Η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη για το βιασμό, τον άγριο
βασανισμό και τη δολοφονία της Ε. Τοπαλούδη μπορεί να εντυπωσίασε για τον έντονο συναισθηματισμό της είναι όμως οι ενέργειες τις οποίες πυροδότησε που μοιάζει να τον δικαιολογούν. Ο
πρόεδρος της ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας Δ. Βερβεσός ζητά με
ανακοίνωσή του τον πειθαρχικό της έλεγχο, ενώ ο σύμβουλος του Δ.Σ.Α Γ. Κλεφτοδήμος εισβάλλει στο δικαστήριο με
την ανακοίνωση του προέδρου, κατηγορώντας την εισαγγελέα πως προσβάλλει «ευθέως
και συλλήβδην όλους τους δικηγόρους»,
επειδή αναφέρθηκε σε συνηγόρους που
«αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για της συσκότιση της αλήθειας», αμφισβητώντας
ουσιαστικά αν είναι «συλλειτουργοί της
Δικαιοσύνης». Από κοντά ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Α. Σκέρτσος θεώρησε
υποχρέωσή του να παρέμβει μέσω του
προσωπικού του λογαριασμού στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κατηγορώντας
εμμέσως την εισαγγελέα για συναισθηματική ταύτιση με το θύμα, ως μη όφειλε όπως
επιχειρηματολογεί, γιατί «τα δικαστήρια δεν είναι λαϊκή απογευματινή».
Ανεξαρτήτως των, εκ των υστέρων
μετά τις αντιδράσεις, υπαναχωρήσεων και των δικαιολογιών γι’ αυτές τις
ενέργειες, οι ίδιες αυτές οι ενέργειες, μαζί με την εισαγγελική αγόρευση, σηματοδοτούν το είδος των σχέσεων της
δικαιοσύνης με άλλους θεσμικούς παράγοντες, αφήνοντας ευρέα περιθώρια
αμφισβήτησης του μύθου περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Εξάλλου είναι κοινός τόπος πια πως η
έννοια της δικαιοσύνης αντανακλά τη δομή των ταξικών σχέσεων.
Ο
υφυπουργός ουσιαστικά κατηγορεί την εισαγγελέα Αριστοτελεία Δόγκα πως με την
αγόρευσή της φάνηκε πως δεν εγγυάται την δικαστική ανεξαρτησία σε ατομικό
επίπεδο, υπονοώντας βεβαίως πως είναι εγγυημένη σε θεσμικό επίπεδο,
παραβλέποντας πως με την ανάρτησή του αυτός ο ίδιος δείχνει να την υπονομεύει.
Στην πραγματικότητα με την παρέμβασή του αναγνωρίζει πως η δικαιοσύνη συνδέεται με το ίδιο το κράτος ως μέσο εξαναγκασμού στα
χέρια της κυρίαρχης τάξης. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις ενέργειες των Βερβεσού
και Κλεφτοδήμου, σε επίδειξη της επιρροής
τους, οι σκοπιμότητες όλων αυτών των
παρεμβάσεων επικεντρώνονται στις πολιτικές ή και οικονομικές διασυνδέσεις της
οικογένειας ενός από τους φονιάδες.
Κι
αν θορύβησε τόσο η εισαγγελική αγόρευση, μέχρι το περιβάλλον του πρωθυπουργού,
δεν είναι ο συναισθηματισμός όσο οι αιχμές της για απόπειρα συγκάλυψης της υπόθεσης
από αστυνομία, τοπικούς άρχοντες και συνηγόρους που δεν ενεργούν ως
«συλλειτουργοί της δικαιοσύνης»
Και
η αλήθεια είναι πως στις αγορεύσεις των συνηγόρων κάνει εντύπωση η προσπάθεια
να απαξιώσουν πλήρως την δολοφονημένη, σχεδόν να της χρεώσουν τον ίδιο
βασανιστικό της θάνατο, καθώς αντιμετωπίζεται η δολοφονημένη κοπέλα με κριτήρια
ηθικής που πριν μισό αιώνα δικαιολογούσαν εγκλήματα τιμής, εκμεταλλευόμενοι την
προκατάληψη σε μέρος της κοινωνίας σχετικά με την σεξουαλική κακοποίηση των
γυναικών.
Παρά
την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ο σεξισμός συνεχίζει να είναι σαφώς επικρατέστερος. Ο σεξισμός και η
γυναικεία καταπίεση δεν ξεκίνησαν βέβαια
με τον καπιταλισμό, όμως όπως οι διάφορες μορφές καταπίεσης, π.χ ρατσισμός,
διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διατήρηση της κυριαρχίας μιας μικρής
μειονότητας των καπιταλιστών, δρώντας ανασταλτικά στην ενότητα της εργατικής τάξης. Η τυπική ισότητα στα χαρτιά δεν αλλάζει την
πραγματικότητα ότι ο καπιταλισμός βασίζεται στην καταπίεση των γυναικών για
παροχή δωρεάν εργασίας στο σπίτι και φθηνότερης μισθολογικής εργασίας στο
εργατικό δυναμικό, καθιστώντας τις διπλά καταπιεσμένες στο πλαίσιο αυτού του
συστήματος.
Στο
πλαίσιο ενός συστήματος που βασίζεται στην αποξένωση της εργασίας και παράγει
επίσης προσωπική αποξένωση, κάποιοι άνθρωποι που είναι σε θέση να υπερέχουν
ακόμα και σωματικά, μπορούν να
εκφοβίζουν και δεν διστάζουν να ασκούν σεξουαλική βία στους άλλους. Ένας
δεσμοφύλακας σε έναν κρατούμενο, ένας δάσκαλος σε έναν μαθητή, ένας ιερέας σε
ένα παπαδοπαίδι, ή ένας ενήλικας σε ένα παιδί. Η εμπειρία της σεξουαλικής
επίθεσης είναι εξαιρετικά τραυματική για όλους όσους επιβιώνουν.
Η
σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών τις περισσότερες φορές, ακόμα και
τώρα, συναντά τη δυσπιστία των κρατικών
οργάνων, και όχι μόνο αυτών, όταν καταγγέλλεται, καθώς συνεχίζουν οι ίδιοι
μύθοι να επικρατούν από εποχές που η γυναίκα ήταν ή μητέρα ή σκεύος ηδονής:
όπως πως οι γυναίκες προκαλούν είτε με το ντύσιμό τους είτε φλερτάροντας είτε
στέλνοντας διφορούμενα λεκτικά μηνύματα που σημαίνουν ναι ακόμα και αν λένε όχι
κλπ. Κι αν η σεξουαλική
θυματοποίηση της γυναίκας αγνοήθηκε για αιώνες, αφού δεν της αναγνώριζαν
ανθρώπινη διάσταση ισότιμη με του άνδρα, στις μέρες μας συνεχίζει να είναι ακόμα
ανεκτή και εδραιωμένη σε πολλά επίπεδα. Δεν είναι μόνο που δεν έχει εκλείψει
ακόμα το πρότυπο του κυρίαρχου αρσενικού και υποτακτικού θηλυκού, είναι που το
σεξ ενώ είναι παντού γύρω μας σε όλα, είναι αντικείμενο ανταλλαγής, όπως όλα τα άλλα, όχι μόνο με τον πρωτόγονο
τρόπο της περιθωριακής πορνείας, αλλά σαν εμπόρευμα που η συσσώρευσή του βελτιώνει την κατάσταση του
άντρα. Η σεξουαλικότητα, όπως και όλες οι ανθρώπινες εκφάνσεις ζωής,
εμπορευματοποιείται, τα γυναικεία σώματα αντικειμενοποιούνται και
χρησιμοποιούνται παντού για να «διασκεδάσουν» και να πουλήσουν προϊόντα και επιπλέον,
επιβιώνουν παραδόσεις κι αντιλήψεις
αιώνων καταπίεσης που συνεχίζουν να καθορίζουν τις συμπεριφορές.
Η σεξουαλική επίθεση προκαλείται μεν από
μεμονωμένους ανθρώπους, όμως έχει τις ρίζες της στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής,
στην παραδοσιακή οικογενειακή δομή, στη
θεσμική ανισότητα που οργανώνεται από την κυρίαρχη εξουσία, στο νομικό σύστημα
και σε όλες τις κοινωνικές δομές που καθιστούν τις γυναίκες ευάλωτες στην
εργασία και την καθημερινότητα. Η καταπολέμηση των διακρίσεων, η καταπίεση των
γυναικών, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας είναι ένας ενιαίος αγώνας για
ολόκληρη της εργατική τάξη, και δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την καταπολέμηση της
βίας κατά των γυναικών μέσω της συλλογικής δράσης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου