Μα
θα μου πείτε, τι σχέση έχει η Κοκκινοσκουφίτσα,
ο Αρχοντόλυκος και ο πυροσβέστης
Αεροπεζοναύτης;
Εύλογο ερώτημα, αλλά Αεροπεζοναύτης είναι, και όπου τον καλούν πάει, αλλά ας αφήσουμε την απάντηση για το τέλος και ας ξεκινήσουμε το δικό μας παραμύθι με τα δικά μας μάτια.
Μια φορά λοιπόν, και έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το αγαπούσαν όλοι. Πιο πολύ απ’ όλους την αγαπούσε η γιαγιά της, αλλά ήταν φτωχή και το μόνο που μπόρεσε να της δώσει ήταν ένα μικρό κόκκινο σκουφάκι από βελούδο. Η μικρή το φορούσε πάντα και της ταίριαζε πολύ, έτσι όλοι την φώναζαν «η Κοκκινοσκουφίτσα».
Ένα πρωινό, η μητέρα την φώναξε να πάει φαγητό στη γιαγιά της..
« …Έλα Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε λίγο φαγητό, αυτό το ψωμί και ένα μπουκάλι κρασί να τα πας στη γιαγιά σου. Έχει αρρωστήσει και πρέπει να φάει για να δυναμώσει και να γίνει καλά… και να προσέχεις»
«Θα προσέχω πολύ», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα στην μητέρα της.
Μόλις η Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε στο δάσος συνάντησε έναν λύκο.
Ετούτος ο λύκος είχε κάτι περίεργος. Αυτιά μυτερά, ημίψηλο καπέλο, μαύρο γιλέκο με παπιγιόν και μαύρο φράκο. Κρατούσε μπαστούνι φιλντισένιο και είχε τα δόντια του λύκου. Κοφτερά και κάτασπρα
«Αρχοντόλυκος»!!!
Η αθώα Κοκκινοσκουφίτσα, δεν ήξερε τι ζώο ήταν ετούτος, ο καλοντυμένος Αρχοντόλυκος, μα δεν τον φοβήθηκε καθόλου.
«Καλημέρα
Κοκκινοσκουφίτσα».
«Καλημέρα, Αρχοντόλυκε».
«Πού πηγαίνεις πρωί-πρωί, Κοκκινοσκουφίτσα;»
«Στη γιαγιά μου».
«Τι κουβαλάς στην ποδιά σου;»
«Λίγο φαγητό και κρασί. Χτες έψησε η μητέρα μου στον φούρνο κι έφτιαξε κάτι καλό για την άρρωστη γιαγιά μου. Άμα τα φάει θα γίνει καλά».
«Και πού ζει η γιαγιά σου Κοκκινοσκουφίτσα;»
Η μικρούλα μας η Κοκκινοσκουφίτσα, άφοβη και αθώα, μπροστά στον καλοντυμένο κύριο Αρχοντόλυκο του είπε την αλήθεια
«Ένα χιλιόμετρο από εδώ, βαθύτερα στο δάσος, είναι το σπίτι της γιαγιάς μου, κάτω από τρεις μεγάλες βαλανιδιές, οι καρυδιές είναι παραδίπλα, σίγουρα θα το ‘χεις δει», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Ο Αρχοντόλυκος σκέφτηκε «..τι καλή που είναι αυτή η μικρούλα! Τι νόστιμη γεύση που θα έχει. Πρέπει να δράσω με πανουργία και να τις πιάσω και τις δυο».
Έτσι ο Αρχοντόλυκος, περπάτησε για λίγο μαζί της και μετά της είπε:
«Κοίτα Κοκκινοσκουφίτσα, τι όμορφα λουλούδια!
«Άκου πως τραγουδούν τα πουλιά… Κοίτα όλη η φύση γιορτάζει σήμερα».
Η Κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε το βλέμμα της και είδε τις ηλιαχτίδες να χορεύουν ανάμεσα στα κλαδιά, όμορφα λουλούδια να είναι φυτρωμένα παντού και σκέφτηκε
« Ας μαζέψω λίγα λουλούδια για να χαρεί η γιαγιά έτσι και αλλιώς είναι νωρίς ακόμη… θα προλάβω…»
Χώθηκε στο δάσος για να βρει τα πιο όμορφα λουλούδια. Κάθε φορά που έκοβε ένα λουλούδι, έβλεπε ένα άλλο ακόμη πιο όμορφο κι έτσι, από λουλούδι σε λουλούδι, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος.
Ξεχάστηκε στην ομορφιά του δάσους
Στο μεταξύ ο Αρχοντόλυκος εξαφανίστηκε και όπως ξέρετε οι περισσότεροι, δεν άργησε να φτάσει στην πόρτα της γιαγιάς, παριστάνοντας την Κοκκινοσκουφίτσα με την φωνή της. Το ψέμα έπιασε και η γιαγιά έδωσε την εντολή στον Αρχοντόλυκο να τραβήξει το σύρτη και να άνοιξη την πόρτα!
Ο Αρχοντόλυκος σήκωσε τον σύρτη, άνοιξε την πόρτα και χωρίς λέξη πήγε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την έφαγε.
Μετά έβαλε τα ρούχα της γιαγιάς, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και τράβηξε τις κουρτίνες. Ο Αρχοντόλυκος παριστάνει ότι είναι η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας..
Η Κοκκινοσκουφίτσα, αφού μάζεψε όσα λουλούδια μπορούσε να κουβαλήσει, θυμήθηκε τη γιαγιά της και πήρε τον δρόμο για το σπίτι της.
Της φάνηκε παράξενο που η πόρτα ήταν ανοιχτή και όταν μπήκε στο δωμάτιο της γιαγιάς ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα και σκέφτηκε «Τι άβολα που νιώθω σήμερα! Άλλες φορές μου άρεσε τόσο πολύ να είμαι με τη γιαγιά μου», και δυνατά είπε «Καλημέρα. ¨
Μα δεν πήρε απάντηση. Έτσι πήγε στο κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε τη γιαγιά της ξαπλωμένη, με το σκουφί της τραβηγμένο πολύ χαμηλά, κι ένα βλέμμα ιδιαίτερα παράξενο.
Με
το που το είπε αυτό ο Αρχοντόλυκος,
ορμάει με ένα σάλτο να φάει την
Κοκκινοσκουφίτσα!
Η Κοκκινοσκουφίτσα, πριν ο Αρχοντόλυκος πετάξει τα σκεπάσματα, σαν αστραπή, με ένα σάλτο βρέθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς.
Άρχισε να τρέχει γρήγορα μέσα στο δάσος. Ο φόβος της έδινε δύναμη.
Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει. Τράβηξε για την καλύβα του Δασοφύλακα που ήταν ψηλά στο λόφο. Φθάνοντας λαχανιασμένη, απογοητεύθηκε, έβαλε τα κλάματα.
Η Καλύβα παρατημένη, χωρίς πόρτες και το Δασοφυλάκειο είχε καταργηθεί από καιρό, μαζί και ο Δασοφύλακας.
Γύρισε τα μάτια της στον ουρανό, λες και ήθελε να προσευχηθεί.
Ξαφνικά! Βλέπει καπνό, περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά.
Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί!
Σημάδι πως εκεί υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν.
Όσο έτρεχε προς τα εκεί, έτρεχαν προς το μέρος της, δεκάδες σκιουράκια, λαγοί, αγριοκούνελα, ελάφια . Τα πουλιά πετούσαν άφωνα και τρομαγμένα. Δεν άργησε να καταλάβει ότι ο καπνός δεν ήταν καλό σημάδι.
Κοντοστάθηκε για λίγο και αναρωτήθηκε! «Γιατί τρέχουν τα ζωάκια, γιατί τα πουλιά δεν κελαηδούν;»
Είχε εμπιστοσύνη στα ζωάκια και τα πουλιά η Κοκκινοσκουφίτσα. Άλλωστε τα ήξερε ‘όλα με το όνομά τους
Άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας και αυτή, μαζί με τα ζωάκια. Έφτασε στην άκρη ενός ξέφωτου και εκεί ως εκ θάματος άκουσε φωνές. Ήταν ματωμένη στα πόδια από τα αγριάδες του δάσους, τα ρούχα της σκισμένα και ξαφνικά συνάντησε μια ομάδα ανθρώπων με κόκκινα σιδερένια σκουφιά και τσεκουριά στα χέρια. Είχαν και αυτοί σκισμένα ρούχα. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και το πρόσωπο τους έσταζε ιδρώτα και κάπνα.
Δυο τρεις τραβούσαν ένα πάνινο μεγάλο σωλήνα και έριχναν νερό στη φωτιά
Η Κοκκινοσκουφίτσα κρύφτηκε πίσω από ο ένα δένδρο, παρακολουθούσε και άκουγε….
Δεν είχε ξαναδεί τέτοιους ανθρώπους με μπλε ρούχα και κόκκινα κράνη.
Τους άκουσε να μιλάνε..
