Η κυβέρνηση προπαγανδίζει την «επιστροφή στην κανονικότητα»
με καλύτερους τάχα όρους για το σύστημα της Υγείας, όπως κάνει, για
παράδειγμα, ο υπουργός Β. Κικίλιας σε συνέντευξή του την περασμένη
Κυριακή. Ποια είναι όμως αυτή η «κανονικότητα»; Τα αποδεκατισμένα από
σημαντικές ειδικότητες και υποστελεχωμένα Κέντρα Υγείας, δημόσια
νοσοκομεία και εργαστήρια.
Και ενώ οι ελλείψεις «βγάζουν μάτι», η κυβέρνηση διαφημίζει τις 4.000 προσλήψεις που έκανε στην καρδιά της πανδημίας, «πολύ περισσότερες απ' όσες είχαμε εξαγγείλει». Πρόκειται όμως για προσωρινές συμβάσεις, που θα λήξουν τους επόμενους μήνες. Κυρίως όμως μιλάμε για ελάχιστες προσλήψεις μπροστά στους 30.000 γιατρούς και νοσηλευτές που λείπουν μόνιμα από τα δημόσια νοσοκομεία.
Ποιος εμποδίζει άραγε την κυβέρνηση να προσλάβει εξαρχής μόνιμους εργαζόμενους, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης; «Δεν τίθεται θέμα χρημάτων», λέει η κυβέρνηση. Κρύβει όμως ότι οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν για μερικούς μήνες ως επικουρικοί δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από τα έσοδα των νοσοκομείων, μέσω της αγοραπωλησίας υπηρεσιών.
Με λίγα λόγια, και αυτή η κυβέρνηση «κάνει μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα», με το κράτος να συμβάλλει ελάχιστα σε πόρους για την αντιμετώπιση της πανδημίας, και τους επιχειρηματίες στο χώρο της Υγείας όχι απλά να βγαίνουν άβρεχτοι από την κρίση αλλά να είναι και κερδισμένοι.
«Επιστροφή στην κανονικότητα» σημαίνει επίσης για την κυβέρνηση η σταδιακή επανεκκίνηση των τακτικών χειρουργείων και των εξωτερικών ιατρείων. Οι ασθενείς όμως θα συνεχίσουν να βρίσκονται στις συμπληγάδες των χρονοβόρων ραντεβού για χειρουργεία, νοσηλεία, θεραπείες. Θα εξακολουθήσει το σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας να προσφέρει υπηρεσίες που ισοδυναμούν με μια απλή συνταγογράφηση και μια υποτυπώδη ιατρική εξέταση (κι αυτή όχι πάντα, καθώς λείπουν βασικές ιατρικές ειδικότητες).
Η αποθέωση όμως της «ατομικής ευθύνης», όσο κι αν είναι αναγκαία, αποτελεί ομολογία και ταυτόχρονα προσπάθεια νομιμοποίησης αυτού του άθλιου συστήματος Υγείας, που έφτιαξαν με τον πολιτική τους η σημερινή και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Χώρια που η «ατομική ευθύνη» και συνεισφορά, ειδικά στα ζητήματα Υγείας, δεν μπορεί να αποτελεί λύση, αν δεν πατάει σ' ένα κρατικό σύστημα πλήρως στελεχωμένο, αν δεν υπακούει σε έναν γενικότερο σχεδιασμό, που έχει για κριτήριο τις ανάγκες του λαού.
Τρανταχτή επιβεβαίωση είναι τα εκατομμύρια ασθενών που έχουν ανάγκη από συχνή παρακολούθηση κι εξέταση, αλλά στο όνομα της «ατομικής ευθύνης» και των «αντοχών» του συστήματος Υγείας, αποκλείστηκαν από αυτό και εξαναγκάστηκαν να τα φέρουν βόλτα μόνοι τους. Πρόκειται για μια κρατική πολιτική «ανευθυνότητας», που μεταξύ άλλων έχει στόχο να συμπιέσει κι άλλο τις προσδοκίες και απαιτήσεις του λαού, ώστε να συμβιβαστεί με τη διαχρονικά «ανθυγιεινή» πολιτική της εμπορευματοποίησης και υποχρηματοδότησης του συστήματος Υγείας.
«Είναι αλήθεια ότι η προσέλευση στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων ήταν μειωμένη τους τελευταίους μήνες. Κάτι που απέδειξε ότι πολλοί προσέρχονταν στο παρελθόν σε αυτά χωρίς να υπάρχει πραγματικά επείγων λόγος», είπε προκλητικά ο Β. Κικίλιας.
Κουβέντα δεν είπε βέβαια για το ότι τα Κέντρα Υγείας, που θα έπρεπε να λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, σήμερα υπολειτουργούν, με ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες, εργαστήρια και ιατρικό εξοπλισμό, αναγκάζοντας τους ασθενείς να αναζητήσουν στα νοσοκομεία υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αυτή είναι η αιτία για τη συμφόρηση των ΤΕΠ και όχι η ...κακή συνήθεια των ασθενών να τα επισκέπτονται «για ψύλλου πήδημα», όπως αισχρά υπονοεί ο υπουργός.
Ακόμα και σήμερα όμως, αν από τα νούμερα που δίνει η κυβέρνηση αφαιρεθούν τα κρεβάτια ΜΕΘ για τον κορονοϊό, που είναι αναγκαία και απαραίτητο να υπάρχουν, για όλες τις υπόλοιπες ανάγκες τα κρεβάτια είναι ακόμη λιγότερα (419) στο δημόσιο σύστημα Υγείας, σε σχέση με την έναρξη της πανδημίας! Οι ανάγκες όμως σε ΜΕΘ θα πρέπει να καλύπτονται μέχρι κεραίας, καθώς πρόκειται για ένα σημαντικό επιστημονικό όπλο που δίνει τη δυνατότητα σε ασθενείς να δώσουν τη μάχη για τη ζωή και να την κερδίσουν.
Για την επόμενη μέρα και ενόψει ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας, για το οποίο όλοι μιλάνε, η κυβέρνηση επιχειρεί να καλλιεργήσει εφησυχασμό και μια μαγική εικόνα ότι όλα έχουν αλλάξει στο χώρο της Υγείας. Η αλήθεια όμως είναι τελείως διαφορετική, αφού συνεχίζεται και εντείνεται η ίδια πολιτική που μας έφερε έως εδώ: Των περικοπών, των κριτηρίων «κόστους - οφέλους» για τους ομίλους, της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης των υπηρεσιών Υγείας.
Αυτή η πολιτική έχει δοκιμαστεί και οι συνέπειές της έχουν αποκαλυφθεί, πριν και στη διάρκεια της πανδημίας. Και είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να αντανακλώνται στις μειωμένες και υποβαθμισμένες παροχές, ακόμα κι όταν το σημερινό σύστημα της Υγείας επανέλθει σε πλήρη λειτουργία, στις συνθήκες της «νέας κανονικότητας»...
Και ενώ οι ελλείψεις «βγάζουν μάτι», η κυβέρνηση διαφημίζει τις 4.000 προσλήψεις που έκανε στην καρδιά της πανδημίας, «πολύ περισσότερες απ' όσες είχαμε εξαγγείλει». Πρόκειται όμως για προσωρινές συμβάσεις, που θα λήξουν τους επόμενους μήνες. Κυρίως όμως μιλάμε για ελάχιστες προσλήψεις μπροστά στους 30.000 γιατρούς και νοσηλευτές που λείπουν μόνιμα από τα δημόσια νοσοκομεία.
Ποιος εμποδίζει άραγε την κυβέρνηση να προσλάβει εξαρχής μόνιμους εργαζόμενους, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης; «Δεν τίθεται θέμα χρημάτων», λέει η κυβέρνηση. Κρύβει όμως ότι οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν για μερικούς μήνες ως επικουρικοί δεν πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από τα έσοδα των νοσοκομείων, μέσω της αγοραπωλησίας υπηρεσιών.
Με λίγα λόγια, και αυτή η κυβέρνηση «κάνει μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα», με το κράτος να συμβάλλει ελάχιστα σε πόρους για την αντιμετώπιση της πανδημίας, και τους επιχειρηματίες στο χώρο της Υγείας όχι απλά να βγαίνουν άβρεχτοι από την κρίση αλλά να είναι και κερδισμένοι.
«Επιστροφή στην κανονικότητα» σημαίνει επίσης για την κυβέρνηση η σταδιακή επανεκκίνηση των τακτικών χειρουργείων και των εξωτερικών ιατρείων. Οι ασθενείς όμως θα συνεχίσουν να βρίσκονται στις συμπληγάδες των χρονοβόρων ραντεβού για χειρουργεία, νοσηλεία, θεραπείες. Θα εξακολουθήσει το σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας να προσφέρει υπηρεσίες που ισοδυναμούν με μια απλή συνταγογράφηση και μια υποτυπώδη ιατρική εξέταση (κι αυτή όχι πάντα, καθώς λείπουν βασικές ιατρικές ειδικότητες).
* * *
Στην ίδια συνέντευξη, ο υπουργός διαπιστώνει «αλλαγή νοοτροπίας»,
εννοώντας την τήρηση των μέτρων αυτοπεριορισμού και την αναγόρευση της
«ατομικής ευθύνης» σε βασικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της πανδημίας.Η αποθέωση όμως της «ατομικής ευθύνης», όσο κι αν είναι αναγκαία, αποτελεί ομολογία και ταυτόχρονα προσπάθεια νομιμοποίησης αυτού του άθλιου συστήματος Υγείας, που έφτιαξαν με τον πολιτική τους η σημερινή και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Χώρια που η «ατομική ευθύνη» και συνεισφορά, ειδικά στα ζητήματα Υγείας, δεν μπορεί να αποτελεί λύση, αν δεν πατάει σ' ένα κρατικό σύστημα πλήρως στελεχωμένο, αν δεν υπακούει σε έναν γενικότερο σχεδιασμό, που έχει για κριτήριο τις ανάγκες του λαού.
Τρανταχτή επιβεβαίωση είναι τα εκατομμύρια ασθενών που έχουν ανάγκη από συχνή παρακολούθηση κι εξέταση, αλλά στο όνομα της «ατομικής ευθύνης» και των «αντοχών» του συστήματος Υγείας, αποκλείστηκαν από αυτό και εξαναγκάστηκαν να τα φέρουν βόλτα μόνοι τους. Πρόκειται για μια κρατική πολιτική «ανευθυνότητας», που μεταξύ άλλων έχει στόχο να συμπιέσει κι άλλο τις προσδοκίες και απαιτήσεις του λαού, ώστε να συμβιβαστεί με τη διαχρονικά «ανθυγιεινή» πολιτική της εμπορευματοποίησης και υποχρηματοδότησης του συστήματος Υγείας.
«Είναι αλήθεια ότι η προσέλευση στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων ήταν μειωμένη τους τελευταίους μήνες. Κάτι που απέδειξε ότι πολλοί προσέρχονταν στο παρελθόν σε αυτά χωρίς να υπάρχει πραγματικά επείγων λόγος», είπε προκλητικά ο Β. Κικίλιας.
Κουβέντα δεν είπε βέβαια για το ότι τα Κέντρα Υγείας, που θα έπρεπε να λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, σήμερα υπολειτουργούν, με ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες, εργαστήρια και ιατρικό εξοπλισμό, αναγκάζοντας τους ασθενείς να αναζητήσουν στα νοσοκομεία υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αυτή είναι η αιτία για τη συμφόρηση των ΤΕΠ και όχι η ...κακή συνήθεια των ασθενών να τα επισκέπτονται «για ψύλλου πήδημα», όπως αισχρά υπονοεί ο υπουργός.
* * *
«Στόχος μας είναι οι 1.200 κλίνες σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Να φτάσουμε δηλαδή για πρώτη φορά ως χώρα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που
είναι 12 κρεβάτια ΜΕΘ για 100.000 πολίτες», είπε ο υπουργός Υγείας. Αφού
πρώτα κάνει γαργάρα την ανάγκη για 3.500 δημόσια κρεβάτια ΜΕΘ πριν από
την πανδημία, επικαλείται τώρα την ευρωπαϊκή αναλογία των 12
κρεβατιών/100.000 πολίτες, που έχει δοκιμαστεί στην πράξη και έχει
αποτύχει. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα απάνθρωπα διλήμματα που
αντιμετώπισαν οι θεράποντες ιατροί, για το ποιος θα ζήσει και ποιος θα
πεθάνει στην κορύφωση της πανδημίας σε άλλες χώρες;Ακόμα και σήμερα όμως, αν από τα νούμερα που δίνει η κυβέρνηση αφαιρεθούν τα κρεβάτια ΜΕΘ για τον κορονοϊό, που είναι αναγκαία και απαραίτητο να υπάρχουν, για όλες τις υπόλοιπες ανάγκες τα κρεβάτια είναι ακόμη λιγότερα (419) στο δημόσιο σύστημα Υγείας, σε σχέση με την έναρξη της πανδημίας! Οι ανάγκες όμως σε ΜΕΘ θα πρέπει να καλύπτονται μέχρι κεραίας, καθώς πρόκειται για ένα σημαντικό επιστημονικό όπλο που δίνει τη δυνατότητα σε ασθενείς να δώσουν τη μάχη για τη ζωή και να την κερδίσουν.
Για την επόμενη μέρα και ενόψει ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας, για το οποίο όλοι μιλάνε, η κυβέρνηση επιχειρεί να καλλιεργήσει εφησυχασμό και μια μαγική εικόνα ότι όλα έχουν αλλάξει στο χώρο της Υγείας. Η αλήθεια όμως είναι τελείως διαφορετική, αφού συνεχίζεται και εντείνεται η ίδια πολιτική που μας έφερε έως εδώ: Των περικοπών, των κριτηρίων «κόστους - οφέλους» για τους ομίλους, της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης των υπηρεσιών Υγείας.
Αυτή η πολιτική έχει δοκιμαστεί και οι συνέπειές της έχουν αποκαλυφθεί, πριν και στη διάρκεια της πανδημίας. Και είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να αντανακλώνται στις μειωμένες και υποβαθμισμένες παροχές, ακόμα κι όταν το σημερινό σύστημα της Υγείας επανέλθει σε πλήρη λειτουργία, στις συνθήκες της «νέας κανονικότητας»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου