Το
είχε το μπολντόρι, κάτω από ένα υπόστεγο, στο πίσω μέρος της αυλής, το
μοναδικό που του είχε μείνει από μια εποχή που ήταν ήρωας για την τοπική
κοινωνία, αντιήρωας για την ακρίβεια, μιας και όλοι τον ήξεραν, λίγοι
όμως τον αγαπούσαν, κάμποσοι τον σέβονταν και οι πολλοί τον καταριόταν,
λόγω της μυθολογίας που είχε δημιουργηθεί γύρω από το όνομα του....
Η φήμη του, τότε στα μέσα του ογδόντα, είχε περάσει τα σύνορα της πόλης και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ερχόταν από γειτονικές για να δοκιμάσουν την τύχη τους μαζί του σε μια κόντρα. Χεράς μεγάλος ήταν ο Κύρ Γιώργος εκείνα τα χρόνια και από τους λίγους που μπορούσε να λύνει και να δένει την μοτοσυκλέτα του με κλειστά τα μάτια, με αποτέλεσμα να την έχει πάντα σωστή, πειραγμένη και ετοιμοπόλεμη. Εκεί στον σφιχτό επαρχιακό δρόμο ήταν ανίκητος και οι φήμες έλεγαν, ότι σίγουρα θα διέπρεπε σε όποια πίστα και αν έμπαινε, με όποιον αν στέκονταν δίπλα του. Κάτι που ποτέ δεν έγινε, για να μάθουμε την κατάληξη...
Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή στα 36 του, με ένα παιδί πια στην κούνια και μια γυναίκα που την έβρισκε κάθε βράδυ κλαμένη να τον περιμένει, πήρε την μεγάλη απόφαση. Άλλαξε με αγάπη και γνήσια ανταλλακτικά όλα τα σωθικά της, για να είναι σαν καινούργια, βρήκε ότι πλαστικό έλειπε ή ήταν σπασμένο, την έβαψε με προσοχή στον καλύτερο βαφέα, της πέρασε καινούργια λάστιχα, καινούργιες ντίζες, μάζεψε τα ηλεκτρικά, την γυάλισε και την καβάλησε για να κάνει μια τελευταία βόλτα. Μετά την σκέπασε ευλαβικά και την άφησε εκεί, όπως είχε ορκιστεί, με βαρύ όρκο στην γυναίκα του...
Είκοσι χρόνια σχεδόν αργότερα, που έφυγαν σαν το νερό και ο πιτσιρικάς τον παρακαλούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ... "Την μηχανή ρε πατέρα, να μου την δώσεις, την μηχανή!"... Δαγκώνονταν και αγκομαχούσε ο Κύρ Γιώργος και πάντα έβρισκε μια δικαιολογία. Σκέφτονταν τα δικά του, τις σούζες τις κόντρες, τα μεθύσια, τις μαλακίες. Σκεφτόταν πόσες φορές είχε γλυτώσει στο τσάκ από του Χάρου τα δόντια και φοβόταν, φοβόταν πολύ... "Δεν την έκαιγα καλύτερα;" σκεφτόταν και ξεφύσαγε.
Κατάφερε να παίξει άμυνα, για δύο χρόνια, άλλο δεν μπόρεσε, έβλεπε πόσο πολύ την ήθελε ο μικρός, μαράζωνε, δεν γινόταν αλλιώς, θα τον έχανε στο τέλος. Πήρε το λοιπόν τα εργαλεία του, πήγε στο γειτονικό συνεργείο και αγόρασε τα καλύτερα λάδια, μπουζί, φίλτρα, καθαριστικά και ξεκίνησε. Φύλλο και φτερό την έκανε, όπως μόνο αυτός ήξερε, της ρύθμισε τα καρμπιρατέρ, τα φρένα, λάδωσε τις ντίζες, άλλαξε λάστιχα, καινούργια μπαταρία, έβγαλε και έβαψε ότι με τα χρόνια είχε πάρει σκουριά, την πέρασε γυαλιστικό και έλαμψε... Έβαλε φρέσκια βενζίνη στο ρεζερβουάρ και περίμενε ένα λεπτό πρίν να πατήσει την μίζα. Όταν το έκανε, ανατρίχιασε ολόκληρος, καθώς ο ήχος της εξάτμισης και η μυρωδιά της βενζίνης γέμισαν τον χώρο, χαμογέλασε πλατιά. Ναι φοβόταν, αλλά μέσα του, κάπου μέσα του την είχε ονειρευτεί εκείνη την μέρα, την περίμενε... Την σκέπασε πάλι και μπήκε μέσα στο σπίτι σφυρίζοντας σκανταλιάρικα ένα παλιό σκοπό.
Όταν μπήκε ο γιος του το μεσημέρι στο σπίτι μουτρωμένος τον φώναξε. Κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλον στην κουζίνα και με υπόκρουση τα κλάματα της μάνας, του πέταξε τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι... "Δεν σου λέω να προσέχεις, γιατί δεν θα το κάνεις!", είπε σοβαρά... "Μα πατέρα... Εγώ θα...", είπε ο μικρός, με ένα ηλίθιο χαμόγελο να έχει κολλήσει στο πρόσωπό του. "Ξέρω εγώ, άστα, μην λές τίποτα! Κοίτα μόνο μην τσακιστείς πουθενά γιατί δεν θα το αντέξω, αυτό μόνο να ξέρεις... Δεν θα το αντέξω!". Πριν να τελειώσει την φράση του ο Κωστάκης, είχε βγει έξω. Άκουσε την μίζα, τον μπάσο ήχο της εξάτμισης, την πρώτη που καρφώθηκε στο σασμάν και το σφύριγμα του κινητήρα καθώς απομακρύνονταν και από δευτέρα άλλαζε σε τρίτη....
Οι πρώτες μέρες πέρασαν μέσα στο άγχος και την μουρμούρα της γυναίκας. Είχε πάντα το αυτί του τεντωμένο το βράδυ στο κρεβάτι και ησύχαζε μόνο, όταν άκουγε την μοτοσυκλέτα να μπαίνει στον κήπο. Μετά από τρεις μήνες, όλα ήταν παρελθόν, ο μικρός ήταν πολύ σωστός, προσεκτικός οδηγός και Κύριος στην συντήρηση. Που τους έχανες, που τους έβρισκες, εκεί οι δυό τους στον κήπο, σκυμμένοι μπροστά στην μηχανή να μιλάνε, να κατσαβιδιάζουν, να γελάνε δυνατά και να πειράζονται. Όταν καβαλούσε ο μικρός για να φύγει, χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του ευχαριστημένος και τον κοιτούσε μέχρι να εξαφανιστεί στο βάθος του δρόμου, στέκονταν εκεί για λίγο μέχρι να χαθεί και η τελευταία υποψία ήχου της μηχανής και μετά έμπαινε στο σπίτι....
Πέρασαν μερικά χρόνια... Ο μικρός μεγάλωσε αρκετά και ο γέρος, γέρασε κι άλλο. Ήρθε η ώρα ο ένας να μείνει μόνος του, καθώς η Κυρά Βαρβάρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο και ο άλλος, να έχει μια γυναίκα με την κοιλιά στο στόμα, ένα αυτοκίνητο τετράπορτο να κυκλοφορεί, για να χωράει και το καροτσάκι που θα χρειάζονταν σε λίγους μήνες και πολλές υποχρεώσεις να μαζεύονται...
Ένα Ανοιξιάτικο πρωινό ο Κύρ Γιώργος, καθόταν μόνος του στον κήπο και έπινε το απογευματινό του καφεδάκι μαραζωμένος, όταν άκουσε από μακρυά έναν γνώριμο ήχο, που είχε πολύ καιρό να ακούσει. Σήκωσε τον λαιμό του για να αφουγκραστεί καλύτερα, ναι δεν θα έκανε ποτέ λάθος, ήταν το μπολντόρι του. Πετάχτηκε πάνω αναστατωμένος και περίμενε, όταν είδε τον Κωστάκη, να μπαίνει στην αυλή, να ξεκαβαλάει, να βγάζει το κράνος και να τον πλησιάζει. Η μηχανή έλαμπε στον φως του ήλιου που απλώνονταν πάνω της, σαν να μην την είχε ακουμπήσει ο χρόνος... Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κάθισαν απέναντι, κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια. Άπλωσε το χέρι ο γιος του και πέταξε τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι... Μαύρισε ο γέρος, "δεν την θέλεις άλλο έ;", τον ρώτησε πικραμένος, θα την έτρωγε η κλεισούρα και η ανυπαρξία σαν κι αυτόν, "αμαρτία", σκέφτηκε... "Εγώ πατέρα δεν την χρειάζομαι άλλο, σε ευχαριστώ που μου την δάνεισες, αλλά θέλω μια χάρη!", είπε χαμογελώντας... "Τι χάρη;", είπε ο γέρος κοιτάζοντας αλλού πεισμωμένος... "Να! Θέλω να την φυλάξεις μερικά χρόνια ακόμη, όπως μόνο εσύ ξέρεις, να την κρατήσεις καινούργια!". Γύρισε και τον αγριοκοίταξε και ετοιμάστηκε να του απαντήσει άσχημα, όταν άκουσε μια κόρνα αυτοκινήτου έξω από την αυλή, κοίταξε προσεκτικά και είδε την πόρτα να ανοίγει, να βγαίνει η νύφη του να πηγαίνει στο πίσω κάθισμα, να σηκώνει ένα βρέφος, το εγγονάκι του, να πλησιάζει προς το μέρος τους. Ο Κωστάκης, πήρε το μωρό στα χέρια και του το έχωσε μέσα στην αγκαλιά. Ήταν ένα πανέμορφο πλασματάκι, με καταγάλανα μάτια, σα και τα δικά του, που είχαν μαγέψει πολλές καρδιές στα νιάτα τους.
Έμεινε απορημένος να κοιτάζει, όταν ο γιος του, του είπε.... "Πατέρα να σου γνωρίσω τον εγγονό σου, θα είστε συνονόματοι, να σου γνωρίσω τον Γιωργάκη λοιπόν. Γι'αυτόν να την φυλάξεις την μηχανή, θα έρθει η μέρα που θα σε παρακαλάει να του την δώσεις, είμαι σίγουρος!", είπε και γέλασε δυνατά και γέλασαν όλοι δυνατά και τα μάτια του γέρου έλαμψαν και συνέχισαν να λάμπουν, όταν έφυγαν όλοι και έμεινε μόνος του με την μοτοσυκλέτα στην μικρή αυλή....
Γιάννης Σιδεράκης
Η ανάρτηση έγινε στην μνήμη του παιδικού φίλου μας Σταύρου που τον χάσαμε απ την παρέα στο Μοσχάτο στα 15 του όταν έκλεψε το Solex του πατέρα του ενα βράδυ ...
Η φήμη του, τότε στα μέσα του ογδόντα, είχε περάσει τα σύνορα της πόλης και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ερχόταν από γειτονικές για να δοκιμάσουν την τύχη τους μαζί του σε μια κόντρα. Χεράς μεγάλος ήταν ο Κύρ Γιώργος εκείνα τα χρόνια και από τους λίγους που μπορούσε να λύνει και να δένει την μοτοσυκλέτα του με κλειστά τα μάτια, με αποτέλεσμα να την έχει πάντα σωστή, πειραγμένη και ετοιμοπόλεμη. Εκεί στον σφιχτό επαρχιακό δρόμο ήταν ανίκητος και οι φήμες έλεγαν, ότι σίγουρα θα διέπρεπε σε όποια πίστα και αν έμπαινε, με όποιον αν στέκονταν δίπλα του. Κάτι που ποτέ δεν έγινε, για να μάθουμε την κατάληξη...
Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή στα 36 του, με ένα παιδί πια στην κούνια και μια γυναίκα που την έβρισκε κάθε βράδυ κλαμένη να τον περιμένει, πήρε την μεγάλη απόφαση. Άλλαξε με αγάπη και γνήσια ανταλλακτικά όλα τα σωθικά της, για να είναι σαν καινούργια, βρήκε ότι πλαστικό έλειπε ή ήταν σπασμένο, την έβαψε με προσοχή στον καλύτερο βαφέα, της πέρασε καινούργια λάστιχα, καινούργιες ντίζες, μάζεψε τα ηλεκτρικά, την γυάλισε και την καβάλησε για να κάνει μια τελευταία βόλτα. Μετά την σκέπασε ευλαβικά και την άφησε εκεί, όπως είχε ορκιστεί, με βαρύ όρκο στην γυναίκα του...