Είχαν μέρες να κοιμηθούν…Τους έφεραν την ίδια μέρα από άλλη φωτιά.
«Άραγε πόσο καιρό είχαν να δουν τα παιδιά τους» αναρωτήθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα!
Η τελευταία σταγόνα νερού δρόσισε τα σκασμένα χείλη και μια φωνή αγανάκτησης έφυγε στο αγέρα «Νερό τέλος!»
Κατάμαυροι και κατάκοποι οι πυροσβέστες έδιναν μάχη να σβήσουν τη φωτιά, σχεδόν με γυμνά χέρια.
Πολλοί ήταν καμένοι.
Ο αέρας δεν ήταν σύμμαχος.
Το μέρος δύσβατο, χωρίς δρόμους.
Δάσος, άνθρωποι και φτωχόσπιτα, σε πλήρη εγκατάλειψη.
Η Κοκκινοσκουφίτσα μας, σώθηκε από τους Πυροσβέστες που ήρθαν από
άλλο παραμύθι, μιας και τα παραμύθια, είναι κοινός τόπος που ζει ο
Αεροπεζοναύτης και μαζί του και εσείς.
Στο δικό μας παραμύθι, ο κυνηγός δεν φάνηκε ποτέ!
Ούτε βέβαια έγδαρε τον Αρχοντόλυκο ο «κυνηγός» , γιατί ο Αρχοντόλυκος, κουμαντάρει και τους «κυνηγούς» και τα σκυλιά τους!
Την δική μας γιαγιά, δεν την έφαγε ο λύκος, γιατί ζει με τα παιδιά και τα εγγόνια της. Φτωχικά μεν, ταπεινά δε, αλλά με πολύ αγάπη για την γιαγιά τους.
Έτσι, η δική μας η Κοκκινοσκουφίτσα, είπε στη γιαγιά της:
«Όσο ζω, εγώ και οι φίλες μου, στο υπόσχομαι γιαγιά μου, θα βγαίνουμε για πάντα στους δρόμους με το πάθος του αγώνα, χωρίς φόβο, ώσπου το είδος αυτό των Αρχοντόλυκων, να εξαφανιστεί από την φύση. Δεν έχουν ούτε έναν καλό λόγο για να υπάρχουν.
Γιατί όσο υπάρχουν Αρχοντόλυκοι, το παραμύθι γιαγιά, θα επαναλαμβάνεται και η ζωή μας, δεν είναι παραμύθι.»
Εύλογο ερώτημα, αλλά Αεροπεζοναύτης είναι, και όπου τον καλούν πάει, αλλά ας αφήσουμε την απάντηση για το τέλος και ας ξεκινήσουμε το δικό μας παραμύθι με τα δικά μας μάτια.
Μια φορά λοιπόν, και έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το αγαπούσαν όλοι. Πιο πολύ απ’ όλους την αγαπούσε η γιαγιά της, αλλά ήταν φτωχή και το μόνο που μπόρεσε να της δώσει ήταν ένα μικρό κόκκινο σκουφάκι από βελούδο. Η μικρή το φορούσε πάντα και της ταίριαζε πολύ, έτσι όλοι την φώναζαν «η Κοκκινοσκουφίτσα».
Ένα πρωινό, η μητέρα την φώναξε να πάει φαγητό στη γιαγιά της..
« …Έλα Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε λίγο φαγητό, αυτό το ψωμί και ένα μπουκάλι κρασί να τα πας στη γιαγιά σου. Έχει αρρωστήσει και πρέπει να φάει για να δυναμώσει και να γίνει καλά… και να προσέχεις»
«Θα προσέχω πολύ», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα στην μητέρα της.
Μόλις η Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε στο δάσος συνάντησε έναν λύκο.
Ετούτος ο λύκος είχε κάτι περίεργος. Αυτιά μυτερά, ημίψηλο καπέλο, μαύρο γιλέκο με παπιγιόν και μαύρο φράκο. Κρατούσε μπαστούνι φιλντισένιο και είχε τα δόντια του λύκου. Κοφτερά και κάτασπρα
«Αρχοντόλυκος»!!!
Η αθώα Κοκκινοσκουφίτσα, δεν ήξερε τι ζώο ήταν ετούτος, ο καλοντυμένος Αρχοντόλυκος, μα δεν τον φοβήθηκε καθόλου.
«Καλημέρα, Αρχοντόλυκε».
«Πού πηγαίνεις πρωί-πρωί, Κοκκινοσκουφίτσα;»
«Στη γιαγιά μου».
«Τι κουβαλάς στην ποδιά σου;»
«Λίγο φαγητό και κρασί. Χτες έψησε η μητέρα μου στον φούρνο κι έφτιαξε κάτι καλό για την άρρωστη γιαγιά μου. Άμα τα φάει θα γίνει καλά».
«Και πού ζει η γιαγιά σου Κοκκινοσκουφίτσα;»
Η μικρούλα μας η Κοκκινοσκουφίτσα, άφοβη και αθώα, μπροστά στον καλοντυμένο κύριο Αρχοντόλυκο του είπε την αλήθεια
«Ένα χιλιόμετρο από εδώ, βαθύτερα στο δάσος, είναι το σπίτι της γιαγιάς μου, κάτω από τρεις μεγάλες βαλανιδιές, οι καρυδιές είναι παραδίπλα, σίγουρα θα το ‘χεις δει», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Ο Αρχοντόλυκος σκέφτηκε «..τι καλή που είναι αυτή η μικρούλα! Τι νόστιμη γεύση που θα έχει. Πρέπει να δράσω με πανουργία και να τις πιάσω και τις δυο».
Έτσι ο Αρχοντόλυκος, περπάτησε για λίγο μαζί της και μετά της είπε:
«Κοίτα Κοκκινοσκουφίτσα, τι όμορφα λουλούδια!
«Άκου πως τραγουδούν τα πουλιά… Κοίτα όλη η φύση γιορτάζει σήμερα».
Η Κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε το βλέμμα της και είδε τις ηλιαχτίδες να χορεύουν ανάμεσα στα κλαδιά, όμορφα λουλούδια να είναι φυτρωμένα παντού και σκέφτηκε
« Ας μαζέψω λίγα λουλούδια για να χαρεί η γιαγιά έτσι και αλλιώς είναι νωρίς ακόμη… θα προλάβω…»
Χώθηκε στο δάσος για να βρει τα πιο όμορφα λουλούδια. Κάθε φορά που έκοβε ένα λουλούδι, έβλεπε ένα άλλο ακόμη πιο όμορφο κι έτσι, από λουλούδι σε λουλούδι, έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος.
Ξεχάστηκε στην ομορφιά του δάσους
Στο μεταξύ ο Αρχοντόλυκος εξαφανίστηκε και όπως ξέρετε οι περισσότεροι, δεν άργησε να φτάσει στην πόρτα της γιαγιάς, παριστάνοντας την Κοκκινοσκουφίτσα με την φωνή της. Το ψέμα έπιασε και η γιαγιά έδωσε την εντολή στον Αρχοντόλυκο να τραβήξει το σύρτη και να άνοιξη την πόρτα!
Ο Αρχοντόλυκος σήκωσε τον σύρτη, άνοιξε την πόρτα και χωρίς λέξη πήγε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την έφαγε.
Μετά έβαλε τα ρούχα της γιαγιάς, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και τράβηξε τις κουρτίνες. Ο Αρχοντόλυκος παριστάνει ότι είναι η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας..
Η Κοκκινοσκουφίτσα, αφού μάζεψε όσα λουλούδια μπορούσε να κουβαλήσει, θυμήθηκε τη γιαγιά της και πήρε τον δρόμο για το σπίτι της.
Της φάνηκε παράξενο που η πόρτα ήταν ανοιχτή και όταν μπήκε στο δωμάτιο της γιαγιάς ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα και σκέφτηκε «Τι άβολα που νιώθω σήμερα! Άλλες φορές μου άρεσε τόσο πολύ να είμαι με τη γιαγιά μου», και δυνατά είπε «Καλημέρα. ¨
Μα δεν πήρε απάντηση. Έτσι πήγε στο κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε τη γιαγιά της ξαπλωμένη, με το σκουφί της τραβηγμένο πολύ χαμηλά, κι ένα βλέμμα ιδιαίτερα παράξενο.
«Ω γιαγιά!», είπε, «τι μεγάλα αυτιά που έχεις!» «Για να σε ακούω καλύτερα, παιδάκι μου». «Μα, γιαγιά, τι μεγάλα μάτια που έχεις!» «Για να σε βλέπω καλύτερα, παιδάκι μου». «Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;» «Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα, παιδάκι μου». «Γιαγιά τι τρομακτικά μεγάλο στόμα που έχεις!» «Για να σε τρώω καλύτερα!»
Η Κοκκινοσκουφίτσα, πριν ο Αρχοντόλυκος πετάξει τα σκεπάσματα, σαν αστραπή, με ένα σάλτο βρέθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς.
Άρχισε να τρέχει γρήγορα μέσα στο δάσος. Ο φόβος της έδινε δύναμη.
Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει. Τράβηξε για την καλύβα του Δασοφύλακα που ήταν ψηλά στο λόφο. Φθάνοντας λαχανιασμένη, απογοητεύθηκε, έβαλε τα κλάματα.
Η Καλύβα παρατημένη, χωρίς πόρτες και το Δασοφυλάκειο είχε καταργηθεί από καιρό, μαζί και ο Δασοφύλακας.
Γύρισε τα μάτια της στον ουρανό, λες και ήθελε να προσευχηθεί.
Ξαφνικά! Βλέπει καπνό, περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά.
Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί!
Σημάδι πως εκεί υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν.
Όσο έτρεχε προς τα εκεί, έτρεχαν προς το μέρος της, δεκάδες σκιουράκια, λαγοί, αγριοκούνελα, ελάφια . Τα πουλιά πετούσαν άφωνα και τρομαγμένα. Δεν άργησε να καταλάβει ότι ο καπνός δεν ήταν καλό σημάδι.
Κοντοστάθηκε για λίγο και αναρωτήθηκε! «Γιατί τρέχουν τα ζωάκια, γιατί τα πουλιά δεν κελαηδούν;»
Είχε εμπιστοσύνη στα ζωάκια και τα πουλιά η Κοκκινοσκουφίτσα. Άλλωστε τα ήξερε ‘όλα με το όνομά τους
Άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας και αυτή, μαζί με τα ζωάκια. Έφτασε στην άκρη ενός ξέφωτου και εκεί ως εκ θάματος άκουσε φωνές. Ήταν ματωμένη στα πόδια από τα αγριάδες του δάσους, τα ρούχα της σκισμένα και ξαφνικά συνάντησε μια ομάδα ανθρώπων με κόκκινα σιδερένια σκουφιά και τσεκουριά στα χέρια. Είχαν και αυτοί σκισμένα ρούχα. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και το πρόσωπο τους έσταζε ιδρώτα και κάπνα.
Δυο τρεις τραβούσαν ένα πάνινο μεγάλο σωλήνα και έριχναν νερό στη φωτιά
Η Κοκκινοσκουφίτσα κρύφτηκε πίσω από ο ένα δένδρο, παρακολουθούσε και άκουγε….
Δεν είχε ξαναδεί τέτοιους ανθρώπους με μπλε ρούχα και κόκκινα κράνη.
Τους άκουσε να μιλάνε..
Είχαν μέρες να κοιμηθούν…Τους έφεραν την ίδια μέρα από άλλη φωτιά.
«Άραγε πόσο καιρό είχαν να δουν τα παιδιά τους» αναρωτήθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα!
Η τελευταία σταγόνα νερού δρόσισε τα σκασμένα χείλη και μια φωνή αγανάκτησης έφυγε στο αγέρα «Νερό τέλος!»
Κατάμαυροι και κατάκοποι οι πυροσβέστες έδιναν μάχη να σβήσουν τη φωτιά, σχεδόν με γυμνά χέρια.
Πολλοί ήταν καμένοι.
Ο αέρας δεν ήταν σύμμαχος.
Το μέρος δύσβατο, χωρίς δρόμους.
Δάσος, άνθρωποι και φτωχόσπιτα, σε πλήρη εγκατάλειψη.
Στο δικό μας παραμύθι, ο κυνηγός δεν φάνηκε ποτέ!
Ούτε βέβαια έγδαρε τον Αρχοντόλυκο ο «κυνηγός» , γιατί ο Αρχοντόλυκος, κουμαντάρει και τους «κυνηγούς» και τα σκυλιά τους!
Την δική μας γιαγιά, δεν την έφαγε ο λύκος, γιατί ζει με τα παιδιά και τα εγγόνια της. Φτωχικά μεν, ταπεινά δε, αλλά με πολύ αγάπη για την γιαγιά τους.
Έτσι, η δική μας η Κοκκινοσκουφίτσα, είπε στη γιαγιά της:
«Όσο ζω, εγώ και οι φίλες μου, στο υπόσχομαι γιαγιά μου, θα βγαίνουμε για πάντα στους δρόμους με το πάθος του αγώνα, χωρίς φόβο, ώσπου το είδος αυτό των Αρχοντόλυκων, να εξαφανιστεί από την φύση. Δεν έχουν ούτε έναν καλό λόγο για να υπάρχουν.
Γιατί όσο υπάρχουν Αρχοντόλυκοι, το παραμύθι γιαγιά, θα επαναλαμβάνεται και η ζωή μας, δεν είναι παραμύθι.»
Του
Αεροπεζοναύτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου