωνιστή, καθώς και στις εκτιμήσεις του κόμματος για την περίπτωσή του και την κομματική του αποκατάσταση.
Ο Νίκος Πλουμπίδης γεννήθηκε στις 31 Δεκέμβρη 1902 στα Λαγκάδια Αρκαδίας από φτωχή αγροτική οικογένεια. Οι γονείς του νοίκιαζαν νερόμυλους και τους δούλευαν. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του, ενώ Γυμνάσιο πήγε στη Δημητσάνα, “για να εκπληρωθεί ο πόθος της οικογένειας… να γραμματίσουν ένα παιδί”, όπως γράφει σε βιογραφική του έκθεση προς το Κόμμα. Ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο σε συνθήκες φτώχειας και στερήσεων. “Τελείωσα το Γυμνάσιο το 1922 χωρίς να ξέρω τίποτα από τη ζωή, βασιλική όπως ήταν όλη η οικογένεια, όχι από πεποίθηση ή από συμφέροντα, αλλά γιατί το έλεγαν οι Δεληγιανναίοι, χωρίς να έχω ακούσει τίποτα για κομμουνισμό”. Το Σεπτέμβρη του 1922, τη στιγμή της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου, πήγε στρατιώτης για ένα χρόνο. Στο στρατό είχαν αρχίσει τα σημάδια της αγανάκτησης ενάντια στην κτηνώδικη συμπεριφορά των στρατοκρατών. Τον Οκτώβρη του 1923 άρχισε να σπουδάζει στο Διδασκαλείο στον Πύργο Ηλείας, απ’ όπου αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1924 κι έγινε δάσκαλος. Όσο καιρό ήταν στο Διδασκαλείο, ένας συμφοιτητής του, ο Τσίκας, που αργότερα έγινε και γαμπρός του, του μίλησε πρώτη φορά για την έννοια της εκμετάλλευσης. “Αυτός πιο πολύ ήτανε τολστοϊστής, έβαζε όμως σε εμένα την ιδέα της αλλαγής κλπ”.
Το Σεπτέμβρη του 1924 ο Νίκος Πλουμπίδης διορίστηκε δάσκαλος στη Βούμπα Ελασσόνας. Όταν έφτασε εκεί και πριν ακόμα ορκιστεί, δραστηριοποιήθηκε στην Κίνηση για αύξηση του μισθού. Επίσης αντιτάχτηκε σε μια σειρά αναχρονισμούς που συνάντησε στο χωριό, όπως, για παράδειγμα, ότι οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι εκ περιτροπής να πηγαίνουν καθημερινά ένα καλό φαγητό στο δάσκαλο -αυτό αμέσως το κατάργησε- αντιτάχτηκε στην καταδυνάστευση των αγορών από τον αστυνόμο, τον παπά, το φοροεισπράκτορα και ξεσήκωνε τους αγρότες για τα ζητήματά τους. Για όλα αυτά, όπως θυμόταν αργότερα, “αμέσως με χαρακτήρισαν για κομμουνιστή, χωρίς εγώ να ξέρω τι είναι κομμουνισμός”.
Το Νοέμβρη του 1925 διάβασε το Αλφάβητο του Κομμουνισμού και για τον ιστορικό υλισμό και τότε άρχισε ν’ αναζητά τους κομμουνιστές του χωριού. Στις αρχές του 1926 έφτιαξαν Κομματική Επιτροπή στο χωριό μαζί με τον καφετζή της Ελασσόνας (Μανώλη Βάκο) και τον πρόεδρο των Παλαιών Πολεμιστών (Γιάννη Σελίδη). Ως το 1929 που έμεινε στην Ελασσόνα, πρωτοστάτησε στους αγώνες των αγροτών. Το 1927 συνεργάστηκε με το γερο-Βαλιανάτο (σ.σ.: κομμουνιστής συνδικαλιστής από την Κεφαλλονιά, γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Λάρισας και της Κομματικής Οργάνωσης, υποψήφιος δήμαρχος της πόλης, μέλος της ΚΕ της Εργατικής Βοήθειας, που εκπαραθυρώθηκε και δολοφονήθηκε το 1938 στην Ειδική Ασφάλεια, μετά από φρικτά βασανιστήρια). Όσο καιρό ήταν στη Λάρισα, αρθρογραφούσε στο Διδασκαλικό Βήμα και ήταν ο κύριος μοχλός στο διδασκαλικό σύλλογο. Το 1929 κατέβηκε για μετεκπαίδευση στην Αθήνα. Τότε εργάστηκε για την οργάνωσης της “Αριστερής Παράταξης των Δασκάλων”. Για ένα διάστημα ήταν οργανωμένος σε Πυρήνα Δασκάλων και μετά στον Πυρήνα της συνοικίας Γκάζι. Ως φοιτητής και δάσκαλος πήρε ενεργά μέρος στη φοιτητική απεργία του 1929. Στα τέλη της χρονιάς, ύστερα από το “γενναίο ξυλοκόπημα των χαφιέδων της Ασφάλειας” στη διαδήλωση στην πλατεία Αττικής, αρρώστησε. Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι έχει φυματίωση και ότι, αν δεν πήγαινε για θεραπεία, θα πέθαινε. Όπως γράφει το 1946, “εγώ δεν μπορούσα να πάω, συνέχισα τη δουλειά ακόμα πιο έντονα, αφού θα πέθαινα σε έξι μήνες”.
Ηγήθηκε στην “Αριστερή Παράταξη” στη Συνομοσπονδία Υπαλλήλων κι εκλέχτηκε στην Εκτελεστική της Επιτροπή. Το Φλεβάρη του 1931 η Αριστερή Παράταξη κάλεσε σε συγκέντρωση τους δημόσιους υπαλλήλους, αφού δεν το έκανε η επίσημη Συνομοσπονδία. Το Μάρτη του 1931 πιάστηκε και δικάστηκε σε 3 μήνες φυλακή. Άσκησε έφεση που δικάστηκε το Δεκέμβρη του 1931, οπότε η ποινή μετριάστηκε στο μισό, αλλά φυλακίστηκε μόνο 2 μέρες, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι έκαναν έρανο κι εξαγόρασαν την ποινή.
Το 1931 είχαν αρχίσει περιοδείες σε όλη την Ελλάδα για οργάνωση “Αριστερών Παρατάξεων” στους δημόσιους υπαλλήλους και ο Πλουμπίδης ανέλαβε τη Μακεδονία και τη Θράκη. Στα τέλη του 1931 απολύθηκε και από δάσκαλος. “Ζούσα με ελάχιστα, κοιμόμουν σε μια τρώγλη στον Κολωνό μαζί με τον Τσουρτσούλη (μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ που εκτελέστηκε) που με φιλοξενούσε”. Στην περίοδο της λεγόμενης φραξιονιστικής πάλης ήταν με την ομάδα Θέου, Σιάντου, Χαϊτά. “Πιο πολύ γιατί συνεργαζόμουν με τους ‘αριστερούς’, Θέο κλπ, παρά γιατί ήμουνα πεπεισμένος για την ορθότητα της γραμμής της”.
Το Φλεβάρη του 1932 στη Συνδιάσκεψη της Αθήνας εκλέχτηκε στο Γραφείο της Περιφερειακής Επιτροπής της ΚΟΑ. Ως μέλος του Γραφείου της ΚΟΑ καθοδηγούσε την 3η Αχτίδα, τους δημόσιους υπαλλήλους και βοηθούσε στο Ενωτικό Εργατικό Κέντρο.
Από τον Ιούνη έως το Νοέμβρη του 1932 πήγε για θεραπεία της φυματίωσής του σε σανατόριο της Σοβιετικής Ένωσης. Από το Δεκέμβρη του ίδιου έτους εντάχτηκε στην ΠΕ της ΚΟΑ και στη Γραμματεία της ΕΓΣΕΕ, ενώ από το Μάρτη του 1933 ήταν καθοδηγητής των σιδηροδρομικών, των ναυτεργατών, των δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων, καθώς και του Ενωτικού Κέντρου Αθήνας. Τον ίδιο μήνα πήρε μέρος στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Ενωτικής ΓΣΕΕ, όπου εκλέχτηκε στην Εκτελεστική της Επιτροπή και στη Γραμματεία της.
Γι’ αυτήν την περίοδο λέει χαρακτηριστικά: “Η αρρώστια δούλευε κι εγώ δούλευα”. Αυτά μέχρι το Σεπτέμβρη του 1933, οπότε ξαναπήγε στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Παραμένοντας στη Σοβιετική Ένωση, από το Γενάρη του 1934 ήταν αντιπρόσωπος της Ενωτικής ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή. “Εδώ πήρα πολλά και από τη μελέτη και από τη συμμετοχή μου στις συνεδριάσεις του Εκτελεστικού Γραφείου που συζητιόνταν όλα τα προβλήματα του διεθνούς συνδικαλιστικού ζητήματος και στις συζητήσεις έπαιρναν μέρος μεγάλοι και σοφοί σύντροφοι”. Στην ΕΣΣΔ πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος του ΚΚΕ στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ το καλοκαίρι του 1935. Επέστρεψε στην Ελλάδα στις 21 Αυγούστου 1935 και ανέλαβε δουλειά στη Γραμματεία της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Στο 60 Συνέδριο του ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1935 εκλέχτηκε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου διέφυγε τη σύλληψη και πέρασε στην παρανομία. Πήγε με εντολή του Κόμματος στη Λαμία, ώστε να στηρίξει την Οργάνωση στις νέες συνθήκες της παρανομίας. Από τον Οκτώβρη του 1936 έπαιρνε μέρος στις συνεδριάσεις του ΠΓ και καθοδηγούσε την Ενωτική ΓΣΕΕ και την Εργατική Βοήθεια. Μετά από την απόδραση των Σιάντου και Θέου, κάθισε δύο μήνες, καθώς ήταν βαριά άρρωστος. Και από το Σεπτέμβρη του 1937 πήγε στο Βόλο ως καθοδηγητής του Γραφείου της Κομματικής Επιτροπής της Θεσσαλίας. Εκεί είχε άμεσο συνεργάτη τον Πέτρο Ρούσο, Γραμματέα της ΠΕ του Βόλου. Στο Βόλο έδρασε ως τον Ιούνη του 1938, οπότε και πήγε στην Αθήνα για να πάρει μέρος στη συνεδρίαση της ΚΕ μετά από τη σύλληψη των μελών του ΠΓ (τότε πιάστηκαν οι Παρτσαλίδης, Νεφελούδης και Σκλάβαινας). Τα προβλήματα που είχαν να επιλύσουν απαιτούσαν ακόμα μεγαλύτερη ένταση των δυνάμεων, γράφει ο Νίκος Πλουμπίδης στη βιογραφική του έκθεση: “Αλησμόνητη μου μένει εκείνη η σύσκεψη του Ιούνη 1938, ήταν δράμα. Από τα 16 ταχτικά και τα 12 αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ ήμασταν μόνο 3 ταχτικοί και 2 αναπληρωματικοί, οι άλλοι είχαν πιαστεί. Εκεί φτιάξαμε ΠΓ από το σ. Σιάντο, Θέο, Σκαφίδα, εμένα, Παπαγιάννη, Σιτοκωνσταντίνου και Μιχελίδη”.
Στη συνέχεια ο Πλουμπίδης έφυγε για τη Θεσσαλονίκη ως καθοδηγητής του Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης. Ως άμεσους συνεργάτες είχε το Γραμμένο, Γραμματέα της Αγροτικής Περιφέρειας και (για ένα μήνα) το Σιτοκωνσταντίνου, Γραμματέα της Θεσσαλονίκης, κι εν συνεχεία τον Παπαγιάννη. Για τη δουλειά του εκεί θυμάται αργότερα: “Ο κόσμος μας υπήρχε, αλλά ήταν σκόρπιος, τον μαζέψαμε, φτιάξαμε τοπική καθοδήγηση σ’ όλες τις περιφέρειες της Μακεδονίας-Θράκης, συνδεθήκαμε και αρχίσαμε κινητοποιήσεις”. Τον Απρίλη του 1939 πήρε εντολή να παραδώσει στο Μιχελίδη (σ.σ.: που αργότερα έγινε δηλωσίας και δούλεψε στην Προσωρινή Διοίκηση) και να κατέβει στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Πλουμπίδης πιάστηκε στις 22 Μάη 1939. Η σύλληψή του έγινε όταν έφυγε από το σπίτι του Κουτσογιάννη (σ.σ.: που συνεργάστηκε με την Ασφάλεια), σε αυτόν αποδίδει ο Πλουμπίδης και την πρώτη αιτία της σύλληψής του. Κρατήθηκε στην Ασφάλεια 45 μέρες, αρνήθηκε κάθε υποχώρηση για να σταλεί σε σανατόριο και τελικά κλείστηκε σε ένα κελί στο σανατόριο “Σωτηρία”, αφού η Ασφάλεια δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια της. Εκεί έμεινε απομονωμένος μέχρι την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτώβρη 194-, οπότε χαλάρωσαν τα μέτρα απομόνωσης και άρχισαν να επιτρέπουν τον προαυλισμό του.
Παράλληλα είχαν γίνει νέες συλλήψεις. Πριν τον Πλουμπίδη είχαν πιαστεί ο Νίκος Ζαγουρτζής, ο Παύλος Νεφελούδης, ο Κώστας Βασάλος κ.ά. Τον Απρίλη η Ασφάλεια συνέλαβε τον Κώστα Θέο, τον Κώστα Βαρουξή κ.ά. Μετά από τη σύλληψη του Πλουμπίδη ακολούθησαν εκείνες του Τσουρτσούλη, του Στέργιου Γραμμένου, της Ηλέκτρας Αποστόλου. Αργότερα, το Νοέμβρη του 1939, πιάστηκαν και οι Γιώργης Σιάντος και Γρηγόρης Σκαφίδας. Νωρίτερα, τον Οκτώβρη, οι διωκτικές αρχές είχαν εντοπίσει και δύο κεντρικά μυστικά τυπογραφεία του ΚΚΕ στη Μιχαήλ Βόδα και στην Ηλιούπολη.
Στελέχη που ήταν ελεύθερα και δρούσαν στην παρανομία πραγματοποίησαν σύσκεψη στο σπίτι του Μήτσου Παπαγιάννη ώστε ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Έτσι οι Μήτσος Παπαγιάννης και Χρήστος Κανάκης, που είχαν προσληφθεί στην ΚΕ σε συνεδρίαση του 1938 κι επιπλέον είχαν εγκριθεί από την ΚΔ, συσκέφτηκαν με τη Σταματία Βιτσρά και αποφάσισαν να προσλάβουν στην ΚΕ και το Βαγγέλη Κτιστάκη. Λόγω της προέλευσης αυτών των στελεχών καθιερώθηκε να ονομάζονται “Παλιά ΚΕ”, η οποία για εκείνη την περίοδο, όσο ολιγομελής και αν ήταν, αποτελούσε τον πυρήνα καθοδηγητικού κέντρου που είχε τη μεγαλύτερη εγκυρότητα, ήταν -σύμφωνα με το Καταστατικό του ΚΚΕ- συνέχιση της ΚΕ του Κόμματος. Σ’ εκείνη την ΚΕ προστέθηκαν με πρόσληψη από το καλοκαίρι του 1940 και οι Σπύρος Καλοδίκης, ως Γραμματέας της ΚΟΑ, Παναγιώτης Σαντής, Γραμματέας της ΚΟΠ, και στη συνέχεια ο Γιώργης Ελληνούδης. Με αυτήν την ΚΕ ο Νίκος Πλουμπίδης ήρθε σε επαφή από το “Σωτηρία”, όταν και όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες, και λειτουργούσε ως καθοδηγητής της πάλι όσο ήταν δυνατό και δίχως να ταυτίζονται πάντα οι τοποθετήσεις τους στα διάφορα θέματα. “Την υποστήριζα σαν μόνη που εκπροσωπούσε το Κόμμα”, γράφει. Πχ η “Παλία ΚΕ” κατήγγειλε το Α’ Γράμμα του φυλακισμένου Νίκου Ζαχαριάδη για τον πόλεμο ως πλαστό. Ο Νίκος Πλουμπίδης, παρόλο που ήταν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνος με το περιεχόμενό του, από ορισμένα τυπικά στοιχεία οδηγήθηκε να το θεωρήσει πλαστό. Οι υπόλοιποι έθεταν βαθύτερη διαφωνία με το γράμμα. Έτσι, συνολικά η “Παλιά ΚΕ” και ο Πλουμπίδης κατήγγειλαν το γράμμα ως πλαστό. Από την άλλη υπήρχε η λεγόμενη Προσωρινή Διοίκηση (ΠΔ) που ήταν κατασκεύασμα του Μανιαδάκη με αξιοποίηση πρώην στελεχών του ΚΚΕ που είχαν περάσει με τον αντίπαλο (Μιχαηλίδης, Τυρίμος, κ.ά.). Η ΠΔ είχε παρασύρει με το μέρος της και τίμια στελέχη (όπως η Όλγα Μπακόλα κ.ά. που είχαν έρθει από την ΕΣΣΔ) και είχαν συνδεθεί από άγνοια μαζί της. Έτσι, η ενεργούμενη της Ασφάλειας ΠΔ κατήγγειλε τα τίμια στοιχεία της “Παλιάς ΚΕ” ως χαφιέδες της Ασφάλειας.
Το 1941 άρχισαν να φεύγουν από φυλακές κι εξορίες κρατούμενοι κομμουνιστές, ανάμεσά τους και μέλη της ΚΕ. Έτσι, το Μάη του 1941 ο Νίκος Πλουμπίδης έγραψε στο Χρήστο Κανάκη και την “Παλιά ΚΕ” να παραδώσουν στα μέλη της ΚΕ που ήταν ελεύθερα και σε συνθήκες παρανομίας θα οργάνωναν τη δράση του ΚΚΕ.
Το Γενάρη του 1942, με πιστοποιητικό γιατρού που ζητούσε αλλαγή κλίματος λόγω της ασθένειάς του, πέτυχε να μεταφερθεί ως εξόριστος πλέον στην Τρίπολη. Συνδέθηκε με την Οργάνωση από τις 15 Γενάρη 1942 και βοήθησε στην εκεί δράση, όπως ήταν η οργάνωση της Επιτροπής του ΕΑΜ Αρκαδίας όπου πήρε μέρος δύο φορές. Στις 26 Φλεβάρη 1942, ντυμένος σιδηροδρομικός, έφτασε από την Τρίπολη στην Αθήνα.
Στα μέσα του Μάρτη στην Αθήνα συνάντησε το Σιάντο και ανέλαβε την καθοδήγηση του Εργατικού ΕΑΜ με βοηθούς το Λαζαρίδη και τον Καλοδίκη. Τον Ιούνη του 1942 πήρε μέρος στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κόμματος και από την Ολομέλεια εκλέχτηκε μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Σε αυτήν τη θέση παρέμεινε μέχρι τον Απρίλη του 1945. Μετά από το Γενάρη του 1944, όταν το ΠΓ ανέβηκε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, ο Νίκος Πλουμπίδης με το Βασίλη Μπαρτζιώτα και τη Χρύσα Χατζηβασιλείου ήταν από τα μέλη του ΠΓ που παρέμειναν στην Αθήνα.
Στο 7ο Συνέδριο του Κόμματος εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ και μετά από αυτό είχε την ευθύνη των οικονομικών του Κόμματος. Ήταν μέλος σε ΚΟΒ Δασκάλων.
Ο Πλουμπίδης ήταν παντρεμένος με τη δασκάλα Ιουλία Παπαχρήστου, με την οποία στις συνθήκες της σκληρής παρανομίας απέκτησαν στις 23 Μάη 1948 ένα γιο, το Δημήτρη, που η Ιουλία τον μεγάλωσε μέχρι να γίνει 9 μηνών. Η Ιουλία Πλουμπίδη έζησε στην παρανομία, πιάστηκε μαζί με το Στέργιο Αναστασιάδη και στην ίδια δίκη μαζί του δικάστηκε σε ισόβια. Μετά από τη σύλληψή της Ιουλίας ο Πλουμπίδης κράτησε το παιδί για ελάχιστες μέρες και κατάφερε να το ξαναδεί στην αίθουσα του δικαστηρίου τον Ιούλη του 1953.
Την άνοιξη του 1948, όταν έφυγε και η Χατζηβασιλείου για το Γράμμο, ο Πλουμπίδης μαζί με το Στέργιο Αναστασιάδη ανέλαβαν την καθοδήγηση του Κόμματος στην Αθήνα. Ο Πλουμπίδης έδρασε σε περίοδο που πραγματοποιήθηκαν πολλά χτυπήματα στο παράνομο Κόμμα στην Αθήνα. Η σειρά των συλλήψεων (πιάστηκε ο καθοδηγητής του Πλουμπίδη, ο Στέργιος Αναστασιάδης, και ο καθοδηγούμενος από τον Πλουμπιδη, ο Βαγγέλης Καββαδίας), καθώς και άλλα περιστατικά, ενίσχυσαν σε συνθήκες δύσκολης επικοινωνίας την καχυποψία του ΠΓ σε βάρος του Πλουμπίδη.
Όταν είχε γίνει η δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη, ήταν καταδικασμένος σε θάνατο και βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία στο “Συμβούλιο Χαρίτων”, ο Πλουμπίδης στις 12 Μάρτη 1952 έστειλε επιστολή στους δικηγόρους του Μπελογιάννη με την οποία διαμήνυε στις διωκτικές αρχές ότι “καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ ήμουν εγώ και ΟΧΙ ο Μπελογιάννης”, υποσχόταν ότι θα εμφανιστεί στις διωκτικές αρχές για να δικαστεί, άρα σύμφωνα με το σκεπτικό του θα έπρεπε να μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες του Μπελογιάννη. Η επιστολή αυτή δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή στις 16 Μάρτη.
Τότε το ΠΓ κατήγγειλε από το Ραδιοφωνικό Σταθμό “Ελεύθερη Ελλάδα” ότι η επιστολή αυτή ήταν πλαστή – μεθοδευμένη από την Ασφάλεια και ανακοίνωσε ότι ο Ν. Πλουμπίδης βρισκόταν βαριά άρρωστος στο εξωτερικό.
Στις 27 Ιούλη 1952 το ΠΓ της ΚΕ πήρε απόφαση ότι “διαγράφει τον Πλουμπίδη από μέλος του ΚΚΕ και τον καταγγέλλει στο λαό και στο Κόμμα σα χαφιέ, προβοκάτορα και προδότη”.
Ο Πλουμπίδης συνελήφθη στις 25 Νοέμβρη 1952 σ’ ένα σπίτι στον Κολωνό, Πρεβέζης 14, όπου κρυβόταν. Στις 27 Νοέμβρη μεταδόθηκε από το Ραδιοφωνικό Σταθμό “Ελεύθερη Ελλάδα” ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, στην οποία ο Πλουμπίδης καταγγελόταν ως πράκτορας της Ασφάλειας. Την επόμενη μέρα η ίδια ανακοίνωση δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα Αυγή.
“Η απόφαση του ΠΓ για τον Πλουμπίδη ήταν άδικη. Στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που έδιναν στελέχη του Κόμματος από την Ελλάδα, καθώς και σε παραβιάσεις από τον Πλουμπίδη του κομματικού-καταστατικού πλαισίου” (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Β’). Συγχρόνως, το συνολικό πλαίσιο της όξυνσης της ταξικής πάλης, με τους μηχανισμούς του ελληνικού αστικού κράτους καθώς και άλλων κρατών να επιδιώκουν διάβρωση στις γραμμές του ΚΚΕ, διαμόρφωναν πρόσφορο έδαφος για καχυποψία απέναντι σε διαφορετικές αντιλήψεις στις γραμμές του Κόμματος, που ακόμα και αν εξ αντικειμένου βοηθούσαν τον ταξικό αντίπαλο, δε σήμαινε ότι οι φορείς τους ήταν όργανα του αντιπάλου.
Επτά μήνες αργότερα, τον Ιούλη του 1953, το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών τον καταδίκασε “δις εις θάνατο”. Εκτελέστηκε την αυγή της 14ης Αυγούστου 1954 στο δάσος του Δαφνιού, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΚΚΕ. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν: “Εξετελέσθη ζητωκραυγάζων υπέρ του ΚΚΕ, αντιμετώπισε με απόλυτον ψυχραιμίαν τας σφαίρας του αποσπάσματος” και “δεν εδέχθη ούτε να κοινωνήση, ούτε να του δέσουν τους οφθαλμούς του”.
Στο στρατοδικείο, όπου δικαζόταν ερήμην και όλη η ηγεσία του ΚΚΕ με την κατηγορία της κατασκοπίας κ.ά., ο Πλουμπίδης υπερασπίστηκε το Κόμμα, την πολιτική του και την ηγεσία του Κόμματος. Στις αιτιάσεις των στρατοδικών ότι το Κόμμα έχει κηλιδώσει την τιμή του, απάντησε: “Τιμή μου εγώ πάνω απ’ όλα έχω την τιμή του Κόμματος”.
Η 9η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του 1958 επανεξέτασε την υπόθεση του Νίκου Πλουμπίδη και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να στήριζε την κατηγορία σε βάρος του, αντίθετα, την χαρακτήρισε αστήριχτη και άδικη.
Στην εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ στις 29 Μάρτη του 2016 τονίστηκε: “Σε πολύ δύσκολες συνθήκες για τον ίδιο και το Κόμμα, έδειξε την ηθική ανωτερότητα των κομμουνιστών. Μας άφησε ως παρακαταθήκη τι σημαίνει ακλόνητη πίστη στο Κόμμα και μας δίδαξε με τη στάση του το μοναδικό δρόμο δικαίωσης για κάθε μέλος και στέλεχος του κόμματος. Πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα το Κόμμα”.

1 σχόλιο:

TOP READ