Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (Τρίτη 2/6/2020) σε ειδικό ένθετο φιλοξενεί ανταποκρίσεις της Ελένης Βλάχου (διευθυντρίας της μετά το 1951) στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της , στα τέλη του 1953, με άλλους 10 Έλληνες δημοσιογράφους. Η πρόσκληση της τότε Σοβιετικής κυβέρνησης, Οκτώβριος του 1953, αφορούσε την δυνατότητα να επισκεφθούν τη Ρωσία εκπρόσωποι της πνευματικής, καλλιτεχνικής και δημοσιογραφικής ζωής από την Ελλάδα.  «…Οι έντεκα Έλληνες που προσκλήθηκαν φέτος, πέρυσι, επί Στάλιν, δεν θα είχαν προσκληθεί. Ήταν μια ασήμαντη υπόθεση αυτό το ταξίδι; Μιας νέας μορφής προσπάθεια να χτυπηθεί ο αυξάνων φιλοαμερικανισμός των Ελλήνων; Προπαγάνδα, εκμετάλλευσης της δεξιάς; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι όλη αυτή η απίθανη ιστορία έχει ελατήρια εχθρότητας και ότι δεν σημειώνει μια πρώτη χαραμάδα, ένα πρώτο βήμα προς τη μελλοντική εξαφάνιση του παραπετάσματος…», σημειώνει χαρακτηριστικά η Ελένη Βλάχου. Έτσι Πέμπτη βράδυ, 5 Νοεμβρίου 1953, το αεροπλάνο της «Αεροφλότ» κατέβαζε στο αεροδρόμιο της Μόσχας την 11-μελή ομάδα των Ελλήνων προσκεκλημένων για μια 25-ήμερη συναρπαστική φιλοξενία
Ως ανήκουσα στην λεγόμενη «φωτισμένη δεξιά» (στην ουσία σταθερή στυλοβάτης με την πένα της του αστικού συστήματος) οι τότε εντυπώσεις της για την ΕΣΣΔ μετά τον θάνατο του Ι.Β. Στάλιν έχουν τη δική τους σημασία για την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Οι παραδοχές της, με βάση αυτά που «αντίκρισε», αλλά και η αναπαραγωγή αντισοβιετικών στερεότυπων είναι το χαρακτηριστικό των ανταποκρίσεων (που βγήκαν και σε έκδοση το 1954). Δίνουν όμως ορισμένες χρήσιμες «λεπτομέρειες» που παραθέτουμε , με μικρό μας σχολιασμό.
Άλλωστε και η ίδια παραδέχτηκε ότι «τη Ρωσία αλλοιώς την φανταζόμουνα, αλλοιώς την περίμενα, αλλοιώς την είχα καταλάβει και αλλοιώς την είδα».
Παραδοχές…
Για το Μετρό: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιο απίθανο δημιούργημα δεν υπάρχει πουθενά σ’ ολόκληρο τον κόσμο…Εις το Μετρό (σ.σ ο Ρώσος) κυκλοφορεί με σεβασμό, σιωπηλά και ούτε καπνίζει, ούτε πετά χαρτιά, ούτε προκαλεί καμία ακαταστασία…»
Για την Εκκλησία: « Το ότι υπάρχουν εκκλησίες που λειτουργούν, το ότι υπάρχουν χιλιάδες, εκατομμύρια σοβιετικοί πολίτες, που τις γεμίζουν Κυριακές και γιορτές και τις συντηρούν και πληρώνουν τρία ρούβλια το κεράκι…Και πόσο καιρό , πόσα χρόνια ακόμη θα παλαίψουν με ένα παντοδύναμο κρατικό οργανισμό, που χωρίς πλέον να μάχεται φανερά τη θρησκεία, τη έχει καταργήσει από όλα τα σχολεία, τα γυμνάσια, τα πανεπιστήμια…την έχει διαγράψει χωρίς μίσος, αλλά με κάποιο ύφος «ανωτερότητος»…»
Για το Θέατρο: «…Σε όλες τις μικρές και τις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας, κορίτσια και αγόρια γυμνάζονται ώρες ατελείωτες, από τα ξημερώματα έως την νύχτα, επί χρόνια ολόκληρα για να πάρουν καλούς βαθμούς, τις διακρίσεις, τα βραβεία που θα τα βοηθήσουν να ξεχωρίσουν και που θα τα φέρουν σκαλοπάτι, σκαλοπάτι από το σχολείο στην τοπική όπερα, από την τοπική όπερα σε μεγαλύτερη, του Κιέβου ή της Τυφλίδος, απ’ εκεί κάπου κοντήτερα στην Μόσχα…»
Και αντικομουνιστικά-αντισοβιετικά στερεότυπα
Για τη ζωή των κατοίκων: «…Δεν είναι μόνο άσχημος ο κόσμος. Είναι και σχεδόν ομοιόμορφος, ανήκει σ’ ένα πολιτικό στρατό του οποίου η στολή είναι το βαρύ κακοκομμένο παλτό, ο κούκος, η τραγιάσκα, η γαλότσα. Οι γυναίκες περιφέρονται με το ίδιο πλατό, με τετράγωνους ώμους, με χονδρές κάλτσες με ελεεινά σε σχήμα παπούτσια..» (σ.σ φυσικά δεν έκανε τον κόπο να δει το πώς ζούσαν τότε οι ελληνίδες εκτός …Κολωνακίου..)
Για το δήθεν κλίμα τρομοκρατίας: «…Μοιάζει συνεχώς να φυλάγεται. Να φυλάγεται από ξένους, από αγνώστους, από κακοτοπιές, από νέες συζητήσεις, από απρόοπτες ερωτήσεις…Δεν προχωρεί σε πρωτοβουλίες, δεν ανεβαίνει ούτε σκαλοπάτι κοινωνικής ή εργατικής ιεραρχίας. Δεν θέλει ο κοινός Ρώσος πολίτης να βρει κανένα μπελά..» (σ.σ Και όλα αυτά όταν στην χώρα μας είχαμε γεμίσει φυλακές και εξορίες…)
Για το πανεπιστήμιο Λομονόσωφ: «…Που είναι αυτή η λιτή αυστηρότητα, η απλότητς, το πρακτικό πνεύμα, που θα επήγαζε από μια ειλικρινή διάθεση ισότητος, από μια διάθεση να προσφέρωνται όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους…Εδώ με τα χρήματα που έχουν πεταχθή για να πνιγή αυτό το Πανεπιστήμιο στην πολυτέλεια θα μπορούσαν να έχουν χτισθή άλλα τέσσαρα που να ήσαν σχολεία και όχι ανάκτορα…» (σ. Προφανής η «ζήλια» αλλά και το δέος απέναντι στο μοναδικό αυτό Πανεπιστήμιο των 39 ορόφων, των 40 χλμ διαδρόμων, των 6.000 υπνοδωματίων για φοιτητές που φυσικά ήταν ανοικτό και δωρεάν για όλον τον κόσμο)