Είκοσι χρόνια σχεδόν αργότερα, που έφυγαν σαν το νερό και ο πιτσιρικάς τον παρακαλούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ... "Την μηχανή ρε πατέρα, να μου την δώσεις, την μηχανή!"... Δαγκώνονταν και αγκομαχούσε ο Κύρ Γιώργος και πάντα έβρισκε μια δικαιολογία. Σκέφτονταν τα δικά του, τις σούζες τις κόντρες, τα μεθύσια, τις μαλακίες. Σκεφτόταν πόσες φορές είχε γλυτώσει στο τσάκ από του Χάρου τα δόντια και φοβόταν, φοβόταν πολύ... "Δεν την έκαιγα καλύτερα;" σκεφτόταν και ξεφύσαγε.
Κατάφερε να παίξει άμυνα, για δύο χρόνια, άλλο δεν μπόρεσε, έβλεπε πόσο πολύ την ήθελε ο μικρός, μαράζωνε, δεν γινόταν αλλιώς, θα τον έχανε στο τέλος. Πήρε το λοιπόν τα εργαλεία του, πήγε στο γειτονικό συνεργείο και αγόρασε τα καλύτερα λάδια, μπουζί, φίλτρα, καθαριστικά και ξεκίνησε. Φύλλο και φτερό την έκανε, όπως μόνο αυτός ήξερε, της ρύθμισε τα καρμπιρατέρ, τα φρένα, λάδωσε τις ντίζες, άλλαξε λάστιχα, καινούργια μπαταρία, έβγαλε και έβαψε ότι με τα χρόνια είχε πάρει σκουριά, την πέρασε γυαλιστικό και έλαμψε... Έβαλε φρέσκια βενζίνη στο ρεζερβουάρ και περίμενε ένα λεπτό πρίν να πατήσει την μίζα. Όταν το έκανε, ανατρίχιασε ολόκληρος, καθώς ο ήχος της εξάτμισης και η μυρωδιά της βενζίνης γέμισαν τον χώρο, χαμογέλασε πλατιά. Ναι φοβόταν, αλλά μέσα του, κάπου μέσα του την είχε ονειρευτεί εκείνη την μέρα, την περίμενε... Την σκέπασε πάλι και μπήκε μέσα στο σπίτι σφυρίζοντας σκανταλιάρικα ένα παλιό σκοπό.
Όταν μπήκε ο γιος του το μεσημέρι στο σπίτι μουτρωμένος τον φώναξε. Κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλον στην κουζίνα και με υπόκρουση τα κλάματα της μάνας, του πέταξε τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι... "Δεν σου λέω να προσέχεις, γιατί δεν θα το κάνεις!", είπε σοβαρά... "Μα πατέρα... Εγώ θα...", είπε ο μικρός, με ένα ηλίθιο χαμόγελο να έχει κολλήσει στο πρόσωπό του. "Ξέρω εγώ, άστα, μην λές τίποτα! Κοίτα μόνο μην τσακιστείς πουθενά γιατί δεν θα το αντέξω, αυτό μόνο να ξέρεις... Δεν θα το αντέξω!". Πριν να τελειώσει την φράση του ο Κωστάκης, είχε βγει έξω. Άκουσε την μίζα, τον μπάσο ήχο της εξάτμισης, την πρώτη που καρφώθηκε στο σασμάν και το σφύριγμα του κινητήρα καθώς απομακρύνονταν και από δευτέρα άλλαζε σε τρίτη....
Οι πρώτες μέρες πέρασαν μέσα στο άγχος και την μουρμούρα της γυναίκας. Είχε πάντα το αυτί του τεντωμένο το βράδυ στο κρεβάτι και ησύχαζε μόνο, όταν άκουγε την μοτοσυκλέτα να μπαίνει στον κήπο. Μετά από τρεις μήνες, όλα ήταν παρελθόν, ο μικρός ήταν πολύ σωστός, προσεκτικός οδηγός και Κύριος στην συντήρηση. Που τους έχανες, που τους έβρισκες, εκεί οι δυό τους στον κήπο, σκυμμένοι μπροστά στην μηχανή να μιλάνε, να κατσαβιδιάζουν, να γελάνε δυνατά και να πειράζονται. Όταν καβαλούσε ο μικρός για να φύγει, χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του ευχαριστημένος και τον κοιτούσε μέχρι να εξαφανιστεί στο βάθος του δρόμου, στέκονταν εκεί για λίγο μέχρι να χαθεί και η τελευταία υποψία ήχου της μηχανής και μετά έμπαινε στο σπίτι....
Πέρασαν μερικά χρόνια... Ο μικρός μεγάλωσε αρκετά και ο γέρος, γέρασε κι άλλο. Ήρθε η ώρα ο ένας να μείνει μόνος του, καθώς η Κυρά Βαρβάρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο και ο άλλος, να έχει μια γυναίκα με την κοιλιά στο στόμα, ένα αυτοκίνητο τετράπορτο να κυκλοφορεί, για να χωράει και το καροτσάκι που θα χρειάζονταν σε λίγους μήνες και πολλές υποχρεώσεις να μαζεύονται...
Ένα Ανοιξιάτικο πρωινό ο Κύρ Γιώργος, καθόταν μόνος του στον κήπο και έπινε το απογευματινό του καφεδάκι μαραζωμένος, όταν άκουσε από μακρυά έναν γνώριμο ήχο, που είχε πολύ καιρό να ακούσει. Σήκωσε τον λαιμό του για να αφουγκραστεί καλύτερα, ναι δεν θα έκανε ποτέ λάθος, ήταν το μπολντόρι του. Πετάχτηκε πάνω αναστατωμένος και περίμενε, όταν είδε τον Κωστάκη, να μπαίνει στην αυλή, να ξεκαβαλάει, να βγάζει το κράνος και να τον πλησιάζει. Η μηχανή έλαμπε στον φως του ήλιου που απλώνονταν πάνω της, σαν να μην την είχε ακουμπήσει ο χρόνος... Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και κάθισαν απέναντι, κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια. Άπλωσε το χέρι ο γιος του και πέταξε τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι... Μαύρισε ο γέρος, "δεν την θέλεις άλλο έ;", τον ρώτησε πικραμένος, θα την έτρωγε η κλεισούρα και η ανυπαρξία σαν κι αυτόν, "αμαρτία", σκέφτηκε... "Εγώ πατέρα δεν την χρειάζομαι άλλο, σε ευχαριστώ που μου την δάνεισες, αλλά θέλω μια χάρη!", είπε χαμογελώντας... "Τι χάρη;", είπε ο γέρος κοιτάζοντας αλλού πεισμωμένος... "Να! Θέλω να την φυλάξεις μερικά χρόνια ακόμη, όπως μόνο εσύ ξέρεις, να την κρατήσεις καινούργια!". Γύρισε και τον αγριοκοίταξε και ετοιμάστηκε να του απαντήσει άσχημα, όταν άκουσε μια κόρνα αυτοκινήτου έξω από την αυλή, κοίταξε προσεκτικά και είδε την πόρτα να ανοίγει, να βγαίνει η νύφη του να πηγαίνει στο πίσω κάθισμα, να σηκώνει ένα βρέφος, το εγγονάκι του, να πλησιάζει προς το μέρος τους. Ο Κωστάκης, πήρε το μωρό στα χέρια και του το έχωσε μέσα στην αγκαλιά. Ήταν ένα πανέμορφο πλασματάκι, με καταγάλανα μάτια, σα και τα δικά του, που είχαν μαγέψει πολλές καρδιές στα νιάτα τους.
Έμεινε απορημένος να κοιτάζει, όταν ο γιος του, του είπε.... "Πατέρα να σου γνωρίσω τον εγγονό σου, θα είστε συνονόματοι, να σου γνωρίσω τον Γιωργάκη λοιπόν. Γι'αυτόν να την φυλάξεις την μηχανή, θα έρθει η μέρα που θα σε παρακαλάει να του την δώσεις, είμαι σίγουρος!", είπε και γέλασε δυνατά και γέλασαν όλοι δυνατά και τα μάτια του γέρου έλαμψαν και συνέχισαν να λάμπουν, όταν έφυγαν όλοι και έμεινε μόνος του με την μοτοσυκλέτα στην μικρή αυλή....
Γιάννης Σιδεράκης
Η ανάρτηση έγινε στην μνήμη του παιδικού φίλου μας Σταύρου που τον χάσαμε απ την παρέα στο Μοσχάτο στα 15 του όταν έκλεψε το Solex του πατέρα του ενα βράδυ ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου