«Κύριοι μικροί, που σπούδασαν άσχημα πάνω σε
άσχημα βιβλιαράκια». Έτσι αποκάλεσε σε κάποιο κείμενό του ο Λένιν τους
μικροαστούς σοσιαλιστές που παρέκαμπταν τον δρόμο της επανάστασης, για
να βρουν οδικά αδιέξοδα στην προσπάθειά τους να θεμελιώσουν τη θεωρία
της ειρηνικής μετάβασης.
Κι όμως, αυτοί οι μικροί κύριοι δεν είναι λεκτικές φιγούρες στα βιβλία των κλασικών, σαν φαντάσματα κάποιου μακρινού παρελθόντος. Είναι υπαρκτά πρόσωπα που δρουν οργανωμένα μέσα από οπορτουνιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και γεμίζουν με πολιτικά ηλίθιες αντιλήψεις και χοντροκομμένες απάτες τα μυαλά όσων από δυστυχία της συγκυρίας πιστεύουν στην αλλαγή χωρίς Αλλαγή. Πιo επικίνδυνοι κι από τους νεοφιλελεύθερους που καθαρά προπαγανδίζουν τις θέσεις του συστήματος, πιο αγύρτες από τους συστημικούς καθηγητάδες και διανοουμένους, οι «φαρισαίοι» κατά τον Μαρξ εμφάνιζαν εξαίρετες διαλυτικές ικανότητες για το εργατικό κίνημα, άλλοτε ως λασσαλιστές σοσιαλδημοκράτες, άλλοτε ως σοσιαλσοβινιστές και κάποτε ως ευρωκομμουνιστές. Σε κρίσιμες περιόδους, ήταν πάντα ένας Σάiντεμαν, ένας Κάουτσκι, ένας Μαρσαί, ένας Κύρκος. Στα πιο πρόσφατα, αν και σε εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις και άλλα μεγέθη, κάποιος λαοπλάνος Τσίπρας, ή κάποιος «φιλελεύθερος κομμουνιστής» Βαρουφάκης, να εκτονώσει μια λαϊκή οργή, να ξεγελάσει, να καναλιζάρει, να ετοιμάσει το έδαφος για μια πιο σκληρή αντίδραση. Το καπιταλιστικό σύστημα πάντα έβρισε τα «αριστερά» δεκανίκια του για να αποξενώσουν τις εργαζόμενες μάζες από τα συμφέροντά τους.
Το κίνημα είχε κι έχει ανάγκη από ανθρώπους βγαλμένους από τα σπλάχνα του, που αφιερώνονται στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης και που απ’ αυτή την προοπτική δρουν, ωθώντας μπροστά το προτσές της μεταβολής του κόσμου. Οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις και τακτικές ενσωμάτωσης στην αστική νομιμότητα και κανονικότητα, αντιπροσωπεύουν την ακριβώς αντίθετη τάση· επαναγωγή, επιστροφή σε προηγούμενα στάδια του ταξικού αγώνα, τότε που η συλλογική εμπειρία δεν μας είχε προικίσει με γνώση. Σε τελική ανάλυση οπορτουνισμός σημαίνει πισωγύρισμα, καθυστέρηση, προδοσία.
Είναι επίσης αυτοί οι «προοδευτικοί» που επενδύουν στα αιτήματα του μεταμοντέρνου μεταϋλισμού όλη την δήθεν ριζοσπαστικότητά τους. Αποσυνδέουν την ταξικότητα των κοινωνιών από την γέννηση και ανάπτυξη των δευτερευουσών αντιθέσεων (σεξιστικών, οικολογικών, κλπ). Θεωρούν τους μαρξιστές-λενινιστές απαρχαιωμένα προϊόντα ενός συστήματος που κατέρρευσε αποδεικνύοντας το αξεπέραστο των εσωτερικών του αντιφάσεων. Μας θεωρούν επιπλέον γραφικούς νοσταλγούς του «κόκκινου ολοκληρωτισμού», αναπαράγοντας έτσι τα πλέον αταβιστικά για την πολιτική σκέψη σχήματα που περισσότερο θυμίζουν γκεμπελίστικους τζημερισμούς παρά «προοδευτικές» κρίσεις. Αντιπροτείνουν την πρόοδο γενικά, λες και υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει κάτι γενικά, χωρίς συγκεκριμένη υλική μορφή και περιεχόμενο, χωρίς συγκεκριμένη ουσία. Πρόοδος γενικά, δημοκρατία γενικά, θα πει τίποτα, πουκάμισο αδειανό, κενές αφαιρέσεις. Η αλήθεια, μας λέει ο Λένιν, είναι πάντοτε συγκεκριμένη. Η πρόοδος ή θα κατατείνει στην ταξική χειραφέτηση ή θα παραμένει άδειο γράμμα. Η δημοκρατία ή θα είναι των αστών ή των εργατών. Η συζήτηση τελειώνει εδώ. Δεν ακούμε στα ψέμματα των σύγχρονων Μπερνστάιν που λένε περισπούδαστα ότι ο σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν. Ο σκοπός και η κίνηση είναι έννοιες αλληλένδετες που αντανακλούν τη διαλεκτική σύνδεση μέσου-σκοπού, τακτικής-στρατηγικής, σχεδιασμού-πραγμάτωσης.
Αν αποκόψεις τον τελικό στόχο κρατώντας μόνο την κίνηση, αφήνεσαι στην τυχαιότητα και την ευκαιριακή μικροπολιτική της εξαπάτησης και του εφικτού. Δηλαδή γίνεσαι έρμαιο της λογικής των μίνιμουμ μικροβελτιώσεων χωρίς μάξιμουμ πρόγραμμα, της λογικής του «ό,τι κάτσει». Αν απ’ την άλλη αφαιρέσεις την κίνηση από τον στόχο, γίνεσαι δογματικός, κοιτάζεις τον προορισμό χωρίς να βλέπεις τον δρόμο για να φτάσεις εκεί.
Το ίδιο και με τη διαλεκτική θεωρίας και πράξης. Δεν κάνουμε θεωρία για να ικανοποιούμε τον μικροαστούλη διανοουμενίστικο ναρκισσισμό μας. Κάνουμε θεωρία για να επεξεργαζόμαστε νοητικά τα δεδομένα της εμπειρίας, να βγάζουμε συμπεράσματα και να εφαρμόζουμε στην πράξη επαληθεύοντας ή διαψεύδοντας τη θεωρία. Ύστερα πάλι η ίδια πορεία, ξεκινώντας από τα αποτελέσματα των πράξεών μας, έπειτα αναλύοντας και συνθέτοντας, ανασκευάζοντας κι εμπλουτίζοντας τη θεωρία. Ξαναπράττουμε, ξαναεπιχειρούμε. Δεν υπάρχει θεωρία χωρίς πράξη, πράξη χωρίς θεωρία. Η θεωρία μετατρέπεται στο αντίθετό της, η πράξη το ίδιο. Πάλι αν απομονώσεις το ένα από το άλλο, καταλήγεις είτε σε θυμικά, αδιέξοδα κι απολίτικα ακτιβιστικά ξεσπάσματα, είτε σε διανοουμενισμό, θεωρητικολογία. Όλες οι διαλεκτικές έννοιες και κατηγορίες αντανακλούν τις αντικειμενικές συνδέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και προτσές. Το ενικό, αυτό που εμφανίζεται σε μοναδικό υλικό σχηματισμό, το μερικό εκείνο που υπάρχει ως κοινό σε μια συστάδα υλικών σχηματισμών, το γενικό, αυτό που υπάρχει ως κοινό στοιχείο σε όλους τους σχηματισμούς. Το γενικό υπάρχει διαμέσου του ενικού, δίχως το τελευταίο αυτό, δεν μπορεί να είναι. Το ενικό πάλι, δεν μπορεί να είναι χωρίς το γενικό, δεν μπορεί να υφίσταται ως τέτοιο αν δεν διακρίνεται από άλλα ενικά.
Γειώνοντας τις κατηγορίες αυτές στο πολιτικό, λέμε ότι το αστικό κράτος γενικά, δηλαδή τα αστικά κράτη συνολικά, είναι το ενικό σε σχέση με το κράτος γενικά που είναι το γενικό. Δηλαδή ως συγκεκριμένος ιστορικός τύπος (άρα χρονικά πεπερασμένος) εμφανίζει την κοινή ουσιώδη πλευρά όλων των κρατικών μηχανισμών, που είναι η πολιτική οργάνωση της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Το γενικό που βρίσκεται στη βάση του δουλοκτητικού, φεουδαρχικού, αστικού, σοσιαλιστικού κράτους, είναι η επιβολή των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού. Το ενικό είναι οι ιδιαίτερες όψεις, πλευρές, τάσεις, του καθενός απ’ τα κράτη αυτά.
Οι μικροαστοί, οι οπορτουνιστές-θιασώτες της αφηρημένης προόδου, της «εθνικής ενότητας», της οικονομικής ανάπτυξης και ανάκαμψης που δεν εξηγούν εις βάρος ποιου επιτυγχάνονται, προσδίδουν στο γενικό λαθεμένες ιδιότητες. Για παράδειγμα θεωρούν το κράτος σαν κράτος γενικά, που δεν έχει ούτε ιστορικό χαρακτήρα, (άρα ότι υπάρχει υπεριστορικά), ούτε ταξικό πρόσημο. Ότι τάχα στέκεται πάνω από τις τάξεις σαν χομπσιανός Λεβιάθαν για να αμβλύνει τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Όταν αναδύθηκε το πρώτο ιστορικά κράτος, δεν αναδύθηκε στη βάση του κοινωνικού συμβολαίου, ούτε βέβαια ως εκδήλωση του αντικειμενικού πνεύματος του Χέγκελ. Αντίθετα, γεννήθηκε με κάποια ποιοτική προσδιοριστία, δεν γεννήθηκε ουδέτερο για να χρωματιστεί ταξικά αργότερα. Το κράτος είναι η πολιτική οργάνωση της κυρίαρχης τάξης, χωρίς τη δεύτερη δεν υπάρχει το πρώτο, χωρίς το πρώτο δεν μπορεί η δεύτερη να είναι (δηλαδή να είναι κυρίαρχη), εφόσον απαιτείται η κατοχή της πολιτικής εξουσίας. Συνάγεται επομένως ότι κράτος, εξουσία, πολιτική είναι έννοιες αλληλένδετες, αρθρώνονται σε αξεχώριστο σύνολο. Το κράτος οργανώνει την εξουσία, η εξουσία οργανώνεται στο κράτος, πολιτική είναι η κτήση και χρήση της εξουσίας διαμέσου του κράτους.
Άρα το κράτος επιβιώνει ως ταξικό προϊόν, εκεί όπου υφίστανται ακόμα κοινωνικές αντιθέσεις ανειρήνευτες. Θα απονεκρωθεί μόνο όταν τα συμφέροντα του ενός θα συμπίπτουν με τα συμφέροντα της κοινωνικής ολότητας. Όταν όλοι οι άνθρωποι στην κοινωνία θα ανήκουν στην ίδια τάξη, σημαίνει ταυτόχρονα ότι δεν θα ανήκουν σε καμία τάξη. Τότε, καμία εξαναγκαστική, παρασιτική απόφυση δεν θα απαιτείται και καμία εξουσιαστική ανάγκη δεν θα ενσαρκώνεται σε κράτος. Κανένας κατασταλτικός ή ιδεολογικός μηχανισμός, παρά μόνο μια κι ενιαία ρυθμιστική αρχή για τη διανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος: «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Κι αν είναι σε επιτρεπτά όρια μια τέτοια πρόβλεψη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε αυτό το στάδιο της κοινωνικής ανθρωπότητας όπου η γνώση του κόσμου και οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν φτάσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα ανάπτυξης, ο καθένας ως κοινωνικό άτομο θα είναι σε θέση να προσφέρει τα μέγιστα.
Αν κάποιοι τρομάζουν στην ιδέα της εξάλειψης του κράτους, είναι γιατί προφανώς αδυνατούν να φανταστούν τη μη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Όταν ο συλλογικός καπιταλιστής και οι πολιτικοί επίτροποί του προπαγανδίζουν στις μάζες το αίτημα για λιγότερο κράτος ή αλλιώς για περιστολή του παρεμβατισμού, δεν εννοούν τον πραγματικό περιορισμό των κρατικών αρμοδιοτήτων. Στην πραγματικότητα, -κι αυτό το απέδειξε περίτρανα ο Λένιν- στο ιμπεριαλιστικό-τελικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, το κράτος συναρθρώνεται εντονότερα με το μεγάλο κεφάλαιο. Τι εννοούν επομένως; Ότι θέλουν λιγότερους φόρους για τους ομίλους τους, περισσότερους όμως για τον λαό, μηδαμινή πρόνοια, ιδιωτικοποιήσεις παντού, (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, κλπ), συνταγματικά κατοχυρωμένο καθολικό laissez faire, απόλυτο άπλωμα του αόρατου χεριού. Ταυτόχρονα εννοούν και την ανάγκη κανονιστικού πλαισίου για αυτή την αγοραία απελευθέρωση. Θέλουν νόμους-λαιμητόμους, εντατική κι εκτατική καταστολή, αστικό δίκαιο-κέρβερο, ασφαλιστικές ρυθμίσεις που θα αλυσοδένουν τους εργαζόμενους σε ισόβια δουλειά και θα τους κάνουν πουτανάκια των ιδιωτών που θα τζογάρουν τις εισφορές τους. Είναι υποκριτές όταν μιλάνε για λιγότερο κράτος, κι αυτό είναι αντικειμενικό. Τείνουν ως πάντα σε αυτή την ανομολόγητη κατεύθυνση της εντονότερης κρατικής παρέμβασης για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Θέλουν πελώριο τρομοκρατικό καπιταλιστικό κράτος.
Μια εξίσου αντιδραστική θεώρηση περί κράτους, χαρακτηρίζει και τους αναρχικούς. Αυτοί, δεν υπερασπίζονται την ύπαρξη ούτε του σοσιαλιστικού μεταβατικού κράτους, γιατί ακριβώς αποσυνδέουν μεταφυσικά την πολιτική από την οικονομία. Φτάνουν στο σημείο να αφαιρούν από το κράτος την μορφή και να πετάνε την ποιοτική προσδιοριστία του. Εξισώνουν το αστικό με το σοσιαλιστικό κράτος, βλέπουν στο δεύτερο το ίδιο τέρας με το πρώτο, που φράζει στον αφηρημένο -ελέυθερο από τη φύση του δήθεν- άνθρωπο, τον δρόμο για τη συνάντηση με αυτήν ακριβώς τη φυσική ελευθερία. Η θεωρία αυτή, είναι μια παραλλαγή του ουτοπικού σοσιαλισμού, που ανακαινίστηκε με τον αγροτικό μικροαστισμό του Προυντόν, για να συνεχιστεί ως τις μέρες μας με πολλές ενδιάμεσες θεωρητικές στάσεις, όλες εκ των οποίων παρέβλεπαν ότι ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Το ίδιο λάθος διαπράττουν και στο ζήτημα του κράτους. Αγνοούν τους νόμους της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, και δεν αναγνωρίζουν την ιστορική αναγκαιότητα της πολιτικής εξουσίας των επαναστατών. Γι’ αυτό η δράση τους είναι περιορισμένη, γιατί αρνούνται να κάνουν πολιτικό αγώνα, αρνούνται να δουν ότι το πρόβλημα «Ποιος-Ποιον» βρίσκει τη λύση του στην οργάνωση των επαναστατών στο εργατικό κράτος που αρχίζει αμέσως την διαδικασία απονέκρωσής του, ταυτόχρονα με όξυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του. Με την ίδια λογική που κάποιος απορρίπτει τον πολιτικό αγώνα, μπορεί κάλλιστα να απορρίπτει και τη βία, εξισώνοντας τις πιο αντιθετικές μορφές της: την αντιδραστική με την προοδευτική. Έτσι βλέπουν το κοινό της μορφής, χωρίς την ετερότητα της ουσίας.
Προφανώς, κάθε θεωρητικό σύστημα, δεν εμφανίζεται από μόνο του στην νόηση, αλλά έχοντας υλική βάση, αντανακλά υλικές σχέσεις. Έχει τις αιτίες του στην ταξική θέση εκείνων που το εκφράζουν κι ως εκ τούτου συνεχίζει να υπάρχει όσο υπάρχουν οι υλικές συνθήκες που το γεννούν. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει με τη φιλοσοφία, συμβαίνει και με τη θρησκεία, την τέχνη, την ηθική, κάθε μορφή κοινωνικής συνείδησης, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται στις εκάστοτε σχέσεις παραγωγής. Όταν αυτές μεταβάλλονται, μεταβάλλεται κι αυτή η ίδια η κοινωνική συνείδηση. Το ζήτημα είναι ότι ήδη μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ζούμε, πρέπει να γίνεται οργανωμένη δουλειά και στο ιδεολογικό επίπεδο, για να μπορέσουν εργάτες και φτωχά λαϊκά στρώματα να τραβηχτούν στις διαλεκτικοϋλιστικές θέσεις, να συνειδητοποιήσουν τα συμφέροντά τους και να υψωθούν σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα, στόχος είναι με την πάλη, να σπάσουν τις ιδεολογικές αλυσίδες που τους κρατάνε και πνευματικά (και πρωτίστως υλικά) υπόδουλους στις αλλοτριώσεις του καπιταλιστικού εποικοδομήματος. Για την ενίσχυση του κινήματος και για τη διάλυση των αυταπατών, ο ιδεολογικός αγώνας περνάει μέσα απ’ την γνώση και προπαγάνδα της υλιστικής διαλεκτικής.
Κλείνουμε, διαβάζοντας από το έργο Η Διαλεκτική του Λένιν και η Μεταφυσική του Θετικισμού (Σύγχρονη Εποχή, 2019) του σπουδαίου Σοβιετικού φιλοσόφου Ιλιένκοφ: «Τη διαλεκτική πρέπει να τη μελετούμε όχι μόνο με βάση τα έργα τους (Μαρξ-Ένγκελς), αλλά και με βάση την πραγματική λογική του πολιτικού εκείνου αγώνα που έκαναν σε όλη τους τη ζωή. Γιατί η διαλεκτική είναι η λογική όχι μόνο της έρευνας, όχι μόνο της δημιουργίας επιστημονικών έργων, αλλά και πραγματικών πράξεων, η λογική που υπεισέρχεται στη ζωή και στην πάλη, και υλοποιείται στις πιο υπαρκτές πράξεις που αλλάζουν την υπάρχουσα όψη του γύρω μας κόσμου. […] Η λογική της επαναστατικής σκέψης, η λογική της επανάστασης, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είναι η ίδια. Και η λογική αυτή λέγεται υλιστική διαλεκτική».
Κι όμως, αυτοί οι μικροί κύριοι δεν είναι λεκτικές φιγούρες στα βιβλία των κλασικών, σαν φαντάσματα κάποιου μακρινού παρελθόντος. Είναι υπαρκτά πρόσωπα που δρουν οργανωμένα μέσα από οπορτουνιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και γεμίζουν με πολιτικά ηλίθιες αντιλήψεις και χοντροκομμένες απάτες τα μυαλά όσων από δυστυχία της συγκυρίας πιστεύουν στην αλλαγή χωρίς Αλλαγή. Πιo επικίνδυνοι κι από τους νεοφιλελεύθερους που καθαρά προπαγανδίζουν τις θέσεις του συστήματος, πιο αγύρτες από τους συστημικούς καθηγητάδες και διανοουμένους, οι «φαρισαίοι» κατά τον Μαρξ εμφάνιζαν εξαίρετες διαλυτικές ικανότητες για το εργατικό κίνημα, άλλοτε ως λασσαλιστές σοσιαλδημοκράτες, άλλοτε ως σοσιαλσοβινιστές και κάποτε ως ευρωκομμουνιστές. Σε κρίσιμες περιόδους, ήταν πάντα ένας Σάiντεμαν, ένας Κάουτσκι, ένας Μαρσαί, ένας Κύρκος. Στα πιο πρόσφατα, αν και σε εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις και άλλα μεγέθη, κάποιος λαοπλάνος Τσίπρας, ή κάποιος «φιλελεύθερος κομμουνιστής» Βαρουφάκης, να εκτονώσει μια λαϊκή οργή, να ξεγελάσει, να καναλιζάρει, να ετοιμάσει το έδαφος για μια πιο σκληρή αντίδραση. Το καπιταλιστικό σύστημα πάντα έβρισε τα «αριστερά» δεκανίκια του για να αποξενώσουν τις εργαζόμενες μάζες από τα συμφέροντά τους.
Το κίνημα είχε κι έχει ανάγκη από ανθρώπους βγαλμένους από τα σπλάχνα του, που αφιερώνονται στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης και που απ’ αυτή την προοπτική δρουν, ωθώντας μπροστά το προτσές της μεταβολής του κόσμου. Οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις και τακτικές ενσωμάτωσης στην αστική νομιμότητα και κανονικότητα, αντιπροσωπεύουν την ακριβώς αντίθετη τάση· επαναγωγή, επιστροφή σε προηγούμενα στάδια του ταξικού αγώνα, τότε που η συλλογική εμπειρία δεν μας είχε προικίσει με γνώση. Σε τελική ανάλυση οπορτουνισμός σημαίνει πισωγύρισμα, καθυστέρηση, προδοσία.
Είναι επίσης αυτοί οι «προοδευτικοί» που επενδύουν στα αιτήματα του μεταμοντέρνου μεταϋλισμού όλη την δήθεν ριζοσπαστικότητά τους. Αποσυνδέουν την ταξικότητα των κοινωνιών από την γέννηση και ανάπτυξη των δευτερευουσών αντιθέσεων (σεξιστικών, οικολογικών, κλπ). Θεωρούν τους μαρξιστές-λενινιστές απαρχαιωμένα προϊόντα ενός συστήματος που κατέρρευσε αποδεικνύοντας το αξεπέραστο των εσωτερικών του αντιφάσεων. Μας θεωρούν επιπλέον γραφικούς νοσταλγούς του «κόκκινου ολοκληρωτισμού», αναπαράγοντας έτσι τα πλέον αταβιστικά για την πολιτική σκέψη σχήματα που περισσότερο θυμίζουν γκεμπελίστικους τζημερισμούς παρά «προοδευτικές» κρίσεις. Αντιπροτείνουν την πρόοδο γενικά, λες και υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει κάτι γενικά, χωρίς συγκεκριμένη υλική μορφή και περιεχόμενο, χωρίς συγκεκριμένη ουσία. Πρόοδος γενικά, δημοκρατία γενικά, θα πει τίποτα, πουκάμισο αδειανό, κενές αφαιρέσεις. Η αλήθεια, μας λέει ο Λένιν, είναι πάντοτε συγκεκριμένη. Η πρόοδος ή θα κατατείνει στην ταξική χειραφέτηση ή θα παραμένει άδειο γράμμα. Η δημοκρατία ή θα είναι των αστών ή των εργατών. Η συζήτηση τελειώνει εδώ. Δεν ακούμε στα ψέμματα των σύγχρονων Μπερνστάιν που λένε περισπούδαστα ότι ο σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν. Ο σκοπός και η κίνηση είναι έννοιες αλληλένδετες που αντανακλούν τη διαλεκτική σύνδεση μέσου-σκοπού, τακτικής-στρατηγικής, σχεδιασμού-πραγμάτωσης.
Αν αποκόψεις τον τελικό στόχο κρατώντας μόνο την κίνηση, αφήνεσαι στην τυχαιότητα και την ευκαιριακή μικροπολιτική της εξαπάτησης και του εφικτού. Δηλαδή γίνεσαι έρμαιο της λογικής των μίνιμουμ μικροβελτιώσεων χωρίς μάξιμουμ πρόγραμμα, της λογικής του «ό,τι κάτσει». Αν απ’ την άλλη αφαιρέσεις την κίνηση από τον στόχο, γίνεσαι δογματικός, κοιτάζεις τον προορισμό χωρίς να βλέπεις τον δρόμο για να φτάσεις εκεί.
Το ίδιο και με τη διαλεκτική θεωρίας και πράξης. Δεν κάνουμε θεωρία για να ικανοποιούμε τον μικροαστούλη διανοουμενίστικο ναρκισσισμό μας. Κάνουμε θεωρία για να επεξεργαζόμαστε νοητικά τα δεδομένα της εμπειρίας, να βγάζουμε συμπεράσματα και να εφαρμόζουμε στην πράξη επαληθεύοντας ή διαψεύδοντας τη θεωρία. Ύστερα πάλι η ίδια πορεία, ξεκινώντας από τα αποτελέσματα των πράξεών μας, έπειτα αναλύοντας και συνθέτοντας, ανασκευάζοντας κι εμπλουτίζοντας τη θεωρία. Ξαναπράττουμε, ξαναεπιχειρούμε. Δεν υπάρχει θεωρία χωρίς πράξη, πράξη χωρίς θεωρία. Η θεωρία μετατρέπεται στο αντίθετό της, η πράξη το ίδιο. Πάλι αν απομονώσεις το ένα από το άλλο, καταλήγεις είτε σε θυμικά, αδιέξοδα κι απολίτικα ακτιβιστικά ξεσπάσματα, είτε σε διανοουμενισμό, θεωρητικολογία. Όλες οι διαλεκτικές έννοιες και κατηγορίες αντανακλούν τις αντικειμενικές συνδέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και προτσές. Το ενικό, αυτό που εμφανίζεται σε μοναδικό υλικό σχηματισμό, το μερικό εκείνο που υπάρχει ως κοινό σε μια συστάδα υλικών σχηματισμών, το γενικό, αυτό που υπάρχει ως κοινό στοιχείο σε όλους τους σχηματισμούς. Το γενικό υπάρχει διαμέσου του ενικού, δίχως το τελευταίο αυτό, δεν μπορεί να είναι. Το ενικό πάλι, δεν μπορεί να είναι χωρίς το γενικό, δεν μπορεί να υφίσταται ως τέτοιο αν δεν διακρίνεται από άλλα ενικά.
Γειώνοντας τις κατηγορίες αυτές στο πολιτικό, λέμε ότι το αστικό κράτος γενικά, δηλαδή τα αστικά κράτη συνολικά, είναι το ενικό σε σχέση με το κράτος γενικά που είναι το γενικό. Δηλαδή ως συγκεκριμένος ιστορικός τύπος (άρα χρονικά πεπερασμένος) εμφανίζει την κοινή ουσιώδη πλευρά όλων των κρατικών μηχανισμών, που είναι η πολιτική οργάνωση της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Το γενικό που βρίσκεται στη βάση του δουλοκτητικού, φεουδαρχικού, αστικού, σοσιαλιστικού κράτους, είναι η επιβολή των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού. Το ενικό είναι οι ιδιαίτερες όψεις, πλευρές, τάσεις, του καθενός απ’ τα κράτη αυτά.
Οι μικροαστοί, οι οπορτουνιστές-θιασώτες της αφηρημένης προόδου, της «εθνικής ενότητας», της οικονομικής ανάπτυξης και ανάκαμψης που δεν εξηγούν εις βάρος ποιου επιτυγχάνονται, προσδίδουν στο γενικό λαθεμένες ιδιότητες. Για παράδειγμα θεωρούν το κράτος σαν κράτος γενικά, που δεν έχει ούτε ιστορικό χαρακτήρα, (άρα ότι υπάρχει υπεριστορικά), ούτε ταξικό πρόσημο. Ότι τάχα στέκεται πάνω από τις τάξεις σαν χομπσιανός Λεβιάθαν για να αμβλύνει τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Όταν αναδύθηκε το πρώτο ιστορικά κράτος, δεν αναδύθηκε στη βάση του κοινωνικού συμβολαίου, ούτε βέβαια ως εκδήλωση του αντικειμενικού πνεύματος του Χέγκελ. Αντίθετα, γεννήθηκε με κάποια ποιοτική προσδιοριστία, δεν γεννήθηκε ουδέτερο για να χρωματιστεί ταξικά αργότερα. Το κράτος είναι η πολιτική οργάνωση της κυρίαρχης τάξης, χωρίς τη δεύτερη δεν υπάρχει το πρώτο, χωρίς το πρώτο δεν μπορεί η δεύτερη να είναι (δηλαδή να είναι κυρίαρχη), εφόσον απαιτείται η κατοχή της πολιτικής εξουσίας. Συνάγεται επομένως ότι κράτος, εξουσία, πολιτική είναι έννοιες αλληλένδετες, αρθρώνονται σε αξεχώριστο σύνολο. Το κράτος οργανώνει την εξουσία, η εξουσία οργανώνεται στο κράτος, πολιτική είναι η κτήση και χρήση της εξουσίας διαμέσου του κράτους.
Άρα το κράτος επιβιώνει ως ταξικό προϊόν, εκεί όπου υφίστανται ακόμα κοινωνικές αντιθέσεις ανειρήνευτες. Θα απονεκρωθεί μόνο όταν τα συμφέροντα του ενός θα συμπίπτουν με τα συμφέροντα της κοινωνικής ολότητας. Όταν όλοι οι άνθρωποι στην κοινωνία θα ανήκουν στην ίδια τάξη, σημαίνει ταυτόχρονα ότι δεν θα ανήκουν σε καμία τάξη. Τότε, καμία εξαναγκαστική, παρασιτική απόφυση δεν θα απαιτείται και καμία εξουσιαστική ανάγκη δεν θα ενσαρκώνεται σε κράτος. Κανένας κατασταλτικός ή ιδεολογικός μηχανισμός, παρά μόνο μια κι ενιαία ρυθμιστική αρχή για τη διανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος: «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Κι αν είναι σε επιτρεπτά όρια μια τέτοια πρόβλεψη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε αυτό το στάδιο της κοινωνικής ανθρωπότητας όπου η γνώση του κόσμου και οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν φτάσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα ανάπτυξης, ο καθένας ως κοινωνικό άτομο θα είναι σε θέση να προσφέρει τα μέγιστα.
Αν κάποιοι τρομάζουν στην ιδέα της εξάλειψης του κράτους, είναι γιατί προφανώς αδυνατούν να φανταστούν τη μη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Όταν ο συλλογικός καπιταλιστής και οι πολιτικοί επίτροποί του προπαγανδίζουν στις μάζες το αίτημα για λιγότερο κράτος ή αλλιώς για περιστολή του παρεμβατισμού, δεν εννοούν τον πραγματικό περιορισμό των κρατικών αρμοδιοτήτων. Στην πραγματικότητα, -κι αυτό το απέδειξε περίτρανα ο Λένιν- στο ιμπεριαλιστικό-τελικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, το κράτος συναρθρώνεται εντονότερα με το μεγάλο κεφάλαιο. Τι εννοούν επομένως; Ότι θέλουν λιγότερους φόρους για τους ομίλους τους, περισσότερους όμως για τον λαό, μηδαμινή πρόνοια, ιδιωτικοποιήσεις παντού, (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, κλπ), συνταγματικά κατοχυρωμένο καθολικό laissez faire, απόλυτο άπλωμα του αόρατου χεριού. Ταυτόχρονα εννοούν και την ανάγκη κανονιστικού πλαισίου για αυτή την αγοραία απελευθέρωση. Θέλουν νόμους-λαιμητόμους, εντατική κι εκτατική καταστολή, αστικό δίκαιο-κέρβερο, ασφαλιστικές ρυθμίσεις που θα αλυσοδένουν τους εργαζόμενους σε ισόβια δουλειά και θα τους κάνουν πουτανάκια των ιδιωτών που θα τζογάρουν τις εισφορές τους. Είναι υποκριτές όταν μιλάνε για λιγότερο κράτος, κι αυτό είναι αντικειμενικό. Τείνουν ως πάντα σε αυτή την ανομολόγητη κατεύθυνση της εντονότερης κρατικής παρέμβασης για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Θέλουν πελώριο τρομοκρατικό καπιταλιστικό κράτος.
Μια εξίσου αντιδραστική θεώρηση περί κράτους, χαρακτηρίζει και τους αναρχικούς. Αυτοί, δεν υπερασπίζονται την ύπαρξη ούτε του σοσιαλιστικού μεταβατικού κράτους, γιατί ακριβώς αποσυνδέουν μεταφυσικά την πολιτική από την οικονομία. Φτάνουν στο σημείο να αφαιρούν από το κράτος την μορφή και να πετάνε την ποιοτική προσδιοριστία του. Εξισώνουν το αστικό με το σοσιαλιστικό κράτος, βλέπουν στο δεύτερο το ίδιο τέρας με το πρώτο, που φράζει στον αφηρημένο -ελέυθερο από τη φύση του δήθεν- άνθρωπο, τον δρόμο για τη συνάντηση με αυτήν ακριβώς τη φυσική ελευθερία. Η θεωρία αυτή, είναι μια παραλλαγή του ουτοπικού σοσιαλισμού, που ανακαινίστηκε με τον αγροτικό μικροαστισμό του Προυντόν, για να συνεχιστεί ως τις μέρες μας με πολλές ενδιάμεσες θεωρητικές στάσεις, όλες εκ των οποίων παρέβλεπαν ότι ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Το ίδιο λάθος διαπράττουν και στο ζήτημα του κράτους. Αγνοούν τους νόμους της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, και δεν αναγνωρίζουν την ιστορική αναγκαιότητα της πολιτικής εξουσίας των επαναστατών. Γι’ αυτό η δράση τους είναι περιορισμένη, γιατί αρνούνται να κάνουν πολιτικό αγώνα, αρνούνται να δουν ότι το πρόβλημα «Ποιος-Ποιον» βρίσκει τη λύση του στην οργάνωση των επαναστατών στο εργατικό κράτος που αρχίζει αμέσως την διαδικασία απονέκρωσής του, ταυτόχρονα με όξυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του. Με την ίδια λογική που κάποιος απορρίπτει τον πολιτικό αγώνα, μπορεί κάλλιστα να απορρίπτει και τη βία, εξισώνοντας τις πιο αντιθετικές μορφές της: την αντιδραστική με την προοδευτική. Έτσι βλέπουν το κοινό της μορφής, χωρίς την ετερότητα της ουσίας.
Προφανώς, κάθε θεωρητικό σύστημα, δεν εμφανίζεται από μόνο του στην νόηση, αλλά έχοντας υλική βάση, αντανακλά υλικές σχέσεις. Έχει τις αιτίες του στην ταξική θέση εκείνων που το εκφράζουν κι ως εκ τούτου συνεχίζει να υπάρχει όσο υπάρχουν οι υλικές συνθήκες που το γεννούν. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει με τη φιλοσοφία, συμβαίνει και με τη θρησκεία, την τέχνη, την ηθική, κάθε μορφή κοινωνικής συνείδησης, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται στις εκάστοτε σχέσεις παραγωγής. Όταν αυτές μεταβάλλονται, μεταβάλλεται κι αυτή η ίδια η κοινωνική συνείδηση. Το ζήτημα είναι ότι ήδη μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ζούμε, πρέπει να γίνεται οργανωμένη δουλειά και στο ιδεολογικό επίπεδο, για να μπορέσουν εργάτες και φτωχά λαϊκά στρώματα να τραβηχτούν στις διαλεκτικοϋλιστικές θέσεις, να συνειδητοποιήσουν τα συμφέροντά τους και να υψωθούν σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα, στόχος είναι με την πάλη, να σπάσουν τις ιδεολογικές αλυσίδες που τους κρατάνε και πνευματικά (και πρωτίστως υλικά) υπόδουλους στις αλλοτριώσεις του καπιταλιστικού εποικοδομήματος. Για την ενίσχυση του κινήματος και για τη διάλυση των αυταπατών, ο ιδεολογικός αγώνας περνάει μέσα απ’ την γνώση και προπαγάνδα της υλιστικής διαλεκτικής.
Κλείνουμε, διαβάζοντας από το έργο Η Διαλεκτική του Λένιν και η Μεταφυσική του Θετικισμού (Σύγχρονη Εποχή, 2019) του σπουδαίου Σοβιετικού φιλοσόφου Ιλιένκοφ: «Τη διαλεκτική πρέπει να τη μελετούμε όχι μόνο με βάση τα έργα τους (Μαρξ-Ένγκελς), αλλά και με βάση την πραγματική λογική του πολιτικού εκείνου αγώνα που έκαναν σε όλη τους τη ζωή. Γιατί η διαλεκτική είναι η λογική όχι μόνο της έρευνας, όχι μόνο της δημιουργίας επιστημονικών έργων, αλλά και πραγματικών πράξεων, η λογική που υπεισέρχεται στη ζωή και στην πάλη, και υλοποιείται στις πιο υπαρκτές πράξεις που αλλάζουν την υπάρχουσα όψη του γύρω μας κόσμου. […] Η λογική της επαναστατικής σκέψης, η λογική της επανάστασης, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είναι η ίδια. Και η λογική αυτή λέγεται υλιστική διαλεκτική».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου